Η Kυψέλη και η Αγορά της: σύγκρουση και συνύπαρξη στις γειτονιές του κέντρου
Βαΐου Ντίνα|Λαφαζάνη Όλγα
Γειτονιές, Εθνοτικές Ομάδες, Ιστορία
2015 | Δεκ
Η Κυψέλη, μια από τις παλαιότερες γειτονιές του Δήμου Αθηναίων, είναι σήμερα μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες και πολυεθνικές γειτονιές και ένα παράδειγμα συνύπαρξης ντόπιων και μεταναστών, μιας συνύπαρξης που μεταλλάσσεται στο χρόνο σε συνάρτηση με γενικότερες εξελίξεις στη πόλη και πέρα από αυτήν.
Εικόνα 1: δρόμος στην Κυψέλη (με έγχρωμο καταστήματα μεταναστών)
Πηγή: greekscapes
Σύντομη ιστορία αστικοποίησης
Στις αρχές του 20ου αιώνα η Κυψέλη είναι ακόμη μια περιοχή όπου υπάρχουν κυρίως αγροκτήματα και διάσπαρτες αγροτικές κατοικίες, ενώ αρχίζουν να εμφανίζονται οι πρώτες επαύλεις. Ως το Μεσοπόλεμο εξακολουθεί να είναι αραιοκατοικημένη, αλλά η συρροή πληθυσμού από την ύπαιθρο στην πρωτεύουσα οδηγεί στις απαρχές της μετατροπής της σε αστική συνοικία, με μονοκατοικίες και διπλοκατοικίες. Με τις επεκτάσεις του ρυμοτομικού σχεδίου του 1930 αποκτά περίπου τη σημερινή της έκταση και κτίζονται οι πρώτες πολυκατοικίες για εύπορα κυρίως νοικοκυριά (εικόνα 2). Το 1937 σχεδιάζεται από τον αρχιτέκτονα Βασίλειο Τσαγρή η διευθέτηση του ρέματος Λεβίδη (σημερινή Φωκίωνος Νέγρη) σε γραμμικό κήπο, με δέντρα, θάμνους, πίδακες νερού, γλυπτά και χώρους παιχνιδιού (εικόνα 3). Την ίδια περίοδο κατασκευάζεται και η Δημοτική Αγορά.
Εικόνα 2: Χάρτης οριοθέτησης της Κυψέλης
Πηγή: Μ. Βασενχόβεν 2003
Εικόνα 3: Η Φωκίωνος Νέγρη στον ιστό της Κυψέλης
Πηγή: greekscapes
Η εντατική οικοδόμηση της περιοχής ξεκινάει μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως σε πολλές άλλες περιοχές της Αθήνας, με το σύστημα της αντιπαροχής, και συνεχίζεται εντατικά έως και τη δεκαετία του 1970. Έτσι, ολοκληρώνεται σταδιακά η σημερινή εικόνα της γειτονιάς που, σύμφωνα με όλες τις πολεοδομικές μελέτες, είναι μια από τις πιο προβληματικές του Δήμου Αθηναίων, με υψηλές πυκνότητες, ρύπανση, προβλήματα κυκλοφορίας και στάθμευσης, ελάχιστους ελεύθερους χώρους και ανεπαρκείς υποδομές. Οι νέες πολυκατοικίες αντικαθιστούν τις μονοκατοικίες, ενώ ταυτόχρονα αρχίζει μια περίοδος ακμής της Κυψέλης που γίνεται διάσημη για τη νυχτερινή ζωή της με θέατρα, κινηματογράφους, ζαχαροπλαστεία και εστιατόρια. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 εντοπίζεται μια μετακίνηση κυρίως νέων νοικοκυριών προς τα βορειοανατολικά και νοτιοανατολικά προάστια. Παραμένουν όμως στην περιοχή οι πιο ηλικιωμένοι κάτοικοι, ιδιαίτερα στους ανώτερους ορόφους και τα μεγαλύτερα διαμερίσματα των πολυκατοικιών.
Η δεκαετία 1990 είναι μια τομή για την Κυψέλη, καθώς η μαζική εγκατάσταση μεταναστών αναστρέφει τις τάσεις μείωσης τόσο του πληθυσμού, όσο και του μέσου μεγέθους νοικοκυριού και της πυραμίδας ηλικιών. Η «φυγή» των παλαιών κατοίκων αρχίζει να αντισταθμίζεται από την εγκατάσταση πολυμελών και ηλικιακά νέων νοικοκυριών μεταναστών. Τα ίδια περίπου χαρακτηριστικά της γειτονιάς, που για τους παλιούς κατοίκους συνιστούσαν υποβάθμιση, λειτουργούν διαφορετικά για τους μετανάστες. Τα διαμερίσματα, συνήθως υπόγεια ή ισόγεια, αλλά ακόμη και πλυσταριά στις ταράτσες, που οι παλιοί κάτοικοι θεωρούν μικρά και κακοφτιαγμένα ή ανεπαρκή σε χώρο, ενοικιάζονται γρήγορα από μετανάστες, οι οποίοι τα επισκευάζουν με προσωπική εργασία και επιτυγχάνουν πιο φτηνά ενοίκια κατοικώντας πολλοί μαζί. Ξαναμπαίνει έτσι στην αγορά ακινήτων ένα μεγάλο μέρος του κτηριακού αποθέματος που παρέμενε για μεγάλο διάστημα απαξιωμένο ή/και κενό.
Ταυτόχρονα, η γεωγραφική θέση της Κυψέλης, που οι παλιοί κάτοικοι εγκαταλείπουν εξ αιτίας του θορύβου, της ρύπανσης, της έλλειψης πράσινου και χώρων στάθμευσης, προσφέρει στους μετανάστες προσπελασιμότητα, καλές συγκοινωνίες, κοντινά σχολεία και τη σημαντική δυνατότητα να συνδυαστεί σχετικά εύκολα με την εργασία σε άλλες περιοχές της πόλης και με τη φροντίδα του σπιτιού και των παιδιών.
Από τα στοιχεία της Απογραφής Πληθυσμού 2001, μετανάστες/ριες κυρίως από την Αλβανία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, την Ουκρανία αλλά και τη Μολδαβία, τη Ρωσική Ομοσπονδία, τη Γεωργία, τη Γιουγκοσλαβία, την Αρμενία, τη Νιγηρία, την Αιθιοπία, τη Γκάνα, τη Νότια Αφρική, την Αίγυπτο, τις Φιλιππίνες, το Μπαγκλαντές, την Ινδία, το Πακιστάν, το Ιράκ, το Ιράν, την Τουρκία, και τη Συρία συνθέτουν, με διαφορετικές δυναμικές και μεγέθη, το μωσαϊκό των «νέων» κατοίκων της Κυψέλης. Πέρα από τις ποικίλες προελεύσεις, αξίζει να σημειωθεί το σχετικά υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης (ιδιαίτερα μεταναστριών που προέρχονται από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης) και το υψηλό ποσοστό οικονομικά ενεργού πληθυσμού, τόσο στην επίσημη οικονομία όσο και στον άτυπο τομέα (χάρτης 1).
Χάρτης 1: Κατανομή μεταναστών ανά Απογραφικό Τομέα (Πηγή: Απογραφή Πληθυσμού 2001)
Η Κυψέλη, παρά τις μεταλλαγές που έχουν συμβεί κατά τη διαδρομή της στο χρόνο, διατηρεί ορισμένα χαρακτηριστικά, όπως η μεγάλη ποικιλία και μίξη χρήσεων γης με έμφαση στην κατοικία, την αναψυχή και το εμπόριο, καθώς και έναν πυκνοδομημένο και πυκνοκατοικημένο αστικό ιστό, με πυκνότητες που υπερβαίνουν τους 350 κατοίκους/Ηa. Η παρουσία πολυάριθμων μεταναστών, εγκατεστημένων από το 1990, συνέτεινε στην ανάπτυξη δραστηριοτήτων και υπηρεσιών προσανατολισμένων προς τον «νέο» πληθυσμό, αλλά και στην αναζωογόνηση παλαιών χρήσεων. Η κατανομή των λειτουργιών, όπως και του πληθυσμού, δεν είναι προφανώς ομοιογενής. Η Φωκίωνος Νέγρη, παραδοσιακός υπερτοπικός πόλος αναψυχής, συγκεντρώνει δημόσιες υπηρεσίες και τράπεζες, τα πιο ακριβά εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία και καφετέριες, μερικά από τα οποία λειτουργούν συνεχώς από τη δεκαετία 1960, καθώς και την πιο ακριβή κατοικία (εξ ου και δεν καταγράφεται κατά μήκος της κατοικία μεταναστών). Στα περιφερειακά οικοδομικά τετράγωνα υπάρχουν συνοικιακά καφενεία, καταστήματα μεταναστών και τοπικές υπηρεσίες (φούρνοι, μπακάλικα, κομμωτήρια, καθαριστήρια, τηλεφωνικά κέντρα, money transfer, υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι, εργαστήρια φασόν κλπ).
Η Δημοτική Αγορά
Η Δημοτική Αγορά της Κυψέλης κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 1930, με μια τυπολογία κτηρίου συνηθισμένη την περίοδο εκείνη, και λειτούργησε ως αγορά τροφίμων ως το 2003. Στη συνέχεια κινδύνεψε να μετατραπεί σε πολυώροφο εμπορικό κέντρο και γκαράζ και, με ενέργειες της δημοτικής παράταξης Ανοιχτή Πόλη, κηρύχτηκε διατηρητέα το 2005. Στο τέλος του 2006 το κλειστό μέχρι τότε κτήριο καταλήφθηκε από ομάδα κατοίκων της περιοχής, οι οποίοι την επισκεύασαν με προσωπική εργασία και πόρους. Με τη συμβολική αυτή κίνηση, η «Ανοιχτή Κατάληψη Δημοτικής Αγοράς» συνέβαλε στην επαναδραστηριοποίηση του χώρου και την ένταξή του στην καθημερινότητα της γειτονιάς μέσω πολιτιστικών εκδηλώσεων.
Η ιδέα της εναλλακτικής λειτουργίας και η πυκνότητα των δράσεων διαμορφώθηκε σταδιακά, καθώς διάφορες ομάδες κατοίκων πήραν πρωτοβουλίες και διατήρησαν το χώρο ζωντανό. Στα έξι χρόνια της λειτουργίας της πραγματοποιήθηκε εκεί πληθώρα δράσεων, μεταξύ των οποίων ξεχώρισαν το Σχολείο Μεταναστών, όπου, με τη συμβολή εθελοντών, προσφέρονταν δωρεάν μαθήματα ελληνικής γλώσσας σε μετανάστες από τη γειτονιά κι όχι μόνο, η αγορά βιοκαλλιεργητών, οι λογοτεχνικές και κινηματογραφικές βραδιές, συναυλίες, πολιτιστικές και πολιτικές εκδηλώσεις, συλλογικές πολυεθνικές κουζίνες, λαϊκές συνελεύσεις, δανειστική βιβλιοθήκη, εκθέσεις, κ.ά. Οι δράσεις αυτές έκαναν την Αγορά έναν κατ’ εξοχήν δημόσιο χώρο της γειτονιάς, πόλο έλξης και χώρο συνάντησης για κατοίκους και επισκέπτες, ντόπιους και μετανάστες, άνδρες και γυναίκες (εικόνες 4 και 5).
Εικόνα 4: Εκδήλωση μεταναστών στην Αγορά της Κυψέλης, 2009
Πηγή: αρχείο Ο. Λαφαζάνη
Εικόνα 5: Σχολείο Μεταναστών στην Αγορά της Κυψέλης, 2009
Πηγή: αρχείο Ο. Λαφαζάνη
Τον Αύγουστο του 2012, παρουσία εισαγγελέα και αστυνομικών δυνάμεων, ο Δήμος Αθηναίων «ανακατέλαβε» την Αγορά, προκειμένου να την αποδώσει στους (σε κάποιους άλλους;) δημότες. Από τότε χρησιμοποιείται ένα πολύ μικρό μέρος της ως Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών.
Όψεις της συγκατοίκησης ντόπιων και μεταναστών/τριών
Εδώ και τρείς δεκαετίες, η συνύπαρξη ντόπιων και μεταναστών μεταλλάσσεται στο χρόνο διαμορφώνοντας, παράλληλα, και τον χώρο της γειτονιάς. Μετανάστες/ριες που είναι εγκατεστημένοι εδώ και σχεδόν τρείς δεκαετίες έχουν αποκτήσει ζωτικούς δεσμούς με τη γειτονιά, ενώ κάποιοι «ξανά»μεταναστεύουν λόγω της οικονομικής κρίσης. Παιδιά μεταναστών/ριών που έχουν γεννηθεί στη Κυψέλη είναι πια ντόπιοι –είτε έχουν είτε δεν έχουν θεσμικά την ελληνική υπηκοότητα. Νεοαφιχθέντες προσπαθούν να στήσουν μια καθημερινότητα στην Αθήνα ή επιχειρούν να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς άλλους προορισμούς. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και πάντα σε σχέση με τις γενικότερες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες συντίθεται σταδιακά ένα σύνθετο πλέγμα σχέσεων που διέπεται συχνά από αμφιθυμία, καχυποψία, αμηχανία αλλά και καλή διάθεση, αλληλοβοήθεια, συνεργασία και αλληλεγγύη, καθιστώντας την Κυψέλη ένα ιδιαίτερο παράδειγμα συγκατοίκησης.
Στην Κυψέλη φαίνεται να λειτουργούν άτυπα δίκτυα αλληλοβοήθειας, τα οποία συχνά υποκαθιστούν το έλλειμμα των επίσημων πολιτικών ένταξης και αφορούν στην εύρεση σπιτιών, εργασίας αλλά και στήριξης σε καθημερινό επίπεδο. Η στήριξη είναι αμφίδρομη μεταξύ ντόπιων και μεταναστών/τριών και αποκτά ιδιαίτερη σημασία στην περίοδο της κρίσης και των δραματικών περικοπών εισοδημάτων και υπηρεσιών, καθώς νοηματοδοτεί με διαφορετικούς τρόπους την έννοια της γειτονιάς και της γειτονίας. Σημαντικό ρόλο εδώ φαίνεται να έχει η κοινωνική ζωή των μεταναστριών, η αίσθηση της συντροφικότητας και της αποδοχής από τις ντόπιες, καθώς και οι καθημερινές πρακτικές τους που συμβάλλουν στην οικειοποίηση των χώρων της γειτονιάς και της πόλης. Οι συναντήσεις με φίλες στις πλατείες και άλλους δημόσιους χώρους, η συνοδεία των παιδιών στο σχολείο και στο παιχνίδι, τα καθημερινά ψώνια και οι διαδρομές που απαιτεί η φροντίδα της οικογένειας, διαμορφώνουν πεδία και χώρους γνωριμίας, συνεύρεσης και όσμωσης με άλλους κατοίκους της γειτονιάς, «ντόπιους» ή «ξένους» (εικόνα 6).
Εικόνα 6: Πλατεία Κανάρη 2007
Πηγή: αρχείο Ντ. Βαΐου
Η Ανοιχτή Κατάληψη της Δημοτικής Αγοράς και η πληθώρα των δράσεών της δεν υπάρχει πια. Όμως, εκτός από τα άτυπα δίκτυα, εμφανίζονται και συγκροτημένες συλλογικές πρωτοβουλίες αλληλοβοήθειας και στήριξης, οι οποίες εμπλέκουν ντόπιους και μετανάστες, άνδρες και γυναίκες. Το «Μυρμήγκι», μεταξύ άλλων πρωτοβουλιών, αποτελεί ένα Δίκτυο Αλληλεγγύης στη γειτονιά που παίζει πολύ σημαντικό ρόλο για τους κατοίκους που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες. Εικοσιπέντε χρόνια μετά την αρχική εγκατάσταση μεταναστών/τριών στην Κυψέλη, οι λόγοι που τη συγκροτούν ως τόπο ιδιαίτερο και οικείο φαίνεται να είναι κοινοί για τους μετανάστες και τις μετανάστριες, όσο και για τους παλιότερους κατοίκους. Η δημιουργία τόπων οικείων, με τους οποίους παλιοί και νέοι κάτοικοι δένονται με πολλαπλούς τρόπους και καταλήγουν να τους θεωρούν δικούς τους, (μπορεί να) οδηγεί σε επαναξιολογήσεις του ποιος ανήκει στη γειτονιά, ποιος γίνεται δεκτός ως μέλος μιας καθημερινής κοινότητας, πώς το ανήκειν υλοποιείται τοπικά.
Οι μετανάστες στην Κυψέλη εξακολουθούν να ζουν στα μικρά τους διαμερίσματα των χαμηλών ορόφων και να προσθέτουν τα δικά τους χρώματα στην εικόνα της γειτονιάς (γράφημα 1). Ταυτόχρονα, μέσα από την εξοικείωση με τη γειτονιά και την πόλη, δεν είναι πια τόσο «ξένοι», ακόμη και όταν το ακανθώδες ζήτημα της νομιμοποίησης παραμένει άλυτο. Οι εναπομένοντες ντόπιοι παραμένουν στα άνετα ρετιρέ και ανακαλύπτουν με αντιφατικούς τρόπους τις αρετές της αμοιβαίας ανοχής, αν όχι της ενεργητικής συνύπαρξης. Η συνύπαρξη από μόνη της δεν αποτελεί βέβαια εγγύηση για την αποδοχή του «άλλου», όπως πολλά πρόσφατα περιστατικά και στην Κυψέλη υπενθυμίζουν. Όμως, καθώς οι μετανάστες και οι μετανάστριες παύουν να αποτελούν ένα ομοιογενές σύνολο ανθρώπων «ξένων»/«άλλων» και αποκτούν όνομα, εθνικότητα, φύλο, ηλικία, ιστορία, πολιτισμικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά και φωνή, γίνεται ένα βασικό βήμα στην καταπολέμηση των στερεοτύπων, στην ανοχή του «άλλου», στην οικοδόμηση σχέσεων γειτονίας – από όπου δεν λείπουν βέβαια οι εντάσεις, ούτε οι σχέσεις δύναμης.
Γράφημα 1: κατανομή κατοικίας μεταναστών ανά όροφο
Πηγή: Βαΐου κ.ά. 2007, 76
Οι σχέσεις που χτίζονται στην καθημερινή ζωή των κατοίκων μιας γειτονιάς, όπως η Κυψέλη, αποτελούν «αντιπαράδειγμα» απέναντι σε έναν όλο και ισχυρότερο δημόσιο λόγο που ποινικοποιεί τους μετανάστες/ριες και τους συνδέει –άμεσα ή έμμεσα– με την υποβάθμιση των γειτονιών του κέντρου, την εγκληματικότητα και την ανασφάλεια. Έτσι, σε αντίθεση με έναν λόγο που περιγράφει ως «γκέτο» το κέντρο της Αθήνας, η εμβάθυνση στη μελέτη διαδικασιών και σχέσεων που αναπτύσσονται στην καθημερινότητα αναδεικνύει τις δυσκολίες, τα προβλήματα αλλά και τις σχέσεις αλληλεγγύης, αμοιβαιότητας και συνύπαρξης που αναπτύσσονται, θέτοντας ουσιαστικά επίδικα σε σχέση με τις γενικότερες κοινωνικές πρακτικές, τις πολιτικές για την πόλη και τους θεσμούς.
Αναφορά λήμματος
Βαΐου, Ν., Λαφαζάνη, Ό. (2015) Η Kυψέλη και η Αγορά της: σύγκρουση και συνύπαρξη στις γειτονιές του κέντρου, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/κυψέλη/ , DOI: 10.17902/20971.33
Αναφορά Άτλαντα
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Βιβλιογραφία
- Βαΐου Ν (2007) Διαπλεκόμενες καθημερινότητες και χωρο-κοινωνικές μεταβολές στην πόλη. Μετανάστριες και ντόπιες στις γειτονιές της Αθήνας. Αθήνα. Available from: http://iktinos2.arch.ntua.gr/genspace/pithagoras.pdf.
- Βαΐου Ν, Λαφαζάνη Ό και Λυκογιάννη Ρ (2013) Πρακτικές συνύπαρξης στις γειτονιές της πόλης. Συναντήσεις στην Κυψέλη. 1η έκδ. Στο: Ζαββού Α, Καμπούρη Ν, και Στρατηγάκη Μ (επιμ.), Φύλο, Μετανάστευση, Διαπολιτισμικότητα, Αθήνα: Νήσος, σσ 71–102.
- Βασενχόβεν Λ (2003) Η γενεαλογία της Κυψέλης. Επτά Ημέρες, Η Καθημερινή, Αθήνα, 23ο Φεβρουάριος.