Ο διεθνής οικονομικός ρόλος της Αθήνας
2015 | Δεκ
Ο διεθνής οικονομικός ρόλος της Αθήνας αναλύεται από τρεις οπτικές γωνίες: τις οικονομικές δραστηριότητες διεθνούς προσανατολισμού, τις υπερτοπικές υποδομές που στηρίζουν τις προηγούμενες και την προσέλκυση διεθνών κεφαλαίων. Μια διάκριση πριν και μετά (κατά) την κρίση είναι αναγκαία, για προφανείς λόγους.
Σε διάφορες διεθνείς ιεραρχήσεις των μητροπόλεων κατά τα 10-15 χρόνια που προηγήθηκαν της κρίσης, η Αθήνα κατά κανόνα απουσίαζε, με εξαίρεση αυτές που λάμβαναν υπόψη και όχι άμεσα οικονομικούς παράγοντες, συνήθως το μέγεθος ή τον διοικητικό ρόλο. Ο χάρτης που ακολουθεί (ESPON 2013, 32) και παρουσιάζει μια αξιολόγηση των πόλεων που είχαν κάποιο είδος παγκόσμιου ρόλου το 2008, τοποθετεί την Αθήνα στην τρίτη κατηγορία, απλώς επιβεβαιώνοντας πλήθος ανάλογων κατατάξεων που, παρά τις διαφορετικές θεωρητικές και μεθοδολογικές προσεγγίσεις, συστηματικά απονέμουν στην Αθήνα περιορισμένη διεθνή εμβέλεια.
Χάρτης 1: Παγκόσμιο δίκτυο πόλεων 2008
Πηγή: Σύνδεμος
Στο οικονομικό επίπεδο, ο διεθνής ρόλος της Αθήνας ήταν σταθερά ασθενής όσον αφορά τον ανώτερο τριτογενή τομέα και ιδίως τις δραστηριότητες υπηρεσιών προς τις επιχειρήσεις με υπερεθνική εμβέλεια (συμπεριλαμβανομένων των μηχανισμών λήψης αποφάσεων), τις βιομηχανίες αιχμής, και τις ξένες άμεσες επενδύσεις (FDI), αδυναμίες που οδηγούσαν σε χαμηλή διεθνή ανταγωνιστικότητα και έλλειψη άμεσων ή έμμεσων ξένων επενδύσεων. Πολύ σημαντικές απουσίες ήταν, επίσης, αυτές των ισχυρών χρηματοπιστωτικών οργανισμών και (ως προς μια άλλη πτυχή του μητροπολιτικού ρόλου) εκείνες των ερευνητικών δραστηριοτήτων. Με δεδομένο το εξαιρετικά υψηλό σχετικό βάρος της Αθήνας στην ελληνική οικονομία (σχεδόν το 50% του ΑΕΠ) και την έλλειψη άλλων πόλεων με ρόλο διεθνούς μητρόπολης –θεωρητικά, η Θεσσαλονίκη θα μπορούσε να παίξει τέτοιο ρόλο, οριακά με όρους μεγέθους, αλλά χαρακτηριζόταν από ανάλογες ουσιαστικές αδυναμίες με αυτές της πρωτεύουσας– η αδυναμία της Αθήνας συνδεόταν αμφίδρομα με την αδυναμία της Ελλάδας συνολικά στον παγκόσμιο και ευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας. Ας θυμίσουμε ότι η περίοδος στην οποία αναφερόμαστε χαρακτηρίστηκε από την αυξανόμενη έμφαση (τόσο στη βιβλιογραφία όσο και στις αποτιμήσεις των διεθνών οργανισμών) στη σημασία των διεθνών μητροπόλεων ως ενεργητικών παραγόντων του διεθνούς ρόλου των χωρών και περιφερειών, και η αδυναμία της Αθήνας πρέπει να θεωρηθεί και μέσα από το πρίσμα αυτής της προβληματικής.
Τα προηγούμενα δεν σημαίνουν, βέβαια, ότι δεν υπήρχαν επιμέρους στοιχεία με διεθνή εμβέλεια. Όσον αφορά τις οικονομικές δραστηριότητες καθεαυτές, διεθνή διάσταση είχαν ο τουρισμός και το εξωτερικό εμπόριο (κυρίως εισαγωγικό). Όσον αφορά τις υποδομές (που αποτελούν και προϋπόθεση για τις δραστηριότητες αυτές) το λιμάνι του Πειραιά και το αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος» είχαν από τεχνική και γεωγραφική άποψη δυνατότητες διεθνούς ρόλου. Ο βαθμός αξιοποίησης αυτών των δυνατοτήτων ήταν υπαρκτός, αλλά περιορισμένος. Το Χρηματιστήριο της Αθήνας είχε προσελκύσει σε ορισμένες περιόδους ξένα κεφάλαια (αν και εμφανώς κερδοσκοπικά και χωρίς να αποκτήσει ποτέ έναν μόνιμα ισχυρό διεθνή ρόλο). Τα επιμέρους αυτά στοιχεία, που ασφαλώς αντανακλούν ορισμένα αντικειμενικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της περιοχής, δεν υπήρχαν ωστόσο σε συγκέντρωση και κλίμακα τέτοια που να ολοκληρώνουν έναν συνολικά ισχυρό διεθνή ρόλο.
Η υποτονικότητα του διεθνούς οικονομικού ρόλου της Αθήνας ήταν απόρροια μιας σειράς αδυναμιών και ελλείψεων, που μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες. Αφενός, πρόκειται για την ενδογενή δυναμική της εθνικής οικονομίας, που προσδιορίζει την «εκ των έσω» ανάδυση δραστηριοτήτων αιχμής και διεθνούς εμβέλειας. Παράμετροι όπως οι μακροοικονομικές ισορροπίες, οι οικονομίες κλίμακας και ο ρυθμός μεγέθυνσης παίζουν καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία ενδογενών δραστηριοτήτων αυτού του τύπου, και στην περίπτωση της Αθήνας/Ελλάδας παρέμεναν σε χαμηλό επίπεδο. Αφετέρου, πρόκειται για τους παράγοντες που επηρεάζουν τις χωροθετικές επιλογές των κεφαλαίων που κινούνται στο διεθνή χώρο αναζητώντας κατάλληλες θέσεις εγκατάστασης, όπως η εγγύτητα προς τις διεθνείς αγορές, το είδος και η σταθερότητα της φορολογικής πολιτικής, η δεκτικότητα της τοπικής κοινωνίας, το περιβάλλον και η ποιότητα ζωής –παράγοντες με αρνητικό πρόσημο στις περισσότερες περιπτώσεις στην Αθήνα. Συγκριτικά πλεονεκτήματα υπήρχαν (πχ. πολιτιστική κληρονομιά, κλίμα) αλλά δεν μπορούσαν να αντισταθμίσουν τα αρνητικά στοιχεία (πολεοδομικά και περιβαλλοντικά προβλήματα). Ορισμένα αμφίσημα χαρακτηριστικά, εξάλλου, δεν αξιοποιήθηκαν γιατί αυτό προϋπέθετε συστηματική στρατηγική και προσπάθεια, που έλλειψαν (παράδειγμα η γεωγραφική θέση: αρνητική λόγω της απόστασης από το ευρωπαϊκό «κέντρο», αλλά δυνητικά θετική για ένα ρόλο σε σχέση με τη νοτιο-ανατολική Μεσόγειο). Η προηγούμενη παρατήρηση παραπέμπει σε μια άλλη αδυναμία, την έλλειψη κατανόησης της σημασίας του διεθνούς ρόλου και την απουσία σχετικής στρατηγικής. Είναι χαρακτηριστικό ότι το Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας αυτή την περίοδο (ν. 1515/1985 που ίσχυσε μέχρι το 2014) δεν αναφερόταν καν στο θέμα. Ο σχεδιασμός των Ολυμπιακών Αγώνων παρέμεινε προσανατολισμένος στην ίδια τη διοργάνωση και όχι στην αξιοποίηση των δυνητικών πολλαπλασιαστικών αναπτυξιακών συνεπειών τους, που ασφαλώς θα μπορούσαν να ενισχύσουν το διεθνή ρόλο της πόλης (Οικονόμου 2010).
Στο πρώτο μισό της προηγούμενης δεκαετίας είχε διαμορφωθεί η εντύπωση ότι υπήρχε ρεαλιστική δυνατότητα ο διεθνής ρόλος της Αθήνας να ενισχυθεί σημαντικά και να περάσει σε υψηλότερη, ποσοτικά και ποιοτικά, βαθμίδα. Η εντύπωση αυτή βασιζόταν σε ένα σύνολο παραγόντων, μεταξύ των οποίων η δημιουργία ορισμένων νέων υπερτοπικών υποδομών μεγάλης κλίμακας (το αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος» αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση), η αυξητική τάση του ΑΕΠ κατά κεφαλή και το κλίμα που δημιούργησαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 (συμπεριλαμβανόμενων επενδύσεων που βελτίωσαν σε κάποιο βαθμό την εικόνα της πόλης, αλλά και αυτού καθεαυτού του γεγονότος μιας οργανωτικής επιτυχίας που δεν είχε αντιστοιχία ούτε με την κλίμακα ούτε με την παράδοση της χώρας). Ωστόσο, οι εξελίξεις δεν δικαίωσαν αυτές τις ελπίδες και, μέχρι λίγο πριν από την εκδήλωση της ελληνικής κρίσης, δεν είχε υπάρξει αισθητή ενίσχυση του διεθνούς ρόλου της Αθήνας: οι κρίσιμες τριτογενείς δραστηριότητες αιχμής παρέμειναν γενικά στάσιμες (η διείσδυση των ελληνικών τραπεζών στα Βαλκάνια δεν αποδείχθηκε βιώσιμη, η έρευνα παρέμεινε καθηλωμένη …), ο απολογισμός των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν σαφώς λιγότερο θετικός από όσο θα μπορούσε να είναι (για λόγους που συνδέονται τόσο με το εξαιρετικά υψηλό κόστος τους, όσο και με την έλλειψη έγκαιρης μεταολυμπιακής στρατηγικής), ενώ δεν υπήρξαν νέες επενδύσεις σε υπερτοπικές υποδομές. Επιπλέον, είχαν μεσολαβήσει και αρνητικές εξελίξεις όσον αφορά, για παράδειγμα, τις εξαγωγές σε ορισμένες χώρες και, βέβαια, την αύξηση του δημόσιου χρέους. Ενδεικτικό των πιο πάνω προβλημάτων (και της διάψευσης των όποιων ελπίδων) είναι η αδυναμία, τελικά, αύξησης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας –κάτι που αντανακλά άμεσα και στην Αθήνα, λαμβανομένου υπόψη του ρόλου της στη χώρα: Από το 1987-1988 καταγράφεται συνεχής μείωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, με προσωρινή μόνο εξαίρεση την περίοδο 1998-2000, η οποία επιταχύνθηκε μετά την ένταξη στο ευρώ (Τράπεζα της Ελλάδος 2010, 137-138).
Οι δυσκολίες αυξήθηκαν από τις εξελίξεις του διεθνούς περιβάλλοντος, που είχε ήδη αρχίσει να μεταβάλλεται γρήγορα και με τρόπο αρνητικό για τις προοπτικές του διεθνούς ρόλου της Αθήνας. Θα αναφέρουμε τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση που είχε ήδη εκδηλωθεί, αλλά και τη σταθερή επιδείνωση της θέσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνολικά στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, ως συνέπεια της δυναμικής άλλων τμημάτων του πλανήτη, στην Ασία κυρίως αλλά και στη Νότια Αμερική, που αλλάζει πλέον σε δομικό επίπεδο τους παγκόσμιους συσχετισμούς.
Η ελληνική κρίση μετά το 2008-09 έπληξε, έτσι, μια Αθήνα που είχε ήδη διαχρονικά αδύναμο διεθνή ρόλο, δεν είχε αξιοποιήσει τις όποιες δυνατότητες είχαν διαφανεί κατά τα προηγούμενα χρόνια για μια θετική διεθνή πορεία, και χαρακτηριζόταν και από πολλαπλές εσωτερικές αδυναμίες. Η κρίση είχε, για τους λόγους αυτούς, ιδιαίτερα έντονες επιπτώσεις. Όσον αφορά τα μακροοικονομικά μεγέθη, η Αττική υπέστη μεγαλύτερη μείωση του ΑΕΠ κατά κεφαλή από τις περισσότερες άλλες περιφέρειες, ενώ παράλληλα η ανεργία (που γενικά αυξήθηκε κατακόρυφα στη χώρα) παρουσίασε την υψηλότερη τιμή της στην Αττική. Οι παράμετροι αυτές, χωρίς να αφορούν αποκλειστικά τον διεθνή ρόλο, αποτελούν ένδειξη ότι ο τελευταίος –στο βαθμό και με τον τρόπο που χαρακτηρίζει την Αθήνα– δεν συνέβαλλε σε μεγαλύτερη αντοχή στην κρίση. Όσον αφορά καθεαυτές τις παραμέτρους του διεθνούς ρόλου, εξάλλου, υπήρξαν ιδιαίτερα αρνητικές εξελίξεις σε τουλάχιστον τρία πεδία: Πρώτον, η μείωση της εσωτερικής ζήτησης οδήγησε και σε μείωση των εισαγωγών από το εξωτερικό, που κατά βάση γίνονταν μέσω του Πειραιά. Δεύτερον, οι μεγάλες πιέσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι ανώτερες λειτουργίες του οποίου στην Ελλάδα είναι σχεδόν αποκλειστικά χωροθετημένες στην Αθήνα, πιέσεις που οφείλονται τόσο στη διεθνή, όσο και στην ειδικότερη ελληνική κρίση (έξοδος κεφαλαίων, απόσυρση καταθέσεων, συρρίκνωση δανείων), έπληξαν ιδιαίτερα έντονα ένα στοιχείο της οικονομικής βάσης που αποτελεί το θεμέλιο κάθε διεθνούς ρόλου. Τα δύο αυτά προβλήματα συνδέονται άμεσα με την οικονομική πλευρά της ελληνικής κρίσης, αλλά υπάρχει και μια άλλη διεθνής δραστηριότητα της Αθήνας που σχεδόν κατέρρευσε χωρίς αυτό να μπορεί να αποδοθεί σε αυτή την πλευρά: ο τουρισμός.
Ο ελληνικός τουρισμός είναι κυρίως εξωστρεφής, και η όποια επίπτωση της κρίσης σε αυτόν λόγω της μείωσης της εσωτερικής ζήτησης αντισταθμίστηκε από την αύξηση των διεθνών ροών. Η αύξηση αυτή έχει πολλαπλές αιτίες που ανάγονται τόσο στις συνθήκες στην παγκόσμια τουριστική αγορά, όσο και σε κάποια μείωση του κόστους των τουριστικών υπηρεσιών στην Ελλάδα λόγω της εσωτερικής υποτίμησης, αλλά ανεξάρτητα από τις αιτίες ήταν έντονη, με αποτέλεσμα ο τουρισμός να είναι ο μόνος ίσως τομέας που εμφάνισε κατά την κρίση ανοδική πορεία ‒με εξαίρεση την Αττική. Η πολύ μεγάλη μείωση των τουριστικών ροών στην τελευταία, σε ποσοστά της τάξης του 30% ή και περισσότερο στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας, πρέπει να αποδοθεί κυρίως στις μη οικονομικές πλευρές της κρίσης, και σε μεγάλο βαθμό στις πολιτικές αναταραχές και τα κοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα του κέντρου της Αθήνας. Ο τουρισμός στην Αττική ήταν κυρίως τουρισμός πόλης (σε αντιδιαστολή προς τον τουρισμό ήλιου-θάλασσας) και η κατάρρευση της διεθνούς εικόνας της Αθήνας και του κέντρου της έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πορεία του τομέα.
Ένα σημαντικό ερώτημα είναι το πώς επηρέασαν/επηρεάζουν τον διεθνή οικονομικό ρόλο της Αθήνας οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν μέχρι σήμερα για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Πρώτο σημείο: Οι (ατελείς) μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων και στη δημόσια διοίκηση βελτίωσαν κάπως ορισμένες παραμέτρους κρίσιμες για το διεθνή ρόλο της Αθήνας, αλλά σε όχι επαρκή βαθμό για να οδηγήσουν σε ισχυρά αποτελέσματα. Η δίσημη αυτή εξέλιξη (βελτίωση, ανεπάρκεια) αντανακλάται σε διάφορους δείκτες για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας (που με δεδομένο το βάρος της Αθήνας σε αυτήν, έχουν άμεση συσχέτιση με την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της πόλης): καταγράφουν ενίσχυση αλλά, με δεδομένο το πολύ χαμηλό σημείο εκκίνησης, το τελικό αποτέλεσμα παραμένει μη ικανοποιητικό. Για να συνοψίσουμε το ζήτημα, βελτιώθηκε αισθητά μόνο η ανταγωνιστικότητα ως προς τις τιμές (κυρίως λόγω της εσωτερικής υποτίμησης, με συνακόλουθες βαρειές παρενέργειες στο ΑΕΠ και την απασχόληση), πολύ λιγότερο η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, και υποβαθμίστηκε η ανταγωνιστικότητα ποιότητας. Η μεταφορά πόρων προς τους τομείς των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών ήταν μικρή και αργή, ενώ το ποσοστό των συνολικών εξαγωγών αγαθών που προήλθαν από κλάδους υψηλής τεχνολογίας υποδιπλασιάστηκε, από 6,6% το 2009, σε 3,3% το 2012 (Βλ. Αναστασάτος-Χαρδούβελης (2014, 112-115) για το ζήτημα της εξέλιξης της ανταγωνιστικότητας). Η εικόνα της περιορισμένης και αντιφατικής προόδου γίνεται σαφής και από τις διεθνείς κατατάξεις για το θέμα. Έτσι, στον δείκτη Ease of Doing business (που αναφέρεται μόνο στις εγχώριες επιχειρήσεις) της Παγκόσμιας Τράπεζας για το 2013, η Ελλάδα κατέλαβε την 72η θέση μεταξύ 189 χωρών, από την 109η μεταξύ 183 χωρών το 2010 (World Bank 2013), αλλά στην κατάταξη του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (WEF) βάσει του «Δείκτη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας» GCI (Global Competitiveness Index) η Ελλάδα από την 83η θέση μεταξύ 142 χωρών το 2010 ανέβηκε μόνο στην 81η θέση το 2013. Σύμφωνα με το νέο ΠΕΠ Αττικής 2014-2020, η Αθήνα κατατάσσεται στην τελευταία θέση των ευρωπαϊκών πόλεων ως επιχειρηματικό κέντρο: από την 32η θέση το 2006 στην 34η το 2009 και στην 36η (τελευταία) το 2010 και το 2011 (Περιφέρεια Αττικής 2014, 4).
Η αδυναμία προσέλκυσης κεφαλαίων (ενδείξεις της οποίας είναι τόσο η καθήλωση του Χρηματιστηρίου όσο το σταθερά πολύ χαμηλό επίπεδο των άμεσων ξένων επενδύσεων) δεν οφείλεται μόνο στην πολιτική αβεβαιότητα, αλλά έχει και διαρθρωτικές αιτίες.
Δεύτερο σημείο: Προβληματικές επιλογές όπως η κάλυψη των ελλειμμάτων όχι με τη μείωση των δαπανών του δημοσίου αλλά με την υπερφορολόγηση, γενική και ειδικότερα στα ακίνητα, έπληξαν ασφαλώς το σύνολο του ελληνικού χώρου συμπεριλαμβανόμενης της Αθήνας. Όσον αφορά ειδικά το διεθνή ρόλο της τελευταίας, ακόμα μεγαλύτερη αρνητική επίδραση είχε η αβεβαιότητα για το φορολογικό σύστημα λόγω των αλλεπάλληλων αλλαγών του. Σε συνδυασμό με την υψηλή φορολόγηση των επιχειρήσεων, πρόκειται για έναν παράγοντα που αποτελεί βασικό κριτήριο προσέλκυσης ή μη κεφαλαίων που κινούνται στο διεθνή χώρο, και είχε ιδιαίτερη σημασία για τον ευρύτερο αθηναϊκό χώρο ακριβώς επειδή πρόκειται για μια περιοχή της χώρας που κατ’ εξοχήν διεκδικεί δυνητικά τέτοιο ρόλο.
Τρίτο σημείο: Οι πολιτικές των αποκρατικοποιήσεων και της αξιοποίησης της δημόσιας ακίνητης περιουσίας είχαν πολύ περιορισμένα αποτελέσματα κατά την περίοδο της κρίσης. Το κυριότερο θετικό παράδειγμα είναι πιθανότατα η περίπτωση της ανάληψης από την COSCO της ευθύνης ενός τμήματος του λιμένος Πειραιώς (που έγινε λίγο πριν από την κρίση, το 2008). Οδήγησε σε σημαντικές επενδύσεις, και πολύ σημαντική αναβάθμιση του ρόλου του Πειραιά, όχι τόσο ως πύλης εισαγωγών, όσο ως διεθνούς διαμετοκομιστικού λιμένα στη Μεσόγειο, αλλά και της γεωπολιτικής του σημασίας, με θετικές συνέπειες –αναπτυξιακές, δημοσιονομικές και απασχόλησης. Έτσι, από την 11η θέση κατάταξης στην περιοχή της Μεσογείου έχει ανέβει στη 3η, ενώ μέχρι το 2016 αναμένεται να καταλάβει την πρώτη (http://www.sigmalive.com/inbusiness/news/greek/119307/pos-i-cosco-ekane-to-thavma-sto-limani-peiraia#.dpuf). Σήμερα φαίνεται να γίνεται ευρύτερα αποδεκτή, και από ορισμένες τουλάχιστον από τις πλευρές που άσκησαν δριμεία κριτική αρχικά. Από την άλλη πλευρά, η πολιτική της «ταχείας» προώθησης επενδύσεων σε δημόσια ή ιδιωτικά ακίνητα, γνωστή ως “fast track”, ελάχιστα πρακτικά αποτελέσματα έχει αποφέρει. Το πρόβλημα δεν οφείλεται στην έλλειψη επενδυτικού ενδιαφέροντος, αλλά στην αδυναμία γρήγορης ολοκλήρωσης των αναγκαίων διαδικασιών και αδειοδοτήσεων. Μετά από μια πενταετία νομοθετικών και οργανωτικών προσπαθειών, περί τις 5-6 στρατηγικές επενδύσεις, δημόσιες και ιδιωτικές, έχουν φθάσει απλώς στο στάδιο της έγκρισης (όχι έναρξης της επένδυσης καθεαυτής), χωρίς συνεπώς ουσιαστικό δημοσιονομικό ή αναπτυξιακό αποτέλεσμα προς το παρόν. Οι δύο περιπτώσεις αξιοποίησης δημόσιων ακινήτων με το υψηλότερο τίμημα, αυτές του Αστέρα της Βουλιαγμένης και του Ελληνικού, παρουσιάζουν ίσως και τις μεγαλύτερες δυσκολίες, η πρώτη λόγω ακύρωσης από το ΣτΕ (και λανθασμένων επιλογών στις χρήσεις γης) και η δεύτερη λόγω της αμφισβήτησης της σκοπιμότητάς της από τη σημερινή Κυβέρνηση.
Ίσως, η σημασία του διεθνούς ρόλου μιας μητρόπολης όπως η Αθήνα φαίνεται ότι άρχισε να γίνεται κατανοητή σε επίπεδο στρατηγικών, όπως φαίνεται από τις σχετικές αναφορές στο νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας –εγκρίθηκε το 2014 και στον σχετικό χάρτη του ΟΡΣΑ εμφανίζονται για πρώτη φορά στοιχεία ρητώς συνδεόμενα με το διεθνή ρόλο– καθώς και στο νέο ΕΣΠΑ 2014-2020. Το νέο ΕΣΠΑ δίνει έμφαση στο διεθνή ρόλο της Αθήνας-Αττικής τόσο γενικά, όσο και σε κρίσιμες παραμέτρους όπως η Έρευνα και Τεχνολογική Ανάπτυξη (ΥΠΑΑΝ 2014, 72) και το ΠΕΠ 2014-2020 που υιοθετεί για την Αθήνα το στόχο ανάδειξής της σε «Μεσογειακή Πρωτεύουσα», αλλά τα προγράμματα αυτά αφορούν στην καλύτερη περίπτωση το μέλλον.
Χάρτης 2: Ρυθμιστικό σχέδιο Αθήνας: Χωροταξική οργάνωση – αναπτυξιακοί πόλοι και άξονες
Πηγή: Σύνδεσμος
Χάρτης 3: Διεθνής κατάταξη των πόλεων, 2012
Πηγή: Σύνδεσμος
Αναφορά λήμματος
Οικονόμου, Δ. (2015) Ο διεθνής οικονομικός ρόλος της Αθήνας, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/διεθνής-ρόλος-της-πόλης/ , DOI: 10.17902/20971.54
Αναφορά Άτλαντα
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Βιβλιογραφία
- Αναστασάτος Τ και Χαρδούβελης Γ (2014) Η μακροοικονομική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Στο: Ελληνική Ένωση Τραπεζών, Ανταγωνιστικότητα για ανάπτυξη: Προτάσεις πολιτικής, Αθήνα: Ελληνική Ένωση Τραπεζών, σσ 97–120.
- Οικονόμου Δ (2012) Χωρικές ρυθμίσεις για τη δημιουργία ενός φιλικού επενδυτικού περιβάλλοντος: οι στόχοι και οι αναγκαίες παρεμβάσεις. Στο: Εισήγηση στην επιστημονική εκδήλωση της Επιστημονικής Εταιρείας Δικαίου Πολεοδομίας και Χωροταξίας (ΕΕΔΙΠΟΧ) Επιχειρηματικότητα και Σχεδιασμός του Χώρου, Αθήνα.
- Οικονόμου Δ (2010) Ο Νέος Ρόλος της Ελλάδας στον Ευρωπαϊκό, Μεσογειακό και Βαλκανικό Χώρο. Στο: Ημερίδα Χωρική Ανάπτυξη, Χωρικές Πολιτικές, Αθήνα: ΕΜΠ, σσ 130–136.
- Οικονόμου Δ, Γετίμης Π, Δεμαθάς Ζ, κ.ά. (2001) Ο διεθνής ρόλος της Αθήνας. Οικονόμου Δ, Γετίμης Π, Δεμαθάς Ζ, κ.ά. (επιμ.), Βόλος: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας.
- ΠΕΠ Αττικής (2014) Περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Αττικής 2014-2020. Αθήνα.
- Τράπεζα της Ελλάδος (2010) Νομισματική Πολιτική 2009-2010. Αθήνα. Available from: http://www.bankofgreece.gr/BogEkdoseis/NomPol20092010.pdf.
- ΥΠΑΑΝ (2014) Εταιρικό Σύμφωνο για το Πλαίσιο Ανάπτυξης-ΕΣΠΑ 2014-2020. Αθήνα.
- Doing Business (2013) Doing Business 2014. Understanding Regulations for Small and Medium-Size Enterprises. Washington DC. Available from: http://www.doingbusiness.org/~/media/GIAWB/Doing Business/Documents/Annual-Reports/English/DB14-Full-Report.pdf.
- ESPON (2013) New Evidence on Smart, Sustainable and Inclusive Territories. Luxembourg. Available from: http://www.espon.eu/main/Menu_Publications/Menu_MapsOfTheMonth/FirstESPONSynthesisReport.html.