Η χωροθέτηση του λιανικού εμπορίου και της βιοτεχνίας στην Αθήνα 1830-1925
2017 | Νοέ
Η Αθήνα, στον αιώνα που πέρασε από τα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας μέχρι την έλευση των προσφύγων και τον μεσοπόλεμο, άλλαξε ριζικά. Μια μεσαία πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με κοντά στις 10.000 κατοίκους, έγινε η πρωτεύουσα ενός νέου έθνους κράτους και μεγάλωσε μαζί του, φτάνοντας τις 300.000 πληθυσμού, αποκτώντας πολλαπλάσια έκταση και πλήθος νέων γειτονιών. Η νέα πρωτεύουσα αναβαθμίστηκε συμβολικά, προικίστηκε με σημαντικά νεοκλασικά κτήρια, έγινε έδρα του πρώτου πανεπιστήμιου στην ανατολική Μεσόγειο και πνευματικό κέντρο του ευρύτερου ελληνισμού. Εκτός από διοικητικό, γρήγορα έγινε και εμπορικό κέντρο, με τα μαγαζιά της να τροφοδοτούν την επαρχία με καταναλωτικά αγαθά. Τέλος, η Αθήνα μετά το 1870 μπήκε κι αυτή στην εποχή της βιομηχανίας μέχρι ενός σημείου -αλλά οι παραγωγικές δραστηριότητες στην πόλη συνέχισαν να είναι κατά κύριο λόγο υπόθεση μικρών βιοτεχνικών μονάδων (Αγριαντώνη 1995: 163).
Το μοντέλο χωροθέτησης των εμπορικών και παραγωγικών δραστηριοτήτων άλλαξε κι αυτό. Η έξοδός τους από το παζάρι και η διάχυση των καταστημάτων στην πόλη συνοδεύτηκε από νέες μορφές συγκέντρωσης, διαφορετικές ανά κατηγορία επαγγελμάτων. Θα εξετάσουμε ξεχωριστά τις εξελίξεις στη βιοτεχνία, το λιανικό εμπόριο τροφίμων και το λιανικό εμπόριο ειδών όχι καθημερινής χρήσης, ενώ θα παραθέσουμε τα ευρήματά μας από την ποσοτική επεξεργασία δεδομένων για δύο επαγγέλματα, τους ξυλουργούς/επιπλοποιούς και τους κουρείς. Πριν προχωρήσουμε, δύο διευκρινίσεις. Πρώτον, η ανάλυσή μας θα περιοριστεί στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Έχουμε, πάντως, μια γενική εικόνα για τις μεγάλες στις αρχές του εικοστού αιώνα: όσον αφορά το λιανικό εμπόριο, πολυκαταστήματα και σούπερ μάρκετ δεν υπήρχαν ακόμα· τα μεγάλα μαγαζιά της εποχής ήταν έντονα συγκεντρωμένα στο κέντρο της πόλης, όπως και οι τράπεζες· φαίνεται ότι το ίδιο ίσχυε για το χονδρεμπόριο, ενώ οι βιομηχανίες, από το πιλοποιείο του Πουλόπουλου στα Πετράλωνα μέχρι το εργοστάσιο φανελών του Πυρρή στους Αμπελόκηπους, γενικά βρίσκονταν στις παρυφές της πόλης, περιοχές εργατικής κατοικίας όπου η γη ήταν πιο φτηνή και οι οχλούσες χρήσεις οχλούσαν λιγότερο. Δεύτερον, αγαθά και υπηρεσίες προσφέρονταν όχι μόνο από καταστήματα αλλά και από πλανόδιους, οι οποίοι απέσπασαν κι αυτοί ένα μερίδιο από την αύξηση της κατανάλωσης που σήμαινε η αύξηση του πληθυσμού. Οι “στάσιμοι”, που πλήθυναν πολύ μετά την έλευση των προσφύγων, έστηναν τον πάγκο τους στον δρόμο, στο ίδιο πάντως μέρος, συνήθως στο κέντρο της πόλης. Οι καθαυτό “πλανόδιοι” εξυπηρετούσαν ιδίως τις πιο απομακρυσμένες λαϊκές γειτονιές, όπου το δίκτυο των καταστημάτων ήταν λιγότερο πυκνό.
Σημείο αφετηρίας μας, το παζάρι. Στην προνεωτερική πόλη, τόσο στην οθωμανική Ανατολή όσο και στη δυτική Ευρώπη, τα εργαστήρια και τα μαγαζιά γενικά ήταν συγκεντρωμένα στον ίδιο χώρο και διαχωρισμένα από τις ζώνες κατοικίας (εννοείται ότι ο κανόνας γνώριζε αρκετές αποκλίσεις και εξαιρέσεις – Faroqhi 1994: 586-587). Η συγκέντρωση αυτή αποσκοπούσε ιδίως στον καλύτερο έλεγχο των τιμών, της ποιότητας των προϊόντων και της εφαρμογής των διαφόρων άλλων ρυθμίσεων από τις αρχές της πόλης αλλά και από τις συντεχνίες. Σύμφωνα με τον McGowan (1994: 696), από τον 18ο αι. κ.ε. οι μάστορες επεδίωκαν τη συγκέντρωση στον χώρο, σε μια στρατηγική διατήρησης των μονοπωλιακών τους δικαιωμάτων που απειλούνταν καθώς το συντεχνιακό σύστημα διαβρωνόταν. Η τάση αυτή συγκέντρωσης κάθε επαγγέλματος σε ιδιαίτερο χώρο χαλάρωσε με την παρακμή των συντεχνιών –κι απ’ ό,τι φαίνεται όχι μόνο εκεί όπου το θεσμικό καθεστώς άλλαξε ριζικά, όπως στην Ελλάδα, αλλά και στην Οθωμανική αυτοκρατορία (για τη Θεσσαλονίκη βλ. Χεκίμογλου 1998). Στην Αθήνα η διασπορά των εμπορικών δραστηριοτήτων στον ιστό της πόλης είχε ξεκινήσει ήδη από το τέλος της τουρκοκρατίας (Καρύδης 2000 : 143).
Ωστόσο, παράλληλα με την τάση διάχυσης στην πόλη, συγκεντρώσεις συνέχισαν να παράγονται: λόγω των οικονομικών χωροθετικών πιέσεων συγκέντρωσης σε πιάτσες, σε διάφορους κλάδους· λόγω αδρανειών και του βάρους των διευθετήσεων του παρελθόντος· αλλά και επειδή και στο νέο θεσμικό πλαίσιο του ελληνικού κράτους ορισμένα καταστήματα πώλησης τροφίμων συνέχισαν να υπόκεινται σε ελέγχους από τις αρχές, οι οποίες επιδίωξαν την αναπαραγωγή του μοντέλου του παζαριού γι’ αυτά. Η αστυνομία μπορούσε να επιβάλει στους μαγαζάτορες μια συγκεκριμένη τοποθεσία, ενώ οι δήμοι φρόντιζαν να κατασκευάζουν κλειστές αγορές και να νοικιάζουν τα μαγαζιά τους με συμφέρουσες τιμές σε καταστηματάρχες συγκεκριμένων επαγγελμάτων, επιτυγχάνοντας έτσι τη διατήρηση μιας πιάτσας που μπορούσε να επιτηρείται εύκολα όσον αφορά πχ την τήρηση κανόνων υγιεινής. Μεγάλες σκεπαστές αγορές χτίζονται τον 19ο αιώνα από τον Πύργο μέχρι την Ερμούπολη, ενώ το μοντέλο αυτό εμφανίζεται ακόμα και στον μεσοπόλεμο (στην Αθήνα με την Αγορά της Κυψέλης) [1].
Ας ξεκινήσουμε από τα “εμπορικά”, τα μαγαζιά που πουλούσαν υφάσματα, ρούχα, παπούτσια, γυαλικά κλπ. Την αρχή της εξόδου από το παζάρι φαίνεται ότι έκαναν κάποιοι ευρωπαίοι έμποροι και ακολούθησαν οι ντόπιοι, με πρωτοπόρους όσους είχαν καταστήματα που απευθύνονταν σε αστικό κοινό (Καιροφύλας 1999). Η σύνδεση των νέων καταναλωτικών προτύπων με τα μαγαζιά που άνοιγαν στη νέα πόλη, στην Ερμού, την Αιόλου και τα γύρω στενά (Χατζημιχαήλ 2011: 76) οδήγησε στη σταδιακή παρακμή των μαγαζιών της παλιάς αγοράς και της περιφέρειάς της: μέχρι τα 1880 τα “αμπατζήδικα” και τα τσαρουχάδικα είχαν παρακμάσει οριστικά. Κύματα ίδρυσης μαγαζιών στο σημερινό εμπορικό κέντρο σημειώθηκαν τις δεκαετίες του 1860 και του 1890 (Λώζος 1984), ενώ η ίδρυση πιο εξειδικευμένων “καταστημάτων πολυτελείας”, όπως μυροπωλεία και ανθοπωλεία, αύξανε τη λάμψη του νέου εμπορικού κέντρου· βιτρίνες και φώτα έδιναν στην Αθήνα όψη μεγαλούπολης (Ακρόπολις 11 Οκτωβρίου 1888).
Η εικόνα που σχηματίζει κανείς από τους εμπορικούς οδηγούς που εκδίδονται από το 1875 ως το 1925 συνίσταται αφενός στην ύπαρξη των περισσότερων ειδών καταστημάτων σε όλες τις γειτονιές, αφετέρου στις ισχυρές τάσεις συγκέντρωσης ομοειδών καταστημάτων σε περιοχές του κέντρου -το οποίο συνδεόταν κατεξοχήν με τα καταστήματα που δεν πουλούσαν είδη «καθημερινής χρήσης» και είχαν ανάγκη από μια δεξαμενή πελατών μεγαλύτερη από τη συνοικιακή (Ball 2001). Με μια πρόχειρη ματιά εμφανίζονται πιάτσες σε διάφορα σημεία του εμπορικού τριγώνου: π.χ. όλα τα μαγαζιά ανδρικών καπέλων που καταγράφηκαν στον οδηγό του 1875 βρίσκονταν στην Αιόλου και των γυναικείων στην Ερμού –καταμερισμός που άλλαξε όταν μπήκε και η Σταδίου στον χάρτη, με τα γυναικεία είδη το 1898 να παραμένουν στην Ερμού αλλά τα ανδρικά να μετακομίζουν στη Σταδίου, και την Αιόλου να είναι γεμάτη μαγαζιά αλλά κατώτερης κατηγορίας πλέον (Ακρόπολις 27 Οκτωβρίου 1898). Η συγκέντρωση των καταστημάτων που απευθύνονταν σ’ ένα λαϊκότερο κοινό στη δυτική πλευρά του εμπορικού κέντρου, ως προέκταση της παλιάς αγοράς, επαληθεύεται και από τον οδηγό του 1899, όπου π.χ. όλα σχεδόν τα μαγαζιά με «έτοιμα ενδύματα» που καταγράφηκαν βρίσκονταν στην Αθηνάς και την πλατεία Δημοπρατηρίου.
Μια δεύτερη κατηγορία είναι τα μαγαζιά τροφίμων. Τα αρτοποιεία και τα παντοπωλεία από νωρίς διεσπάρησαν σε κάθε γωνιά της Αθήνας, όμως στα κρεοπωλεία, τα ιχθυοπωλεία και τα μανάβικα η εξέλιξη ήταν διαφορετική, καθώς για τη χωροθέτηση της αγοράς νωπών τροφίμων υπήρξε δημόσια μέριμνα. Ως το 1884 παρέμεναν συγκεντρωμένα σε υψηλό βαθμό στην Παλιά Αγορά, της οποίας τα ξύλινα παραπήγματα νοίκιαζε ο δήμος στους εμπόρους, καθώς και σε πρόχειρες συνοικιακές αγορές στου Ψυρρή και στη Νεάπολη [2]. Ειδικά όσον αφορά τα κρεοπωλεία και τα ιχθυοπωλεία οι λόγοι υγιεινής ήταν επιτακτικότεροι και οι ρυθμίσεις πιο αυστηρές, με την αστυνομία να απαγορεύει τη λειτουργία τους έξω από συγκεκριμένα μέρη (π.χ. Μπουκλάκος 1874: 415-416). Σε κάθε περίπτωση, οι άδειες από τον δήμο για τη λειτουργία κρεοπωλείων και μανάβικων έξω από τις αγορές δίνονταν με μεγάλη φειδώ πριν τη δεκαετία του 1880 (Ποταμιάνος 2011: 100). Η πολιτική αυτή άλλαξε τόσο λόγω της διόγκωσης της πόλης και της ανάγκης εξυπηρέτησης των νέων γειτονιών όσο και λόγω των δυσκολιών που προκάλεσε η καταστροφή της Παλιάς Αγοράς από πυρκαγιά το 1884. Το μοντέλο της κεντρικής αγοράς αποδυναμώθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα αλλά δεν εγκαταλείφθηκε. Η Βαρβάκειος αγορά, της οποίας η κατασκευή ολοκληρώθηκε το 1886 (Μπίρης 1999: 169), συνέχισε να συγκεντρώνει το σύνολο των ιχθυοπωλείων και το 40% των κρεοπωλείων (Άστυ 14 Μαρτίου 1894). Τέλος, η διασπορά των μανάβικων στην πόλη συμβάδισε με τη δημιουργία κλειστής λαχαναγοράς το 1901 στην Πειραιώς, σε χώρο που εξυπηρετούσε τη μεταφορά των οπωροκηπευτικών της Κολοκυνθούς και του Ρέντη και τη χονδρική τους πώληση.
Χάρτης 1: Οι γειτονιές της Αθήνας 1875-1925
Η τελευταία διακριτή κατηγορία καταστημάτων είναι τα βιοτεχνικά. Τα εργαστήρια ήταν τα πρώτα καταστήματα που διαχύθηκαν στην πόλη, μολονότι στη δεκαετία του 1830 συνέχισαν να παρουσιάζουν υψηλές συγκεντρώσεις στην περιοχή δυτικά της Ερμού (Χατζημιχαήλ 2011: 75). Και επί τουρκοκρατίας πολλά εργαστήρια βρίσκονταν έξω από την Αγορά, επειδή χρειάζονταν χώρο ή νερό (Τραυλός 1993: 218-219). Φυσικά πολλές βιοτεχνίες συνέχισαν να χωροθετούνται (πλειοψηφικά αλλά όχι αποκλειστικά) στη βάση της λογικής της πιάτσας. Παραδειγματική εδώ είναι η μελέτη της Αγριαντώνη 1995 για το Μεταξουργείο και τη διαδικασία συγκέντρωσης σ’ αυτό “βαριών” δραστηριοτήτων (μεταλλουργεία, ξυλουργεία κλπ): ενίοτε η θέση της πιάτσας καθοριζόταν από παλιότερες λειτουργίες της πόλης που έχουν εγγραφεί στις δομές της, με χαρακτηριστικό το παράδειγμα των αμαξοποιείων στον παλιό συγκοινωνιακό κόμβο προς το τέλος της Ερμού.
Οι βιοτεχνίες βρίσκονταν διάχυτες τόσο σε περιοχές του κέντρου (ιδίως οι μη-οχλούσες δραστηριότητες κατασκευής ρούχων και παπουτσιών) όσο και στις λαϊκές γειτονιές. Το θεσμικό πλαίσιο δημόσιας ρύθμισης γενικά το επέτρεπε: το σχετικό διάταγμα του 1835 προέβλεπε ότι για την ίδρυση ορισμένων βιοτεχνιών με «βλαβεράν επιρροήν» απαιτούνταν η άδεια της αστυνομίας και η συγκατάθεση των γειτόνων, ενώ «τα λοιπά εργαστήρια, οσμήν δυσώδη ή βαρείαν απόζοντα ή θόρυβον προξενούντα, τοπίζονται εις αποκέντρους συνοικίας (μαχαλέδες) της πόλεως» (ΦΕΚ 19, 15 Μαΐου 1835). Το κατά πόσο εφαρμοζόταν αυστηρά το διάταγμα είναι ένα ερώτημα, και σίγουρα η επέκταση της Αθήνας άλλαζε τα δεδομένα ως προς το ποια περιοχή είναι “απόκεντρη”: έτσι, συναντά κανείς στον τύπο διαμαρτυρίες περιοίκων και αιτήματα απομάκρυνσης βιοτεχνιών από τη γειτονιά τους (Ποταμιάνος 2011: 96). Η μοναδική περίπτωση που εντοπίσαμε απόπειρα του κράτους να οριοθετήσει επακριβώς τον χώρο ενός βιοτεχνικού κλάδου αφορά τον πιο οχληρό: τα σιδεράδικα. Αστυνομική διαταγή του 1874 (Μπουκλάκος 1874: 360) τα περιόριζε στις οδούς και Αδριανού μετά το Μοναστηράκι (δηλαδή στα “Γύφτικα”, όπου βρίσκονταν από παλιά: Χατζημιχαήλ 2011: 79) και στη συνοικία του Μεταξουργείου, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 1890 συζητιόταν η μεταστέγασή τους συντεταγμένα στην Ιερά οδό (Άστυ 26 και 31 Ιανουαρίου, 31 Μαρτίου, 9 και 30 Απριλίου 1894). Οι αντιδράσεις των σιδεράδων απέτρεψαν την υλοποίηση αυτών των σχεδίων (Παπαδιαμάντης 1896), και το 1928 η Ηφαίστου παρέμενε η κατεξοχήν πιάτσα των σιδηρουργείων (Αθάνατος 2001: 38-46).
Πίνακας 1: Η κατανομή των ξυλουργών, επιπλοποιών κλπ στις γειτονιές 1875-1925
Πίνακας 2: Η κατανομή των ξυλουργών, επιπλοποιών κλπ στις γειτονιές 1875-1925 (%)
Συνολικά και στην Αθήνα εκδηλώθηκε η διεθνής τάση προς την έξοδο της μεταποίησης από το ευρύτερο κέντρο και τη μονοπώλησή του από το λιανικό εμπόριο και τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες, έστω ασθενώς και με κάποια χρονική καθυστέρηση. Αυτό γίνεται εμφανές από την ποσοτική επεξεργασία των στοιχείων για τα διάφορα επαγγέλματα κατεργασίας του ξύλου που συγκεντρώσαμε από τους εμπορικούς οδηγούς και από τα μητρώα του επαγγελματικού και βιοτεχνικού επιμελητηρίου για την περίοδο 1875-1925 (Πίνακες 1 και 2). Τα στοιχεία βεβαίως είναι άνισα, καθώς προέρχονται από εμπορικούς οδηγούς διαφορετικής αξιοπιστίας ο καθένας -ενώ οι εμπορικοί οδηγοί γενικότερα τείνουν να υποκαταγράφουν τα συνοικιακά καταστήματα. Για παράδειγμα ο οδηγός του 1919 έτεινε να συμπεριλαμβάνει περισσότερο τα κεντρικά καταστήματα, ενώ τα στοιχεία από τα μητρώα του επιμελητηρίου για το 1925 είναι πολύ πληρέστερα, κι ο συνδυασμός τους παράγει μια εικόνα απότομης εξόδου από το κέντρο που δεν πρέπει να είναι αληθινή. Η τάση προς την έξοδο της βιοτεχνίας από το κέντρο της Αθήνας επιβεβαιώνεται αν συγκρίνουμε τη μείωση απόλυτου αριθμού και ποσοστών των κεντρικών ξυλουργείων κλπ από το 1910 ως το 1925 με την αντίστοιχη των κουρείων του κέντρου στα ίδια χρόνια (Πίνακες 3 και 4).
Πίνακας 3: Η κατανομή των κουρέων στις γειτονιές 1875-1925
Πίνακας 4: Η κατανομή των κουρέων στις γειτονιές 1875-1925 (%)
Νέες συγκεντρώσεις παράγονται σε ομοειδή καταστήματα, και μετά την έξοδο της βιοτεχνίας από το κέντρο (Πίνακες 1 και 2). Από νωρίς έχει υπάρξει μια συγκέντρωση ξυλουργείων κλπ στη Νεάπολη, κι άλλη μία βορειοδυτικά στην περιοχή της Βάθης και στο Μεταξουργείο (η οποία το 1925 προεκτείνεται στον Άγιο Παντελεήμονα και τον Κολωνό)· ένας καινούριος πόλος εμφανίζεται στις καινούριες νοτιοανατολικές γειτονιές (Μακρυγιάννη-Νέος Κόσμος-Παγκράτι). Ωστόσο οι νέες υπερτοπικές πιάτσες που δημιουργούνται δεν έχουν την ισχύ των παλιών. Όσον αφορά την κατανομή των καταστημάτων στο κέντρο, αξιοσημείωτη είναι η σταθερότητα της περιοχής γύρω από την παλιά αγορά, στην οποία οι βιοτεχνικές δραστηριότητες πλαισιώνονταν από μαγαζιά που πουλούσαν φτηνά έπιπλα (ενώ τα ακριβά επιπλοπωλεία βρίσκονταν κυρίως στην περιοχή του Συντάγματος και των λεωφόρων που το ένωναν με την Ομόνοια).
Χάρτης 2: Χωροθέτηση των ξυλουργείων (1875-1925)
Ας κλείσουμε σχολιάζοντας τις διαφορές στη χωροθέτηση των κουρείων (Πίνακες 3 και 4) από τα ξυλουργεία αλλά και τα “εμπορικά” και τα καταστήματα νωπών τροφίμων. Σε μιαν εποχή όπου τα ξυραφάκια ακόμα δεν είχαν εισαχθεί μαζικά και στα πρόσωπα των αντρών κυριαρχούσαν τα μουστάκια, η επίσκεψη στον κουρέα για ξύρισμα γινόταν συχνά και καθιστούσε το κουρείο ένα από τα πιο πολυάριθμα καταστήματα. Η διασπορά των κουρείων στην πόλη πρέπει να προσομοιάζει σ’ αυτή των αρτοποιείων και των παντοπωλείων, καθώς και των καφενείων και οινοπωλείων: γενικά είναι πιο ομοιόμορφα κατανεμημένα, και με μεγαλύτερη παρουσία στις μακρινές συνοικίες· τα χαρακτηριστικά αυτά εμφανίζονται ενισχυμένα στα μητρώα του επιμελητηρίου. Τα κουρεία αποτελούσαν ένα διάχυτο στις γειτονιές είδος καταστήματος, και οι πυκνώσεις τους πρέπει να εξαρτώνται περισσότερο από τον πληθυσμό κάθε γειτονιάς. Εμφανίζεται βεβαίως και στα κουρεία ένα μοντέλο υψηλότερων ποσοστών συγκέντρωσης στο κέντρο -το οποίο όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι συνέχιζε να αποτελεί περιοχή κατοικίας, ιδίως των ανώτερων τάξεων (Dimitropoulou 2008: 232-239). Κι εδώ η περιοχή του Συντάγματος, της Σταδίου κλπ συγκεντρώνει τα πιο πολυτελή καταστήματα (όσα προσδιορίζονται στις πηγές μας ως “κομμωτήρια” και όσα συγχρόνως πουλάνε και αρώματα (Ποταμιάνος 2015: 68 και 70). Τα αξιοσημείωτα ποσοστά της περιοχής γύρω από την Ομόνοια, τέλος, μας υπενθυμίζουν ένα άλλο χαρακτηριστικό των κουρείων ως καταστήματος: αποτελούσαν παραδοσιακά χώρο ανδρικής κοινωνικότητας -και φαίνεται εύλογη η συγκέντρωσή τους σε μια περιοχή που, μεταξύ άλλων, αποτελούσε πόλο υπερτοπικής ψυχαγωγίας (με καφενεία, ζαχαροπλαστεία και άλλα κέντρα διασκέδασης).
Χάρτης 3: Χωροθέτηση των κουρείων (1875-1925)
[1] Δεν επρόκειτο για ελληνική ιδιαιτερότητα: για το Λονδίνο και το Μάντσεστερ στα 1850 βλ. Alexander 1970: 85 και Scola 1992: 231.
[2] Για τις τακτικές, ως το τέλος του 19ου αιώνα, συζητήσεις στο δημοτικό συμβούλιο για την ανέγερση μικρών τοπικών αγορών προς κάλυψη των αναγκών των συνοικιών βλ. Παρασκευόπουλος 1907.
Αναφορά λήμματος
Ποταμιάνος, Ν. (2017) Η χωροθέτηση του λιανικού εμπορίου και της βιοτεχνίας στην Αθήνα 1830-1925, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/εμπόριο-και-βιοτεχνία-1830-1925/ , DOI: 10.17902/20971.77
Αναφορά Άτλαντα
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Βιβλιογραφία
- Αγριαντώνη Χ (1995) Συνοικία Μεταξουργείο. Στο: Χατζηιωάννου Μ-Χ, Ζιούλας Χ, Παπανικολάου – Κρίστενσεν Α, κ.ά. (επιμ.), Το Μεταξουργείο της Αθήνας, Αθήνα: Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (ΚΝΕ – ΕΙΕ), σσ 157–171.
- Αθάνατος Κ (2001) Ταξείδι στην παλιά Αθήνα. Δώδεκα άρθρα από το «Ελεύθερον Βήμα» (1928). Παπαγεωργίου Ε (επιμ.), Αθήνα: Πολιτιστικός Οργανισμός Δήμου Αθηναίων.
- Καιροφύλας Γ (1999) Οι πρώτοι έμποροι των Αθηνών. Αθήνα: Φιλιππότης.
- Καρύδης Δ (2000) Χωρο-γραφία νεωτερική ή λόγος για τη συγκρότηση και εξέλιξη των ελληνικών πόλεων από τον 15ο στον 19ο αιώνα. Αθήνα: Συμμετρία.
- Λώζος Α (1984) Η οικονομική ιστορία των Αθηνών. Αθήνα: Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών.
- Μπίρης Κ (1966) Aι Αθήναι από του 19ου εις τον 20ον αιώνα. Αθήνα: Έκδοσις του Καθιδρύματος Πολεοδομίας και Ιστορίας των Αθηνών.
- Μπουκλάκος ΓΘ (επιμ.) (1874) Συλλογή των Αστυνομικών νόμων, διαταγμάτων, διατάξεων και κανονισμών. Αθήνα.
- Παπαδιαμάντης Α (1896) Αι Αθήναι ως Ανατολική πόλις. Στο: Η Ελλάς κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνας, Αθήνα: Ακρόπολις, σσ 293–295.
- Παρασκευόπουλος ΓΠ (1907) Οι δήμαρχοι των Αθηνών (1835-1907). Αθήνα: Ρουφτάνη – Παππαγεωργίου.
- Ποταμιάνος Ν (2011) Η παραδοσιακή μικροαστική τάξη της Αθήνας : Mαγαζάτορες και βιοτέχνες 1880-1925. Πανεπιστήμιο Κρήτης. Available from: http://elocus.lib.uoc.gr/dlib/6/f/8/metadata-dlib-1330425501-380121-25886.tkl#.
- Ποταμιάνος Ν (2015) Οι νοικοκυραίοι. Μαγαζάτορες και βιοτέχνες στην Αθήνα 1880-1925. Ρέθυμνο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
- Τραυλός Ι (1993) Πολεοδομική εξέλιξις των Αθηνών από των προϊστορικών χρόνων μέχρι των αρχών του 19ου αιώνα. 2η έκδ. Αθήνα: Εκδόσεις Καπόν.
- Χατζημιχαήλ Υ (2011) ‘Συμβαλλόμενοι εν Αθήναις…’. Οικονομικές και κοινωνικές όψεις της Αθήνας στο πρώιμο ελληνικό κράτος (1833-1843). Πανεπιστήμιο Κρήτης. Available from: http://elocus.lib.uoc.gr/dlib/9/0/f/metadata-dlib-1327572796-928499-9482.tkl.
- Χεκίμογλου Ε (1998) Τα επαγγέλματα στη Θεσσαλονίκη: μια αναδρομή στην Οθωμανική περίοδο. Στο: Δάγκας Α (επιμ.), Συμβολή στην έρευνα για την οικονομική και κοινωνική εξέλιξη της Θεσσαλονίκης: Οικονομική δομή και κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας 1912-1940, Θεσσαλονίκη: Επαγγελματικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης και Οργανισμός Πολιτιστικής Πρωτεύουσας.
- Alexander D (1970) Retailing in England during the industrial revolution. London: Athlone Press London.
- Ball M (2001) Η εκτατική αστική οικονομία. In: Massey D and Allen J (eds), Η γεωγραφία έχει σημασία!, Πάτρα: Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, pp. 85–103.
- Dimitropoulou M (2008) Athènes au XIXe siècle : de la bourgade à la capitale. Université Lumière, Lyon II. Available from: http://theses.univ-lyon2.fr/documents/lyon2/2008/dimitropoulou_m#p=0&a=top.
- Faroqhi S (1994) No Crisis and change, 1590-1699. In: Inalcik H and Quataert D (eds), An economic and social history of the Ottoman empire, 1300-1914, Cambridge: Cambridge University Press, pp. 411–635.
- McGowan B (1994) The age of the ayans, 1699-1812. In: Inalcik H and Quataert D (eds), An Economic and Social History of the Ottoman Empire, Cambridge: Cambridge University Press, pp. 637–757.
- Scola R (1992) Feeding the Victorian city. The food supply of Manchester, 1770-1870. Manchester: Manchester University Press.