Μελέτη αστικής επέκτασης μέσω ιστορικών χαρτογραφικών τεκμηρίων - Η περίπτωση της Πετρούπολης
Καλογερόπουλος Κλεομένης|Τσάτσαρης Ανδρέας|Χαλκιάς Χρήστος
Γειτονιές, Δομημένο Περιβάλλον, Υποδομές
2018 | Φεβ
Οι σύγχρονες αστικές χωρικές μεταβολές αποτελούν φαινόμενα τα οποία μπορούν να εξεταστούν σε πολλά επίπεδα. Εκτός από την μη χωρική διάσταση (κοινωνική, περιβαλλοντική, οικονομική, πολιτική), υπάρχει και η καθαρά γεωγραφική διάσταση του φαινομένου. Η παρούσα εργασία αποτελεί μια πρωτότυπη μελέτη αστικής επέκτασης, καθώς εξετάζει τη μεταβολή του αστικού ιστού κτήριο προς κτήριο, με απεικόνιση όλων των καταγεγραμμένων (κτηρίων) κάθε απογραφής, σε επίπεδο Οικοδομικού Τετραγώνου. Ως περιοχή μελέτης επιλέχθηκε ο Δήμος Πετρούπολης (Χάρτης 1), καθώς αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα οικισμού, του οποίου η εξέλιξη υπήρξε συνυφασμένη με τους μετασχηματισμούς στο λεκανοπέδιο της Αττικής από την εποχή του μεσοπολέμου. Η μελέτη αξιοποιεί ιστορικούς χάρτες έξι (6) Εθνικών Απογραφών Πληθυσμού 1961-2011 της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ.). Οι χάρτες αυτοί έχουν υποστεί κατάλληλη επεξεργασία, μέσω Συστημάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών (ΣΓΠ), ώστε να τεκμηριώνουν και να αποτυπώνουν χωρικά τον τρόπο με τον οποίο επεκτάθηκε ο ιστός της πόλης, στον χώρο και στο χρόνο.
Η μεθοδολογία αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ώστε να μελετηθούν και να χαρτογραφηθούν οι μεταβολές του ιστού των πόλεων και στους υπόλοιπους οικισμούς της Ελλάδας, με βάση το ιστορικό αρχείο χαρτών της ΕΛ.ΣΤΑΤ., το οποίο περιλαμβάνει αναλογικούς (δηλαδή όχι ψηφιακούς) χάρτες που χρησιμοποιήθηκαν στις Εθνικές Απογραφές Πληθυσμού, από το 1961 έως σήμερα.
Χάρτης 1: O Δήμος Πετρούπολης
Εισαγωγή
Ο τελευταίος αιώνας χαρακτηρίστηκε από τις ανθρωπογενείς επεμβάσεις στο περιβάλλον, κυρίως στην Αμερική και στην Ευρώπη (Antrop 2000, Jaeger κ.ά. 2010). Μια από αυτές είναι και η αστική εξάπλωση. Το φαινόμενο είναι ευρέως γνωστό με τον αγγλικό όρο «urban sprawl» και η απόδoσή του στην ελληνική γλώσσα γίνεται συνήθως με τον όρο «αστική διάχυση» (Γεμενετζή 2011; Γερόλυμπου & Παπαμίχος 2001, Κουρσάρη 2008, Λαγαριάς 2013). Στην παρούσα εργασία χρησιμοποιείται ο όρος «αστική επέκταση».
Οι σύγχρονες αστικές χωρικές μεταβολές αποτελούν ένα πολυεπίπεδο φαινόμενο στο οποίο, εκτός από την γεωγραφική (χωρική) διάσταση, συνυπάρχουν και κοινωνικές, περιβαλλοντικές, οικονομικές και πολιτικές διαστάσεις (Λαγαριάς 2013). Στην Αμερική και στην Ευρώπη, από την δεκαετία του ’80, πολλές πόλεις παρουσίασαν ταχεία μετάβαση από το παραδοσιακό μοντέλο της συμπαγούς ανάπτυξης σε πιο διασκορπισμένες μορφές δόμησης, χαρακτηριζόμενες από μεγάλες επεκτάσεις του αστικού τοπίου γύρω από τον αστικό πυρήνα (Schneider & Woodcock 2008). Η επέκταση αυτή συνδέεται και με την αυξημένη κινητικότητα των κατοίκων, η οποία συμβάλλει στον συνεχή μετασχηματισμό του αστικού τοπίου (Κανδύλης 2008). Η κινητικότητα στο χώρο συνδέεται, σε μεγάλο βαθμό, με την κοινωνική κινητικότητα, η οποία υπήρξε ιδιαίτερα υψηλή στην Ελλάδα κατά τις τρεις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες και συνυφάνθηκε, εν πολλοίς, με την εσωτερική μετανάστευση. Η αυξημένη χωρική κινητικότητα συνέβαλε και στην έντονη οικοδομική δραστηριότητα, η οποία από ένα σημείο και μετά εκφράστηκε κυρίως ως διάχυση του ιστού της πόλης (Μαλούτας 2008).
Στη Νότια Ευρώπη συνολικότερα, η κοινωνική και χωρική κινητικότητα και εν συνεχεία η αστική επέκταση, συνυφάνθηκαν με την έντονη αστικοποίηση, φαινόμενο που σε πολλές περιοχές αυτής της γεωγραφικής περιφέρειας χαρακτηρίζεται μεταπολεμικά από τη «λαϊκή» περιφερειακή αυτοστέγαση και, παράλληλα, από την έλλειψη σχεδιασμού και μηχανισμών ελέγχου. Με την πάροδο του χρόνου, οι παράγοντες της αστικής επέκτασης μεταβλήθηκαν και, από τη δεκαετία του ’80 και μετά περιλαμβάνουν τη δεύτερη κατοικία, την έντονη οικονομική ανάπτυξη, την προαστιοποίηση των μεσαίων στρωμάτων και τα μεγάλα έργα υποδομής (Καυκαλάς κ.ά. 2015).
Η παρούσα εργασία αποτελεί ουσιαστικά αποτύπωση της επέκτασης της πόλης της Πετρούπολης, ως επακόλουθο αντίστοιχων μετακινήσεων των παλαιών και νέων κατοίκων της. Η μελέτη αξιοποιεί ιστορικά χαρτογραφικά τεκμήρια των Εθνικών Απογραφών Πληθυσμού (ΕΑΠ) 1961-2011 της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ.), με τεκμηρίωση και χωρική αποτύπωση του τρόπου επέκτασης του αστικού ιστού χωροχρονικά, μέσω Συστημάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών (ΣΓΠ).
Δεδομένα
Τα δεδομένα τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στην εργασία προέρχονται κυρίως από την ΕΛ.ΣΤΑΤ. Αφορούν δε:
- Ιστορικά χαρτογραφικά δεδομένα (χάρτες των ΕΑΠ 1961, 1971, 1981 και 1991), το ψηφιακό αποτύπωμα των οποίων προέκυψε από σάρωση (δεδομένα ψηφιδωτής μορφής),
- Ψηφιακά δεδομένα του κτηριακού αποθέματος της ΕΑΠ 2001 και των Οικοδομικών Τετραγώνων (ΟΤ) της ΕΑΠ 2011, (δεδομένα διανυσματικής μορφής), .
- Σύγχρονους ορθοφωτοχάρτες (ορθοφωτογραφίες 2007-2009 από το Εθνικό Κτηματολόγιο & Χαρτογράφηση ΑΕ.
Ο επόμενος πίνακας παρουσιάζει τα δεδομένα τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στην εργασία (Πίνακας 1).
Πίνακας 1. Τα δεδομένα της εργασίας
Μεθοδολογία
Η μεθοδολογία η οποία προτείνεται στην παρούσα εργασία έχει σκοπό την αξιοποίηση ιστορικών χαρτογραφικών τεκμηρίων, προκειμένου να μελετηθεί η αστική επέκταση οικισμών-πόλεων της ελληνικής επικράτειας και περιλαμβάνει τη βασική ροή ενεργειών που εν γένει ισχύει κατά την αξιοποίηση πληροφοριακών συστημάτων. Δηλαδή α) την προετοιμασία των δεδομένων, β) την επεξεργασία των δεδομένων και γ) την ανάλυση αυτών, ώστε να προκύψουν τα αποτελέσματα. Τον ρόλο του πληροφοριακού συστήματος διαδραματίζει το περιβάλλον του Γεωγραφικού Πληροφοριακού Συστήματος ArcGIS 10.3.
Η προετοιμασία των δεδομένων αποτελείται από μια σειρά διαδικασιών, προκειμένου αυτά να αποκτήσουν ψηφιακή υπόσταση, ορθή χωρική αναφορά και μετρητική αξία.
Η ψηφιακή υπόσταση προέκυψε από την σάρωση των χαρτών των ΕΑΠ 1961, 1971, 1981, 1991 σε σαρωτή (scanner) μεγάλου μεγέθους (Α0) με ανάλυση 600 dpi, με σκοπό να επιτευχθεί η καλύτερη δυνατή διακριτική ικανότητα του ψηφιακού αποτελέσματος και ταυτόχρονα η ευχέρεια της διαχείρισής τους ως ψηφιακών αρχείων ψηφιδωτής δομής στο σύστημα.
Το σύστημα αναφοράς προσδίδει χωρική αναφορά στα δεδομένα. Για να αξιοποιηθεί το πλήθος των σαρωμένων χαρτών σε επάλληλη τοποθέτηση μεταξύ τους έπρεπε η χωρική αναφορά τους να είναι κοινή. Για την επίτευξη του παραπάνω στόχου, ήταν απαραίτητη η διαδικασία της γεωαναφοράς των σαρωμένων ιστορικών υποβάθρων σε ένα επιλεγμένο σύστημα στο οποίο ήταν ήδη ενταγμένο ένα άλλο ψηφιακό χαρτογραφικό υπόβαθρο. Το ψηφιακό υπόβαθρο διανυσματικής δομής των ΟΤ του έτους 2011 επιλέχθηκε ως το καταλληλότερο, καθώς εντάσσεται σε ένα σύστημα, ευρέως χρησιμοποιούμενο στη χώρα (Ελληνικό Γεωδαιτικό Σύστημα Αναφοράς 87 – ΕΓΣΑ 87) και επιπλέον είναι χρονικά το πιο σύγχρονο από τα αξιοποιούμενα δεδομένα.
Μετά την γεωαναφορά, τα ιστορικά υπόβαθρα απέκτησαν ορθό προσανατολισμό και κλίμακα και, συνεπώς, καθίσταται εφικτή οποιαδήποτε εύρεση θέσης και μέτρηση γραμμικού ή επιφανειακού μεγέθους επί αυτών.
Η επεξεργασία των δεδομένων περιέλαβε μια αλληλουχία εργασιών, όσον αφορά στον τρόπο επεξεργασίας τους. Συγκεκριμένα, έχοντας ως βάση το ψηφιακό αρχείο του κτιριακού αποθέματος της ΕΑΠ 2001 (vector shp) από την ΕΛ.ΣΤΑΤ., πραγματοποιήθηκε επικαιροποίηση ενός αντιγράφου του ίδιου αρχείου (vector shp της ΕΑΠ 2001). Ειδικότερα, με υπόβαθρο τις ορθοφωτογραφίες 2007-2009 της Ε.Κ.Χ.Α. Α.Ε. (με wms μέσα στο περιβάλλον του ArcGIS) πραγματοποιήθηκε επικαιροποίηση (στο κτηριακό απόθεμα του αρχείου αντιγράφου της ΕΑΠ 2001), με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα νέο αρχείο, το οποίο αποτυπώνει πλέον το κτηριακό απόθεμα της ΕΑΠ 2011 (και τούτο διότι οι ορθοφωτογραφίες 2007-2009 είναι το πιο κοντινό, χρονικά, στην ΕΑΠ 2011). Η επικαιροποίηση αυτή συνίσταται στη διαγραφή ή στην ψηφιοποίηση νέων κτηρίων.
Στη συνέχεια δημιουργήθηκε ένα αρχείο αντίγραφο του κτηριακού αποθέματος της ΕΑΠ 2001. Αυτό το αρχείο, με υπόβαθρο το χάρτη ΕΑΠ 1991, μετά την επεξεργασία του αποτελεί ουσιαστικά το κτηριακό απόθεμα της ΕΑΠ 1991. Η επεξεργασία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνίσταται ως επί το πλείστον σε διαγραφή κτηρίων και αυτό συμβαίνει διότι πραγματοποιείται δεκαετές «άλμα» πίσω στο χρόνο και το κτηριακό απόθεμα είναι μικρότερο σε σχέση με την επόμενη απογραφή.
Το επόμενο βήμα ήταν η δημιουργία ενός νέου αντιγράφου του κτηριακού αποθέματος του 1991 (του αρχείου δηλαδή το οποίο κατασκευάστηκε νωρίτερα). Αυτό το αρχείο με υπόβαθρο το χάρτη ΕΑΠ 1981, ουσιαστικά, μετά την επεξεργασία του αποτελεί το κτηριακό απόθεμα της ΕΑΠ 1981. Ομοίως, η επεξεργασία συνίσταται, κυρίως, στη διαγραφή κτηρίων. Η ίδια διαδικασία επαναλαμβάνεται, έως ότου δημιουργηθεί το αρχείο με το κτηριακό απόθεμα της ΕΑΠ του 1961.
Όπως προαναφέρθηκε, το τρίτο στάδιο της μεθοδολογίας είναι η ανάλυση των δεδομένων, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η καταγραφή της αστικής εξάπλωσης διαχρονικά, από απογραφή σε απογραφή. Σε αυτό το στάδιο πραγματοποιήθηκαν όλες οι απαραίτητες διαδικασίες, προκειμένου να εξαχθεί το ζητούμενο αποτέλεσμα, όσον αφορά στην -κτήριο προς κτήριο- αστική επέκταση.
Το επόμενο σχήμα περιγράφει συνοπτικά την μεθοδολογία, η οποία ακολουθήθηκε στην παρούσα εργασία (Εικόνα 1).
Εικόνα 1: Η προτεινόμενη μεθοδολογία
Αποτελέσματα
Στην εργασία εξετάστηκε η αστική επέκταση του Δήμου Πετρούπολης ανά ΕΑΠ, με αφετηρία την ΕΑΠ 1961, έως και την ΕΑΠ του 2011. Με την εφαρμογή της μεθοδολογίας που παρουσιάστηκε παραπάνω προέκυψαν συνολικά έξι (6) χάρτες (ένας για κάθε απογραφή), στους οποίους τεκμηριώνεται και αποτυπώνεται το κτηριακό απόθεμα για κάθε μία ΕΑΠ (Χάρτες 2-7 ).
Χάρτες 2-7: Η επέκταση του ιστού του Δήμου Πετρούπολης 1961-2011
Πηγή: ίδια επεξεργασία
Στους παραπάνω χάρτες, με κόκκινο χρώμα απεικονίζονται τα κτήρια τα οποία κατασκευάστηκαν μετά την προηγούμενη απογραφή. Συνεπώς, το κόκκινο υποδεικνύει την επέκταση του ιστού στη δεκαετία που καλύπτει η εκάστοτε ΕΑΠ.
Όπως πολύ καθαρά διακρίνεται, η πόλη αναπτύχθηκε σταδιακά, με κατεύθυνση Βόρεια – Βορειοδυτικά, εκτεινόμενη προς τις υπώρειες και επί του Ποικίλου Όρους. Από την ποσοτική τεκμηρίωση των παραπάνω χαρτών ως προς το κτηριακό απόθεμα φαίνεται η ραγδαία αύξησή του στην περιοχή μελέτης, κατά την εξεταζόμενη χρονική περίοδο 1961-2011. Εξετάζοντας, παράλληλα, τη μεταβολή του πληθυσμού κατά την ίδια περίοδο, προκύπτει ότι αυτή σχετίζεται άμεσα με τη μεταβολή του κτηριακού αποθέματος. Συνεπώς, η πλειοψηφία των κτηρίων αφορά κατοικίες (Πίνακας 2):
Πίνακας 2: Ποσοτική τεκμηρίωση της αστικής επέκτασης και πληθυσμιακή εξέλιξη 1961-2011
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ
Η μεγαλύτερη αύξηση στον πληθυσμό και αντίστοιχα στην κτηριακή υποδομή της περιοχής μελέτης παρατηρείται μεταξύ των ΕΑΠ 1961 και 1971. Κατά την περίοδο αυτή, φαίνεται ότι δημιουργείται ένας οικιστικός πόλος στην Πετρούπολη, με μία μεγάλη αρχική συγκέντρωση πληθυσμού και κατ’ επέκταση κτηριακών υποδομών. Και για τα δύο μεγέθη υπάρχει σταδιακή αύξηση ανά δεκαετία. Ωστόσο, οι μεταβολές τους βαίνουν σταδιακά μειούμενες. Σε ό,τι αφορά στον πληθυσμό, η μείωση που παρουσιάζεται είναι περίπου 10% ανά δεκαετία, ενώ στις κτηριακές υποδομές η μεταβολή αυτή δεν παρουσιάζει τη γραμμικότητα της μεταβολής του πληθυσμού. Ενώ λοιπόν η αύξηση του πληθυσμού μεταξύ των ΕΑΠ 1961-1971 ήταν «εκρηκτική» ως προς το μέγεθος (119% περίπου) και συνοδεύτηκε από μία μεγάλη αύξηση της κτηριακής υποδομής (66,4%), το φαινόμενο εξελισσόμενο διαχρονικά άλλαξε χαρακτηριστικά, γεγονός που μπορεί να οφείλεται σε διάφορους παράγοντες (αξίες γης, ελλιπείς κοινωφελείς υποδομές κλπ.). Παρόλα αυτά, μέχρι και την τελευταία απογραφή υπάρχει σε απόλυτους αριθμούς αυξητική τάση και στα δύο μεγέθη (Γράφημα 1).
Γράφημα 1: Αριθμός κτηρίων και πληθυσμός στην Πετρούπολη Αττικής κατά την περίοδο 1961-2011
Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ.
Συμπεράσματα
Στην παρούσα εργασία αναδεικνύεται η αξιοποίηση ιστορικών χαρτογραφικών στοιχείων, με στόχο την ερμηνεία κοινωνικο-οικονομικών φαινομένων. Τέτοιου είδους υπόβαθρα υπάρχουν σε όλες σχεδόν τις κρατικές υπηρεσίες που παράγουν χαρτογραφικό υλικό, τα οποία παραμένουν τις περισσότερες φορές αναξιοποίητα.
Με το παράδειγμα της αξιοποίησης των ιστορικών χαρτών της ΕΛ.ΣΤΑΤ. μέσα από μια σύγχρονη αντιμετώπιση της μελέτης τους και λαμβάνοντας ως παράδειγμα μία σχετικά μικρή αστική περιοχή του λεκανοπεδίου της Αττικής, αναδείχτηκε η χρησιμότητα της συγκεκριμένης μεθόδου. Στην περιοχή μελέτης τεκμηριώθηκε και αποτυπώθηκε το φαινόμενο της αστικής επέκτασης.
Το σημαντικό και καινοτόμο της παρούσας έρευνας, εν συγκρίσει με άλλες (με τη χρήση για παράδειγμα δορυφορικών εικόνων ή αεροφωτογραφιών), είναι το γεγονός ότι εξετάζεται η αστική επέκταση, κτήριο προς κτήριο, μέσα σε κάθε ΟΤ. Αυτό δεν συμβαίνει με άλλες πηγές, όπως για παράδειγμα με τις αεροφωτογραφίες (και κυρίως πριν τη δεκαετία του ’80), από τις οποίες δεν μπορούν να «αντληθούν» εύκολα τα κτήρια, ως πληροφορία.
Επιπρόσθετα, η συγκεκριμένη μεθοδολογία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την μελέτη και την χαρτογράφηση των μεταβολών του αστικού χώρου σε ένα πλήθος οικισμών της Ελλάδας, με βάση το ιστορικό αρχείο χαρτών της ΕΛ.ΣΤΑΤ., το οποίο περιλαμβάνει αναλογικούς χάρτες που χρησιμοποιήθηκαν για τις Εθνικές Απογραφές, ήδη από το 1961 μέχρι και τις μέρες μας.
Αναφορά λήμματος
Καλογερόπουλος, Κ., Τσάτσαρης, Α., Χαλκιάς, Χ. (2018) Μελέτη αστικής επέκτασης μέσω ιστορικών χαρτογραφικών τεκμηρίων – Η περίπτωση της Πετρούπολης, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/η-αστική-επέκταση-της-πετρούπολης/ , DOI: 10.17902/20971.81
Αναφορά Άτλαντα
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Βιβλιογραφία
- Γεμενετζή Γ (2011) Αστική διάχυση και οικιστικό δίκτυο, έννοιες και εργαλεία ανάλυσης με εφαρμογή στην περιοχή επιρροής της Θεσσαλονίκης. ΑΠΘ.
- Κανδύλης Γ (2008) Μετακινήσεις για εργασία, μετανάστευση και διαδικασίες αναπροσδιορισμού της λειτουργικής περιφέρειας της Αθήνας. Στο: Εμμανουήλ Δ, Ζακοπούλου Έ, Καυταντζόγλου Ρ, κ.ά. (επιμ.), Κοινωνικοί και Χωρικοί Μετασχηματισμοί στην Αθήνα του 21ου Αιώνα, Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών.
- Καραδήμου-Γερόλυμπου Α και Παπαμίχος Ν (2001) Θεσσαλονίκη: από την μονοκεντρική πόλη στη διάχυτη αστική ανάπτυξη. Προσεγγίσεις του φαινομένου με αφορμή το βιβλίο του Γρ. Καυκαλά, Θεσσαλονίκη, μείωση της μονοκεντρικότητας στο πολεοδομικό συγκρότημα και ο ρόλος του τριτογενούς τομέα. Βιβλιοκρισίες, Αθήνα.
- Καυκαλάς Γ, Βιτοπούλου Α, Γεμενετζή Γ, κ.ά. (2015) Η μεταβαλλομένη γεωγραφία των πόλεων. Στο: Καυκαλάς Γ, Βιτοπούλου Α, Γεμενετζή Γ, κ.ά. (επιμ.), Βιώσιμες πόλεις, Αθήνα: Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, σ 51.
- Κουρσάρη Ε (2008) Αθήνα και αστική διάχυση, Νέες διαρθρώσεις του περιαστικού χώρου και αναδυόμενες γεωγραφίες της πόλης. ΕΜΠ.
- Λαγαριάς Α (2013) Αστική εξάπλωση: Οι διαδικασίες αστικού μετασχηματισμού μέσα από τη μορφοκλασματική (fractal) γεωμετρία και τα μοντέλα προσομοίωσης. ΑΠΘ.
- Μαλούτας Θ (2009) Κοινωνική κινητικότητα και στεγαστικός διαχωρισμός στην Αθήνα: Μορφές διαχωρισμού σε συνθήκες περιορισμένης στεγαστικής κινητικότητας. Στο: Μαλούτας Θ, Εμμανουήλ Δ, Ζακοπούλου Έ, κ.ά. (επιμ.), Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και ανισότητες στην Αθήνα του 21ου αιώνα, Αθήνα: ΕΚΚΕ, Μελέτες – Έρευνες ΕΚΚΕ, σσ 28–61. Available from: http://www.ekke.gr/open_books/athens_2008.pdf.
- Antrop M (2000) Changing patterns in the urbanized countryside of Western Europe. Landscape ecology, Springer 15(3): 257–270.
- Jaeger JAG, Bertiller R, Schwick C, et al. (2010) Urban permeation of landscapes and sprawl per capita: New measures of urban sprawl. Ecological Indicators, Elsevier 10(2): 427–441.
- Schneider A and Woodcock CE (2008) Compact, dispersed, fragmented, extensive? A comparison of urban growth in twenty-five global cities using remotely sensed data, pattern metrics and census information. Urban Studies, Sage Publications Sage UK: London, England 45(3): 659–692.