Ελέγχοντας τους φτωχούς: Το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα στην Ελλάδα
2021 | Νοέ
Την 1η Φεβρουαρίου 2017, μετά από δύο πιλοτικά προγράμματα, το 2014-2015 και το 2016, εφαρμόστηκε στην Ελλάδα το μέτρο του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος, γνωστό και ως Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης (ΚΕΑ) [1] Τα ελάχιστα εγγυημένα εισοδήματα είναι προνοιακά προγράμματα που περιλαμβάνουν τακτικές, μη ανταποδοτικές χρηματικές παροχές προς νοικοκυριά που χαρακτηρίζονται ως φτωχά κατόπιν εισοδηματικού ελέγχου. Το ΚΕΑ αποτελούσε επιτακτική ανάγκη σε μια χώρα με ιδιαίτερα εξασθενημένο αναδιανεμητικό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, το οποίο κάλυπτε επιλεκτικά τις ανάγκες κάποιων κατηγοριών του πληθυσμού, ενώ τις ελλείψεις και τα κενά της κοινωνικής πολιτικής κάλυψαν η οικογένεια, τα δίκτυα αλληλεγγύης και οι μικρές επιχειρήσεις (Lyberaki and Prontzas, 2015; Petmesidou and Mossialos, 2006). Επιπλέον, το κατακερματισμένο και άδικο αυτό σύστημα δεν είχε σχεδιαστεί για να ανακουφίσει τις τεράστιες κοινωνικές συνέπειες που επέφεραν οι οικονομικές αλλαγές των τελευταίων δεκαετιών, πόσο μάλλον να αντιμετωπίσει τα αποτελέσματα της «εσωτερικής υποτίμησης» της δεκαετίας του 2010 (περικοπές μισθών, αυξήσεις φόρων, περικοπές στις δημόσιες παροχές, απορρύθμιση της αγοράς εργασίας κλπ.), δεδομένου ότι η Ελλάδα είναι η χώρα που επλήγη περισσότερο από την ύφεση που προκλήθηκε από την οικονομική κρίση του 2008 και από τα τρία προγράμματα δομικής αναδιάρθρωσης (2010, 2012, 2015) που της επιβλήθηκαν, οδηγώντας σε παρατεταμένη οικονομική και κοινωνική ύφεση. Το Γράφημα 1 αναδεικνύει το μέγεθος της μείωσης του ΑΕΠ από το 2008 και μετά, φαινόμενο σπάνιο σε συνθήκες ειρήνης.
Γράφημα 1: ΑΕΠ τριμήνου με τιμές του 2010
Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η δραματική αύξηση των ποσοστών της φτώχειας, τόσο της σχετικής όσο και της απόλυτης [2]. Το τμήμα του πληθυσμού που ζει στα όρια της φτώχειας και κινδυνεύει με κοινωνικό αποκλεισμό αυξήθηκε από 20% το 2008 σε 48% το 2015 και παραμένει πάνω από το 40% το 2019 -με το 2008 να αποτελεί τη βάση σύγκρισης (Γράφημα 2). Μελέτες υποδεικνύουν ότι το 2015 και το 2017 περίπου 15% των Ελλήνων ζούσαν σε ακραία φτώχεια -το αντίστοιχο ποσοστό για το 2009 ήταν 2,2% (Matsaganis et al., 2016; World Bank [WB] 2019).
Γράφημα 2: Ποσοστό πληθυσμού στα όρια της φτώχειας συγκριτικά με το 2008
Η παρούσα έρευνα παρουσιάζει ορισμένα από τα αποτελέσματα μιας μελέτης περίπτωσης που πραγματοποιήθηκε την περίοδο 2017-2019 στην περιφερειακή ενότητα Πειραιά [3]. Διερευνήσαμε την εφαρμογή του ΚΕΑ σε δύο δήμους που έχουν πληγεί βαριά, πρώτα από μια μακρά περίοδο αποβιομηχάνισης και, κατόπιν, από την παγκόσμια οικονομική ύφεση της δεκαετίας του 2010. Η έρευνα επικεντρώθηκε στη διαχείριση του προγράμματος, στις εκτιμήσεις των δικαιούχων για την παρεχόμενη ενίσχυση και στη συνεπακόλουθη βελτίωση ή μη της καθημερινής τους ζωής. Τα στοιχεία σχετικά με το ΚΕΑ συλλέχθηκαν μέσω επαναλαμβανόμενης επιτόπιας παρατήρησης στις αρμόδιες κοινωνικές υπηρεσίες, καθώς και μέσω 43 ημι-δομημένων συνεντεύξεων (κάποιες επαναλαμβανόμενες) με δημάρχους και δημοτικό προσωπικό, εργαζόμενους σε ΜΚΟ, κοινωνικούς ακτιβιστές και τοπικούς παράγοντες που δραστηριοποιούνται σε δομές αλληλεγγύης (όπως η διανομή τροφίμων και η προστασία υπερχρεωμένων ατόμων), καθώς και με κρατικούς παράγοντες. Επίσης, μιλήσαμε ανεπίσημα (χωρίς να μαγνητοφωνηθεί η συνομιλία) με δικαιούχους κατά τη διάρκεια της αναμονής τους στα σημεία παροχής κοινωνικών υπηρεσιών και πήραμε συνεντεύξεις από επισφαλώς απασχολούμενους (εντοπίστηκαν με τη μέθοδο της χιονοστιβάδας). Οι συνεντεύξεις διενεργήθηκαν συνήθως πρόσωπο με πρόσωπο, κατά κύριο λόγο από τις δύο ερευνήτριες. Η μελέτη βασίστηκε επίσης σε έναν συστηματικό έλεγχο των εκθέσεων Διεθνών Οργανισμών, σε πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές και σε μακροστατιστικούς δείκτες.
Χάρτης 1: Η περιοχή μελέτης
Ερμηνεύσαμε τα δεδομένα μας χρησιμοποιώντας τη διευρυμένη περιπτωσιολογική μέθοδο (Burawoy, 1998), με σκοπό να αναδείξουμε τη συσχέτιση μεταξύ των εξωτερικών κοινωνικών δυνάμεων (στην περίπτωση αυτή το ευρωπαϊκό και διεθνές πλαίσιο) και των κοινωνικών εξελίξεων στους δύο δήμους, καθώς το ελληνικό ΚΕΑ αποτελεί μέρος του παγκόσμιου και ευρωπαϊκού πλαισίου για την (ανα)συγκρότηση των πολιτικών κοινωνικής προστασίας έπειτα από τις καταστροφικές συνέπειες των προγραμμάτων διαρθρωτικής προσαρμογής στον Νότο (όπως η Χαμένη Δεκαετία στη Λατινική Αμερική) και την εμφάνιση νέων κινδύνων και αναγκών που προκύπτουν από τη γήρανση του πληθυσμού και τις ριζικές αλλαγές στην αγορά εργασίας. Αυτό το νέο μοντέλο ανάπτυξης «υπέρ των φτωχών» έγινε δημοφιλές τη δεκαετία του 2000 μεταξύ των διεθνών και υπερεθνικών οργανισμών και χαρακτηρίστηκε ως δραστική μεταστροφή (Hemerijck, 2018) από τη νεοφιλελεύθερη προσέγγιση που επικεντρωνόταν αποκλειστικά στις δυνάμεις της αγοράς και τη μείωση των δημόσιων δαπανών, ενώ χάρη στην αυξανόμενη συμμετοχή και επιρροή της Παγκόσμιας Τράπεζας στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής (Deacon, 2007), εξαπλώθηκε γρήγορα τόσο στον Νότο όσο και στον Βορρά. Το μοντέλο αυτό βασίζεται στην έννοια της κοινωνικής επένδυσης [4] και στοχεύει στην πρόληψη ή την ανακούφιση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, μειώνοντας τα κενά κάλυψης μεταξύ των ατόμων που βρίσκονται εντός και εκτός του συστήματος, ενώ ταυτόχρονα επιβεβαιώνει (και επανεφευρίσκει) την αρχή της καθολικότητας της κοινωνικής προστασίας [5].
Το νέο παγκόσμιο μοντέλο
Στη βάση αυτής της νέας αρχιτεκτονικής βρίσκονται τα Κατώτατα Όρια Κοινωνικής Προστασίας (ILO, 2012) ή αντίστοιχα για την Ευρώπη, ο Ευρωπαϊκός Πυλώνας Κοινωνικών Δικαιωμάτων του 2017[6] που εγγυώνται κατώτατα επιδόματα για τους φτωχούς, με τα επιδόματα αλληλεγγύης όπως το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα και τα προγράμματα ενεργοποίησης της αγοράς εργασίας να διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο. Η Παγκόσμια Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Ένωση βλέπουν τα Κατώτατα Όρια ως το θεμέλιο των συστημάτων Καθολικής Κοινωνικής Προστασίας (ΚΚΠ), στα οποία ποικίλα δημόσια, ιδιωτικά και κοινωνικά προγράμματα προστατεύουν διάφορες κοινωνικές ομάδες από συγκεκριμένους κινδύνους που παρουσιάζονται στην πορεία της ζωής τους (ILO and WB, 2015). Έτσι επιτυγχάνεται ο περιορισμός και ο εξορθολογισμός των δημοσίων δαπανών, η μείωση κοινωνικών δαπανών που κρίνονται μη παραγωγικές και η ανακατεύθυνση της ροής πόρων προς τις κατηγορίες του πληθυσμού που έχουν τις περισσότερες πιθανότητες να επηρεάσουν θετικά τη μελλοντική οικονομική ανάπτυξη: τα παιδιά, ώστε να σπάσει ο κύκλος της φτώχειας, τις γυναίκες και, πέραν αυτών, τα περιθωριοποιημένα τμήματα του πληθυσμού που δε διαθέτουν τα μέσα να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες και τους «νέους κινδύνους». Η «επένδυση» αυτή υποτίθεται ότι λειτουργεί ως εφαλτήριο, δίνοντας στους φτωχούς την ευκαιρία να «ρισκάρουν» στην αγορά και να συμβάλουν έτσι στην οικονομική ανάπτυξη (WB, 2001).
Σύμφωνα με τη θεσμική βιβλιογραφία, τα Κατώτατα Όρια και ο Πυλώνας έχουν φιλόδοξους κανονιστικούς στόχους, όπως η ενδυνάμωση και η βελτίωση των δυνατοτήτων των φτωχών, η προώθηση μια καλύτερης και υγιέστερης ζωής με αξιοπρέπεια για όλους και η ανοικοδόμηση ισχυρών κοινωνιών με μεγαλύτερη συνοχή και μεγαλύτερη αντοχή σε κρίσεις. Ωστόσο, κατά πόσο επιτυγχάνουν ή, έστω, προσεγγίζουν τα προγράμματα εφαρμογής αυτής της πολιτικής τους επιθυμητούς στόχους; Το θεμελιώδες αυτό ζήτημα αποτελεί τη βάση της παρούσας έρευνας.
Το ελληνικό πρόγραμμα Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος (ΚΕΑ)
Το ελληνικό πρόγραμμα Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος είναι οργανωμένο γύρω από τρεις άξονες: 1) ένα κλιμακωτό επίδομα που δεν υπερβαίνει τα 200 ευρώ ανά άτομο, 100 ευρώ για κάθε επιπλέον ενήλικο άτομο και 50 ευρώ για κάθε ανήλικο παιδί, 2) κοινωνικές παροχές σε είδος (διανομή φαγητού, εκπτώσεις σε λογαριασμούς ρεύματος, πρόσβαση στη δημόσια υγεία) και 3) παροχή βοήθειας στην εύρεση εργασίας. Οι αιτήσεις για το ΚΕΑ πραγματοποιούνται είτε από τις κοινωνικές υπηρεσίες και τα Κέντρα Κοινότητας των δήμων είτε απευθείας από τους αιτούντες. Τις αιτήσεις επεξεργάζεται ένα λογισμικό διασταύρωσης διαδικτυακών στοιχείων, το οποίο επαληθεύει και επιβεβαιώνει πληροφορίες από διάφορες ηλεκτρονικές πλατφόρμες και αναγνωρίζει τον αιτούντα μέσω του πληροφοριακού συστήματος φορολογίας. Η πλατφόρμα ανανεώνεται συνεχώς προκειμένου να ενσωματώσει νέες πληροφορίες (άλλα στοιχεία από το διαδίκτυο, λάθη ή αστοχίες που εντοπίζονται μέσω τακτικών ελέγχων, πληροφορίες από τους δήμους, αξιολογήσεις, σεμινάρια, κλπ.).
Τα κριτήρια ένταξης στο πρόγραμμα ποικίλουν ανάλογα με το μέγεθος του νοικοκυριού. Το ατομικό εισόδημα για τους έξι μήνες που προηγούνται της αίτησης δεν πρέπει να ξεπερνά το ποσό του επιδόματος επί έξι (π.χ. 1.200 ευρώ για ένα άτομο). Τα περιουσιακά κριτήρια περιλαμβάνουν τη φορολογητέα αξία της ακίνητης περιουσίας, την αντικειμενική αξία των ιδιωτικών οχημάτων όλων των ειδών, καθώς και το σύνολο των τραπεζικών καταθέσεων (που δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 4.800 ευρώ για ένα άτομο). Αυτά τα ιδιαίτερα περιοριστικά κριτήρια καλύπτουν περίπου το 7% από το 15% των ατόμων που ζουν σε ακραία φτώχεια (World Bank, 2019. Πιο αναλυτικά, δες μεταξύ άλλων Lalioti, 2017. Dimoulas, 2018. Sakellaropoulos et al. 2018, 2019).
Μια μεγάλη πρόκληση
Από καθαρά διαχειριστική σκοπιά, το πρόγραμμα είναι πρωτοποριακό, καθώς εξορθολογίζει την κοινωνική προστασία χρησιμοποιώντας τεχνολογία που δεν υπήρχε πιο πριν στην Ελλάδα, στοχεύει στους φτωχούς που σε μεγάλο βαθμό μέχρι τώρα στερούνταν κοινωνικής προστασίας και τους παρέχει μια μικρή ανακούφιση μέσω μετρητών και παροχών σε είδος. Επιπλέον, σύμφωνα με την έκθεση «Η Κυβέρνηση με Μια Ματιά 2021» του ΟΟΣΑ (Γράφημα 3), οι κρατικές δαπάνες για την κοινωνική προστασία μειώθηκαν 13,3% από το 2011 ως το 2019 (από 41,846 δις ευρώ σε 36,267 δις ευρώ), εξαιρουμένων των δαπανών για το πρόγραμμα ΚΕΑ (501 εκατ. Ευρώ το 2019). Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει κατά πόσο ο οικονομικός εξορθολογισμός και συγκεκριμένα η ανακατεύθυνση των δαπανών κοινωνικής προστασίας προς τους ακραία φτωχούς βελτιώνει ποιοτικά τις συνθήκες ζωής τους.
Γράφημα 3: Κρατικές δαπάνες ανά τομέα στην Ελλάδα
Για τους ανθρώπους στους οποίους στοχεύει το πρόγραμμα διακυβεύονται πολλά. Δυστυχώς, αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν αξιόπιστα στατιστικά για τις συνθήκες ζωής, την επισφαλή απασχόληση και τη φτώχεια στους δήμους του Δυτικού Πειραιά, καθώς η τρέχουσα απογραφή πληθυσμού (2021) δεν έχει ολοκληρωθεί ώστε να συγκριθεί με την προηγούμενη (2011). Ωστόσο, υπάρχει πρόσφατη σημαντική ανθρωπολογική έρευνα (Spyridakis, 2013, 2018; Bithymitris, 2016) που εξερευνά τις πορείες που ακολουθούν και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι πληθυσμοί που βασίζονται για το εισόδημά τους στην Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη του Πειραιά και περιγράφει κοινωνικές καταστάσεις που και εμείς οι ίδιες παρατηρήσαμε ή που μας μεταφέρθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας. Από τη δεκαετία του 1980 και μετά, η εξαφάνιση των δραστηριοτήτων που άμεσα ή έμμεσα σχετίζονται με τα ναυπηγεία, καθώς και η διάλυση άλλων δραστηριοτήτων στην περιοχή του Πειραιά (όπως καπνά, υφάσματα, λιπάσματα, μεταλλουργία, αλευρόμυλοι κλπ.), σε συνδυασμό με τις πολιτικές διαρθρωτικής προσαρμογής από το 2010 και μετά, έχουν αποσυνθέσει το οικονομικό, επαγγελματικό, κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον των εργατών και εμπόρων αυτής της περιοχής, όπου υπάρχει υπερ-προσφορά εργατικού δυναμικού, ενώ η ζήτηση είναι πλέον πολύ περιορισμένη. Οι ιδιοκτήτες μικρομάγαζων προλεταριοποιούνται, νοικοκυριά από διάφορες κοινωνικές τάξεις υπερχρεώνονται και οικογένειες διαλύονται.
Προσβασιμότητα και ίση μεταχείριση
Η βελτίωση των συνθηκών ζωής εγείρει ένα πρώτο σημαντικό ζήτημα: αντιμετωπίζονται δίκαια οι πολίτες που έχουν ανάγκη «αποκλειστικά με βάση την οικονομική τους κατάσταση και χωρίς αποκλεισμούς» (World Bank, 2019a); Από κανονιστική σκοπιά, το ερώτημα αυτό αφορά έναν από τους κεντρικούς άξονες της Καθολικής Κοινωνικής Προστασίας: την προσβασιμότητα του. Μεταξύ άλλων προαπαιτούμενων, η αρχή της προσβασιμότητας υπαγορεύει ότι τα προγράμματα πρέπει να βασίζονται στις αρχές της μη διάκρισης και της ίσης μεταχείρισης. Καθώς τα πιο περιθωριοποιημένα τμήματα της κοινωνίας συνήθως παραγκωνίζονται και μένουν εκτός αυτών των προγραμμάτων, αξίζει να κάνουμε ορισμένες παρατηρήσεις για τις πιο συμβατικές κατηγορίες ευάλωτων πολιτών που απευθύνθηκαν στις κοινωνικές υπηρεσίες κατά τη διάρκεια της έρευνάς μας.
Τα προγράμματα με εισοδηματικά κριτήρια είναι τεχνολογίες εξατομικευμένης μαζικής διαχείρισης: οι «φτωχές μάζες» (μια γενική κατηγορία) γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας με βάση την ατομική τους κατάσταση. Ο συνδυασμός του συγκεκριμένου με το καθολικό αποτελεί δύσκολο εννοιολογικό πρόβλημα. Παρατηρήσαμε και μάθαμε για περιπτώσεις αναντιστοιχίας μεταξύ των αφηγήσεων των αιτούντων και των διαδικτυακών στοιχείων. Οι αιτίες αυτών των αποκλίσεων ποικίλουν, αλλά μία είναι το μεγάλο εύρος του περιθωρίου λάθους στον καθορισμό των δικαιούχων από το πληροφοριακό σύστημα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η πρότερη εμπειρία των υπαλλήλων στον τομέα της κοινωνικής εργασίας παίζει σημαντικό ρόλο, καθώς διαθέτουν σημαντική διακριτική ευχέρεια στην επεξεργασία των αιτήσεων, ενώ η επιμόρφωση τους ήταν συνοπτική και αφορούσε μόνο τη χρήση του λογισμικού (πολλοί δεν γνωρίζουν πώς να αντλούν πληροφορίες από φορολογικές δηλώσεις, αν και αποτελούν τα βασικά έγγραφα στη διαχείριση των αιτήσεων).
Ως αποτέλεσμα, οι πρακτικές ποικίλουν, καθώς εφαρμόζονται από ένα φάσμα υπαλλήλων, από τους άπειρους και ελλιπώς καταρτισμένους που απλά ακολουθούν τις οδηγίες στις οθόνες τους ως αυτούς που ερευνούν σε βάθος. Επιπλέον, οι μηχανισμοί στόχευσης εισάγουν αυθαίρετες διαφοροποιήσεις μεταξύ των δικαιούχων. Για παράδειγμα, γιατί το αναπηρικό επίδομα όταν καταβάλλεται από το κράτος συμψηφίζεται με το ΚΕΑ, ενώ το ίδιο επίδομα όταν καταβάλλεται από το ασφαλιστικό ταμείο δεν συμψηφίζεται; Γιατί το επίδομα ανήλικου τέκνου (€70) αφαιρείται από τα επιδόματα ΚΕΑ, τη στιγμή που η Καθολική Κοινωνική Προστασία είναι σχεδιασμένη ώστε να επενδύει πρωταρχικά στα παιδιά; Η αξιολόγηση της ατομικής κατάστασης των αιτούντων είναι τόσο περίπλοκη που οι αρχές, για να εντοπίσουν πιθανές περιπτώσεις απάτης, εισήγαγαν μέχρι και αμφιλεγόμενα κριτήρια όπως τα εμφανή σημάδια πλούτου (κληροδοτήματα, ίσως, ενός πιο εύρωστου παρελθόντος). Διαπιστώνεται, λοιπόν, ότι οι πολιτικές σκοπιμότητες που υπαγορεύουν την κατηγοριοποίηση των κοινωνικών ομάδων, καθώς και τα εγγενή προβλήματα των τεχνολογιών εισοδηματικού ελέγχου έχουν ως αποτέλεσμα την καταστρατήγηση των αρχών της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης.
Μια «παραγωγική» παραοικονομία;
Δύο άλλοι βασικοί άξονες της Καθολικής Κοινωνικής Προστασίας –η διαθεσιμότητα βιώσιμων μηχανισμών κοινωνικής προστασίας και η επάρκεια των βασικών δικαιωμάτων κοινωνικής πρόνοιας («τόσο σε ποσό όσο και σε διάρκεια, ώστε όλοι να έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν τα δικαιώματά τους») – οδηγούν σε μια συζήτηση γύρω από το ύψος των χρηματικών παροχών και την εργασία.
Οι περισσότεροι ερευνητές και ειδικοί, καθώς και οι κρατικοί αξιωματούχοι και οι κοινωνικοί λειτουργοί που συμμετείχαν στην έρευνα, σημειώνουν ότι οι χρηματικές παροχές είναι τόσο πενιχρές που οι περισσότεροι αποδέκτες ΚΕΑ δεν «θα καταφέρουν να ανέβουν πάνω από το όριο της (σχετικής) φτώχειας» (WB, 2019a). Επισήμαναν, επίσης, ότι ο Πυλώνας 3 (η ενεργοποίηση των δικαιούχων στην αγορά εργασίας) παρουσιάζει ελλείψεις. Είναι, πράγματι, αμφίβολο αν κατώτατα επιδόματα όπως αυτά που προσφέρονται από το ΚΕΑ, είτε σε χρήμα είτε σε είδος, είναι πιθανό να ενδυναμώσουν τους φτωχούς και να βελτιώσουν τις δυνατότητές τους. Με αυτά τα δεδομένα, η συζήτηση κατόπιν περιστρέφεται γύρω από τρία βασικά θέματα: την αδήλωτη εργασία, την ανάγκη ενίσχυσης του ΟΑΕΔ και την αδυναμία αύξησης των χρηματικών ενισχύσεων, τόσο για δημοσιονομικούς λόγους, όσο και γιατί τα επιδόματα οφείλουν να είναι χαμηλότερα του κατώτερου μισθού, καθιστώντας έτσι, θεωρητικά, την εργασία πιο ελκυστική.
Η συζήτηση αυτή αποδεικνύεται άγονη για διάφορους λόγους. Πρώτον, οι δημοσιονομικοί λόγοι που προβάλλονται από τις αρχές είναι αδιαμφισβήτητοι λόγω της ασυμμετρίας των διεθνών συσχετισμών δυνάμεων. Η Ελλάδα βρίσκεται ακόμα υπό καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας και δεν διαθέτει περιθώρια δημοσιονομικών ελιγμών. Το μνημόνιο του 2015 επέβαλε ένα «δημοσιονομικά ουδέτερο» σύστημα κοινωνικής προστασίας, υπονοώντας ότι η χρηματοδότηση του συστήματος μπορεί να προέρχεται μόνο από τα πρωτογενή πλεονάσματα που θα επιτυγχάνονταν μέσω της περικοπής δαπανών και της αύξησης φόρων. Το ΔΝΤ και η ΕΕ δεν επιτρέπουν μια πιο ουσιαστική αναδιανομή πόρων, όπως για παράδειγμα τη μεταφορά τους από τον προϋπολογισμό για την άμυνα στην κοινωνική προστασία. Η αδυναμία, λοιπόν, του παρεχόμενου επιδόματος αλληλεγγύης να ενισχύσει τις δυνατότητες ανθρώπινης ανάπτυξης καθιστά απαραίτητη τη διερεύνηση της πιθανότητας δημιουργίας ενός Παγκόσμιου (ή έστω Ευρωπαϊκού) Ταμείου κοινωνικής προστασίας που να μπορεί να χρηματοδοτήσει τα Κατώτατα Όρια στις φτωχότερες χώρες (de Schutter and Sepúlveda, 2012). Δεύτερον, όπως αναφέρθηκε επανειλημμένα κατά τη διάρκεια της έρευνας, «όλοι ξέρουν ότι όλοι δουλεύουν μαύρα». Η αδήλωτη εργασία (και ευρύτερα η «μαύρη οικονομία», είτε πρόκειται για υψηλά είτε για χαμηλά εισοδήματα) είναι δομικό χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας. Θα μπορούσε, επίσης, να θεωρηθεί και δομικό χαρακτηριστικό του προγράμματος ΚΕΑ, αφού από μόνο του το επίδομα δεν επαρκεί για την επιβίωση των φτωχότερων ατόμων.
Τρίτον, οι αρχές κάνουν ό, τι μπορούν για να ενισχύσουν τον Πυλώνα 3 χρησιμοποιώντας τα καθιερωμένα εργαλεία δημόσιας πολιτικής, όπως η εγγραφή στον ΟΑΕΔ και τα προγράμματα δημόσιας απασχόλησης. Αυτά περιλαμβάνουν μη ανανεώσιμες συμβάσεις ορισμένου χρόνου για 6 ως 8 μήνες, με μηνιαίο μισθό περίπου €500 για την πλήρη απασχόληση και €250 για τη μερική απασχόληση. Τα ποσά αυτά αντικατοπτρίζουν τους χαμηλούς μισθούς που επικρατούν στην αγορά και δεν δημιουργούν τις κατάλληλες συνθήκες για μια σημαντική βελτίωση στη ζωή των ανθρώπων. Επιπλέον, τα προγράμματα επιστροφής στην εργασία, τα οποία υποτίθεται ότι βελτιώνουν τις πιθανότητες πρόσληψης των ανέργων, δεν είναι πανάκεια. Πιο συγκεκριμένα, οι εργαζόμενοι της Ζώνης του Πειραιά, ειδικά όσοι είναι άνω των 40, είναι εξοικειωμένοι με τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες μιας δομικά ελαστικής αγοράς εργασίας που προσφέρει περιστασιακή και επισφαλή απασχόληση. Έχουν παλέψει για να βρουν μεροκάματα και ξέρουν πώς να ψάξουν για δουλειά και πώς να μπαίνουν στην αγορά εργασίας όταν προκύπτουν ευκαιρίες. Ποιο το νόημα, λοιπόν, να εξυμνούμε την ανωτερότητα των πολιτικών επαγγελματικής ενεργοποίησης με παροχή κινήτρων;
Η Παγκόσμια Τράπεζα έχει την απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Η βασική της ιδέα, την οποία συμμερίζεται και η ΕΕ όπως αποδεικνύεται στην πράξη, είναι ότι οι φτωχοί αποτελούν παραγωγικό παράγοντα που οφείλει να συνεισφέρει στην οικονομική ανάπτυξη, ασχέτως αν πρόκειται για την ανεπίσημη οικονομία, όπως ορίζεται η εργασία και οι επιχειρήσεις που δεν είναι ορατές στις νομισματικές, ρυθμιστικές και θεσμικές αρχές. Η Τράπεζα βλέπει τώρα αυτόν τον τομέα ως «μοχλό ανάπτυξης» (WB, 2019b). Εφόσον επικρατεί αυτή η θεώρηση, η ανεπίσημη απασχόληση μετατρέπεται σε ένα σχετικά αποδεκτό συμπλήρωμα επίσημων μηχανισμών όπως τα προγράμματα δημόσιας απασχόλησης, τα οποία αποτελούν το βασικό εναλλακτικό μοντέλο στην άνευ προϋποθέσεων χρηματική ενίσχυση των φτωχών.
Συμπεράσματα
Απαιτείται περαιτέρω έρευνα για την αξιολόγηση του πώς η παραοικονομία ωθείται από, αλλά και ωθεί, την κοινωνική ευπάθεια. Αν, όπως συχνά μας είπαν οι δικαιούχοι του ΚΕΑ, το επίδομα «είναι τουλάχιστον κάτι», τότε απλά ενθαρρύνει την προσαρμογή στις παρούσες υποβαθμισμένες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες παρά συμβάλει στη μεταβολή τους. Στην Ελλάδα, δεν δίνεται η δυνατότητα σε μεγάλα, αλλά ετερογενή, στρώματα ευάλωτων πληθυσμών να ζήσουν με ποιότητα και αξιοπρέπεια, καθώς οι χρηματικές παροχές και οι λοιποί μηχανισμοί στήριξης σχεδιάζονται με άλλους σκοπούς.
[1] Αν και από τον Ιανουάριο του 2021 το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης μετονομάστηκε σε Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, τα αρχικά ΚΕΑ παραμένουν σε παράλληλη χρήση.
[2] Ο όρος σχετική φτώχεια αναφέρεται σε ετήσιο εισόδημα κάτω του 60% του μέσου εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος. Στην περίπτωση του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος, ως ακραία φτώχεια χαρακτηρίζονται εισοδήματα κάτω του 40% αντίστοιχα, δηλαδή ετήσια εισοδήματα που δεν ξεπερνούν τα €2,880 το 2017 (WB, 2019a).
[3] Η παρούσα έρευνα πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη της Γαλλικής Σχολής Αθηνών.
[4] Υπάρχει σημαντικός όγκος βιβλιογραφίας στο θέμα της κοινωνικής επένδυσης. Δες για παράδειγμα Jenson (2010) και Jenson and Saint-Martin (2003). Ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός ότι η έννοια αυτή έχει γίνει πλέον μέρος της δημόσιας συζήτησης και στην Ελλάδα (Matsaganis, 2021).
[5] ILO and WB (2015). Πιο αναλυτικά, δες Burgi and Kyramargiou, 2021.
[6] Δες https://ec.europa.eu/info/strategy/priorities-2019-2024/economy-works-people/jobs-growth-and-investment/european-pillar-social-rights/european-pillar-social-rights-20-principles_el
Αναφορά λήμματος
Burgi, N., Κυραμαργιού, Ε. (2021) Ελέγχοντας τους φτωχούς: Το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα στην Ελλάδα, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/ελέγχοντας-τους-φτωχούς/ , DOI: 10.17902/20971.104
Αναφορά Άτλαντα
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Βιβλιογραφία
- Bithymitris, G. (2018), “Collective Identity Under Reconstruction: The Case of West Piraeus (Greece)”, in C. Karner, B. Weicht (eds.), The Commonalities of Global Crises : Markets, Communities, and Nostalgia, London, Palgrave Macmillan, p. 167-193.
- Burgi, N, and Kyramargiou E. (2021) The elusive promise of Universal Social Protection : The case of the Greek General Minimum Income (GMI). International Journal of Sociology and Social Policy, Volume ahead of print: doi: https://doi.org/10.1108/
IJSSP-11-2020-0497. - De Schutter, O., and Sepúlveda, M. (2012). Underwriting the Poor: A Global Fund for Social Protection. Briefing Note 07, October.
- Deacon B., with Hulse M. and Stubbs P. (1997), Global Social Policy: International Organizations and the Future of Welfare, Sage, London.
- Δημουλάς Κ. (2018). Κρίση και κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης. Στο Κ. Δημουλάς και Γ. Κουζής, Κρίση και Κοινωνική Πολιτική. Αθήνα: Τόπος.
- Hemerijck A. (2018). “Social investment as policy paradigm”. Journal of European Public Policy, Vol. 25 N°6, pp.810-827.
- ILO (2012), “R202: Social Protection Floors Recommendation, 2012 (N°202).” 101st International Labour Conference session. https://www.ilo.org/dyn/normlex/en/f?p=NORMLEXPUB:12100:0::NO::P12100_ILO_CODE:R202 (last accessed 31.10.2020).
- ILO and World Bank Group (2015), “A shared mission for universal social protection”. Concept Note. https://www.ilo.org/wcmsp5/groups/public/—dgreports/—dcomm/documents/genericdocument/wcms_378996.pdf (Last accessed 31.10.2020).
- Jenson J. (2010), “Diffusing Ideas for After Neoliberalism: The Social Investment Perspective in Europe and Latin America”, Golbal Social Policy, Vol. 10, N°1, pp.59-84.
- Jenson J. and Saint-Martin Denis (2003), “New Routes to Social Cohesion? Citizenship and the Social Investment State”, The Canadian Journal of Sociology / Cahiers canadiens de sociologie, Vol. 28 N°1, pp.77-99.
- Λαλιώτη Β. (2017). Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, Το χρονικό ενός «πολυαναμενόμενου» αναγγελθέντος μέτρου, Τετράδια Κοινωνικής Πολιτικής n°2. Αθήνα: Gutenberg.
- Lyberaki A, and Prontzas E. (2015) “Informal Social Protection, the Hybrid Social State and the Dynamic Evolution of the Economic Crisis in Greece”, https://ec.europa.eu/eurostat/cros/system/files/aristeia_final_version_november2015_all_parts.pdf.
- Ματσαγγάνης Μ., Λεβέντη Χ., Καναβίτσα Ε. Και Φλεβοτόμου Μ. (2016). Μια Αποδοτικότερη Πολιτική για την Καταπολέμηση της Ακραίας Φτώχειας. Αθήνα : Διανέοσις.
- Matsagganis M. (2021) “The welfare state as an accelerator of sustainable development”, Dianeosis . https://www.dianeosis.org/wp-content/uploads/2021/06/welfare_state_matsaganis.pdf.
- Petmesidou, M., and Mossialos, E. (eds) (2006), Social Policy Developments in Greece, Aldershot, Ashgate.
- Σακελλαρόπουλος Θ., Οικονόμου Χ., Σκαμνάκης Χρ., Αγγελάκη Μ.,(επιμ.) (2018). Κοινωνική Πολιτικη. Αθήνα: Διόνικος.
- Sakellaropoulos, T., Lalioti, V., & Kourachanis, N. (2019). ‘The Social Impact of the “Social Solidarity Income” in Greece: A Qualitative Interpretation’. Social Cohesion and Development, vol. 14, no 1, pp. 5-20.
- Σπυριδάκης Μ. (2018), Homo Precarius: Εμπειρίες ευαλωτότητας στην Κρίση, Αθήνα: Πεδίο.
- Spyridakis, M. (2013), The liminal worker. An ethnography of work, unemployment and precariousness in contemporary Greece, Farnham: Ashgate.
- World Bank (2019a), A Quantitative Evaluation of the Greek Social Solidarity Income. World Bank, Washington DC.
- World Bank (2019b), Global Economic Prospects. Darkening Skies. World Bank, Washington DC.
- World Bank (2001) Social Protection Sector Strategy: From Safety Net to Springboard, World Bank, Washington DC. http://documents1.worldbank.org/curated/en/299921468765558913/pdf/multi-page.pdf (last accessed 31.10.2020).