Διαγενεακή κοινωνική κινητικότητα: Κοινωνικά άνιση πρόσβαση των νέων στην εκπαίδευση και το επάγγελμα στη δεκαετία του 2000*
2016 | Φεβ
Η αναπαραγωγή των ανισοτήτων μέσα από την εκπαίδευση και ο χώρος της πόλης
Οι κοινωνικές ανισότητες αναπαράγονται με συστηματικό τρόπο, καθώς η κοινωνική καταγωγή των νέων ατόμων εξακολουθεί να προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό τη διαδρομή τους προς την κοινωνική θέση την οποία τελικώς καταλαμβάνουν, διαψεύδοντας τις φιλελεύθερες επαγγελίες περί ισότητας ευκαιριών. Η εκπαίδευση, στις δυτικές κοινωνίες τουλάχιστον, αποτελεί προνομιακό μηχανισμό και πεδίο μέσα στο οποίο άτομα διαφορετικής κοινωνικής καταγωγής διαμορφώνουν συστηματικά άνισες προϋποθέσεις για τις κοινωνικές διαδρομές τους (Moore 2004).
Ο εκδημοκρατισμός της εκπαίδευσης στη σύγχρονη περίοδο επέτρεψε σε ευρείες κοινωνικές ομάδες την πρόσβαση σε θέσεις απασχόλησης, αλλά και εξουσίας, που αποτελούσαν μέχρι τότε κληρονομικό προνόμιο. Ο εκδημοκρατισμός ήταν σταδιακός, επιμήκυνε τις εκπαιδευτικές διαδρομές, αύξησε το μέσο επίπεδο εκπαίδευσης καθώς και τη συμμετοχή των χαμηλότερων κοινωνικών κατηγοριών σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες (Moore 2004). Έτσι, αυξήθηκε η κοινωνική κινητικότητα, αλλά η ανισότητα εξακολούθησε να αναπαράγεται συστηματικά: η πρόσβαση στα διαρκώς υψηλότερα εκπαιδευτικά προσόντα που απαιτούν οι εκάστοτε επίζηλες επαγγελματικές θέσεις παραμένει σταθερά άνιση (Duru-Bellat 2006).
Ταυτόχρονα, η εκπαίδευση αποτελεί μηχανισμό που νομιμοποιεί το κοινωνικά άνισο αποτέλεσμα που δημιουργεί, αποδίδοντας τα άνισα εκπαιδευτικά προσόντα στα άνισα προσωπικά χαρακτηριστικά των ατόμων και, κυρίως, στις άνισες ικανότητες και την άνιση προσπάθεια που έχουν καταβάλει (Duru-Bellat 2009, Dubet et al. 2010).
Οι πολιτικές που αυξησαν τις εκπαιδευτικές επιλογές των γονέων κατά τις τελευταίες δεκαετίες εκεί όπου κυριάρχησαν νεοφιλελεύθερες ιδέες και κατευθύνσεις πολιτικής, ενίσχυσαν την ανάπτυξη εκπαιδευτικών στρατηγικών από τα μεσαία στρώματα (Oria et al. 2007). Οι πολιτικές αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων (Power et al. 2003, Dubet et al. 2010, Dronkers et al. 2010, Oberti et al. 2012, Merle 2012).
Η ένταση των οικογενειακών εκπαιδευτικών στρατηγικών και οι επιπτώσεις τους στην κοινωνική ανισότητα σχετίζονται, προφανώς, και με την εξέλιξη των μεσαίων στρωμάτων. Τα πράγματα έχουν αλλάξει σημαντικά από τότε που οι μεσαίες τάξεις αντιπροσώπευαν μια μικρή μειονότητα. Στη μεταπολεμική περίοδο γνώρισαν αλματώδη αύξηση, ενώ κατά τις πιο πρόσφατες δεκαετίας παρουσίασαν και σημαντική εσωτερική διαφοροποίηση.
Η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση και η οικονομική αναδιάρθρωση έχουν εντείνει τις κοινωνικές ανισότητες. Στις κορυφαίες μητροπόλεις του δυτικού κόσμου αυτή η επιδείνωση έχει πάρει τη μορφή κοινωνικής πόλωσης (Sassen 1991) και η απόσταση μεταξύ των ανώτερων και των κατώτερων εισοδηματικών στρωμάτων έχει σημαντικά αυξηθεί (Hamnett 2003). Η ανισότητα έχει ενισχυθεί λιγότερο στις μικρότερες μητροπόλεις, όπου η πίεση της παγκοσμιοποίησης στις τοπικές αγορές εργασίας είναι, κατά κανόνα, πιο περιορισμένη. Σε κάθε περίπτωση, η κυριαρχία νεοφιλελεύθερων μοντέλων κοινωνικής ρύθμισης τροφοδότησε τη διεύρυνση της ανισότητας, ενώ οι συνέπειες ήταν λιγότερες εκεί όπου υπήρξε αντίσταση στην αποδιάρθρωση των προνοιακών συστημάτων (Hamnett 1996).
Η εκπαίδευση έχει επί μακρόν αποτελέσει προνομιακό πεδίο επένδυσης για τις ελληνικές οικογένειες, επένδυση που συνυφάνθηκε με την αυξημένη κοινωνική κινητικότητα της μεταπολεμικής περιόδου. Πολλοί ερευνητές έχουν αναλύσει το ρόλο της εκπαίδευσης στην αναπαραγωγή της κοινωνικής ανισότητας (Λαμπίρη-Δημάκη 1974, Τσουκαλάς 1977, Φραγκουδάκη 1985, Κάτσικας & Καβαδίας 1994, Κοντογιαννοπούλου-Πολυδωρίδη 1995, Κασωτάκης 1996, Panayotopoulos 2000, Σιάνου-Κύργιου 2006, Sianou-Kyrgiou 2008, Χατζηγιάννη και Βαλάση 2009, Θάνος 2010 & 2012).
Τα δεδομένα της Απογραφής Πληθυσμού του 2001 επέτρεψαν να εντοπιστεί η σημαντική κοινωνικο-χωρική διαφοροποίηση της εκπαιδευτικής επίδοσης (Μαλούτας, 2006). Πιο πρόσφατα, η επεξεργασία μιας μεγάλης βάσης δεδομένων με τα χαρακτηριστικά και τις επιδόσεις όσων συμμετείχαν στις πανελλήνιες εξετάσεις το 2004-2005 στην Αττική επέτρεψε τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ επίδοσης, σχολείου και περιοχής κατοικίας (Maloutas et al. 2013). Ο σημαντικός ρόλος της ιδιωτικής εκπαίδευσης, η χωροθέτηση των ιδιωτικών σχολείων και η πρόσβαση σε αυτά, όπως και οι ιδιαιτερότητες της αγοράς κατοικίας -ειδικότερα, το υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης και η χαμηλή στεγαστική κινητικότητα (Allen et al. 2004)- αποτελούν ουσιώδεις παραμέτρους για την ερμηνεία της σύνδεσης μεταξύ των στρατηγικών επιλογής τόπου διαμονής που αναπτύσσουν τα νοικοκυριά των μεσαίων και υψηλών στρωμάτων και των συνεπειών τους στην αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων.
Εδώ, η προσοχή επικεντρώνεται αποκλειστικά στα σχήματα αναπαραγωγής των ταξικών θέσεων για διαφορετικές κοινωνικές ομάδες στην Αθήνα. Αντικείμενο διερεύνησης αποτελεί η κοινωνική διαφοροποίηση του μήκους των εκπαιδευτικών διαδρομών, η συσχέτιση της επαγγελματικής κατηγορίας γονέων και παιδιών και ο ρόλος της περιοχής κατοικίας.
Στόχος και μεθοδολογικές επιλογές
Στόχος είναι η ανάδειξη των τάσεων κοινωνικής κινητικότητας στην Αθήνα σε μια περίοδο (2001-2011) που αρχίζει όταν έχει πια κλείσει η μακρά μεταπολεμική έντονη κοινωνική κινητικότητα και τελειώνει όταν η τρέχουσα κρίση έχει γίνει πλέον αισθητή. Οι τάσεις της διαγενεακής κινητικότητας τεκμαίρονται από τη συσχέτιση της κοινωνικής θέσης των γονέων με εκείνη των παιδιών τους σύμφωνα με τα δεδομένα των Απογραφών Πληθυσμού του 2001 και 2011.
Για τη διερεύνηση της κοινωνικής κινητικότητας χρησιμοποιούνται, συνήθως, μεγάλες δειγματοληπτικές έρευνες, ώστε να είναι δυνατή η ανάλυση της διαγενεακής μετάβασης μεταξύ επαγγελματικών κατηγοριών στο απαιτούμενο επίπεδο λεπτομέρειας. Χρησιμοποιούνται, επίσης, έρευνες πεδίου με σταθερό δείγμα (panel), ώστε να ελέγχονται οι αλλαγές στις σχετικές τάσεις με την πάροδο του χρόνου. Οι έρευνες του Goldthorpe (1980) για την κοινωνική κινητικότητα στη Βρετανία είναι από τις πληρέστερες και χαρακτηριστικότερες του είδους.
Εδώ επιχειρείται ο εντοπισμός των σχημάτων κοινωνικής κινητικότητας χρησιμοποιώντας μια εναλλακτική προσέγγιση: την ανάλυση των λεπτομερών δεδομένων των Απογραφών Πληθυσμού του 2001 και 2011 (ΕΛΣΤΑΤ-ΕΚΚΕ 2015).
Η προσέγγιση αυτή στηρίζεται στη διαπίστωση ότι στην Αθήνα –αλλά και στην Νότια Ευρώπη συνολικότερα– η διαγενεακή συγκατοίκηση, που παράγεται από την συγκριτικά καθυστερημένη ανεξαρτητοποίηση των νέων από το γονεϊκό νοικοκυριό, δίνει τη δυνατότητα να εντοπισθούν σχήματα κινητικότητας μέσα από τη συσχέτιση των ιδιοτήτων (επαγγελματικών και άλλων) των μελών του νοικοκυριού σε συνάρτηση με τη θέση καθενός/-μίας στην πυρηνική οικογένεια. Αυτό που ισχύει για τη Νότια Ευρώπη, δεν ισχύει για χώρες όπου η ανεξαρτητοποίηση των νέων από το νοικοκυριό των γονέων τους γίνεται συνήθως πριν αποκτήσουν επαγγελματική ιδιότητα. Η μακροχρόνια διαγενεακή συγκατοίκηση στη Νότια Ευρώπη προσφέρει αυτή τη δυνατότητα διερεύνησης, υπό τον όρο βέβαια ότι όσοι παραμένουν στα νοικοκυριά των γονιών τους επί μακρό χρονικό διάστημα δεν διαφέρουν σημαντικά από τους υπόλοιπους της ίδιας ηλικιακής ομάδας, κάτι που θα δούμε στη συνέχεια.
Τα ερωτήματα που θέσαμε στο υλικό των Απογραφών Πληθυσμού –τα οποία, προφανώς, δεν είναι χωρίς περιορισμούς– είναι τα ακόλουθα:
- Ο υπολογισμός του μήκους των εκπαιδευτικών διαδρομών για την ηλικιακή ομάδα 15-29 ετών (όσοι γεννήθηκαν μεταξύ 1972 και 1987 για την Απογραφή του 2001 και μεταξύ 1982 και 1997 για εκείνη του 2011) σε σχέση με την κοινωνική φυσιογνωμία του γονικού νοικοκυριού. Με τον τρόπο αυτό προκύπτει μια πρώτη εικόνα ανισοτήτων όσον αφορά την κοινωνική κινητικότητα, με την έννοια ότι για διαφορετική κοινωνική φυσιογνωμία γονέων εμφανίζεται και διαφορετικό μήκος εκπαιδευτικών διαδρομών για τα παιδιά τους.
- Η συσχέτιση της επαγγελματικής κατηγορίας όσων παραμένουν στο γονεϊκό νοικοκυριό και ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα 22-34 ετών (όσοι γεννήθηκαν μεταξύ 1967 και 1980 για την Απογραφή του 2001 και μεταξύ 1977 και 1990 για εκείνη του 2011) με την κοινωνική φυσιογνωμία του γονικού νοικοκυριού. Αφορά την αντιστοίχηση συγκεκριμένων επαγγελματικών θέσεων γονέων και παιδιών, δίνοντας άμεση εικόνα των σχημάτων και τάσεων κοινωνικής κινητικότητας.
- Ο ρόλος της περιοχής κατοικίας στην κοινωνική κινητικότητα, ο οποίος εξετάζεται μέσα από τη σύγκριση των σχημάτων και τάσεων κινητικότητας που αφορούν την ίδια κοινωνική ομάδα σε περιοχές κατοικίας με διαφορετική κοινωνική φυσιογνωμία.
Συμπληρωματικά προς τη βασική παράμετρο της κοινωνικής θέσης, εξετάζεται και ο ρόλος του φύλου και της εθνοτικής ομάδας στη διαμόρφωση σχημάτων και τάσεων κοινωνικής κινητικότητας.
Το σημαντικότερο μεθοδολογικό ζήτημα στην προκειμένη περίπτωση αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο ορίζεται η κοινωνική φυσιογνωμία του γονεϊκού νοικοκυριού. Με δεδομένο τον ανιχνευτικό χαρακτήρα της παρούσας διερεύνησης επελέγη η αναφορά μόνο στο επάγγελμα του πατέρα [1].
Οι νέοι που μένουν με τους γονείς τους
Η αυξανόμενη δυσκολία ένταξης στην αγορά εργασίας για τους νέους ανθρώπους και η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων έχουν οδηγήσει στην αύξηση του ποσοστού για το οποίο η ανεξαρτητοποίηση από το γονεϊκό νοικοκυριό καθυστερεί όλο και περισσότερο. Σύμφωνα με έρευνα της EUROFOUND, για τους νέους 18-29 ετών στην Ευρώπη, το ποσοστό συγκατοίκησης με τους γονείς έφτασε το 48% το 2011 από 44% το 2007. Η Ελλάδα βρίσκεται κοντά στο μέσο όρο με 46% και 37% αντίστοιχα, ενώ η Ιταλία και ορισμένες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (Ουγγαρία, Σλοβενία, Λιθουανία) σημειώνουν αρκετά υψηλότερα ποσοστά και με έντονο ρυθμό αύξησης (http://www.theguardian.com/news/datablog/2014/mar/24/young-adults-still-living-with-parents-europe-country-breakdown). Η αυξητική τάση αφορά και χώρες που παραδοσιακά είχαν περιορισμένα ποσοστά, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου το ποσοστό συγκατοίκησης με τους γονείς για τα παιδιά 20-34 ετών αυξήθηκε από 21% το 1996 σε 26% το 2013 (http://www.bbc.com/news/uk-25827061).
Σύμφωνα με τα δεδομένων των δύο τελευταίων Απογραφών Πληθυσμού, το ποσοστό παραμονής στο γονεϊκό νοικοκυριό νέων 22-34 ετών στην Αθήνα αυξήθηκε από 35,4% το 2001 σε 39,3% το 2011. Η αύξηση μοιάζει να αφορά κυρίως όσους νέους είναι άνεργοι (πίνακας 1), αλλά και το ποσοστό των εργαζομένων που συγκατοικούν με τους γονείς τους καλύπτει περισσότερους από το 1/3.
Πίνακας 1: Ποσοστό νέων 22-34 ετών σε γονεϊκά νοικοκυριά ως προς την κύρια ασχολία τους στην Αθήνα
Γράφημα 1: Ποσοστό νέων Ελλήνων και Ελληνίδων σε γονεϊκά νοικοκυριά στην Αθήνα 2011
Η συγκατοίκηση με τους γονείς αφορά περισσότερο τους άνδρες (43,6%) από τις γυναίκες (34,9%, γράφημα 1), κάτι που παρατηρείται και διεθνώς. Παράλληλα, αφορά πολύ περισσότερο τους γηγενείς Έλληνες (44,1%) από τους μετανάστες (17,3%) στους οποίους συμπεριλάβαμε εκείνους που προέρχονται από την Ανατολική Ευρώπη (πλην χωρών Ευροζώνης), τη Βόρεια Αφρική, τη Μέση Ανατολή και την Ινδική Χερσόνησο.
Πόσο αντιπροσωπευτικοί είναι οι νέοι που μένουν με τους γονείς τους;
Για να αξιολογήσουμε την αντιπροσωπευτικότητα των νέων που μένουν με τους γονείς τους σε σχέση με το σύνολο των νέων της ηλικίας τους, συγκρίναμε μια σειρά χαρακτηριστικών των δύο αυτών ομάδων.
Οι γηγενείς Έλληνες 15-29 ετών που μένουν στο νοικοκυριό των γονιών τους εμφανίζουν σχεδόν ίδιο μήκος εκπαιδευτικής διαδρομής με το σύνολο των νέων της ηλικίας τους. Μεταξύ 2001 και 2011 εμφανίζεται απλώς μια πολύ ελαφρά επιμήκυνση των διαδρομών αυτών για τους πρώτους. Δεν συμβαίνει το ίδιο, ωστόσο, για τους νέους μετανάστες, οι οποίοι εμφανίζουν σημαντικά μεγαλύτερες εκπαιδευτικές διαδρομές όταν ζουν με τους γονείς τους. Η διαφορά αυτή πρέπει να αντανακλά τις διαφορετικές συνθήκες μεταξύ πρώτης και δεύτερης γενιάς μεταναστών.
Όσον αφορά την ανεργία, οι νέοι 15-29 ετών που το 2001 έμεναν στο νοικοκυριό των γονιών τους δεν διαφοροποιούνταν σημαντικά από το σύνολο, ενώ το 2011 η ανεργία μοιάζει να γίνεται σημαντικός λόγος για την παραμονή στη γονεϊκή κατοικία.
Οι νέοι που μένουν με τους γονείς τους δεν μοιάζει να διαφοροποιούνται από τους υπόλοιπους της ίδιας ηλικίας όσον αφορά τις επαγγελματικές κατηγορίες στις οποίες ανήκουν. Με βάση μια αδρή κατάταξη σε υψηλές, ενδιάμεσες, κατηγορίες τεχνιτών και ανειδίκευτων εργατών, οι δύο ομάδες νέων παρουσιάζουν παραπλήσια κατανομή. Το 2011 μάλιστα οι μεταξύ τους διαφορές μειώνονται ακόμη περισσότερο (γραφήματα 2 και 3).
Γράφημα 2: Ποσοστό νέων 22-34 ετών ανά επαγγελματική κατηγορία στην Αθήνα 2001
Γράφημα 3: Ποσοστό νέων 22-34 ετών ανά επαγγελματική κατηγορία στην Αθήνα 2011
Για τους νέους μετανάστες τα πράγματα είναι σχετικώς διαφορετικά. Για όσους προέρχονται από την Ανατολική Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και το Βόρεια Αφρική, οι επαγγελματικές θέσεις εκείνων που μένουν με τους γονείς είναι σημαντικά υψηλότερες, ενώ για όσους προέρχονται από την Ινδική Χερσόνησο οι επαγγελματικές θέσεις είναι εξίσου χαμηλές και στις δύο περιπτώσεις (γραφήματα 4, 5 και 6), επιβεβαιώνοντας την κοινωνική ιεραρχία μεταξύ εθνοτικών ομάδων (Kandylis et al. 2012).
Γράφημα 4 Ποσοστό νέων 22-34 ετών από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης ανά επαγγελματική κατηγορία στην Αθήνα 2011
Γράφημα 5: Ποσοστό νέων 22-34 ετών από χώρες της Βόρειας Αφρικής και Μέσης Ανατολής ανά επαγγελματική κατηγορία στην Αθήνα 2011
Γράφημα 6: Ποσοστό νέων 22-34 ετών από χώρες της Ινδικής Χερσονήσου ανά επαγγελματική κατηγορία στην Αθήνα 2011
Συνοψίζοντας τα παραπάνω, διαπιστώνουμε ότι οι νέοι/ες που ζουν σε γονεϊκά νοικοκυριά παρουσιάζουν σχεδόν ίδια χαρακτηριστικά με τη συνολική ηλικιακή τους κατηγορία ως προς το μήκος των εκπαιδευτικών διαδρομών τους και την κατανομή τους σε ευρείες επαγγελματικές κατηγορίες. Η ομοιότητα αυτή είναι σχεδόν πλήρης για τους γηγενείς Έλληνες, ενώ για τους νέους μετανάστες ή τους γόνους μεταναστών υπάρχουν σημαντικές διαφορές, τόσο ως προς τη διάρκεια των εκπαιδευτικών διαδρομών, όσο και ως προς την κατάταξη σε επαγγελματικές κατηγορίες.
Τάσεις κοινωνικής κινητικότητας στη δεκαετία του 2000
Εκπαίδευση
Χαρακτηριστικό της δεκαετίας του 2000, όπως προκύπτει από τις Απογραφές Πληθυσμού του 2001 και του 2011, είναι η σαφής επιμήκυνση των εκπαιδευτικών διαδρομών (γράφημα 7).
Γράφημα 7: Ποσοστό νέων 15-29 ετών με την ιδιότητα μαθητή/φοιτητή στην Αθήνα 2011
Η καμπύλη για το 2011 σε σχέση με το 2001 δείχνει ότι η 12ετής εκπαίδευση τείνει να γίνει κεκτημένο για το σύνολο σχεδόν των νέων έως 17 ετών, ενώ αυξάνεται σημαντικά και το ποσοστό εκείνων που η ηλικία τους αντιστοιχεί σε σπουδές μεταδευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Οι εκπαιδευτικές διαδρομές αναμφισβήτητα επιμηκύνονται.
Η επιμήκυνση των εκπαιδευτικών διαδρομών αφορά τόσο τους νέους άνδρες όσο και τις νέες γυναίκες, ενώ το προβάδισμα που είχαν ήδη οι γυναίκες το 2001 διευρύνθηκε το 2011.
Επάγγελμα και ανεργία
Γράφημα 8: Ποσοστό γηγενών νέων Ελλήνων (22-34) ανά ευρεία επαγγελματική κατηγορία στην Αθήνα (2001, 2011)
Η κατανομή των νέων Ελλήνων 22-34 ετών σε τέσσερις ευρείες επαγγελματικές κατηγορίες στην αρχή και το τέλος της δεκαετίας του 2000 δείχνει ότι αυξάνει μόνο το ποσοστό εκείνων που εντάσσονται στις υψηλές θέσεις και μειώνεται των υπολοίπων, ιδιαίτερα δε εκείνων που εξασκούν ειδικευμένες χειρωνακτικές εργασίες. Για τους νέους μετανάστες ή γόνους μεταναστών αυξάνεται το ποσοστό εκείνων που εντάσσονται στις ενδιάμεσες και τις υψηλές κατηγορίες, ενώ μειώνεται το ποσοστό όσων εντάσσονται στις υπόλοιπες. Συνολικά, τα δεδομένα της δεκαετίας δείχνουν αύξηση στο άνω άκρο της κλίμακας και μείωση στο υπόλοιπο φάσμα των επαγγελματικών θέσεων (γραφήματα 8 και 9).
Γράφημα 9: Ποσοστό νέων (22-34) μεταναστών ανά ευρεία επαγγελματική κατηγορία στην Αθήνα (2001, 2011)
Στην αρχή της δεκαετίας, η ανεργία ήταν πολύ χαμηλότερη και εμφάνιζε σημαντική διαφορά σε βάρος των νέων γυναικών. Με την άνοδο της συνολικής ανεργίας στο τέλος της δεκαετίας, η διαφορά ανάλογα με το φύλο μειώνεται δραστικά, τουλάχιστον για τις νεαρές ηλικίες (Μαλούτας 2015b, 147-148).
Οι γενικές τάσεις κατά τη δεκαετία του 2000 συνοψίζονται ως εξής:
- Οι εκπαιδευτικές διαδρομές επιμηκύνονται συνολικά και η 12ετής εκπαίδευση δείχνει να αφορά πλέον σχεδόν όλους τους νέους
- Αυξάνεται το ποσοστό των υψηλότερων επαγγελματικών κατηγοριών και μειώνεται εκείνο των υπολοίπων και ειδικά των εργατικών
- Εξακολουθούν να κυριαρχούν οι ενδιάμεσες επαγγελματικές κατηγορίες
- Η κατανομή του γηγενούς και του μεταναστευτικού πληθυσμού στις επαγγελματικές κατηγορίες είναι πολύ διαφορετική, με τον δεύτερο να συγκεντρώνεται στις χαμηλότερες κατηγορίες
- Η γυναικεία απασχόληση συγκεντρώνεται στις ενδιάμεσες και υψηλές επαγγελματικές κατηγορίες
- Η ανεργία των νέων αυξήθηκε σημαντικά μέσα στη δεκαετία του 2000 και, παράλληλα, μειώθηκαν οι διαφορές ανάλογα με το φύλο
Αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων
Κοινωνική διαφοροποίηση του μήκους των εκπαιδευτικών διαδρομών
Μία όψη της αναπαραγωγής της κοινωνικής ανισότητας αποτυπώνεται στη μέση διάρκεια των εκπαιδευτικών διαδρομών που αντιστοιχούν σε νοικοκυριά των οποίων οι επικεφαλής ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικοεπαγγελματικές κατηγορίες (γράφημα 10). Σε συνθήκες ισότητας ευκαιριών οι διαφορές μεταξύ των κατηγοριών αυτών θα έπρεπε να είναι μικρές και τυχαίες, κάτι που δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα.
Γράφημα 10: Ποσοστό νέων 15-29 ετών στην εκπαίδευση ανάλογα με την επαγγελματική κατηγορία του προσώπου αναφοράς του νοικοκυριού τους στην Αθήνα
Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι κατά τη δεκαετία του 2000 το μήκος των εκπαιδευτικών διαδρομών αυξήθηκε για το σύνολο των νέων –ανεξάρτητα δηλαδή από το κοινωνικό περιβάλλον από το οποίο προέρχονται.
Η δεύτερη διαπίστωση είναι ότι οι διαδρομές στην εκπαίδευση των νέων που προέρχονται από τις υψηλότερες επαγγελματικές ομάδες είναι κατά κανόνα μεγαλύτερες εκείνων που προέρχονται από ενδιάμεσες ή χαμηλές.
Η τρίτη διαπίστωση είναι ότι η αύξηση του μήκους των εκπαιδευτικών διαδρομών ήταν σημαντικά μεγαλύτερη για τους νέους που προέρχονται από ενδιάμεσες και χαμηλές επαγγελματικές κατηγορίες. Αυτό αποτελεί ένδειξη γεφύρωσης των κοινωνικών ανισοτήτων, η οποία ωστόσο δεν αρκεί από μόνη της για να την επιβεβαιώσει.
Όσον αφορά το φύλο, η διάρκεια εκπαίδευσης εμφανίζεται μεγαλύτερη για τους άνδρες όταν προέρχονται από υψηλές επαγγελματικές κατηγορίες (με ενδεικτική κατηγορία τους Νομικούς) κάτι που αντιστρέφεται υπέρ των γυναικών για τις ενδιάμεσες και χαμηλές επαγγελματικές κατηγορίες (με ενδεικτικές κατηγορίες τους Πωλητές σε Καταστήματα και τους Ανειδίκευτους Εργάτες Βιομηχανίας και Κατασκευών αντίστοιχα).
Οι εκπαιδευτικές διαδρομές επιμηκύνονται για όλους τους νέους ανεξάρτητα από το κοινωνικοεπαγγελματικό περιβάλλον από το οποίο προέρχονται. Οι διαφορές, ωστόσο, παραμένουν και η ψαλίδα κλείνει πολύ περισσότερο για την Δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ενώ παραμένει σημαντική στις ηλικίες της Τριτοβάθμιας (γράφημα 11). Έτσι, η σημαντική σύγκλιση των ενδιάμεσων και χαμηλών επαγγελματικών κατηγοριών με τις υψηλές αφορά κυρίως την ολοκλήρωση της 12ετούς εκπαίδευσης (διαφορά 5 περίπου ποσοστιαίων μονάδων στην ηλικία των 17 ετών) ενώ στην ηλικία ολοκλήρωσης 4ετών σπουδών στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση η διαφορά παραμένει σημαντική (40-50 ποσοστιαίες μονάδες).
Γράφημα 11: Ποσοστό νέων 15-29 ετών στην εκπαίδευση ανά ηλικία και ανά επαγγελματική κατηγορία του προσώπου αναφοράς του νοικοκυριού στην Αθήνα
Μεγαλύτερες είναι και οι εκπαιδευτικές διαδρομές για τους νέους μετανάστες ή τους γόνους μεταναστών. Οι τρεις μεγάλες ομάδες υπηκοοτήτων που επιλέξαμε ως ενδεικτικές των διαφορών ανάμεσα στον μεταναστευτικό πληθυσμό (χώρες Ανατολικής Ευρώπης, χώρες Βόρειας Αφρικής και Μέσης Ανατολής και χώρες της Ινδικής Χερσονήσου) δείχνουν ότι για τις δύο πρώτες ομάδες υπάρχει σημαντική σύγκλιση με τους γηγενείς Έλληνες όσον αφορά το μήκος των εκπαιδευτικών διαδρομών –κάτι που αντανακλά και τη σχετικώς επιτυχή ένταξη της δεύτερης γενιάς στην εκπαίδευση. Για την τρίτη ομάδα, η επιμήκυνση των εκπαιδευτικών διαδρομών ήταν πολύ μικρότερη και η απόσταση από τους γηγενείς Έλληνες αυξήθηκε αντί να μειωθεί.
Η σύγκλιση μεταξύ γηγενών Ελλήνων και μεταναστευτικών ομάδων όσον αφορά το μήκος των διαδρομών εκπαίδευσης των παιδιών τους αφορά κυρίως –όπως και η κοινωνική σύγκλιση που είδαμε προηγουμένως– τη διαδρομή μέσα στη 12ετή εκπαίδευση και λιγότερο τη συνέχεια στη Μεταδευτεροβάθμια ή/και την Τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Κοινωνική διαφοροποίηση στην αναπαραγωγή των επαγγελματικών κατηγοριών
Ο πίνακας 2 δείχνει τις πιθανότητες των νέων που προέρχονται από τρεις ενδεικτικές επαγγελματικές κατηγορίες (Νομικοί, Πωλητές σε Καταστήματα, Ανειδίκευτοι Εργάτες Βιομηχανίας & Κατασκευών) να έχουν πρόσβαση σε κάποια από τις τέσσερις ευρείες ομάδες επαγγελματικών κατηγοριών. Οι τιμές του πίνακα είναι υποπολλαπλάσια ή πολλαπλάσια της μονάδας, η οποία αποτελεί τις μέσες πιθανότητες κάθε νέου/ας να αποτελέσει μέλος της επαγγελματικής κατηγορίας που αναφέρεται ανεξαρτήτως κοινωνικής προέλευσης.
Πίνακας 2: Πιθανότητες των νέων 22-34 ετών από νοικοκυριό με πρόσωπο αναφοράς Νομικό, Πωλητή σε Κατάστημα ή Ανειδίκευτο Εργάτη στη Βιομηχανία ή τις Κατασκευές να έχουν πρόσβαση σε διάφορες ομάδες επαγγελμάτων (μέσες πιθανότητες = 1)
Αυτό που προκύπτει από τον πίνακα 2 είναι ότι οι ανισότητες στην πρόσβαση στις υψηλότερες και χαμηλότερες επαγγελματικές θέσεις παραμένουν πολύ μεγάλες και στο τέλος της δεκαετίας του 2000, παρά την ελαφρά τους μείωση σε σχέση με το 2001. Έτσι, για τους νέους που προέρχονται από οικογενειακό περιβάλλον Νομικών, οι πιθανότητες να εξασκήσουν επάγγελμα που εντάσσεται στην ευρεία ομάδα των υψηλών επαγγελματικών κατηγοριών είναι 3πλάσιες του μέσου όρου, ενώ για όσους προέρχονται από την ευρεία ομάδα των Ανειδίκευτων, οι πιθανότητες είναι τρεις φορές μικρότερες από το μέσο όρο.
Το φύλο διαφοροποιεί τις πιθανότητες κοινωνικής κινητικότητας, με τις γυναίκες να παρουσιάζουν περισσότερες πιθανότητες για μια ανοδικότερη επαγγελματική πορεία από τους άνδρες, ανεξάρτητα από την κοινωνική τους προέλευση. Ωστόσο, οι πιθανότητες για τις γυναίκες να ασκήσουν επάγγελμα που εντάσσεται στις υψηλές κατηγορίες ή να μην ασκήσουν επάγγελμα που δεν απαιτεί ειδίκευση είναι μόνο λίγο μεγαλύτερες των ανδρών όταν και οι δύο προέρχονται από περιβάλλον υψηλών επαγγελματικών κατηγοριών, όπως τα Νομικά επαγγέλματα. Η διαφορά διευρύνεται σημαντικά υπέρ των γυναικών όταν η κοινωνική προέλευση των νέων είναι χαμηλότερη και αφορά ενδιάμεσες ή χαμηλότερες επαγγελματικές κατηγορίες γονέων. Η διαφορά αυτή είναι σημαντικότερη όσον αφορά την αποφυγή από τις γυναίκες επαγγελμάτων τεχνιτών και ανειδίκευτων εργατών, τα οποία είναι, ούτως ή άλλως, ανδροκρατούμενα.
Ο ρόλος του χώρου στην αναπαραγωγή των ανισοτήτων
Επίδραση της γειτονιάς και μήκος εκπαιδευτικών διαδρομών
Η συζήτηση όσον αφορά το ρόλο του χώρου στην αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων είναι μεγάλη και σύνθετη. Το γεγονός ότι οι νέοι που μεγαλώνουν στο Ψυχικό ή την Εκάλη έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες από εκείνους/ες που μεγαλώνουν στο Πέραμα ή το Ζεφύρι να διανύσουν μεγαλύτερες διαδρομές στην εκπαίδευση και να καταλάβουν υψηλότερες θέσεις στην επαγγελματική ιεραρχία, δεν αποτελεί απόδειξη αυτού του ρόλου. Η διαφορά οφείλεται κυρίως στη σημαντικά διαφορετική κοινωνική φυσιογνωμία του πληθυσμού των περιοχών αυτών και όχι σε καθεαυτό χαρακτηριστικά του χώρου.
Τα χαρακτηριστικά του χώρου –πέρα δηλαδή από τα χαρακτηριστικά του άμεσου (οικογενειακού) κοινωνικού περιβάλλοντος από το οποίο προέρχονται οι νέοι/ες– αφορούν τρεις βασικές παραμέτρους (Buck 2001, Atkinson and Kintrea 2001, Lupton 2003):
1) Τη συνολική κοινωνική φυσιογνωμία της γειτονιάς, η οποία διαφοροποιεί τα κοινωνικά πρότυπα (role models) και την κοινωνική σύνθεση του μαθητικού πληθυσμού των τοπικών σχολείων
2) Το επίπεδο των τοπικών κοινωνικών και άλλων υπηρεσιών, με προεξάρχουσα την ποιότητα των τοπικών σχολείων
3) Την εικόνα της γειτονιάς που μπορεί να κυμαίνεται από τον στιγματισμό ως την αίσθηση ότι πρόκειται για γειτονιά-πρότυπο
Τα δεδομένα των Απογραφών Πληθυσμού δεν επαρκούν για μια ικανοποιητική αξιολόγηση του ρόλου του χώρου –ή της επίδρασης της γειτονιάς (neighbourhood effect) όπως αναφέρεται στη σχετική βιβλιογραφία και συζήτηση. Αυτό που ακολουθεί αποτελεί μια πολύ αδρή προσέγγιση της επίδρασης της γειτονιάς μέσα από την αναζήτηση των σημαντικών, ενδεχομένως, διαφορών μεταξύ νέων που προέρχονται από ίδιο κοινωνικοεπαγγελματικό περιβάλλον, αλλά κατοικούν σε γειτονιές με σημαντικά διαφορετική κοινωνική φυσιογνωμία. Οι δείκτες που χρησιμοποιούμε είναι το μήκος των εκπαιδευτικών διαδρομών και η ανεργία. Από το χώρο της πόλης επιλέγονται δύο ομάδες Δήμων (Βόρεια και Νότια Προάστια από τη μία πλευρά και Δυτικά Προάστια από την άλλη, χάρτης 1).
Χάρτης 1: Δήμοι που επελέγησαν για την ομάδα των Βορείων & Νοτίων Προαστίων (μπλέ) και των Δυτικών Προαστίων (ροζ)
Οι διαφορές που παρατηρούμε στο μήκος των εκπαιδευτικών διαδρομών των νέων που προέρχονται από γονείς Νομικού επαγγέλματος και ζουν είτε στην ομάδα των Βορείων & Νοτίων Προαστίων είτε των Δυτικών Προαστίων είναι πολύ περιορισμένες. Αντίθετα, όταν οι νέοι προέρχονται από γονείς Πωλητές σε Καταστήματα ή από Ανειδίκευτους Εργάτες στη Βιομηχανία ή τις Κατασκευές, το μήκος της εκπαιδευτικής διαδρομής είναι σημαντικά μεγαλύτερο για τους πρώτους.
Επίδραση της γειτονιάς και ανεργία
Η ανεργία αυξήθηκε σημαντικά μεταξύ 2001 και 2011 σε όλη την Αττική. Ωστόσο, το εύρος με το οποίο πλήττει τους νέους/ες από ίδιο κοινωνικοεπαγγελματικό περιβάλλον που ζουν σε γειτονιές με διαφορετική κοινωνική φυσιογνωμία, παρουσιάζει σημαντικές διακυμάνσεις.
Για τους γόνους οικογενειών με υψηλές επαγγελματικές θέσεις (Μηχανικοί, Νομικοί και Γιατροί) η ανεργία το 2001 ήταν ήδη μεγαλύτερη για όσους έμεναν στα Δυτικά σε σχέση με τα Βόρεια και Νότια Προάστια. Το 2011, όμως, η αύξηση ήταν μεγαλύτερη για τους πρώτους, με αποτέλεσμα η ψαλίδα να ανοίξει και οι πρώτοι να έχουν διπλάσιο ποσοστό ανεργίας από τους δεύτερους (γράφημα 12).
Ανάλογη εικόνα παρουσιάζεται για τα παιδιά Ανειδίκευτων Εργατών στη Βιομηχανία και τις Κατασκευές, με τη διαφορά ότι για αυτούς η αύξηση της ανεργίας ήταν πολύ μεγαλύτερη από ότι για τους προηγούμενους είτε έμεναν στα Βόρεια και Νότια είτε στα Δυτικά Προάστια (γράφημα 13).
Γράφημα 12: Ποσοστό ανέργων νέων 22-34 ετών με πατέρα Μηχανικό, Νομικό ή Γιατρό και ανάλογα με την περιοχή κατοικίας στην Αθήνα
Γράφημα 13: Ποσοστό ανέργων νέων 22-34 ετών με πατέρα Ανειδίκευτο Εργάτη στη Βιομηχανία ή τις Κατασκευές και ανάλογα με την περιοχή κατοικίας στην Αθήνα
Χάρτης 2: Ποσοστό ανεργίας ανά Απογραφικό Τομέα στην Αττική (2011)
Ένα συνολικότερο εύρημα που προσφέρουν τα δεδομένα των Απογραφών Πληθυσμού είναι ότι η ανργία στη Μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας αυξήθηκε με εντυπωσιακό τρόπο σε περιοχές συγκέντρωσης των χαμηλότερων κοινωνικοεπαγγελματικών κατηγοριών. Έτσι, οι συντελεστές συσχέτισης της χωρικής κατανομής του ποσοστού της ανεργίας με την κατανομή του ποσοστού των υψηλών επαγγελματικών κατηγοριών (Διευθυντικά Στελέχη και Επαγγελματίες) από -0.46 το 2001 έφθασε το -0.75 το 2011, ενώ για τις χαμηλές επαγγελματικές κατηγορίες (Ανειδίκευτοι) ήταν αντίστοιχα 0.23 και 0.59 (Maloutas 2015). Μέσα σε μια δεκαετία, δηλαδή, η χωρική κατανομή της ανεργίας έγινε πολύ πιο όμοια με την κατανομή των χαμηλών επαγγελματικών κατηγοριών και πολύ πιο ανόμοια με εκείνη των υψηλών (χάρτης 2).
Αναπαραγωγή της ανισότητας μέσα από τη διαγενεακή αναπαραγωγή των επαγγελμάτων
Παραδείγματα διαγενεακής μετάβασης μεταξύ επαγγελματικών κατηγοριών
Τα δεδομένα των Απογραφών Πληθυσμού επιτρέπουν τη συσχέτιση του επαγγέλματος των νέων με εκείνο του προσώπου αναφοράς του νοικοκυριού τους, όταν παραμένουν στο γονεϊκό τους νοικοκυριό.
Οι πίνακες που ακολουθούν καταγράφουν τις συνηθέστερες επαγγελματικές ομάδες στις οποίες εντάσσονται οι νέοι άνδρες και οι νέες γυναίκες όταν προέρχονται από συγκεκριμένα κοινωνικοεπαγγελματικά περιβάλλοντα.
Οι επαγγελματικές κατηγορίες προσώπου αναφοράς του γονεϊκού νοικοκυριού που επιλέξαμε ενδεικτικά είναι οι ακόλουθες: Νομικοί, Καθηγητές Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, Πωλητές σε Καταστήματα, Τεχνίτες Οικοδομικών Έργων και Ανειδίκευτοι Εργάτες στη Βιομηχανία και τις Κατασκευές.
Οι πίνακες αναφέρουν τις αναλυτικές κατηγορίες επαγγέλματος στις οποίες εντάσσονται οι νέοι 22-34 ετών με τη συγκεκριμένη κοινωνικοεπαγγελματική καταγωγή (στήλη 1), το ποσοστό του συνόλου των νέων αυτών που εντάσσεται σε κάθε κατηγορία (στήλη 2) και τις πιθανότητες ένας νέος/α να ενταχθεί στη συγκεκριμένη επαγγελματική κατηγορία (στήλη 3) που αποτελεί το πηλίκο της διαίρεσης του ποσοστού της στήλης 2 με το ποσοστό της ίδιας επαγγελματικής κατηγορίας στο σύνολο του πληθυσμού της ίδιας ηλικιακής ομάδας. Στους πίνακες αυτούς έχουν συμπεριληφθεί μόνο οι επαγγελματικές κατηγορίες για τις οποίες οι πιθανότητες πρόσβασης, για όσους προέρχονται από το συγκεκριμένο κοινωνικοεπαγγελματικό περιβάλλον, είναι περισσότερες από το 150% του μέσου όρου όλων των νέων της ίδιας ηλικίας
Στους πίνακες 3-12 οι υψηλές επαγγελματικές κατηγορίες τοποθετούνται σε γαλάζιο πλαίσιο, οι ενδιάμεσες σε μπεζ, οι κατηγορίες τεχνικών επαγγελμάτων σε πράσινο και εκείνες των ανειδίκευτων σε μωβ.
Η παρατήρηση της διαγενεακής επαγγελματικής κινητικότητας στους πίνακες 3-12 δείχνει ότι οι πιθανότητες των νέων να γίνουν μέλη συγκεκριμένων επαγγελματικών κατηγοριών σχετίζονται:
1) με την ιεραρχική θέση του επαγγέλματος των γονιών τους, την οποία συνήθως αναπαράγουν
2) με το συγκεκριμένο αντικείμενο του επαγγέλματος των γονιών, το οποίο αναπαράγεται σε μεγαλύτερο βαθμό όταν συνεπάγεται σημαντική εξειδίκευση που υποβοηθά τη δημιουργία οικογενειακής παράδοσης
Οι περισσότερες επαγγελματικές κατηγορίες παρουσιάζουν υψηλό ποσοστό εσωτερικής (οικογενειακής) αναπαραγωγής χωρίς να υπάρχουν, κατ’ ανάγκην, θεσμικά/κανονιστικά εμπόδια στην πρόσβαση των επαγγελμάτων αυτών από τρίτους. Το ποσοστό εσωτερικής αναπαραγωγής είναι, σε μεγάλο βαθμό, συναρτημένο με την κοινωνική θέση του επαγγέλματος (οι υψηλές θέσεις εμφανίζουν, κατά κανόνα, υψηλότερα ποσοστά αναπαραγωγής ακολουθούμενες από τις χαμηλές θέσεις εξειδικευμένης χειρωνακτικής εργασίας).
Ο πίνακας 13 συνοψίζει την πληροφορία που εμφανίζεται στους προηγούμενους (3-12) όσον αφορά το ποσοστό πρόσβασης και την πιθανότητα πρόσβασης στα επαγγέλματα που αποτελούν τις συνηθέστερες και πιθανότερες επιλογές των νέων 22-34 ετών, ανάλογα με το επάγγελμα του προσώπου αναφοράς του νοικοκυριού από το οποίο προέρχονται.
Πίνακας 13: Ποσοστό και πιθανότητες πρόσβασης στις επαγγελματικές κατηγορίες που κυρίως προσανατολίζονται οι νέοι/ες 22-34 ετών ανάλογα με το επάγγελμα του προσώπου αναφοράς του νοικοκυριού (2011)
Για τους νέους που προέρχονται από οικογένειες Νομικών, περισσότεροι από 50% (για τις γυναίκες αγγίζει το 60%) έχουν πρόσβαση στις βασικές επιλογές της συγκεκριμένης ομάδας, οι οποίες στη μεγάλη πλειονότητά τους σχετίζονται με το νομικό επάγγελμα. Οι πιθανότητες της ομάδας αυτής να έχουν πρόσβαση στις βασικές αυτές επιλογές είναι εξαιρετικά μεγαλύτερες από αυτές του μέσου όρου (δηλαδή, από την πιθανότητα για κάθε νέο/α να έχει πρόσβαση στα επαγγέλματα αυτά ανεξάρτητα από το κοινωνικοεπαγγελματικό περιβάλλον από το οποίο προέρχεται).
Για όσους/ες προέρχονται από νοικοκυριά καθηγητών Μέσης Εκπαίδευσης, το ποσοστό πρόσβασης στις βασικές επιλογές της ομάδας τους είναι χαμηλότερο, όπως και οι πιθανότητες πρόσβασης σε σχέση με εκείνες του μέσου νέου/ας. Μια άλλη διαφορά από την προηγούμενη ομάδα είναι η πολύ μικρότερη αναπαραγωγή του οικογενειακού επαγγέλματος, έστω και αν παραμένει πολύ υψηλότερη από την πλειονότητα των υπολοίπων επαγγελματικών κατηγοριών. Επίσης, στην ομάδα αυτή οι συνήθεις επιλογές των νέων γυναικών τις οδηγούν σε υψηλές επαγγελματικές κατηγορίες σε ποσοστό που υπερβαίνει το 40%, ενώ για τους νέους άνδρες της ίδιας ομάδας το ποσοστό είναι περίπου το μισό (πίνακες 5 & 6).
Οι νέοι/ες που προέρχονται από οικογένειες Πωλητών σε Καταστήματα παρουσιάζουν τα χαμηλότερα ποσοστά πρόσβασης στις βασικές επιλογές της ομάδας τους (οι οποίες σε μεγάλο βαθμό είναι άμεσα συναφείς με το επάγγελμα του Πωλητή). Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ευρεία διασπορά σε μεγάλο αριθμό άλλων επαγγελματικών κατηγοριών για περισσότερους από το 60% των νέων αυτής της ομάδας.
Για τις δύο τελευταίες ομάδες νέων, που προέρχονται από οικογένειες χειρωνακτών, το ποσοστό πρόσβασης στις βασικές επιλογές της ομάδας (οι οποίες και πάλι σχετίζονται άμεσα με το κοινωνικοεπαγγελματικό περιβάλλον προέλευσης) είναι αυξημένο, κυρίως για τους άνδρες. Τα επαγγέλματα προέλευσης είναι αλήθεια ότι ανδροκρατούνται και η αναπαραγωγή τους από τις νέες γυναίκες της ομάδας δεν είναι εύκολη. Έτσι, η πορεία των νέων αυτών γυναικών παρουσιάζεται ανοδική προς την ευρεία ομάδα των ενδιάμεσων επαγγελματικών κατηγοριών. Ωστόσο, μια προσεκτικότερη παρατήρηση των επαγγελματικών κατηγοριών στις οποίες έχουν συνήθως πρόσβαση, δείχνει ότι συγκεντρώνονται κυρίως σε χαμηλές κατηγορίες της παροχής υπηρεσιών (κομμώτριες, σερβιτόρες, αισθητικοί). Με βάση αυτές τις παρατηρήσεις, η γενική διαπίστωση μιας ανοδικότερης επαγγελματικής πορείας των νέων γυναικών σε σχέση με τους νέους άνδρες είναι, ενδεχομένως, σε κάποιο βαθμό πλασματική.
Επίλογος
Η ανιχνευτική διερεύνηση της κοινωνικής αναπαραγωγής με τη χρήση των αναλυτικών δεδομένων από τις δύο τελευταίες Απογραφές Πληθυσμού οδήγησε στα βασικά συμπεράσματα που, πολύ συνοπτικά, διατυπώνονται παρακάτω:
- Οι διαδρομές στην εκπαίδευση επιμηκύνονται, αλλά αυτό δεν συνεπάγεται μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων
- Η επιμήκυνσή τους αφορά όλους, συμπεριλαμβανομένων και των νέων μεταναστών. Περισσότερη εκπαίδευση διαχέεται κοινωνικά κάτι που, καταρχήν, μοιάζει να οδηγεί σε μείωση των ανισοτήτων που τροφοδοτούνται από τα άνισα εκπαιδευτικά εφόδια
- Παρά την επιμήκυνση και την κοινωνική διάχυση της εκπαίδευσης, οι ανισότητες παραμένουν, ιδιαίτερα στις ηλικίες πέραν της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και είναι ιδιαίτερα αυξημένες σε εκείνες που αντιστοιχούν στο τέλος των σπουδών στην Τριτοβάθμια και τις μεταπτυχιακές σπουδές. Η επιμήκυνση των εκπαιδευτικών διαδρομών δεν φαίνεται, συνεπώς, να αγγίζει τις βαθμίδες εκείνες που αποτελούν διακύβευμα για την πρόσβαση στις επίζηλες θέσεις στην αγορά εργασίας. Περιορίζεται ουσιαστικά στην ολοκλήρωση της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, κάτι που αποτελεί όλο και περισσότερο απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να μην καταλήξει κανείς σε αποκλεισμό από τις περισσότερες θέσεις στην αγορά εργασίας, αλλά δεν αποτελεί ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, αφού αποτελεί κεκτημένο από τη συντριπτική πλειονότητα των ατόμων της ίδιας ηλικιακής ομάδας
- Η διαφορά υπέρ των γυναικών όσον αφορά το μήκος των διαδρομών εκπαίδευσης διευρύνεται το 2011, κάτι που οφείλεται σε σειρά παραγόντων μεταξύ των οποίων και η στενότητα και η ποιότητα θέσεων στις κατηγορίες χειρωνακτικής εργασίας για τις γυναίκες σε σύγκριση με τους άνδρες.
- Η απασχόληση γίνεται σπανιότερος πόρος με την αλματώδη αύξηση της ανεργίας στο τέλος της δεκαετίας, κάτι που δημιουργεί προϋποθέσεις για αύξηση των ανισοτήτων
- Η πρόσβαση στην απασχόληση γίνεται κοινωνικά πιο άνιση, όπως προκύπτει από την αύξηση των συντελεστών συσχέτισης μεταξύ ανεργίας και κοινωνικοεπαγγελματικών θέσεων.
- Η αυξητική επίδραση της ανεργίας στην ανισότητα προκύπτει και από την αξιοσημείωτη χωρική συγκέντρωση της αύξησής της κατά τη δεκαετία του 2000 στις περιοχές όπου συγκεντρώνονται οι χαμηλότερες επαγγελματικές κατηγορίες.
- Η σύγκριση των πιθανοτήτων αναπαραγωγής μιας σειράς ενδεικτικών επαγγελματικών κατηγοριών μεταξύ 2001 και 2011 δείχνει ελαφρά μείωση των άνισων πιθανοτήτων πρόσβασης μεταξύ των ακραίων κατηγοριών, ενώ εκείνες των ενδιάμεσων μένουν σταθερές. Οι μικρές αυτές μειώσεις ενδέχεται να οφείλονται:
- Στην αύξηση του ποσοστού των υψηλότερων και τη μείωση εκείνου των χαμηλότερων κατηγοριών κατά τη δεκαετία του 2000.
- Στην αλλαγή του περιεχομένου των ευρέων ιεραρχικών ομάδων στις οποίες ταξινομούνται οι επαγγελματικές κατηγορίες από το Διεθνές Γραφείο Εργασίας που χρησιμοποιήσαμε, κάτι που συνέτεινε ακόμη περισσότερο στην αύξηση του ποσοστού των υψηλότερων και τη μείωση εκείνου των χαμηλότερων ομάδων.
- Η αποτύπωση συγκεκριμένων σχημάτων αναπαραγωγής επιλεγμένων επαγγελματικών κατηγοριών έδειξε ότι τα επαγγέλματα των γονέων οδηγούν σε ένα εύρος πιθανών επιλογών για τους νέους/ες, όσον αφορά τόσο την επαγγελματική ιεραρχία όσο και το περιεχόμενο, μέσα στο οποίο εγγράφονται οι περισσότερες διαγενεακές διαδρομές. Με την έννοια αυτή, η διαγενεακή κοινωνική κινητικότητα προσδιορίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από το γονικό επάγγελμα.
[1] Πρόσθετο πρόβλημα αποτελεί η αλλαγή μεταξύ Απογραφών της έννοιας του «αρχηγού» (1991) ή «υπεύθυνου» (2001) του νοικοκυριού, η οποία δεν εμφανίζεται το 2011 και, έτσι, την υποκαταστήσαμε από το πρόσωπο αναφοράς. Το τελευταίο ήταν το πρώτο πρόσωπο στο απογραφικό δελτίο, το οποίο στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων συμπίπτει με τους προηγούμενους ορισμούς.
*Το κείμενο αυτό αποτελεί συντομευμένη εκδοχή του Μαλούτας (2015b).
Αναφορά λήμματος
Μαλούτας, Θ. (2016) Διαγενεακή κοινωνική κινητικότητα: Κοινωνικά άνιση πρόσβαση των νέων στην εκπαίδευση και το επάγγελμα στη δεκαετία του 2000*, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/διαγενεακή-κοινωνική-κινητικότητα/ , DOI: 10.17902/20971.61
Αναφορά Άτλαντα
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Βιβλιογραφία
- ΕΛΣΤΑΤ – ΕΚΚΕ (2015) Πανόραμα Απογραφικών Δεδομένων 1991-2011. Available from: https://panorama.statistics.gr/.
- Θάνος Θ (2010) Κοινωνιολογία των κοινωνικών ανισοτήτων στην εκπαίδευση. Αθήνα: Νήσος.
- Θάνος Θ (2013) Εκπαίδευση και Κοινωνική Αναπαραγωγή στη Μεταπολεμική Ελλάδα (1950-2010). Ο Ρόλος της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Βεργέτη Μ και Καραφύλλης Α (επιμ.), Αθήνα: Αφοί Κυριακίδη.
- Κασσωτάκης Μ (1996) Η πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση στην Ελλάδα. 1η έκδ. Αθήνα: Γρηγόρης.
- Κάτσικας Χ και Καββαδίας Γ (1994) Η ανισότητα στην ελληνική εκπαίδευση. Η εξέλιξη των ευκαιριών πρόσβασης στην ελληνική εκπαίδευση (1960-1994). Αθήνα: Gutenberg.
- Κοντογιαννοπούλου Πολυδωρίδη Γ (1995) Κοινωνιολογική Ανάλυση της Ελληνικής Εκπαίδευσης. Οι Εισαγωγικές Εξετάσεις. Τσαούσης ΔΓ (επιμ.), Αθήνα: Gutenberg.
- Λαμπίρη Δημάκη Ι (1974) Για μια ελληνική κοινωνιολογία της εκπαίδευσης. Αθήνα: ΕΚΚΕ.
- Μαλούτας Θ (2015) Διαγενεακή αναπαραγωγή της κοινωνικής ανισότητας. Ανιχνευτική διερεύνηση της πρόσβασης των νέων στην εκπαίδευση και το επάγγελμα στα απογραφικά δεδομένα του 2001 και 2011. Στο: Θάνος Θ (επιμ.), Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Ερευνών απάνθισμα, Αθήνα: Gutenberg, σ 584.
- Μαλούτας Θ (2016) Εκπαιδευτικές στρατηγικές των μεσαίων στρωμάτων και στεγαστικός διαχωρισμός στην Αθήνα. Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 119(Α): 175–209.
- Σιάνου Κύργιου Ε (2006) Εκπαίδευση και κοινωνικές ανισότητες. Η μετάβαση από τη Δευτεροβάθμια στην Ανώτατη Εκπαίδευση (1997-2004). Παπαγεωργίου Βασιλού Β (επιμ.), Αθήνα: Μεταίχμιο.
- Τσουκαλάς Κ (1977) Εξάρτηση και αναπαραγωγή. Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα, 1830–1922. 1η έκδ. Πετροπούλου Ι και Τσουκαλάς Κ (επιμ.), Αθήνα: Θεμέλιο.
- Φραγκουδάκη Ά (1985) Κοινωνιολογία της εκπαίδευσης. Θεωρίες για την κοινωνική ανισότητα στο σχολείο. Αθήνα: Παπαζήσης.
- Χατζηγιάννη Α και Βαλάση Δ (2009) Ανώτατη εκπαίδευση και αναπαραγωγή των διακρίσεων: Η «μικρή και η μεγάλη πόρτα» στην ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση. Στο: Μαλούτας Θ, Εμμανουήλ Δ, Ζακοπούλου Έ, κ.ά. (επιμ.), Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και ανισότητες στην Αθήνα του 21ου αιώνα, Αθήνα: ΕΚΚΕ, Μελέτες – Έρευνες ΕΚΚΕ, σσ 207–245.
- Allen J, Barlow J, Leal J, et al. (2004) Housing and welfare in Southern Europe. Oxford: Blackwell.
- Atkinson R and Kintrea K (2001) Disentangling area effects: evidence from deprived and non-deprived neighbourhoods. Urban studies, SAGE Publications 38(12): 2277–2298.
- BBC (2014) More than 25% of young people share parents’ homes. Available from: http://www.bbc.com/news/uk-25827061 (accessed 21 January 2014).
- Buck N (2001) Identifying neighbourhood effects on social exclusion. Urban studies, SAGE Publications 38(12): 2251–2275.
- Dronkers J, Felouzis G and van Zanten A (2010) Education markets and school choice. Educational Research and Evaluation 16(2): 99–105. Available from: http://www.tandfonline.com/doi/abs/10.1080/13803611.2010.484969.
- Dubet F, Duru-Bellat M and Vérétout A (2010) Les sociétés et leurs écoles. Paris: Seuil.
- Duru-Bellat M (2006) L’inflation scolaire: les désillusions de la méritocratie. Paris: Editions du Seuil, République des Idées.
- Goldthorpe JH (1980) Social mobility and class structure in modern Britain. 1st ed. Oxford: Claredon Press.
- Hamnett C (1996) Social polarisation, economic restructuring and welfare state regimes. Urban studies, Sage Publications 33(8): 1407–1430.
- Kandylis G, Maloutas T and Sayas J (2012) Immigration, inequality and diversity: socio-ethnic hierarchy and spatial organization in Athens, Greece. European Urban and Regional Studies 19(3): 267–286.
- Lupton R (2003) Neighbourhood effects: can we measure them and does it matter? LSE STICERD Research Paper No. CASE073, London: London School of Economics & Political Science (LSE) – Centre for Analsys of Social Exclusion.
- Maloutas T (2015) Socioeconomic segregation in Athens at the beginning of the 21st Century. In: Tammaru T, Marcińczak S, Van Ham M, et al. (eds), East meets West: New perspectives on socio-economic segregation in European capital cities, London: Routledge.
- Maloutas T, Hadjiyanni A, Kapella A, et al. (2013) Education and social reproduction: The impact of social origin, school segregation and residential segregation on educational performance in Athens. In: RC21 (ISA) Conference on ‘Resourceful Cities’, Berlin, p. 29.
- Merle P (2012) La ségrégation scolaire. Paris: La Découverte.
- Moore R (2004) Education and society: Issues and explanations in the sociology of education. Cambridge: Polity.
- Oberti M, Préteceille E and Rivière C (2012) Les effets de l’assouplissement de la carte scolaire dans la banlieue parisienne. Paris: Osc-Sciences-po.
- Oría A, Cardini A, Ball S, et al. (2007) Urban education, the middle classes and their dilemmas of school choice. Journal of Education Policy, Taylor & Francis 22(1): 91–105.
- Panayotopoulos N (2000) Oppositions sociales et oppositions scolaires: Le cas du système d’enseignement supérieur grec. Regards Sociologiques 19: 57–74.
- Power S, Edwards T and Wigfall V (2003) Education and the middle class. Buckingham: Open University Press.
- Sedghi A and Arnett G (2014) Europe’s young adults living with parents – a country by country breakdown. The Guardian, London, 24th March. Available from: https://www.theguardian.com/news/datablog/2014/mar/24/young-adults-still-living-with-parents-europe-country-breakdown.
- Sianou Kyrgiou E (2008) Social class and access to higher education in Greece: Supportive preparation lessons and success in national exams. International Studies in Sociology of Education, Taylor & Francis 18(3–4): 173–183. Available from: http://www.tandfonline.com/doi/abs/10.1080/09620210802492757.