Καταναλώνοντας εικόνες: η υπεράσπιση ενός τόπου
2015 | Δεκ
Σε παλαιότερη δημοσίευση για τα Αναφιώτικα έχω υποστηρίξει πως ορισμένα μη- κειμενικά μέσα αναπαράστασης του χώρου, όπως είναι οι χάρτες και οι ταξιδιωτικοί οδηγοί, αρθρώνουν λόγο εξουσίας ο οποίος συντάσσεται με εκείνον των κειμένων, στιγματίζοντας και περιθωριοποιώντας τον εν λόγω οικισμό (Καυταντζόγλου 2001, 139-146). Οι αναπαραστάσεις αυτές ‘παρερμηνεύουν’ έναν υπαρκτό και κατοικημένο τόπο, αφαιρώντας το ζωτικό συστατικό στοιχείο της μακρόχρονης παρουσίας κατοίκων και τις σημασίες με τις οποίες εκείνοι επενδύουν τον τόπο ζωής τους. Μπορούν επομένως να εξεταστούν ως προϊόντα και ταυτόχρονα ‘εργαλεία’ της ηγεμονικής ‘μνημειακής’ αντίληψης του συγκεκριμένου τοπίου, όπως και τα κείμενα. η παράλληλη δε προσέγγισή τους αποκαλύπτει ενδιαφέρουσες αναλογίες.
Το παρόν κείμενο επικεντρώνεται σε ένα διαφορετικό σώμα οπτικών αναπαραστάσεων του οικισμού των Αναφιώτικων, προσεγγίζοντας την οικειοποίηση και κατανάλωσή τους από τους κατοίκους του ως πρακτικές που υποστηρίζουν μιαν αντίπαλη ανάγνωση και αντίληψη τοπίου, την οποία μπορούμε να χαρακτηρίσουμε –ελλείψει καλύτερου όρου– «λαϊκή» ή «καθημερινή» (vernacular) [1]. Πρόκειται για απεικονίσεις του οικισμού και του τοπίου, η «δράση» (agency) των οποίων υποστηρίζει την ιδιότητα του οικισμού ως βιωμένου τόπου και θεματοφύλακα τοπικής εμπειρίας και μνήμης. Θεωρώ ότι η χρήση αυτών των εικόνων μπορεί να ιδωθεί ως μια πρακτική, παράλληλη με την αφηγηματική, που εκδιπλώνουν οι κάτοικοι των Αναφιώτικων υπερασπιζόμενοι την προστασία του οικισμού και, βέβαια, το δικαίωμα παραμονής τους εκεί.
Τι περιλαμβάνει το σώμα αυτό του οπτικού υλικού; Εικονικές αναπαραστάσεις διαφόρων τεχνοτροπιών και υλικών: έργα ζωγραφικής, λιθογραφίες, φωτογραφίες, κ.ά. Εικόνες λοιπόν, αλλά και «πράγματα» που αγοράστηκαν, κληρονομήθηκαν, δωρήθηκαν, και τοποθετήθηκαν στο εσωτερικό του ιδιωτικού, οικιακού χώρου των κατοίκων. Έτσι, αποτελούν μέρος αυτού που περιγράφει ο Miller (2001, 1) ως «το συνονθύλευμα αντικειμένων στο χώρο του σπιτιού το οποίο αντικατοπτρίζει τη δράση (agency) των ατόμων και ενίοτε την αδυναμία τους» …(μέρος) «του υλικού πολιτισμού του εσωτερικού του σπιτιού ο οποίος εμφανίζεται ως οικειοποίηση του ευρύτερου κόσμου και ως αναπαράστασή του στον ιδιωτικό μας χώρο, συγκροτώντας ταυτότητες και διαμεσολαβώντας κοινωνικές διαδικασίες». Στη συγκεκριμένη περίπτωση, εισηγούμαι πως οι εικόνες αυτές διαμεσολαβούν την παρατεταμένη συγκρουσιακή σχέση αρχών και κατοίκων του οικισμού, προτάσσοντας μια θεμελιακά διαφορετική πρόσληψη του τοπίου και του τόπου.
Αντικείμενα που κρέμονται στους τοίχους, τοποθετούνται σε τραπεζάκια ή πάνω στην τηλεόραση, οι εικόνες αυτές αποτέλεσαν θέμα συζήτησης και συχνά μου επιδείχθηκαν ως μαρτυρίες [2]. Η εξιστόρηση του τρόπου απόκτησης και χρήσης (κατανάλωσής τους) απηχεί ό,τι περιγράφει ο Miller (1987, 189–193) ως διαδικασία επεξεργασίας και αναπλαισίωσης του αποκτηθέντος αντικειμένου, η οποία επιφέρει το μετασχηματισμό του από το καθεστώς του αλλοτριώσιμου, με χρηματική τιμή, σε εκείνο του αναλλοτρίωτου, μέσω ενδόμυχης σύνδεσής του με συγκεκριμένο/α υποκείμενο/α. Το έργο της κατανάλωσης αλλοιώνει ριζικά την κοινωνική φύση του αντικειμένου, μόλο που η υλική μορφή του παραμένει σταθερή.
Οι αφηγήσεις απόκτησης των αντικειμένων αυτών από τρεις κατοίκους των Αναφιώτικων, καθώς και οι ‘διαδρομές’ τους στο χώρο, έχουν ιδιαίτερη σημασία. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι ορισμένες από αυτές τις εικόνες βρίσκονται και στα σπίτια άλλων κατοίκων. Το σπίτι του Ν. κοσμούν δυο φωτογραφίες του οικισμού τραβηγμένες από τη φωτογράφο Nelly’s, δυο πίνακες με ακρυλικό χρώμα, ένα σκίτσο με μελάνι και μια μικρή υδατογραφία του οικισμού. Η ιστορία των πινάκων του ζωγράφου Άλεξ (σύνδεσμος) είναι διαφωτιστική: ο Ν. τον συνάντησε κοντά στο σπίτι του ενώ φιλοτεχνούσε μιαν άποψη του οικισμού. Του παράγγειλε δυο πίνακες που απεικονίζουν το εξωτερικό του σπιτιού του και τη θέα από το παράθυρο του. Όταν ο Γ., γείτονας του Ν., είδε τους πίνακες του Άλεξ, παράγγειλε κι εκείνος στο ζωγράφο άλλους δυο με όψεις του οικισμού, τους οποίους τοποθέτησε στο καθιστικό του σπιτιού του.
Στο σπίτι της Ε., υαλικά, πορσελάνες, αγάλματα και πίνακες πολλών ειδών και τεχνοτροπιών γειτνιάζουν με το πρωτότυπο του σκίτσου του οποίου αντίγραφα έχουν τόσο ο Ν. όσο και ο Γ., με αναπαραγωγές έργων του 19ου που απεικονίζουν σπίτια του οικισμού, με φωτογραφίες και άλλες (λιγότερο ή περισσότερο ρεαλιστικές) εικόνες του.
Οι πίνακες του Άλεξ είναι φανερό πως θα είχαν πολύ διαφορετικές σημασίες εάν ήταν εκτεθειμένες προς πώληση σε μαγαζί τουριστικών ειδών, σε κάποιο κορνιζάδικο αλλού στην πόλη, ή εάν κατέληγαν στα χέρια αγοραστών χωρίς ιδιαίτερη σχέση με τον οικισμό. Ωστόσο, η επιλογή, απόκτηση και τοποθέτηση στα σπίτια τους από τους συνομιλητές μου, πράγματι φαίνεται να επιφέρει τη μεταφορά των έργων αυτών από τη συνθήκη του αλλοτριώσιμου σε εκείνη του αναλλοτρίωτου (και τούτο μάλιστα παρά το γεγονός ότι πρόκειται για αντίγραφα και παραλλαγές ενός κοινού θέματος). Εισηγούμαι, επιπλέον, ότι έχουν υποστεί έναν ακόμη μετασχηματισμό/μεταφορά: ως αντικείμενα που κυκλοφόρησαν και διανεμήθηκαν σε διάφορα σπίτια του οικισμού, συγκροτούν πλέον ένα σώμα κοινών συμβολικών αγαθών τα οποία ενδυναμώνουν και επαναβεβαιώνουν την εκ μέρους των κατοίκων συλλογική υπεράσπιση του τόπου. Έτσι, αν και η απόκτηση τους συνδέεται με την επιθυμία διακόσμησης του ιδιωτικού/οικιακού χώρου, μπορεί να υποστηριχθεί πως η παρουσία τους καθιστά το χώρο αυτόν ‘πομπό’ μιας ‘προς τα έξω’ δήλωσης, επικοινωνώντας σε τρίτους αισθήματα, εμπειρίες και δεσμούς με τον τόπο, υπενθυμίζοντας την ιστορία του οικισμού και τη δύσκολη σχέση του με το μνημειακό τοπίο. Τη δράση (agency) των έργων αυτών ενισχύει άλλωστε περαιτέρω το γεγονός ότι αποτελούν δημιουργήματα «ξένων» που έχουν αντιληφθεί και εκτιμήσει την αισθητική και ιστορική αξία του οικισμού, σε αντίθεση με τους «άλλους» που τον έχουν υποτιμήσει και περιθωριοποιήσει.
Στο πλαίσιο των φορτισμένων σχέσεων του οικισμού με τις αρχές διαχείρισης του αρχαιολογικού τοπίου, δυο σύνολα εικονικών αναπαραστάσεων μπορούν να προσεγγισθούν παράλληλα με τις κειμενικές και αφηγηματικές στρατηγικές των δυο αντίπαλων πλευρών. Η οπτική που εξετάζει τους διαφορετικούς τρόπους απεικόνισης-αναπαράστασης του οικισμού εντοπίζει τις μεταξύ τους αναλογίες: εάν λ.χ., η κατηγορηματική καταδίκη του οικισμού ως ‘παράγκες που παραμορφώνουν τον περίγυρο της Ακρόπολης’ του Δημητρίου Βικέλα (1897) ή των κατοίκων του ως «επήλυδων» ξένων προς την ιστορική Αθήνα (Καμπούρογλου 1920, 1922) μπορούν να θεωρηθούν ανάλογα των χαρτών, φωτογραφιών και πανοραμάτων που τείνουν προς την εξαφάνιση (αποκλεισμό) των Αναφιώτικων, τα ζωηρόχρωμα έργα που αναπαριστούν εξιδανικευμένες ανθισμένες αυλές και ασβεστωμένα σπίτια του οικισμού αποτελούν οπτικό ανάλογο των κειμένων λογίων που επαίνεσαν τη γραφικότητα του ταπεινού οικισμού όπως εκείνα του Καρκαβίτσα (1889) και του Παπαδιαμάντη (1896). Ένας τουριστικός χάρτης που περιέχει και ονοματίζει τον οικισμό αλλά τον θέτει, μέσω τεχνικών αναπαράστασης, εκτός ιστορίας της πόλης (Caftanzoglou 2010), μπορεί να θεωρηθεί ως ανάλογο κειμένων που διέπονται από αμφισημία, όπως εκείνα του Μπίρη (1948, 1966 [1995]), τα οποία εξαίρουν το αισθητικό και ιστορικό ενδιαφέρον των Αναφιώτικων, χωρίς όμως να αποδέχονται το δικαίωμα παραμονής τους στη συγκεκριμένη τοποθεσία.
Περαιτέρω αναλογία μπορεί να εντοπισθεί στην επιλεκτική οικειοποίηση και αναπαράσταση, θεμελιακό στοιχείο τεχνικής και των δυο λόγων: οι χάρτες προωθούν τα μνημεία της κλασσικής αρχαιότητας καθιστώντας μη ορατά τα «βέβηλα» χωρικά στοιχεία, ενώ οι αναπαραστάσεις του οικισμού εστιάζουν στη γραφικότητα του οικισμού, αποκρύβοντας τις όψεις παρακμής και αποσύνθεσης του. Η κειμενική ρητορική των πολέμιων του οικισμού παραβλέπει την ιστορική και αρχιτεκτονική αξία του, επιμένοντας στον χαρακτηρισμό τους ως «εκτός θέσης». εκείνη των κατοίκων αναδεικνύει το παράδειγμα της κοινοτικής αρμονίας και των ιστορικών δεσμών με έναν τόπο ιδιαίτερης αισθητικής που εκείνοι έχουν δημιουργήσει και φροντίζουν, αμυνόμενη ενάντια στην απαξίωση του ως «εκτός θέσης» σώματος, την αυστηρή εποπτεία της καθημερινότητάς τους και τις κατά καιρούς παρεμβάσεις στο χώρο τους.
Η παραγωγή και κατανάλωση των διαφορετικών αυτών σωμάτων οπτικού υλικού απηχεί τις ιδεολογικές και αισθητικές επιλογές των συλλογικών υποκειμένων που εμπλέκονται στη διαπάλη με επίκεντρο τη σημασία του τόπου. Διερευνώντας τις αντιτιθέμενες αυτές εικονικές αναπαραστάσεις του συγκεκριμένου τοπίου στο πλαίσιο των μακρόχρονων διαπραγματεύσεων της σημασίας του, αντιλαμβανόμαστε τα πολλαπλά επίπεδα στα οποία διεξάγεται η σύγκρουση μεταξύ του «μνημειακού» και του «καθημερινού» και τους επίσης πολλαπλούς τρόπους με τους οποίους αυτή καθίσταται ορατή.
[1] Για εκτενέστερη ανάλυση, βλέπε Caftanzoglou (2010).
[2] Η χρήση του όρου «ντοκουμέντα» κατά τη συζήτηση των έργων με τους ιδιοκτήτες τους απηχεί επιθυμία ανύψωσης τους στο στάτους του «σκληρού» επιστημονικού αποδεικτικού υλικού.
Αναφορά λήμματος
Καυταντζόγλου, Ρ. (2015) Καταναλώνοντας εικόνες: η υπεράσπιση ενός τόπου, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/αναφιώτικα/ , DOI: 10.17902/20971.49
Αναφορά Άτλαντα
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Βιβλιογραφία
- Καμπούρογλου Δ (1922) Αι παλαιαί Αθήναι. 1η έκδ. Αθήνα: Βασιλείου Γεώργιος.
- Καμπούρογλου Δ (1920) Το Ριζόκαστρον. 1η έκδ. Αθήνα: Εστία.
- Καρκαβίτσας Α (1889) Άγνωστοι Αθήναι. Τα Αναφιώτικα. 16η έκδ. Αθήνα: Εστία.
- Καυταντζόγλου Ρ (2001) Στη σκιά του Ιερού Βράχου. Τόπος και μνήμη στα Αναφιώτικα. Γκέφου – Μαδιανού Δ (επιμ.), Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, ΕΚΚΕ.
- Μπίρης Κ (1966) Aι Αθήναι από του 19ου εις τον 20ον αιώνα. Αθήνα: Έκδοσις του Καθιδρύματος Πολεοδομίας και Ιστορίας των Αθηνών.
- Μπίρης Κ (1948) Τα Αναφιώτικα. Φιλολογική Πρωτοχρονιά, Αθήνα.
- Παπαδιαμάντης Α (1954) Αι Αθήναι ως ανατολική πόλις. Στο: Βαλέτας Γ (επιμ.), Άπαντα, Αθήνα.
- Bikelas D (1897) Public Spirit in Modern Athens. The Century Illustrated Monthly Magazine LIII(3): 378–392.
- Caftanzoglou R (2010) Producing and Consuming Pictures: Representations of a Landscape. In: Stroulia A and Buck Sutton S (eds), Archaeology in Situ. Sites, Archaeology and Communities in Greece, Lanham, Boulder, New York, Toronto, Plymouth-UK: Lexington Books, pp. 159–178.
- Miller D (1987) Material culture and mass consumption. Oxford: Blackwell.
- Miller D (2001) Behind Closed Doors. In: Miller D (ed.), Home Possessions: Material Culture Behind Closed Doors, Oxford, New York: Berg.