2024 | Σεπ
Χθες ονειρεύτηκα ότι πετούσα.
πετούσα ψηλά, πολύ ψηλά, πάνω από τους γλάρους του Σαρωνικού πάνω από τον παλιό Πειραιά. Πετούσα σε χρόνο ενεστώτα. Διακρίνω καθαρά το λιμάνι. Καΐκια, βάρκες, λάντσες, μαούνες, πλοία της γραμμής. Κάτω δεξιά μου το παλιό τελωνείο. Παρελθόν με παρόν μπερδεύονται όπως στα ποιήματα; όπως στα όνειρα. Διακρίνω το μεγάλο ρολόι, το Δημοτικό θέατρο, τον Ηλεκτρικό, τα χαμόσπιτα. Το παλιό νεκροταφείο του Αϊ Διονύση, ανάμεσα στους τάφους, πρόχειροι προσφυγικοί καταυλισμοί από το 1922. Κουρελούδες, τσίγκινες στέγες, ελαστικά αυτοκινήτων, χαρτόνια που μοιάζουν με σπίτια. Οι ένοικοι συνήθισαν να μιλούν σιγά. Δεν πρέπει να ξυπνήσουν τους νεκρούς. |
Στον χώρο, πίσω ακριβώς από το κοιμητήριο του Αγίου Διονυσίου, στα πιο παλιά χρόνια, επί βασιλείας Οθωνος πραγματοποιούντο εκτελέσεις. Λέγεται ότι η πρώτη λαιμητόμος η οποία χρησιμοποιήθηκε στην Ελλάδα ήταν δώρο του Λουδοβίκου Α’ της Βαυαρίας, όταν ο γιός του Όθωνας, ανέβηκε στον Ελληνικό θρόνο. Φαίνεται ότι ο φιλόστοργος πατέρας, λάτρης της σύγχρονης τεχνολογίας της εποχής του, αποφάσισε να χαρίσει στο γιό του ένα δώρο πρακτικό αλλά και συλλεκτικής αξίας, καθώς το αποκρουστικό μηχάνημα, ήταν όπως λέγεται, μεταχειρισμένο
Το συλλεκτικό αντικείμενο δεν κόσμησε τελικά τον κήπο των ανακτόρων, αλλά εγκαταστάθηκε οριστικά στο Ναύπλιο, στο Μπούρτζι μαζί με τον δήμιο και τον βοηθό του.
Είναι γνωστή η τριπλή εκτέλεση που παρακολούθησε ένα τεράστιο πλήθος είκοσι χιλιάδων ανθρώπων. Στις 18 Δεκεμβρίου του 1887, στις τέσσερεις το απόγευμα, οι μελλοθάνατοι κρατούμενοι στο Μπούρτζι, Μικ. Παρώδης ή Αγγελέτος, Νικόλαος Λεοντόπουλος ή Λέοντας και Μανώλης Βλαχοπαναγιώτης ή Αχλάδας. καταδικασθέντες για πειρατεία και φόνο, έφτασαν στον τόπο της εκτέλεσης με το ατμόπλοιο “Ευρώτας”, το οποίο είχε επιφορτιστεί να μεταφέρει από το Ναύπλιο, στους ανά την επικράτεια τόπους εκτελέσεων, την λαιμητόμο και τους δύο δημίους. (Η συνέχεια επί της οθόνης, όπως θα λέγαμε για μια πραγματικά ανατριχιαστική ταινία τρόμου).
Υδραίικα, Φρεαττύδα, Τερψιθέα, Καλλίπολη, Βρυώνη, Παλιατζίδικα, Παπαστράτου
Βλέπω καθαρά την ακτή Μιαούλη, τότε ακτή Ξαβερίου. Τα Καρβουνιάρικα, τα Λαμαρινάδικα. Από τον Αι Νικόλα έως του Ξαβέρη πηγαινοέρχονται οι φορτοεκφορτωτές των γαιανθράκων. Το 1938 ο Στράτος Παγιουμτζής μαζί με τον Στελλάκη τον Περπινιάδη ηχογράφησαν την θρυλική Ξαβεριώτισσα του Μήτσου Γκόγκου του γνωστού μας Μπαγιαντέρα.
Ο ίδιος ο Μπαγιαντέρας, γέννημα θρέμμα Χατζηκυριακιώτης, μας τραγούδησε πως “ξεκίνησε αποβραδίς μ’ έναν παλιό του φίλο, για το Χατζηκυριάκειο και για τον Άγιο Νείλο”.
Εικόνες 1 & 2: Ο Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας, αριστερά, και ο Γιάννης Εϊτζιρίδης ή Γιοβάν Τσάους, δεξιά
Χάρτης 1: Ο Πειραιάς και η Δραπετσώνα
Χατζηκυριάκειο Άγιος Νείλος, Άγιος Βασίλειος, Άγιος Δημήτριος, Ταμπούρια, Κοκκινιά, Καμίνια, Μικρολίμανο, Νέο Φάληρο, Βούρλα, Λεμονάδικα, Αγιά Σοφιά, Γούβα του Βάβουλα, Κρεμμυδαρού, Αμφιάλη, Άσπρα χώματα, Πέραμα, Μανιάτικα.
Συνοικίες μυθικές, τοποθεσίες, περιοχές και γειτονιές Πειραιώτικες, εκεί που πρωτοκούρντισαν τα τρίχορδα και τους μπαγλαμάδες τους οι πρώτοι Ρεμπέτες [1] στα παλιά ντουζένια [2]. Το Ανοιχτό, το Καραντουζένι, το Συριανό, το Αραμπιέν. Λένε πως ο Γιάννης Εϊτζιρίδης περισσότερο γνωστός ως Γιοβάν Τσαούς, μύησε τον Βαμβακάρη στους μυστηριώδεις αρχέγονους μουσικούς δρόμους του ρεμπέτικου και τότε ο συχωρεμένος ο Μάρκος μαζί με τον Στράτο Παγιουμτζή, τον Μπάτη και τον Ανέστο τον Δελιά στήσανε την αγία τετράδα του ρεμπέτικου, που έγραψε ιστορία ως ‘‘η τετράς η ξακουστή του Πειραιώς». Χιτζάζ, χιτζασζκιάρ, ουσάκ, χουζάμ, νιαβέντι, σαμπάχ, χουσεϊνί [3], πάνω σ’ αυτούς τους δρόμους, στα μακάμια [3], πρωτακούστηκαν στα κουτούκια και στους τεκέδες της προσφυγιάς, τα τραγούδια που μίλησαν για τον πόνο της φτώχειας και της μιζέριας, για τον θυμό, τον πόθο και τον ερωτικό νταλκά.
Εικόνα 3: “η τετράς η ξακουστή του Πειραιώς”, σε πλήρη σύνθεση
Το 1920, ο Γιώργος Τσωρός, γνωστός μας ως Μπάτης, άνοιξε το χοροδιδασκαλείο του ‘’ΚΑΡΜΕΝ’’ και αργότερα έναν καφενέ, το ‘’ΖΩΡΖ ΜΠΑΤΕ’’, στα Λεμονάδικα του Καραϊσκάκη, στην Ακτή Τζελέπη. Στην οδό Αίμου 8 και Παλαμηδίου, στην Λεύκα του Πειραιά βρισκόταν το σπιτάκι του μεγάλου ρεμπέτη και απέναντί του το σπίτι του Μιχάλη Γενίτσαρη.
“Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα να τους πάρω’’. Το τραγούδι αυτό του Γενίτσαρη αναφέρεται στους σαλταδόρους της Γερμανικής κατοχής και θεωρείται ένα από τα πιο εμβληματικά της ρεμπέτικης αντίστασης.
Εικόνες 4 & 5: Ο Μιχάλης Γενίτσαρης αριστερά και ο Γιώργος Τσωρός ή Μπάτης δεξιά
Εικόνα 6: Νεαροί Σαλταδόροι επί το έργον. Από την αριστουργηματική ταινία του Γκρεκ Τάλλας “Το ξυπόλητο τάγμα” (1953)
Στη Γούβα του Βάβουλα
Στους “Άθλιους των Αθηνών” (1894) [4] ο Κονδυλάκης αναφέρεται στην Γούβα του Βάβουλα [5].
Μες στου Βάβουλα τη γούβα έχω ψήσει μια μικρούλα κι ανταμώνουμε τα βράδια στις δροσιές και τα σκοτάδια |
τραγούδησε ο ‘’αριστοκράτης’’ ρεμπέτης Στέλιος Κηρομύτης ή Μπούμπης, για τη γειτονιά που μεγάλωσε.
Εικόνα 7: Ο Στέλιος Κηρομύτης ή Μπούμπης
Στα Λεμονάδικα
Κάτω στα Λεμονάδικα έγινε φασαρία |
Πρόκειται για το γνωστό Απτάλικο [6] ζεϊμπέκικο “Οι Λαχανάδες” του Βαγγέλη Παπάζογλου που κυκλοφόρησε στις αρχές της δεκαετίας του 30 σε πολλές εκτελέσεις. (Κατίνα Χωματιανού, Στελλάκης Περπινιάδης, Κώστας Ρούκουνας κ.α.)
Ως Λεμονάδικα αναφέρεται η παλιά οπωραγορά του Πειραιά, η οποία στεγαζόταν μέχρι την δεκαετία του 50 στην πλατεία Καραϊσκάκη.
Στην Δραπετσώνα, την Κρεμμυδαρού, το Καστράκι και τον Αγιο Φανούριο
Η συνοικία της θρυλικής Δραπετσώνας αποτελούνταν από γειτονιές, όπως την Κρεμμυδαρού, το Καστράκι και τον Άγιο Φανούριο .
Οι σπαρακτικοί στίχοι του Τάσου Λειβαδίτη έδωσαν την ευκαιρία στον Μίκη Θεοδωράκη να συνθέσει το 1960 την “Δραπετσώνα”, ένα ζεϊμπέκικο που ακούσαμε με την “ξύλινη” φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση και που σηματοδοτεί μια από τις σημαντικότερες στιγμές στην ιστορία του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού.
Εικόνα 8: Στην Δραπετσώνα, ή Κρεμμυδαρού
Στα Βούρλα
Μια άλλη ιστορική περιοχή του Πειραιά υπήρξαν τα Βούρλα, που βρισκόταν στα όρια του Δήμου Κερατσινίου-Δραπετσώνας, στα ανατολικά της Δραπετσώνας, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Διονυσίου. Τοποθεσία σε έδαφος ελώδες, που πήρε το όνομά της από τα βούρλα που φύτρωναν εκεί και που έμεινε ονομαστή για το δημοτικό μπουρδέλο-στρατώνα που λειτούργησε από το 1876 έως το 1941, αλλά και από την μυθιστορηματική απόδραση των 27 κομμουνιστών κρατουμένων, το καλοκαίρι του 1955, όταν πιά τα Βούρλα λειτουργούσαν ως φυλακές υψίστης ασφαλείας, γνωστές ως “Δικαστικές Φυλακές Πειραιώς”.
Εικόνα 9: Χαρακτηριστικό πρωτοσέλιδο εφημερίδας της εποχής με αντικομουνιστικό μένος (Εθνικός Κήρυξ, 19 Ιουλίου 1955)
Για την πρώτη περίοδο των Βούρλων ο Ηλίας Πετρόπουλος (2010) γράφει:
Στις αρχές του αιώνα μας ο Πειραιάς τέλειωνε στο νεκροταφείο του Αγίου Διονυσίου, εκεί πλάι στα Βούρλα και στη Βρομολίμνη. Τα Βούρλα (όνομα και πράμα) βρισκόντουσαν σ’ ένα έρημο και ελώδες τοπίο.
Τα Βούρλα απαρτίζονταν από τρία διώροφα κτίρια σε σχήμα Π. Κάθε πλευρά είχε 24 (12+12) δωμάτια, ήτοι εν συνόλω 72 δωμάτια = 72 πόρνες. Το σχήμα Π έκλεινε με μια ψηλή μάντρα, στη μέση της αυλής υπήρχε ένα σπιτάκι: το ισόγειο στέγαζε το καφενεδάκι των νταβατζήδων και στο πάνω πάτωμα έμενε η αστυνομία . |
Στην αυτοβιογραφία του Μιχάλη Γενίτσαρη (1992) διαβάζουμε για τα Βούρλα:
Στην πόρτα που ήτανε σιδερένια και μεγάλη, έμπαινε «βορτηγό» και στην αυλή χωρούσαν εκατό αυτοκίνητα. Μόλις έμπαινες δεξιά, στην γωνιά, ήτανε το Τμήμα Ηθών είχε αστυνομία μέσα. Άμα λέμε εκατό πενήντα πουτάνες, δεν βαστιόντουσαν οι αγαπητικοί. Ήθελε δύναμη, γιατί γινότανε φασαρίες και σκοτωμοί πολλές φορές’’. |
Και ο Νίκος Μάθεσης (Χατζηδούλης, 2000) αναφέρει:
Η Δραπετσώνα ήταν ένα από τα μεγαλύτερα στέκια της μαγκιάς, σύχναζαν εκεί στους τεκέδες και στα μπουρδέλα των Βούρλων και άνθρωποι από κάθε καρυδιάς καρύδι.
Τα Βούρλα είχανε 500 πουτάνες και συχνάζανε εκεί, όλοι αυτοί του συναφιού αυτουνού.Παράγκες, τεκέδες, εμπόριο ναρκωτικών, στο φόρτε, μπουρδέλα, αγαπητικοί, κακοποιοί, λαθρέμποροι, μάγκες, νταήδες, μπερμπάντηδες, πρεζάκηδες, χασικλήδες, μαχαιροβγάλτες, σκυλόμαγκες, ντερβισόπαιδα, αποφάγια μάγκες’. |
Μεγάλος στιχουργός ο Μάθεσης, αλλά και μεγάλος μάγκας και τσαμπουκάς. Είναι γνωστή η σκληρή του κόντρα με τον Βαμβακάρη, που κατέληξε έπειτα από καβγά μεταξύ τους, στο να καρφώσει δύο πιρούνια στα οπίσθια του Μάρκου. Για την άποψη του Μάρκου για τον Μάθεση, διαβάζουμε στα απομνημονεύματα του (Βέλλιου-Κάιλ, 1978):
Μόνο γι αυτόν τον Μάθεση μη μου πεις, Τομάρι. Ας τονα. Ούτε να τόνε βλέπω δεν θέλω. Δεν ήτανε καλός άνθρωπος για μένανε. Αυτός είχε μιάν αγαπητικιά εκ των υστέρων έμαθα στα Μπούρλα εκεί στα μπουρδέλα, η οποία αυτή ήτανε Κρητικιά. Αυτή αγάπαγε εμένανε πάρα πολύ. Εμένανε ήθελε, δεν ήθελε αυτόν.
Κι έγραψα το τραγούδι γι’αυτήν: Μαύρα μάτια μαύρα φρύδια μαύρα κατσαρά μαλλιά. Άσπρο πρόσωπο σαν κρίνος και στο μάγουλο ελιά. |
Εικόνα 10 & 11: Ο Νίκος Μάθεσης ή Τρελάκιας, αριστερά, και ο Μάρκος Βαμβακάρης, δεξιά
Με το κλείσιμο αυτού του ναού του έρωτα, οι δυστυχισμένες ιέρειες αναγκάστηκαν να αναζητήσουν καινούρια στέκια. Οι πιο άτυχες, διασκορπίστηκαν και ασκούσαν την τέχνη τους υπαίθρια πια ως καλντεριμιτζούδες. Όσες στάθηκαν τυχερές αναβαθμίστηκαν σε τσατσάδες δουλεύοντας σε σπίτια και άλλες προήχθησαν αποκτώντας ακόμα και τον τίτλο της Μαμάς.
Οι ιστορίες για τα Βούρλα δεν έχουν τελειωμό.
Μπορεί να ανατρέξει κανείς στις σχετικές μαρτυρίες για το συγκεκριμένο θέμα από συγγραφείς και δημοσιογράφους της εποχής όπως ο Μανώλης Κανέλης και η Λιλίκα Νάκου (γνωστή για την πρωτόγνωρη για την εποχή φεμινιστική της δράση) που περιγράφουν τις προσωπικές τους εμπειρίες από την άμεση επαφή τους με τους θλιβερούς πρωταγωνιστές του ανθρώπινου δράματος που εκτυλισσόταν εκεί.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η πρόσφατη δίτομη έκδοση της τεκμηριωμένης μελέτης των Σπύρου Παπαϊωάννου και Κώστα Βλησίδη με τίτλο:
‘’Το φρικτόν τέμενος της αμαρτίας’’, καθώς και το συναρπαστικό βιβλίο του Βασίλη Πισιμίση ‘’Τρούμπα, Βούρλα, Λιμάνι’’, που περιέχει ένα σωρό μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν πρόσωπα και πράγματα από κοντά στους χώρους αυτούς.
Εικόνα 12: Η τρομερή δράκαινα των Βούρλων αρχι-τσατσά Ντουντού
Και μερικές Αυστηρώς ακατάλληλες διαφημίσεις της εποχής
Εικόνα 13: Διαφημίσεις της εποχής για την προφύλαξη και αντιμετωπίση σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσιμάτων
Στην Τρούμπα
Στα μέσα της δεκαετίας του 50, ο Πειραιώτικος κόσμος της νύχτας αρχίζει να αλλάζει στέκια και μορφές διασκέδασης. Από τις αρχές του 60 πρωταγωνιστεί πιά η περιοχή της Τρούμπας. Είναι γνωστό πως η ονομασία της προήλθε από το γεγονός ότι οι παλιοί ναυτικοί πράκτορες προσπαθούσαν ώστε το δικό τους πλοίο να “πιάσει” στην συγκεκριμένη προβλήτα που υπήρχε η ειδική τρόμπα ανεφοδιασμού του σκάφους με νερό.
Την περιοχή όριζαν οι δύο εκκλησίες, ο Άγιος Σπυρίδωνας και ο Άγιος Νικόλαος. Μεταξύ των ορίων της Τρούμπας, οι δρόμοι 2ας Μεραρχίας, Μπουμπουλίνας, Σκουζέ και κυρίως οι παράλληλοι μεταξύ τους και διάσημοι Φίλωνος και Νοταρά, με πληθώρα ξενοδοχείων που εξυπηρετούσαν τον αγοραίο έρωτα, κακόφημων σπιτιών και ελκυστικών νυχτερινών κέντρων διασκέδασης με άφθονο ουίσκι και κοπέλες που κρατούσαν συντροφιά στους τακτικούς θαμώνες τους.
Εικόνα 14: Η γειτονιά της Τρούμπας
Ο ελληνικός κινηματογράφος συχνά προσπάθησε να αποτυπώσει το ιδιαίτερο αυτό κλίμα της Τρούμπας, με δραματικές κυρίως ταινίες, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο πετυχημένες.
Ας θυμηθούμε μερικούς τίτλους
Το κορίτσι της αμαρτίας (1958) – Ναυάγια της ζωής (1959) – Ποτέ την Κυριακή (1960) – Σκότωσα για το παιδί μου (1962) – Ο δρόμος με τα κόκκινα φανάρια (1963) – Τα κόκκινα φανάρια (1963) – Το Κάθαρμα (1963) – Λόλα (1964) – Καλώς ήρθε το δολάριο (1967) – Τρούμπα 67 (1967) – Οι βάσεις και η Βασούλα (1975)
Εικόνα 15: Αφίσα της ταινίας “Τα κόκκινα φανάρια” (Βασίλης Γεωργιάδης, 1963)
Τα ακούσματα των μπουζουκιών και των μπαγλαμάδων σίγησαν και αντικαταστάθηκαν από τους ρυθμούς του swing και τους ήχους από τις λατινοαμερικάνικες μελωδίες που άκουγαν τα κορίτσια των σπιτιών της οδού Νοταρά καθώς αντηχούσαν από νωρίς το απόγευμα από τα καμπαρέ που κατέκλυζαν τη γειτονική οδό Φίλωνος και λειτουργούσαν ως κράχτες για τους αναρίθμητους πελάτες τους, κυρίως ναύτες του Έκτου Αμερικάνικου στόλου. Ονομαστά τέτοια καμπαρέ ήταν το ‘’Μπλακ Κατ’’, το ‘’Σανγκάη’’, το ‘’Μοκάμπο’’, το ‘’Πουέρτο Ρίκο’’ το ‘’Μιλάνο’’ το ‘’45 Γιάννηδες’’, το ‘’Λίμπερτυ Μπαρ’’, το ‘’Κιτ Κατ’’, το ‘’Αρζεντίνα’’, το ‘’Τζων Μπουλ’’.
Αξίζει μια μικρή αναφορά στον τότε συνιδιοκτήτη του “Τζων Μπουλ” Γιώργο Βεϊζαδέ. Οι παλιότεροι θυμόμαστε ότι ο εν λόγω “Κύριος” μετά της συζύγου του “Κυρίας” Αντιγόνης Βεϊζαδέ, την 1η και 2η Αυγούστου 1955, έκαψαν με ηλεκτρικό σίδερο το σώμα ενός δωδεκάχρονου κοριτσιού, της Σπυριδούλας Ράπτη, που δούλευε στο σπίτι τους, προκειμένου να παραδεχτεί ότι τους έκλεψε 50 δολάρια –σύμφωνα με δημοσίευμα εφημερίδας του Αγρινίου, η Αντιγόνη Βεϊζαδέ, κατά τη διάρκεια της κατοχής είχε εργασθεί για τα SS. Αφού εξέτισαν την ολιγόχρονη ποινή που τους επιβλήθηκε από το δικαστήριο (4,5 και 5 έτη αντίστοιχα) αποφυλακίστηκαν και σε σύντομο διάστημα πέθαναν
Πρόσωπα και εικόνες μίας άλλης εποχής, εικόνες άλλοτε φωτεινές και άλλοτε σκοτεινές, εικόνες όμως μίας ιστορίας μοναδικής με πρωταγωνιστές ανθρώπους κάθε λογής, συνηθισμένους ή ιδιαίτερους, που άφησαν το στίγμα τους ανεξίτηλο μέχρι τις μέρες μας. Τα χρόνια πέρασαν και όπως ήταν φυσικό ο Πειραιάς δεν κατάφερε να εναντιωθεί στην λαίλαπα του εξευγενισμού. Η “αναμόρφωση” άρχισε επί χουντοδήμαρχου Σκυλίτση, που πιστός στο δόγμα πατρίς, θρησκεία, οικογένεια, γκρέμισε κυριολεκτικά και μεταφορικά ότι μπορούσε να συνδέει το σήμερα με τα χνάρια από τις μνήμες ενός αμαρτωλού παρελθόντος μιας τόσο ιδιαίτερης και μοναδικής πόλης. Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1967, η αρχή έγινε με το σφράγισμα των οίκων ανοχής που είχε σαν αποτέλεσμα να πεταχτούν στο δρόμο περί τις πεντακόσιες περίπου κοπέλες.
Αγραμμοφώνητο τραγούδι του Μπαγιαντέρα (Χατζηδουλής, 2000):
Η Τρούμπα τώρα έρημη
χωρίς τα κουτσαβάκια Οι μάγκες της σκορπίσανε χαθήκαν τα βλαμάκια. |
Σήμερα τα τεράστια κρουαζιερόπλοια, που θυμίζουν αποτρόπαιες πολυκατοικίες, αγκυροβολούν καθημερινά, αδειάζοντας το έμψυχο φορτίο τους που θα αφήσει στην πόλη το πολυπόθητο συνάλλαγμα
Εικόνα 16: Μια εικόνα του Πειραιά σήμερα
Μία εικόνα του Πειραιά σήμερα
Το αεράκι όμως από την αύρα του Σαρωνικού περνώντας ανάμεσα από τα ψηλά κτίρια που στεγάζουν τα γραφεία των ναυτιλιακών εταιρειών, εξακολουθεί να μας δροσίζει και να φέρνει στα αυτιά μας από μακριά μια παλιά γνώριμη μελωδία. Αν ακούσουμε προσεκτικά θα ξεχωρίσουμε τους στίχους. Είναι το γνωστό τραγούδι του Μητσάκη.
Η θάλασσα του Πειραιά Από όλες είναι πιο γλυκιά Απ’ του Τζελέπη την ακτή ως του Καραϊσκάκη Τα βράδια βόλτες έκανα σαν ήμουνα ναυτάκιΠαιδί κι εγώ του Πειραιά Στη θάλασσα και στη στεριά
Περαία μου Περαία μου με το Σαρωνικό σου |
[1] Ένα πλήθος αναφορών που συγκρούονται μεταξύ τους, μπορεί να βρει κανείς ως προς την ετυμολογία της λέξης. Ως προς την ερμηνεία του όρου, συγκλίνουν οι απόψεις που χαρακτηρίζουν ως ρεμπέτη, τον περιπλανώμενο, τον ζόρικο, τον ασυμβίβαστο, τον ανυπότακτο, τον άνθρωπο του κοινωνικού περιθωρίου, που έχει τους δικούς του κώδικες τιμής, τις δικές του ηθικές αξίες.
[2] Ο όρος ντουζένια αναφέρεται στον ιδιαίτερο τρόπο κουρντίσματος των μπουζουκιών, ώστε να διευκολύνεται ο μουσικός στο παίξιμο ανάλογα με τον δρόμο που χρησιμοποιεί
[3] Οι λαικοί δρόμοι (κλίμακες) συγγενεύουν με τους αρχαίους μουσικούς Τρόπους των Πυθαγορείων ( Δωρικός, Ιωνικός, Φρύγιος, Λύδιος κ.λ.π). καθώς και με τους μουσικούς Βυζαντινούς Ηχους (Πλάγιος Πρώτος, Πλάγιος Δεύτερος κ.λ.π.).
[4] Οι άθλιοι των Αθηνών, το πρώτο εικονογραφημένο ελληνικό μυθιστόρημα του Ιωάννη Κονδυλάκη, (1861-1920) (Κονδυλάκης, 1894). Η πρώτη έκδοση προσβάσιμη στο: https://anemi.lib.uoc.gr/metadata/5/c/a/metadata-8a030266a7f8abae3b3f22cbcf49cc53_1269333260.tkl)
[5]Η Γούβα του Βάβουλα γνωστή και ως «Λάκκα», παλιά υποβαθμισμένη συνοικία του Πειραιά, βρίσκεται κοντά στο κέντρο της πόλης. απέναντι από το καπνεργοστάσιο «ΚΕΡΑΝΗΣ». Οι όροι γούβα και λάκκα οφείλονται στην λεκανοειδή μορφολογία του εδάφους της και στο σχεδόν μηδενικό υψόμετρο από την επιφάνεια της θάλασσας.
[6] «Απτάλικος». Πρόκειται για παραδοσιακό χορό της Μικράς Ασίας, παραλλαγή του ζεϊμπέκικου. Είναι πολεμικός χορός μοναχικός ή αντικρυστός και χορεύεται από ένα ή δύο άτομα.
Αναφορά λήμματος
Γκιζελής, Κ. (2024), Η μπαλάντα της οδού Νοταρά, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/η-μπαλάντα-της-οδού-νοταρά/ , DOI: 10.17902/20971.125
Αναφορά Άτλαντα
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Βιβλιογραφία
- Βέλλιου-Κάιλ Α (1978) Αυτοβιογραφία Βαμβακάρη, Αθήνα, Παπαζήσης
- Γενίτσαρης Μ (1992) Μάγκας από μικράκi, Αθήνα, Δωδώνη
- Κονδυλάκης Ι (1894) Οι άθλιοι των Αθηνών, Αθήνα, Π. Ζανουδάκης
- Πετρόπουλος Η (2010) Το μπουρδέλο, Αθήνα, Νεφέλη
- Χατζηδούλης Κ (επιμ.) (2000) Ρεμπέτικη ιστορία 1. Περπινιάδης, Γενίτσαρης, Μάθεσης, Λελάκης, Αθήνα, Νεφέλη