2017 | Μάι
Το πατρόν πάνω στο οποίο ράβεται κάθε φορά το πουκάμισο της σύγχρονης μεγαλούπολης είναι το αποτέλεσμα της διαλεκτικής τάξης και αταξίας, ρυθμού και αρρυθμίας, κανονικότητας και εξαίρεσης και πάντως σίγουρα το αποτέλεσμα της διαλεκτικής ανάμεσα σε γενικούς νόμους και σε τοπικά πρωτόκολλα χρήσης του χώρου (Σταυρίδης, 2006).
Στη μεγαλούπολη της Αθήνας, στο κέντρο της, υπάρχουν ζωντανοί δρόμοι, φωτεινοί δρόμοι εμπορικής φαντασμαγορίας, βοεροί και τελετουργικοί δημόσιοι χώροι (Πέττας, 2017), δρόμοι πρωινού και βραδινού περίπατου. Αλλά στην χωροχρονική ασυνέχεια της σύγχρονης πόλης, όλοι οι δρόμοι δεν περπατιούνται από όλους/ες. Γιατί υπάρχουν και άλλοι δρόμοι, θύλακες μιας ιδιαίτερης και άτυπης εξαίρεσης. Δρόμοι πιο «περίεργοι», πιο ύποπτοι, στενά παρατημένα και λερά, που παίρνουν τη νύχτα φως από μικρά φωτάκια στις εισόδους των σπιτιών. Τέτοιοι δρόμοι είναι οι δρόμοι των οίκων ανοχής της Αθήνας.
Καθώς ο χώρος δεν προϋπάρχει της κατοίκησης, αλλά αρθρώνεται σε ένα σύστημα διακρίσεων και συσχετίσεων, οι δρόμοι αυτοί αδιαμφισβήτητα εκκρίνουν ένα άλλο νόημα κοινωνικής εμπειρίας το οποίο, τις νυχτερινές κυρίως ώρες, δεν είναι «δυνατό» να διαμεσολαβηθεί από όλα τα υποκείμενα. Μήπως άραγε εδώ πρόκειται ξεκάθαρα για την «άτυπη απαγόρευση» μια έμφυλης –και όχι μόνο– διαμεσολάβησης της εμπειρίας αυτής λόγω της ιδιαιτερότητας που προκύπτει από τους πολλαπλούς κινδύνους των θυλάκων αυτών; Σίγουρο είναι πως στους δρόμους των οίκων ανοχής, ανάμεσα στις σκιές που μπαινοβγαίνουν πρωί και βράδυ ψάχνοντας «κάτι του γούστου τους» ή για τη συνηθισμένη «τσάρκα» δεν έχουν θέση όλα τα υποκείμενα. Εδώ, τα τοπικά πρωτόκολλα είναι περιορισμένης χρήσης.
Αν και ο χώρος εδώ, από κάθε άποψη, δεν είναι ο κατάλληλος για να γίνει μια γενεαλογία της ιστορίας των οίκων ανοχής στην Αθηναϊκή πρωτεύουσα –σίγουρα πρόκειται για φαινόμενο υπαρκτό και στην αρχαία Ελλάδα και μάλιστα με δημόσιο/κρατικό χαρακτήρα (βλέπε, για παράδειγμα, https://en.wikipedia.org/wiki/Prostitution_in_ancient_Greece and https://en.wikipedia.org/wiki/Prostitution_in_ancient_Rome) ένας από τους πιο καθοριστικούς παράγοντες για την περιχαράκωση της πορνείας σε συγκεκριμένους χώρους, από ίδρυσης του Ελληνικού Κράτους, υπήρξε αυτό που ονομάζουμε έλεγχος της δημόσιας υγείας (Κορασίδου, 2002). Πράγματι στις κανονιστικές οδηγίες των Υπουργείου Εσωτερικών του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους στα μέσα του 19ου αιώνα, στις αστυνομικές εγκυκλίους καθώς και στους μετέπειτα νόμους είναι ολωσδιόλου ευδιάκριτη η προσπάθεια του κράτους να μεριμνήσει για τη δημόσια υγεία και πιο συγκεκριμένα για την ανάσχεση της διάδοσης των θανατηφόρων τότε αφροδίσιων νοσημάτων, τα οποία με τρόπο αυτονόητο και δεδομένο είχαν συνδεθεί με την πορνεία. Η τελευταία αναγνωρίζεται ως επάγγελμα σύμφωνα με την «Οδηγία για τα δημόσια κορίτσια και τους οίκους ανοχής» του Υπουργείου Εσωτερικών το 1834 (Κορασίδου, 2002:125). Την άδεια για τη λειτουργία την έδινε τότε η αστυνομία. Από τότε όλες οι κανονιστικές οδηγίες που συμπληρώνουν την παραπάνω αλλά και οι νόμοι (με πιο σημαντικό το ν.3032/1922 «Περί των μέτρων προς καταπολέμησιν των αφροδίσιων νοσημάτων, ως και περί ασέμνων γυναικών» που ρύθμιζε τις προϋποθέσεις για τη λειτουργία των οίκων ανοχής) έχουν ως κύριο μέλημα τον έλεγχο της πορνείας όχι μόνο πια για τον περιορισμό των αφροδίσιων νοσημάτων, που ήταν το επίσημο –και με το περιτύλιγμα της επιστήμης– άλλοθι, αλλά την εξάλειψη της «βλάβης των ηθών» που προκαλεί η παρουσία των πορνών στις συνοικίες και στους δρόμους και, κυρίως τον έλεγχο της μη κανονικότητας (Κορασίδου, 2002 και Τζανάκη, 2016). Μέσα από τη νομιμοποίηση της πορνείας και τον εγκλεισμό των πορνών σε συγκεκριμένους χώρους και συνοικίες για τον αποτελεσματικότερο έλεγχό τους, το ελληνικό κράτος δεν κάνει τίποτα παραπάνω από το να ακολουθήσει τις πρακτικές και άλλων ευρωπαϊκών χωρών την ίδια περίοδο όπως για παράδειγμα της Γαλλίας. Η πορνεία είναι καλή αρκεί να ελέγχεται (Κορασίδου, 2002).
Χάρτης 1: Χωροθέτηση οίκων ανοχής
Στην Αθήνα σήμερα οι οίκοι ανοχής με την παλιά τους «παραδοσιακή» μορφή βρίσκονται κάτω από την πλατεία Ομόνοιας και χαρτογραφούνται κατά κύριο λόγο μέσα σε δυο μεγάλες παραλληλόγραμμες περιοχές. Πιο συγκεκριμένα, το πρώτο και μεγαλύτερο παραλληλόγραμμο περικλείεται από τις οδούς 3ης Σεπτεμβρίου, Αγίου Μελετίου, Λιοσίων και Ιουλιανού. Μέσα στο παραλληλόγραμμο αυτό, η μεγαλύτερη πυκνότητα οίκων ανοχής βρίσκεται στη περιοχή της οδού Φυλής, δηλαδή σε ένα πιο μικρό τετράγωνο που περικλείεται από τις οδούς Χέυδεν, Αριστοτέλους, Φερών και Αχαρνών, με το δρόμο της οδού Φυλής στο κέντρο του παραλληλόγραμμου να κατέχει εδώ και χρόνια τη μερίδα του λέοντος. Η περιοχή της οδού Φυλής, αν και χάνει σιγά σιγά την αίγλη της, παραμένει κατ’αναλογία η Τρούμπα της Αθήνας (φωτογραφίες 1-6) [1].
Εικόνες 1-6: Η περιοχή της οδού Φυλής
Το δεύτερο παραλληλόγραμμο, στην περιοχή του Μεταξουργείου, περικλείεται από τις οδούς Πειραιώς, Πλαταιών, Μεγάλου Αλεξάνδρου και Δεληγιώργη, με την οδό Ιάσωνος να παίζει εδώ τον αντίστοιχο ρόλο της οδού Φυλής (φωτογραφίες 7-12). Η κοινωνική σύνθεση της πελατείας στην περιοχή του Μεταξουργείου έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια. Και αυτό όχι μόνο γιατί η γειτονιά αυτή κατοικείται κατά κύριο λόγο από μετανάστες (Μπαλαμπανίδης, Πολύζου, 2015) –άλλωστε το ίδιο περίπου συμβαίνει και στην περιοχή της οδού Φυλής παρά το μεσοαστικό της παρελθόν– αλλά γιατί η συντριπτική πλειονότητα των οίκων ανοχής του Μεταξουργείου δέχονται μετανάστες σε αντίθεση με τους οίκους ανοχής της περιοχής της οδού Φυλής. Ένας από τους λόγους που οι τιμές των υπηρεσιών στους οίκους της περιοχής της οδού Φυλής είναι διπλάσιος από εκείνες του Μεταξουργείου, εκτός από την προσπάθεια διατήρησης της «αίγλης», είναι και ότι όταν οι μετανάστες δεν αποκλείονται για ρατσιστικούς λόγους αποκλείονται για οικονομικούς, αφού υπάρχει αλλού προσφορά, στη μισή τιμή και σε απόσταση ενός μόλις χιλιομέτρου [2] .
Εικόνες 7-12: Η περιοχή του Μεταξουργείου
Η πλειονότητα των οίκων ανοχής στεγάζεται σε παλιά νεοκλασικά και σχεδόν ετοιμόρροπα σπίτια (ιδίως στο Μεταξουργείο), σε διαμορφωμένα ισόγεια μονοκατοικιών (ιδίως στην περιοχή της οδού Φυλής), σε υπόγεια, ενώ συχνά συστεγάζονται δύο σε ένα οίκημα. Όταν λειτουργούν, έχουν έξω από την πόρτα ως ένδειξη ένα μικρό αναμμένο φωτάκι, το οποίο στο παρελθόν ήταν αποκλειστικά κόκκινο (φωτογραφία 13). Από εδώ και ο τίτλος της πολυβραβευμένης ταινίας Τα Κόκκινα Φανάρια, μια ταινία που περιγράφει την άθλια ζωή των ιερόδουλων της Τρούμπας στον Πειραιά. Από εδώ και τα περί «παραδοσιακής μορφής». Γιατί πλέον, στις ίδιες ακριβώς περιοχές, όπως για παράδειγμα στην οδό Κωνσταντινουπόλεως, από το σταθμό Λαρίσης μέχρι την Ιερά Οδό, αλλά και σε άλλες, όπως για παράδειγμα στην οδό Βριλησσού στον περιφερειακό του Πολυγώνου, στην οδό Φρατζή στο Βοτανικό ή στη Λεωφόρο Συγγρού υπάρχει σε αφθονία ένα νέο είδος οίκων ανοχής, τα Studios (φωτογραφίες 14-16). Στην περίπτωση αυτή η ταμπέλα συνήθως γράφει Studio και κάποιον αριθμό, συνήθως της οδού. Οι πρακτικές είναι ακριβώς όπως στον «παραδοσιακό» οίκο ανοχής, μόνο που εδώ δεν έχει θέση η μαζικότητα ενώ υπάρχει μια σαφής διαφορά ως προς την καθαριότητα και την άνεση του χρόνου αναφορικά με την παροχή των υπηρεσιών. Oι τιμές είναι τρεις έως πέντε φορές πιο υψηλές από τον «απλό» οίκο και βέβαια, και εξ’ αυτού του λόγου, αποκλείονται οι μετανάστες. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η μορφή αυτή των οίκων ανοχής εμφανίστηκε την περίοδο που οι περιοχές αυτές άρχισαν να έχουν υψηλές συγκεντρώσεις σε μετανάστες, εκπληρώνοντας έτσι μια τρόπον τινά «επιθυμία της αγοράς» για «ποιοτικότερες υπηρεσίες» [3].
Εικόνες 13-16: Η περιοχή
Στην προκειμένη περίπτωση, σε αντίθεση με το σχήμα του Bauman που ονομάζει τη μετανεωρικότητα ως «ρευστή νεωτερικότητα» (Bauman,2000:8), η μετανεωτερικότητα παύει να είναι ρευστή αφού τροποποιεί τα ήδη υπάρχοντα σχήματα στο ίδιο πλαίσιο. Εδώ, τα απομεινάρια της νεωτερικότητας, απλώς στερεοποιούνται σε τόπους όπου νέες κανονικότητες παίρνουν τη θέση των παλιών. Έτσι, όταν αναφερόμαστε στους οίκους ανοχής, περιλαμβάνονται και τα studios.
Οι οίκοι ανοχής λοιπόν, τα μπορντέλα/μπουρδέλα όπως ονομάζονται στην καθημερινότητα, μια λέξη που προέρχεται από γαλλικό borde που σήμαινε σπιτάκι υπηρέτριας ώστε να φτάσουμε στο ιταλικό bordello/bordel που δήλωνε αρχικά ένα καλύβι έξω από τον οικισμό που ζούσε εκεί μια πόρνη (Πετρόπουλος, 1991), παρά τις προσπάθειες για εξευγενισμό των περιοχών και παρά τις μη νόμιμες χρήσεις κατοίκησης [4], καλά κρατούν εδώ και χρόνια, όλα ίδια, απαράλλακτα και ομοιόμορφα όπως θα περιγράψει και στο ποίημα Παραλληλισμοί ο Νίκος Καββαδίας. Ο ποιητής αναφερόμενος στις ομοιότητες, που είδε στα ταξίδια του, ανάμεσα στις «κατοικίες των κοινών, χαμένων γυναικών», στα «ολόλευκα μα πένθιμα σχολεία των Δυτικών» και στων φορτηγών τις «βρώμικες σκοτεινιασμένες πλώρες», θα γράψει πως σε αυτά «λείπει η κίνηση, η άνεση του χώρου και η χαρά». Η ίδια υγρασία μέσα, τα ίδια ερείπια μέσα και έξω.
Τι θα μπορούσε όμως να συμβολίζει ο οίκος ανοχής σε αυτή τη μεταμοντέρνα μυθοποίηση της διαφορετικότητας και του εφήμερου, σε αυτή την ιδεολογία του τέλους της μνήμης, σε έναν κοινωνικό πολιτισμό που ευνοεί τα «έτοιμα για άμεση χρήση προϊόντα» και τη «στιγμιαία ικανοποίηση που δεν απαιτεί προσπάθεια»; (Bauman, 2006:29). Τι είδους πιστοποιητικά ανάμνησης θα μπορούσαν να δώσουν αυτά τα απομεινάρια μιας πόλης που οι κανόνες, οι ρυθμοί και οι τροπισμοί της έχουν πια αλλάξει ακόμα και στην ανεύρεση ερωτικού συντρόφου επί πληρωμή; Τι μας έχουν κληροδοτήσει αυτοί οι μη–τόποι (Auge, 1995), αυτές οι αδιανόητες και, σύμφωνα με το Foucault, «ακραίες ετεροτοπίες» του αστικού ιστού; (Foucault, 2012: 269). Γιατί έρχονται στιγμές που ακόμα και αυτός ο ευτελής και απρόσωπος αγοραίος έρωτας μπορεί να κληροδοτήσει στο μέλλον κάποια μνημεία. Δεν είναι άραγε ίχνος το τρίξιμο όταν ανοίγει μια παλιά και σάπια πόρτα στο δωμάτιο; Πόσο ικανές είναι σήμερα αυτές οι «μετεξελίξεις» της επί πληρωμή ερωτικής επαφής να αφήσουν πίσω τους τέτοια ίχνη; Και αν οι λέξεις δεν είναι μόνο απότοκα της πραγματικότητας, αλλά μεταφέρουν εικόνες της, με ποιες άλλες λέξεις θα μπορούσαν να περιγραφούν στο μέλλον οι θρυλικές «μπουρδελότσαρκες» των εφηβικών χρόνων στους δρόμους με τους οίκους ανοχής; Τι μένει από μια ερωτική επαφή σε ένα απρόσωπο ξενοδοχείο πόσο μάλλον από μια διαδικτυακή ερωτική «επαφή» (cyber sex); Πως θα μπορούσαμε να φανταστούμε το Παρίσι του 19ου αιώνα χωρίς τις θορυβώδεις «μπουρδελότσαρκες» του Γκυ ντε Μωπασσάν; Θα μπορούσε ο Αλέξης Δαμιανός να γυρίσει σήμερα την ταινία Ευδοκία με ένα call girl στον ομώνυμο πρωταγωνιστικό ρόλο;
Οι οίκοι ανοχής τελούν αυτό ακριβώς. Είναι μια από τις εναπομείνασες όψεις της νεωτερικότητας όπου η οικουμενικότητα γειτνιάζει με την κανονικότητα, όχι όμως αναγκαστικά και με την ομοιότητα. Η παραδοξότητα αυτής της συνθήκης είναι ότι στο μητροπολιτικό δέος της μυθολογίας του συμβάντος και της δίχως κανόνες εξαίρεσης, ο οίκος ανοχής παραμένει να υπηρετεί την παράδοση μιας διαδικασίας από όπου εκπορεύεται η κανονικότητα με τον παράλληλο όμως χαρακτήρα του ανοίκειου. Δεν είναι άλλωστε όλες οι ετεροτοπίες χώροι του ανοίκειου, αφού βγαίνουν έξω από την τάξη του χρόνου και του τόπου, όπου κρυσταλλώνονται νέες ετεροτοπικές εμπειρίες και διάταξη σχέσεων; Οι οίκοι ανοχής, ως ετεροτοπίες, είναι χώροι φορτισμένοι με την προσωρινότητα της κατοίκησής τους, είναι χώροι όπου οι κανόνες, αν και γνωστοί, είναι άγραφοι. Οι κανόνες είναι προφορικοί. Και αυτό είναι ίσως ένα «προνεωτερικό» στοιχείο που επιβιώνει μέσα στη λειτουργία του οίκου ανοχής μαζί με αυτόν. Ο οίκος ανοχής επιτελεί τη διττή λειτουργία της διάσωσης μιας κανονικότητας μέσα από την ταυτόχρονη διάσωση μιας οικειότητας που συνδέεται με το παρελθόν. Πρόκειται για μια παράδοση που δεν συνδέεται απαραίτητα με την επανάληψη της χρήσης του χώρου, αλλά με την ασφάλεια της κανονικότητας, της άμεσης δυνατότητας της επιλογής και τη σιγουριά της ορατότητας.
Ίσως όμως τελικά αυτό που αντέχει στο χρόνο δεν είναι ο οίκος ανοχής, αλλά όλοι όσοι ψάχνουν μορφές «ελευθερίας» στους χώρους εκείνους της επιθυμίας που είναι ήδη από το παρελθόν συγκροτημένες ως παράδοξες οικειότητες ή ως ανοίκειες κανονικότητες. Μόνο και μόνο για να δουν προσωρινά το πρόσωπο τους σε ένα καθρέφτη στο κατώφλι που διασταυρώνεται η ανοίκεια στιγμή της αναμονής στο «σαλόνι» –ίσως έπειτα και στο δωμάτιο– με την οικεία ψευδαίσθηση μιας, έστω και επιτόπιας, «παντοδυναμίας της επιλογής».
Και η αντοχή αυτή στο χρόνο ίσως να έχει να κάνει και με αυτό το παράδοξο. Με την α-νόητη προσμονή πως αν αρθεί η παραπάνω συνθήκη, σε αυτή την ακραία ετεροτοπία, ο τόπος των εταίρων θα ταυτιστεί με τον τόπο μιας επιθυμίας και από την πλευρά του ετέρου. Και στην περίπτωση αυτή η ετεροτοπία επικυρώνει την προσωρινότητά της ως η ενδεχόμενη μεταφορά μιας όχι πια και τόσο αδύνατης ουτοπίας.
[1] Η Τρούμπα είναι περιοχή στο λιμάνι του Πειραιά, όπου από τις αρχές του 20ου αιώνα λειτουργούσαν πολλοί οίκοι ανοχής και καμπαρέ. Το 1967 ο δήμαρχος του Πειραιά Αριστείδης Σκυλίτσης θα προχωρήσει σε μια «εκκαθάριση» και θα τα κλείσει, εκδιώκοντας ταυτόχρονα και τις ιερόδουλες από εκεί, κάτι που θα σημάνει το τέλος της Τρούμπας ως κακόφημης περιοχής, η οποία ωστόσο έχει παραμείνει στη συλλογική μνήμη ως ένας μυθικός τόπος.
[2] Τα τραγικά αυτά φαινόμενα του ρατσισμού αποκτούν θλιβερές διαστάσεις αφού άνθρωποι αποκλείονται ακαριαία από την είσοδό τους σε οίκους ανοχής όχι λόγω εθνικότητας αλλά λόγω του χρώματος που έχει το δέρμα τους. Υπήρχαν δηλαδή περιπτώσεις όπου όλα αυτά ξεπέρασαν και τα όρια της φαιδρότητας αφού μελαχρινοί ημεδαποί ή αλλοδαποί «αναγκάστηκαν» να μιλήσουν, να προφέρουν δηλαδή κάποιες λέξεις στα ελληνικά, για να γίνουν ή όχι δεκτοί.
[3] Χωρίς να σημαίνει ότι η πορνεία εμφανίστηκε με την ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, είναι αδιαμφισβήτητο πως το «ερωτικό προϊόν» στο πλαίσιο αυτών των σχέσεων όπου τα πάντα, αγαθά και άνθρωποι, έχουν και οφείλουν να έχουν την ανταλλακτική τους αξία, έχει πλήρως μετασχηματιστεί. Είναι γνωστό πως εδώ και χρόνια το «προϊόν» αυτό έχει μπει στη λίστα των πιο κερδοφόρων, και, κυρίως των πιο παράνομων, δραστηριοτήτων, με κορυφαίο παράδειγμα το Sex Trafficking.
[4] Αρκεί να διαβάσει κανείς το τέταρτο άρθρο του νόμου 2734/1999 που διέπει σήμερα τις προϋποθέσεις λειτουργίας των οίκων ανοχής και, αφού περπατήσει μόνο σε έναν από τους παραπάνω δρόμους, να διαπιστώσει χωρίς αμφιβολία το παράνομο καθεστώς της λειτουργίας σχεδόν όλων των οίκων ανοχής.
Αναφορά λήμματος
Ανδριόπουλος, Θ. (2017) Οίκοι αν(τ)οχής, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/οίκοι-αντοχής/ , DOI: 10.17902/20971.71
Αναφορά Άτλαντα
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Βιβλιογραφία
- Bauman Z (2006) Ρευστή αγάπη. Για την ευθραυστότητα των ανθρώπινων δεσμών. Καράμπελας Γ και Ζουμπουλάκης Σ (επιμ.), Αθήνα: Εστία.
- Foucault M (2012) Ετεροτοπίες και άλλα κείμενα. Μπέτζελος Τ (επιμ.), Αθήνα: Πλέθρον.
- Κορασίδου Μ (2002) Όταν η αρρώστια απειλεί. Επιτήρηση και έλεγχος της υγείας του πληθυσμού στην Ελλάδα του 19ου αιώνα. Αθήνα: Τυπωθήτω.
- Μπαλαμπανίδης Δ, Πολύζου Ι (2015) Αναχαιτίζοντας τάσεις εγκατάλειψης του αθηναϊκού κέντρου: η παρουσία των μεταναστών στην κατοικία και στις επιχειρηματικές δραστηριότητες.Στο: Μαλούτας Θ και Σπυρέλλης ΣΝ (επιμ.), Κοινωνικός Άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού, Αθήνα. Available from: http://www.athenssocialatlas.gr/μετανάστες-κατοικία-και-επιχειρήσει/.
- Πετρόπουλος Η (2010) Το μπουρδέλο. Αθήνα: Νεφέλη.
- Πέττας Δ (2017) Η παραγωγή του χώρου σε συνθήκες σύγκρουσης. Στο: Μαλούτας Θ και Σπυρέλλης ΣΝ (επιμ.), Κοινωνικός Άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού, Αθήνα. Available from: http://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/χώρος-σε-συνθήκες-σύγκρουσης/.
- Τζανάκη Δ (2016) Ιστορία της [μη] κανονικότητας. Πάπαρη Κ (επιμ.), Αθήνα: Ασίνη.
- Augé M (1995) Non places. Introduction to an Anthropology of Supermoderity. Howe J (ed.), London, New York: Verso.
- Bauman Z (2000) Liquid modernity. 1st ed. Cambridge: Polity Press.
- Brillembourg AJ and Klumpner H (2014) Reactivate Athens / 101 Ideas. Final research report for the Onassis Cultural Foundation (limited distribution). Zurich.