Ανιχνεύοντας μεταιχμιακές καταστάσεις: Στα όρια των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας
2017 | Δεκ
Το project με τίτλο «Ανιχνεύοντας μεταιχμιακές καταστάσεις: Στα όρια αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας», αποτελεί εφαρμογή εθνογραφικών μεθόδων (συμμετοχική παρατήρηση, συνεντεύξεις, αρχειακό υλικό) και δημιουργικής φωτογραφίας για την παραγωγή καλλιτεχνικού έργου. Μολονότι η δημιουργική φωτογραφία δεν είναι επιστημονικό μέσο, η προσφορά της όταν συνδυάζεται με τις διεπιστημονικές εθνογραφικές μεθόδους είναι αναντικατάστατη και μοναδική, καθώς το αποτέλεσμα, μέσω της βιωμένης εμπειρίας που εμπεριέχει, μεταδίδει άρρητη γνώση. Στο επίκεντρο βρίσκονται οι «οριακοί» χώροι που εντοπίζονται μεταξύ των διαφορετικών χρονικοτήτων του αρχαιολογικού και του σύγχρονου, στους οριοθετημένους και προς εκμετάλλευση χώρους της αρχαιολογικής έρευνας και τα αδιάφορα περίχωρά τους, στην πόλη της Αθήνας. Μέσα από αρκετές μελέτες περιπτώσεων και αξιοποιώντας φωτογραφικές και εθνογραφικές μεθόδους εξετάζεται το πώς αυτές οι «συνοριακές» γραμμές-πεδία έρευνας εγκαθιδρύουν και (επανα)διαπραγματεύονται τον εαυτό τους. Απαθανατίζοντας σε τακτά χρονικά διαστήματα και για πέντε χρόνια τα ίχνη του υλικού πολιτισμού τους, και αποκωδικοποιώντας μια σειρά συνεντεύξεων από ανθρώπους που κατά καιρούς «κατοίκησαν» αυτούς τους χώρους, φανερώνεται μια φευγαλέα ανθρωπογεωγραφία μιας «μεταιχμιακής» κατάστασης. Τα μικρο-τοπία που φωτογραφήθηκαν, αποκομμένα από τα τόσο βαριά σημασιοδοτημένα περιβάλλοντά τους, αφηγούνται ιστορίες που αποκαλύπτουν συμπεριφορές, τακτικές και συνεπώς στοιχεία του σύγχρονου πολιτισμού, και μέσα σε αυτά και σημάδια που προαναγγέλουν την επερχόμενη «κρίση». Παρόλ’ αυτά, τα παραπάνω δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως τεκμήρια με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Αντ’ αυτού, μια τρίτη διάσταση πολλών «κατασκευασμένων ορατοτήτων» και νοητικών αναπαραστάσεων βιωμένης εμπειρίας ανοίγεται εδώ, καθώς συνδυάζεται με το δημιουργό της. Ένα νέο αποτέλεσμα -συνδυασμός λόγου και εικόνας- προκύπτει, το οποίο δεν είχε ιδωθεί πριν ή δεν είχαμε μπορέσει να συναισθανθούμε έως τώρα.
Στα όρια των αρχαιολογικών χώρων
Αναζητώντας το κατάλληλο σημείο παρατήρησης για αυτή την έρευνα πεδίου για την Αθήνα, κινήθηκα αρκετά και μέσα και έξω από τα όρια. Το κατάλληλο σημείο δεν θα μπορούσε να είναι μέσα στα ένδοξα, πολύτιμα, ιερά ερείπια, ούτε μέσα στην ίδια την σύγχρονη πόλη. Σίγουρα βρισκόταν κάπου πέρα από την «αισθητικοποιημένη νοσταλγία του κοινότυπου» [όρος που εισήγαγε ο αρχιτέκτονας Peter Eisenman (1988)]: στα όρια των αρχαιολογικών χώρων και της σύγχρονης πόλης.
Εκεί, όπου η αρχαία και η νεώτερη πόλη συνυπάρχουν, η καθημερινή ζωή και οι δραστηριότητες των ανθρώπων έρχονται σε αντίθεση με την διαφορετική ατμόσφαιρα, την ιδρυματοποιημένη ησυχία των ανοιχτών αρχαιολογικών χώρων που λειτουργούν ως τουριστικές ατραξιόν. Το ενδιαφέρον του να κινείσαι στα όρια είναι ότι ακόμα και αν το επιθυμείς είναι σχεδόν αδύνατο για το βλέμμα να αποφύγει να αντιμετωπίσει τις αντιθέσεις… πολιτισμικές, πολιτιστικές, ιδεολογικές. Η σύνθεση των στοιχείων της ετερότητας στις ζώνες αυτές, μπορεί να βοηθήσει στη διερεύνηση της ταυτότητάς μας που βρίσκεται σε συνεχή αλλαγή, προκειμένου να μπορέσουμε να διακρίνουμε το όλο. Ερευνώντας την υβριδική κατάσταση της ταυτότητας του σήμερα, η καίρια ερώτηση δεν είναι «ποιός είμαι;» αλλά «πότε – πού – πώς είμαι;» όπως εύστοχα εντόπισε η εθνογράφος Trinh T. Minh-ha (1992). Συνεπώς δεν έχει κανένα νόημα να αυτοκαθοριζόμαστε απλώς δηλώνοντας το ποιοι είμαστε, αλλά προσδιορίζοντας συνεχώς το πότε-πού-πώς είμαστε.
Αναζητώντας αυτό το πότε-πού-πώς είμαι, άρχισα να τραβάω φωτογραφίες κατά τακτά διαστήματα ακολουθώντας μια συγκεκριμένη διαδρομή στα συμβολικά και υπαρκτά όρια κάποιων αρχαιολογικών χώρων του κέντρου της Αθήνας. Οι φωτογραφίες, λειτουργούν ως ένα αρχείο μνήμης των αλλαγών και των ευρημάτων μου. Είχα μεγάλο ενδιαφέρον να ερευνήσω οπτικά το πώς οι χώροι αυτοί παρέμεναν περιορισμένοι μόνο για τους επισκέπτες και για το τι συνέβαινε στον δημόσιο χώρο -συνήθως πεζόδρομο- που τους περιβάλει.
Εικόνα 1: Βάσεις ομπρελών, οι σύγχρονες κολώνες
Εικόνα 2: Η πόλη των μοναχικών καρεκλών
Εικόνα 3: Ποιοί είναι οι φύλακες της σύγχρονης πόλης; Aυτή η γυναίκα βρίσκεται πάντα έξω από την Βιβλιοθήκη του Αδριανού.
Όμως αυτά τα πρώτα ευρήματα δεν ήταν αρκετά. Συνέχισα να φωτογραφίζω για έξι χρόνια, σε τακτές περιόδους, συγκεντρωμένη περισσότερο σε ενός είδους οπτική μικροεθνογραφία. Καθώς η «εθνογραφία είναι η σπουδή τόσο της ρητής και σαφούς πολιτισμικής γνώσης όσο και της σιωπηρής, άρρητης πολιτισμικής γνώσης, αυτής που αφήνεται να υπονοηθεί» -όπως αναφέρει ο James Spradley (1980:8)-, με αυτή την έρευνα αναζητούσα και τις δύο. Η φανερή, ρητή, πολιτισμική γνώση ήταν η πρώτη ύλη μου, το θεωρητικό μου σημείο εκκίνησης. Η σιωπηλή γνώση που αφήνεται να υπονοηθεί, που παραμένει κατά μεγάλο ποσοστό έξω από την αντίληψη των ανθρώπων, που δεν εκφράζεται συνειδητά, και δεν συζητείται, ήταν το θέμα μου. Συναισθανόμενη αυτή τη σιωπηλή γνώση, διαμόρφωθηκε η ματιά μου, είτε ως ενός εσωτερικού, είτε ενός εξωτερικού παρατηρητή.
Εικόνα 4. Κατά μήκος της οδού Αδριανού, απέναντι από την κεντρική είσοδο της Αρχαίας Αγοράς:
|
Τι ακριβώς σημαίνει το ότι μια πόλη αλλάζει; Τοποθετώντας την μία φωτογραφία δίπλα στην άλλη παρατήρησα ότι μερικές από τις «ιστορίες»/αφηγήσεις εξελίσσονταν με ένα πολύ καλύτερο τρόπο για την αισθητική μου, και πιο αποτελεσματικό για αυτό που ήθελα να αναδείξω. Άρχισα να βλέπω στις φωτογραφίες αλλαγές που δεν μπορούσα να εντοπίσω με γυμνό μάτι όταν βρισκόμουν επί τόπου για να φωτογραφίσω.
Εικόνα 5: Οι περιπέτειες ενός στύλου
|
Εικόνα 6: Νεοκλασσικό κτήριο απέναντι από τους Αέρηδες στη Ρωμαϊκή Αγορά
Αλλά φυσικά αυτή η διαδικασία είναι σαν μια ιεροτελεστία (Trinh T. Minh-ha, 1992) οπότε και βρίσκεται σε συνεχή αλλαγή:
|
Οι φωτογραφίες είναι αποκομμένες από το ευρύτερο αναλυτικό τους πλαίσιο και τα οπτικά περιβάλλοντα τους (αρχαιότητα, αρχαιολογία, μεγαλειώδες παρελθόν, πολιτιστική κληρονομιά κτλ.). Προσπαθούν να αγγίξουν τους «αναγνώστες» τους με την συμβολική αναπαράσταση της πραγματικότητας του Άλλου (ο Άλλος σε αυτή την περίπτωση είναι η νοοτροπία του σύγχρονου Νεοέλληνα). Με τον καιρό, θεματικές άρχισαν να φανερώνονται, και έτσι ξεκίνησα τις συνεντεύξεις. Εικοσιπέντε συνεντεύξεις, με ανθρώπους που έρχονται να κατοικήσουν αυτούς τους χώρους, μια φευγαλέα ανθρωπογεωγραφία των ορίων – συνοριακών περιοχών μπορεί να ειδωθεί στιγμιαία.
Οι απαντήσεις στις ερωτήσεις όμως, δεν ήταν το αντικείμενο της έρευνάς μου… «Τι γνώμη έχετε για το έργο της Ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων;»,«Τι είναι αυτό που συγκεντρώνει όλους αυτούς τους ετερόκλητους ανθρώπους εδώ πέρα;», «Τι γνώμη έχετε για τα τραπεζοκαθίσματα στο δημόσιο χώρο και τους πεζόδρομους;» «Πώς αισθάνεστε για τα graffiti πάνω και γύρω από τους αρχαιολογικούς χώρους;» «Γιατί τόσα πολλά ναρκωτικά στην περιοχή;» «Ποια η θέση του κράτους σε όλα αυτά»; Και τέλος, «Νομίζετε πως οι Νεοέλληνες έχουν καμιά ομοιότητα ή σχέση με τους αρχαίους;»… Η πραγματική ανακάλυψη, για μένα, ήρθε από άλλα πράγματα που μου «εξομολογήθηκαν» οι άνθρωποι αυτοί. Οι εικόνες των συνεντευξιαζόμενων ανθρώπων επανατοποθετήθηκαν στο μέρος που τους ανήκε. Το μέρος που -χωρίς να το ξέρουν- επιλέχτηκε για αυτούς όταν μου αφηγήθηκαν τις ιστορίες τους.
Η διαπίστωση ότι αυτό το απλό καρτοτηλέφωνο που φωτογράφιζα όλο αυτόν τον καιρό μπορούσε να παίξει έναν τόσο σημαντικό ρόλο στη ζωή ενός ανθρώπου ήταν κάτι πέρα που ξεπερνούσε την φαντασία μου. Ένας εξηνταπεντάχρονος Βέλγος άστεγος πήρε το λεωφορείο για να πάει σε ένα Πανεπιστήμιο τόσο μακριά από το κέντρο μόνο και μόνο για να είναι χρήσιμος και αξιόπιστος στους τουρίστες. Όλα τα στερεότυπα μου για τους άστεγους, “περιθωριακούς” ανθρώπους, έπεσαν.
«Τα λόγια που χρησιμοποιεί κανείς είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου», λέει η Mary Douglas (1999). «Οι αμοιβαίες κατανοήσεις που δεν εκφράζονται με λόγια είναι απαραίτητες. Πώς προσεγγίζουμε αυτό που υπονοείται; […] Ονομάστε το, το πρότζεκτ του να ανακαλύψουμε το νόημα. […] Η μέθοδός του είναι το να καθολικεύσουμε ξένες και παράξενες πεποιθήσεις αυτού που ενώ στην αρχή φάνταζε ως ανεξήγητο αφομοιώνεται σταδιακά από την διευρυμένη μας εμπειρία.» |
Οι συνεντεύξεις επέδωσαν ζωντάνια στις φωτογραφίες με τις υποκειμενικές τους αφηγήσεις, άλλοτε κυρίαρχες και άλλοτε περιθωριακές. Μια προσπάθεια για ένα εθνογραφικό ευρετήριο μερικών αληθειών, που εμπλουτίζεται συνεχώς αλλά ποτέ δεν ολοκληρώνεται. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι προσωπικές ιστορίες μπλέκονται με την συλλογική ιστορία. Η αφήγηση ενός ατόμου μπορεί να αποτελέσει το παλίμψηστο των ιστοριών και απόψεων πολλών άλλων καθημερινών ανθρώπων, επιτρέποντας αυτό που ο Stuart Hall αναφέρει ως την δημιουργία «μιας διαφορετικής οπτικής γλώσσας, που είναι ριζωμένη στην πραγματικότητα της βιωμένης εμπειρίας και ταυτόχρονα αποτελεί την πιο γλαφυρή άρθρωση αυτής της εμπειρίας» (Hall 1983:17 in Edwards 1999, 74).
Προξενώντας αυτό το συμβάν, το αποτέλεσμα είναι μια οπτική παράθεση (παράταξη) διιστάμενων χρονικοτήτων οι οποίες εμφανίζονται όλες μαζί στην ίδια φωτογραφία. Το τελικό οπτικό αποτέλεσμα αφηγείται μια διαφορετική και πιο πλήρη ιστορία από αυτήν που υποδηλώνει η κάθε φωτογραφία ή συνέντευξη χωριστά. Μια κατασκευασμένη ορατότητα, μια νοητική απεικόνιση που δεν είχαμε ποτέ πριν αντιμετωπίσει. Πρόκειται για μια προσπάθεια απεικόνισης όχι του τοπίου, αλλά των βιωμένων εμπειριών του τοπίου. Αυτό που συμβαίνει έξω από τους αρχαιολογικούς χώρους βρίσκεται αναπόφευκτα σε συνεχή διάλογο με το «ιδρυματοποιημένο», το απαγορευμένο, το σε πολλές περιπτώσεις ερμητικά κλειστό της ιστορικής γνώσης και κληρονομιάς του επίσημου κράτους.
«Μια συλλογή φωτογραφιών μας λέει την ιστορία του φωτογράφου», δηλώνει η καλλιτέχνης και συγγραφέας Desiree Navab (2009), «όμως αυτή είναι μόνο μία από τις ιστορίες. Υπάρχουν και οι ιστορίες των εικονιζόμενων ανθρώπων και των γεγονότων που βρίσκονται μέσα στην φωτογραφία καθώς και οι ιστορίες των θεατών της φωτογραφίας που βρίσκονται απέξω. Και μετά υπάρχει η ιστορία που χτίζεται γύρω από όλες αυτές τις ιστορίες. Από τις ιδιωτικές, και άγνωστες ιστορίες παίρνουμε δημόσιες και γνωστές. Από μεμονωμένες μνήμες και ιστορίες αναδύεται μια συλλογική μνήμη και ιστορία.» |
Μετά από αυτή την οπτική-εθνογραφική παρέμβαση τα πράγματα παύουν να είναι όπως ήταν πριν, τουλάχιστον για αυτούς που μοιράστηκαν την εμπειρία της ανάγνωσής της. Ιδού πώς η φωτογραφία μπορεί να γίνει μια συσκευή η οποία επικοινωνεί το ανείδωτο, τη σιωπηλή-άρρητη γνώση, τη γνώση που υπονοείται και να την μεταφράσει σε αυτό που ο W.J.T. Mitchell (2007) περιγράφει ως «κάτι που μοιάζει με τη φωτογραφία κάποιου πράγματος που δεν μπορούσαμε ποτέ πριν να δούμε» ή αυτό που ο Victor Burgin (1996:272) περιγράφει ως «μια πολιτισμική εμπειρία» η οποία μεταφράζει το ασυνείδητο σε συνειδητότητα.
Επιπλέον, αυτή η εργασία, είναι μια προσπάθεια αναζήτησης μιας αχτίδας φωτός σε ένα σκοτεινό κόσμο: σημεία ελπίδας και αντίστασης σε ό,τι μας απογοητεύει σε αυτήν την πόλη. Η σύγκρουση με την νεωτεριστική, εξιδανικευμένη εικόνα του παρελθόντος μας και η εναλλακτική -σχεδόν αναιδής ανάγνωση του πολύτιμου ιστορικού τοπίου θα μπορούσε να είναι το θεραπευτικό εργαλείο όπως προτείνει ο Edgar Moren (Le Goff, 1998). Ένα εργαλείο προσαρμογής στην αλλαγή, ένα εργαλείο εισόδου στην σημερινή πραγματικότητα που δίνει μια προοπτική ενός μέλλοντος. Ο απλός κόσμος περιγράφει τη σημερινή κατάσταση ως προβληματική, ως κρίση, ως ξεπεσμό. Στις φωτογραφίες, καθώς και στις αφηγήσεις του «Στα όρια», απεικονίζεται συχνά αυτή η «καταστροφή», το κενό, η αποδιάρθρωση, όμως όχι ως κάτι κατακριτέο ή καταγγελτικό, αλλά ως ένα δημιουργικό στάδιο, αφού τελικά σημασιοδοτεί την αλλαγή που υφέρπει. Απεικονίζεται ως μια σειρά από συμβολισμούς και υπαινιγμούς που αντηχούν το πώς βιώνεται η κοινωνική, πολιτιστική, πολιτική, οικονομική κατάσταση βαθιά μέσα μας. Το «πιάσαμε πάτο» μπορεί να μετατραπεί σε εργαλείο ανάδυσης στην επιφάνεια, αφορμή για γνώση του τι έφταιξε και του πώς θα μπορέσουμε να το ξεπεράσουμε, ως θεραπεία από τα λάθη που επαναλαμβάνουμε. Διαπερνώντας τα φαντασιακά όρια μεταξύ του αρχέγονου παρελθόντος και του παρόντος τόπου καταγωγής, χωρίς τα «πολωμένα αντιθετικά μοντέλα» του πνευματικού κόσμου, αποκτά κανείς την τόσο πολύτιμη συναίσθηση. Και πράγματι, η οικειότητα με τους ανθρώπους πρόσθεσε μια «αύρα αυθεντικότητας» που έκανε τις άσχημες αλήθειες πιο υποφερτές.
Οι καθημερινές ιστορίες των ανθρώπων, που εξελίσσονται παράλληλα με τις φαινομενικά ασήμαντες ιστορίες του υλικού κόσμου που περιβάλλει τους βαριά φορτισμένους ιστορικούς χώρους της Αθήνας -και που γι’ αυτό περνούν μάλλον απαρατήρητες- απεικονίζονται πλάι-πλάι. Τα αντικείμενα που απεικονίζονται μπορεί να είναι οι «παγίδες» που θα μας κάνουν να δώσουμε καινούργιο περιεχόμενο στο παλιό στερεότυπο που είχαμε για τους αρχαιολογικούς χώρους και θα τους κάνουν λιγότερο «επίσημους χώρους» και περισσότερο τόπους ανθρώπινους. Ενδεχομένως μερικές από αυτές τις φωτογραφίες θα μπορέσουν να προκαλέσουν τον κλαυσίγελο της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας ως αντίδραση. Το συναίσθημα της κάθαρσης που έρχεται όταν τελικά βρεθούμε αντιμέτωποι με την «αλήθεια», που μας κάνει να κλαίμε και να γελάμε την ίδια στιγμή.
«Στα Όρια» – Μέλιννα Καμινάρη, 2003-2009
‘Εξι έργα –μέρος ενός συνόλου είκοσι πέντε έργων– διαστάσεων 70×100 εκ. το καθένα, όπου το πορτρέτο μαζί με την συνέντευξη του κάθε ατόμου αντιπαρατίθεται με το αποτέλεσμα της επαναφωτογράφησης ενός μικρο-τοπίου που βρίσκεται κοντά στον τόπο της συνέντευξης.
Εικόνα 8α: Στα όρια των αρχαιολογικών χώρων: Α’Αθήνα. Απέναντι απο τη Ρωμαϊκή Αγορά, στην οδό Διογένους, Πλάκα
Εικόνα 8β: Jean (έξω απο την Ρωμαϊκή Αγορά, στο παγκάκι, ώρα 16:00, 20/02/07 Τρίτη)
Εικόνα 9α: Στα όρια των αρχαιολογικών χώρων: Α’Αθήνα. Απέναντι απο το «Περιστήλιο», Αέριδες, Πλάκα
Εικόνα 9β: Jimmy, βρετανός, 43 ετών (πάνω από τους Αέριδες, ώρα 17:00, 10/03/07 Σάββατο)
Εικόνα 10α: Ελένη Μ., Φωτογράφος Α’ ΕΠΚΑ (βιβλιοθήκη Ανδριανούμ 08/03/07)
Εικόνα 10β: Στα όρια των αρχαιολογικών χώρων: Α’Αθήνα. Πίσω από την Βιβλιοθήκη του Ανδριανού, οδός Αιόλου, Πλάκα
Εικόνα 11α : Στα όρια των αρχαιολογικών χώρων: Α’Αθήνα. Κιουτσούκ Τζαμί, Πλάκα
Εικόνα 11β: Συνεργείο μαρμαροτεχνητών (Ελένη, Θανάσης, Αντώνης, Νικηφόρος), Βιβλιοθήκη Ανδριανού, 1η ΕΠΚΑ 26/02/07
Εικόνα 12α : Στα όρια των αρχαιολογικών χώρων: Α’Αθήνα. Έξω από τη Ποκίλη Στοά, πεζόδρομος Ανδριανού, Πλάκα
Εικόνα 12β: Νίκος (Βιβλιοθήκη Αδριανού, αρχαιολόγος Α’ ΕΠΚΑ 26/02/07 Δευτέρα)
Εικόνα 13α: Ελεάνα 1/03/07, 18:00 (πήγαινε σχολείο στην Πλάκα)
Εικόνα 13β: Κατά μήκος της Αδριανού, απέναντι απο την Αρχαία Αγορά, Πλάκα
Αναφορά λήμματος
Καμινάρη, Μ. (2018) Ανιχνεύοντας μεταιχμιακές καταστάσεις: Στα όρια των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/ανιχνεύοντας-μεταιχμιακές-καταστάσε/ , DOI: 10.17902/20971.78
Αναφορά Άτλαντα
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Βιβλιογραφία
- Le Goff J (1998) Ιστορία και Μνήμη. Κουμπουρλής Γ (επιμ.), Αθήνα: Νεφέλη.
- Burgin V (1996) In/different spaces: Place and memory in visual culture. Berkeley, Los Angeles, London: University of California Press.
- Douglass M (1999) Implicit Meanings: Selected Essays in Anthropology. London: Routledge.
- Eisenman P (1988) The Blue Line Text. Architectural Design, New York 58(Academy Editions).
- Hall S (1983) Interview with Stuart Hall. Camera Work 29: 17–19.
- Mitchell W (2007) There Are No Visual Media. In: Grau O (ed.), MediaArtHistories, Cambridge: The MIT Press, p. 488.
- Spradley JP (1980) Participant observation. New York: Holt, Rinehart and Winston, Wadsworth/Thomson Learning.
- Trinh TM-H (1992) Framer framed. New York: Routledge.
- Νavab AD (2009) She speaks Greek Farsi. ICC Athens.