Ανανεώνοντας την αρχιτεκτονική μνήμη: Ιστορικά κελύφη του Νέου Φαλήρου
2020 | Ιαν
Από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, η αρχιτεκτονική του προαστίου του Νέου Φαλήρου εμφανίζει έντονα κλασικιστικά και εκλεκτικιστικά στοιχεία. Λιγότερο γνωστή ως προς αυτό το χαρακτηριστικό, συγκριτικά με το κέντρο των Αθηνών, η περιοχή απετέλεσε θερινό θέρετρο για τις ευκατάστατες αθηναϊκές οικογένειες έως τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα κυρίως λόγω της εγγύτητας προς την θάλασσα. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η περαιτέρω οικοδομική δραστηριότητα αναπτύχθηκε σταδιακά και συνδέθηκε με την πρακτική της αντιπαροχής, συχνά εις βάρος της πρότερης κατασκευής. Το νέο αυτό μοντέλο ανάπτυξης επηρεάστηκε από το ευρύτερο κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο, καθώς η σταδιακή αύξηση του αριθμού των μονίμων κατοίκων και η αναδιαμόρφωση της συνοικίας απαιτούσε κελύφη (κτίρια) περισσότερο λειτουργικά και εναρμονισμένα με τους ολοένα εντονότερους ρυθμούς ζωής. Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να αναδείξει την διαχρονική παρουσία των ιστορικών κελυφών του Νέου Φαλήρου και να συμβάλλει στην ευρύτερη επιστημονική συζήτηση σχετικά με την διαχείριση της αρχιτεκτονικής συμβολικής στο σύγχρονο πλαίσιο. Ειδικότερα, η σχέση της (νεο)κλασικής μορφολογίας με τις δυτικο-ευρωπαϊκές αναπαραστάσεις του Ελληνισμού κατά τον 19ο αιώνα προσδίδει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην μελέτη των συμβολικών χαρακτηριστικών της ιστορικής Νεο-Φαληρικής κατασκευής. Η ανανέωση της τοπικής αρχιτεκτονικής μνήμης, καθώς και η ταυτόχρονη σύνδεσή της με τα σύγχρονα διακυβεύματα σε διάφορες κλίμακες, μπορούν να συνεισφέρουν στην κατανόηση των εσωτερικών αντιφάσεων και στην αναγκαία ανασύνθεση.
Χάρτης 1: Το Νέο Φάληρο και οι γειτνιάζοντες δήμοι
Είμαστε τσακισμένοι, μαραμένοι, χαμένοι μες στον κυκεώνα της σύγχρονης ζωής. Κανείς δεν περιμένει κάτι καλό από την Ελλάδα. Καμμιά ελπίδα δε χαράζει πουθενά. Η στιγμή αυτή είναι βέβαια μια θαυμάσια στιγμή. […] Η λεωφόρος Συγγρού κυλά μέρα και νύχτα προς την αχτή του Φαλήρου τους νεογέννητους και ανέκφραστους ακόμα ρυθμούς ενός δυνατού λυρισμού που γυρεύει δυνατούς ποιητές. Μια αισθητική μορφώνεται αυθόρμητα μες στον αέρα που αναπνέουμε. Αυτός ο «πεζός και υλιστικός» αιώνας κρύβει μες στην ανεξερεύνητη ψυχή του πολύ περισσότερη ποίηση από ό,τι νομίζουν οι δάσκαλοί μας. Αλλά πρέπει κάποιος να λάβει τον κόπο να την ανακαλύψει. Είναι η ώρα κατάλληλη για τολμηρούς σκαπανείς.
Γ. Θεοτοκάς, Ελεύθερο Πνεύμα, Εστία, 1929 |
Όταν ο Κωνσταντίνος Α. Δοξιάδης θεωρητικοποίησε τον όρο «Οικιστική» (Ekistics) ως επιστήμη των ανθρώπινων οικισμών, έθεσε στο κέντρο της ανάλυσής του ένα σύστημα αποτελούμενο από πέντε στοιχεία/επιστημονικά εργαλεία τα οποία ιδωμένα υπό διαφορετικά πρίσματα (οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό, τεχνολογικό, πολιτισμικό), εξηγούν την δομή, λειτουργία και εξέλιξη των οικιστικών μονάδων: φύση, άνθρωπος, κοινωνία, κελύφη και δίκτυα (Doxiadis, 1968). Από αυτά τα στοιχεία, τα κελύφη (κτίρια) αποτελούν την υλική έκφραση της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στην δημογραφική εξέλιξη, την οικονομική ανάπτυξη, τους ιστορικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς, καθώς και τις πολιτισμικές αναφορές στα πλαίσια της πόλης, του προαστίου ή της κοινότητας. Βρίσκονται δε σε άμεση επαφή με τα δίκτυα μετακίνησης και κυκλοφορίας, με τις επικρατούσες αισθητικές δυνάμεις καθώς και με την ελαστικότητα (resilience) του τοπικού κοινωνικού ιστού.
Στην σύγχρονη εποχή, τα ιστορικά κελύφη βοηθούν την σύνδεση του παρόντος με την παράδοση καθώς συμβάλλουν στην κατανόηση αφενός των δυνάμεων που ασκήθηκαν και συνεχίζουν να ασκούνται πάνω στην πόλη (οικονομία, πολιτισμικά μοντέλα, ιδέες και πρότυπα, παγκοσμιοποίηση) και αφετέρου της ικανότητας της πόλης να αντισταθεί στις συγκεκριμένες πιέσεις. Υπό αυτό το πρίσμα, το ιστορικό κτιριακό δυναμικό του Νέου Φαλήρου -προαστιακός κόμβος ανάμεσα στο αθηναϊκό κέντρο και το λιμάνι του Πειραιά- προσφέρει μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για την ανίχνευση της ταυτότητας της τοπικής αρχιτεκτονικής μνήμης στον χώρο και τον χρόνο και την σύνδεση αυτής με τις ευρύτερες γεωπολιτικές και κοινωνικές δομές.
Με την πλάτη στην θάλασσα: Η επίκτητη Νέο-φαληρική εσωστρέφεια
Κατά την περίοδο που ακολούθησε την Κατοχή και τον Εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα, δημιουργήθηκε το θέμα της ανοικοδόμησης. Με την ενίσχυση του σχεδίου Marshall και την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 (Alogoskoufis, 1995), η ανάπτυξη της οικοδομικής δραστηριότητας ήταν ραγδαία και συνδέθηκε πάραυτα με την πολιτική σταθεροποίηση και το αίσθημα χρηματοοικονομικής ασφάλειας των κατοίκων (σημασία της εγγείου ιδιοκτησίας). Παράλληλα, η οριζόντια κινητικότητα του ελληνικού πληθυσμού (από την επαρχία στα αστικά κέντρα και κυρίως στην Αθήνα) δημιούργησε την ανάγκη για γρήγορες και οικονομικές κατασκευές, γεγονός που συνδέθηκε σταδιακά με φαινόμενα όπως η εμπορευματοποίηση και τυποποίηση της κατοικίας και η υποβάθμιση έως και συστηματική καταστροφή του αρχιτεκτονικού τοπίου και της αισθητικής ποιότητας (Πρεβελάκης, 2001). Ο ελληνικός κινηματογράφος της δεκαετίας του 1960 προέβαλε το πλαίσιο ζήτησης της νέας μεταπολεμικής κατοικίας, όπου η αστικοποίηση συνδεόταν συμβολικώς με την κοινωνική άνοδο και πρακτικώς με τις λειτουργικές ανέσεις που προσέφερε το διαμέρισμα σε πολυκατοικία [1]. Συνεπώς, η ελληνική οικοδομή της περιόδου 1955-1967 λειτούργησε στην βάση του τριπτύχου σταθεροποίηση-αστικοποίηση-αστική αναγέννηση και στηρίχθηκε εν πολλοίς στο σύστημα της αντιπαροχής [2].
Η είσοδος της πολυκατοικίας στο αστικό τοπίο [3] και οι νέοι ρυθμοί ζωής επηρέασαν, αν και με σημαντική καθυστέρηση σε σύγκριση με το αθηναϊκό κέντρο, και τις περιφερειακές συνοικίες οι οποίες άρχισαν να εκσυγχρονίζονται με κόστος το αισθητικό αποτέλεσμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι συνοικίες των Καμινίων, Ρέντη και Νέου Φαλήρου όπου οι εργάτες της βιομηχανικής ζώνης της οδού Πειραιώς βρίσκουν μία θέση μέσα στις καινοφανείς αστικές επιταγές της εποχής: από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, η αντιπαροχή αντικαθιστά σταδιακά την μονοκατοικία και ορισμένα ιστορικά κελύφη, ενώ παράλληλα μετατρέπει μία ολόκληρη τάξη μικροαστών σε ιδιοκτήτες. Την ίδια στιγμή, το Νέο Φάληρο εξελίσσεται σε κόμβο ανάμεσα στην Αθήνα και το λιμάνι του Πειραιά το οποίο ήδη από την δεκαετία του 1960 λειτουργεί ως δεύτερο κέντρο. Η αλλαγή αυτή ήταν αποτέλεσμα της εσωτερικής μετανάστευσης και των γεωπολιτικών συνθηκών καθώς και του συνδυασμού συμφόρησης και ρύπανσης που επέφερε ο πολλαπλασιασμός των αυτοκινήτων στους κεντρικούς δρόμους των Αθηνών: από την μία πλευρά, η εισροή των εσωτερικών μεταναστών και η δημιουργία παροικιών από νησιώτες [4] στα νότια προάστια (Georgikopoulos, 2018a) και, από την δεκαετία του 1980, το αντίστροφο ρεύμα ηθελημένης εγκατάλειψης του κέντρου από τις εύπορες αθηναϊκές οικογένειες με κατεύθυνση τα πάλαι ποτέ προάστια παραθερισμού.
Σε αυτό το πλαίσιο, το Νέο Φάληρο επωφελείται από την συνεπαγόμενη ανάπτυξη οικονομικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων (εμπόριο, βιομηχανίες, κέντρα διασκέδασης, εστίαση), οι πελάτες και οι υπάλληλοι των οποίων μετακινούνται όλο και περισσότερο με ιδιωτικό αυτοκίνητο. Στον αντίποδα, και παρά τις φωτεινές εξαιρέσεις πολεοδομικής πολιτικής [5], η τοπική αρχιτεκτονική μνήμη διακόπτεται: με την έλευση της πολυκατοικίας το Νέο Φάληρο μετατρέπεται από ένα πλούσιο και πολυσύνθετο τοπίο σε ένα άοσμο προάστιο μεσαίας κλίμακας· το κόστος του αναγκαίου συμβιβασμού για την εύρεση κοινωνικο-πολιτικών και οικονομικών ισορροπιών στο εσωτερικό μίας μεταπολεμικής, μετεμφυλιακής και ψυχροπολεμικής Ελλάδας.
Η άναρχη προαστιοποίηση του αθηναϊκού πληθυσμού και η συγκέντρωση των εσωτερικών μεταναστών σήμαινε διασκορπισμό των δραστηριοτήτων, πολλαπλασιασμό των κυκλοφοριακών προβλημάτων, αλλά και διοικητική αποκέντρωση, ανάγκη για ανανέωση του συστήματος δημοσίων μεταφορών, καθώς και θέσεις εργασίας σε τοπική κλίμακα. Το φαινόμενο μεταφράστηκε όμως και σε άναρχη δόμηση και εκσυγχρονισμένα πολυώροφα -«παλατάκια λουξ με όλα τα κομφόρ» (Μυλωνάκη, 2012)- στην θέση των ιστορικών κελυφών του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, ως θυσία στην ανάπτυξη και στην απαραίτητη δημογραφική και κοινωνική ανανέωση. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και κυρίως από τo 1980, το Νέο Φάληρο θα υποστεί σοβαρές κατεδαφίσεις παλαιότερων κτισμάτων και ο πληθυσμός θα προτιμήσει την ασφάλεια της εσωστρέφειας και της αρχιτεκτονικής λήθης. Σε τι έγκειται όμως η τοπική αρχιτεκτονική μνήμη; Με ποιες ιστορικο-κοινωνικές διεργασίες συνδέεται; Και μέσω ποιας συμβολικής αλληλεπιδρά με ευρύτερες γεωγραφικές κλίμακες;
Η περίοδος του «στρατηγικού κοσμοπολιτισμού»
Μέχρι και τον Μεσοπόλεμο, το Νέο Φάληρο ήταν τόπος συνάντησης του αστικού αθηναϊκού πληθυσμού με μέρος του πειραϊκού προλεταριάτου. Σε κοντινή απόσταση από τις τοπικές βιομηχανίες-φάμπρικες (όπως π.χ. ο Ατμοηλεκτρικός σταθμός-ΑΗΣ Ν. Φαλήρου, η σοκολατοποιία ΙΟΝ, τα εργοστάσια ΧΡΩΠΕΙ, ΕΛΑΙΣ, Μινέρβα, ΗΒΗ, Α.Ε. Κεραμεικός, η υποδηματοποιία Ινδιάνα, η χαρτοποιία Σαραντόπουλος, τα Ελληνικά Υφαντήρια κλπ), βρίσκονταν διάσπαρτες εξοχικές κατοικίες κλασικίζοντος και εκλεκτικιστικού ρυθμού οι οποίες κατοικούνταν από ευκατάστατους Αθηναίους κυρίως κατά την θερινή περίοδο.
Στο παραλιακό μέτωπο, τα μεταφερθέντα από την περιοχή της Ζέας λουτρά και ο Ναυτικός Όμιλος αποτελούσαν επίσης έναν σημαντικό δια-ταξικό χώρο συνάντησης για τα μέλη της τοπικής κοινότητας καθώς στην κοσμοπολίτικη πλαζ συνέρρεαν κάτοικοι των διαφόρων Πειραϊκών συνοικιών αλλά και Αθηναίοι αστοί με τις οικογένειές τους. Ομοίως, το δημόσιο σχολείο απετέλεσε χώρο συνύπαρξης και ουσιαστικής ώσμωσης, όπου μαθητές προερχόμενοι από διάφορες κοινωνικο-οικονομικές τάξεις δημιούργησαν και διατήρησαν σημαντικούς διαπροσωπικούς δεσμούς. Συνέπεια του τελευταίου, τα τοπικά ιστορικά κελύφη δεν έμεναν αποκομμένα από τον υπόλοιπο κοινωνικό ιστό αφού, επ’ευκαιρία γιορτών και πάρτυ, τα παιδιά των ιδιοκτητών προσκαλούσαν εκεί φίλους και συμμαθητές.
Η, συνδεόμενη με την ελαφρά τοπική εκβιομηχάνιση και τον τουρισμό πολυτελείας (ξενοδοχεία Ακταίον και Μέγα Ξενοδοχείον του Φαλήρου, υπαίθριο κιόσκι καλλιτεχνικής κίνησης – αναψυκτήριο Ταραντέλλα), οικονομική ανάπτυξη του Νέου Φαλήρου προσέλκυσε σταδιακά επιχειρηματίες, εργατο-υπαλλήλους, ευκατάστατους Πειραιώτες (όπως π.χ. ο λογοτέχνης Πέτρος Αποστολίδης/Παύλος Νιρβάνας) και συνταξιούχους Αθηναίους ως μόνιμο πληθυσμό εμπλουτίζοντας το αρχιτεκτονικό τοπίο με μονοκατοικίες και διπλοκατοικίες οι οποίες, ακολουθώντας το ρεύμα του νεο-ιστορισμού του Μεσοπολέμου, αποτελούσαν πραγματικά καλλιτεχνικά δημιουργήματα (Εικόνες 1-3). Η τάση αυτή χαρακτήρισε την συνοικία μέχρι και την δεκαετία του 1960.
Εικόνες 1-3: Προπολεμικά κτίρια στο Ν. Φάληρο.
Πηγή: Ιωάννης Γεωργικόπουλος.
Η κοινωνική σύνθεση και η δημογραφική εξέλιξη του Νέου Φαλήρου (Γράφημα 1) [6] αποδεικνύουν την εξωστρέφεια και τον κοσμοπολιτισμό που χαρακτήριζε το προάστιο ως χώρος ώσμωσης αυτών των ετερόκλιτων στοιχείων, στα οποία είχαν ήδη προστεθεί ως μόνιμοι κάτοικοι οι προσφυγικοί μικρασιατικοί πληθυσμοί [7] και οι αστοί απόγονοι και κληρονόμοι των ιδιοκτητών ορισμένων ιστορικών κελυφών (όπως για παράδειγμα οι οικογένειες Γιαννοπούλου, Γουσέτη, Κοτζαμάνογλου, Λοράνδου, Παπαγγελή, Φαραώ, Χριστοφή κ.α.)
Γράφημα 1: Δημογραφική εξέλιξη Ν. Φαλήρου 1889-1961
Ο εξωστρεφής χαρακτήρας του προαστίου εγγραφόταν στην συνέχεια του ρεύματος του τελευταίου τετάρτου του 19ου αιώνα, περίοδος κατά την οποία το Νέο Φάληρο άρχισε να οργανώνεται και να αναπτύσσεται παράλληλα με την από το 1870 έντονη οικοδομική δραστηριότητα στον Πειραιά (Μαλικούτη, 2004). Η παράκαμψη του ατμοκίνητου σιδηροδρόμου Αθηνών-Πειραιώς επί βασιλείας Γεωργίου Α’ (ΦΕΚ 18/1869-Διάταγμα περί της συνδέσεως των εν Φαλήρω θαλασσίων λουτρών μετά της του απ’Αθηνών εις Πειραιά σιδηροδρόμου γραμμής), ώστε να δοθεί πρόσβαση στα λουτρά του Φαληρικού όρμου, άνοιξε τον δρόμο για την ανάπτυξη της τοπικής περιαστικής αρχιτεκτονικής. Στην συνέχεια, το ατμοκίνητο (1887) και μετέπειτα ηλεκτροκίνητο τραμ απετέλεσε μία εναλλακτική επιλογή για την διαδρομή Αθήνα-Φάληρο. Από την δεκαετία του 1880, οι πρώτες εξοχικές κατοικίες άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους και να γίνονται χώροι συγκέντρωσης αστών αθηναϊκών οικογενειών και λογοτεχνικών κύκλων. Σημαντικό παράδειγμα αποτελεί η έπαυλη του σατυρικού ποιητή Γεωργίου Σουρή (Εικόνα 4), όπου οργανώνονταν φιλολογικές βραδιές με την συμμετοχή γνωστών λογοτεχνών της Νέας Αθηναϊκής Σχολής (Γενιά του 1880). Παράλληλα το Νέο Φάληρο αναγνωρίζεται ως συνοικισμός του Δήμου Πειραιά (1876) και στην απογραφή του 1889 αριθμεί 242 μόνιμους κατοίκους.
Εικόνα 4: Η οικία Σουρή στο Ν. Φάληρο.
Πηγή: Ιωάννης Γεωργικόπουλος
Μέχρι και τον Μεσοπόλεμο, το προάστιο κατέχει θέση στους προτεινόμενους ρυμοτομικούς σχεδιασμούς είτε με την μορφή σχεδίων συγκροτήματος επαύλεων σε ανόμοια οικόπεδα τα οποία θα ακολουθούσαν τους καμπύλους δρόμους των κλίσεων του ποταμού Κηφισού (όπως π.χ. τα σχέδια του Ludwig Hoffmann) είτε με την μορφή μελετών (όπως αυτές του Στυλιανού Λελούδα) με εισηγήσεις για την δημιουργία ζώνης αναψυχής («Ακτών περιοχή») από το Τουρκολίμανο ως το Παλαιό Φάληρο (Φιλιππίδης, 1984: 116-120).
Η ανέγερση των εν λόγω κτιρίων καθώς και πολυτελών ξενοδοχειακών μονάδων (Ακταίον και Μέγα Ξενοδοχείον) επί του παραλιακού μετώπου βασίστηκε στην κλασικιστική παράδοση, ενσωματώνοντας όμως διάφορες εκλεκτικιστικές προσμίξεις. Η ποικιλία αυτή από επιδράσεις, συνδυασμούς και μεταμορφώσεις συνδυάστηκε με έναν σεβασμό απέναντι στις τοπικές συνθήκες και κοινωνικές ανάγκες του Νέου Φαλήρου: κελύφη δεύτερης κατοικίας (μικρή κλίμακα), παραθερισμού και ψυχαγωγίας ενταγμένα σε ένα θαλασσινό τοπίο αστικού χαρακτήρα. Παρά την γενικότερη εικόνα εγκατάλειψης, μπορούμε ακόμα και σήμερα να βρούμε δείγματα μικτής αρχιτεκτονικής όπου ο ώριμος και ο λαϊκός νεοκλασικισμός (Εικόνες 5-12) συναντούν τον πολυκεντρικό εκλεκτικισμό (Εικόνες 13-15) και την γραφική αρχιτεκτονική (Εικόνες 16-17) σε έναν συγκερασμό διαφόρων μορφολογικών στοιχείων με το τοπικό ιδίωμα.
Εικόνες 5-12: Δείγματα μικτής αρχιτεκτονικής στο Ν. Φάληρο με έντονα στοιχεία λαϊκού και ώριμου νεοκλασικισμού.
Πηγή: Ιωάννης Γεωργικόπουλος.
Εικόνες 13-15: Δείγματα εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής στο Ν. Φάληρο.
Πηγή: Ιωάννης Γεωργικόπουλος.
Εικόνες 16 και 17: Δείγματα γραφικής αρχιτεκτονικής στο Ν. Φάληρο.
Πηγή: Ιωάννης Γεωργικόπουλος.
Οι τύποι αυτοί προαστιακής αρχιτεκτονικής, ως σταθερή αναφορά στο παρελθόν και τις ευρωπαϊκές πολιτισμικές εισαγωγές, εξακολουθούν να φέρνουν τους κατοίκους του Νέου Φαλήρου σε επαφή με ποικίλες ιστορικές κλίμακες. Εν τη γενέσει τους, τα κελύφη αυτά απευθύνονταν σε πληθυσμιακές ομάδες οι οποίες συνδέονταν πρακτικά και συμβολικά με τα δυτικά πρότυπα και τις δυτικές αναπαραστάσεις της νεωτερικότητας. Ο Χρήστος Χριστοφής υπήρξε, επί παραδείγματι, πληρεξούσιος πράκτορας μεταναστεύσεων μεγάλης γαλλικής εταιρείας ατμοπλοΐας (Πανδή-Αγαθοκλή, 2001)· η οικία Χριστοφή σε σχέδια Ernst Ziller κατοικείται σήμερα από μέλη της οικογένειας και αποτελεί δείγμα μικτής αρχιτεκτονικής (Εικόνα 18). Επίσης, τα πολυτελή ξενοδοχεία επί της παραλίας και το θεατράκι Ziller απευθύνονταν στην φιλοευρωπαϊκή αστική τάξη των Αθηνών (διανοούμενοι, καλλιτέχνες και λογοτέχνες) η οποία παραθέριζε στο Νέο Φάληρο και συνδεόταν πνευματικά με την Δύση.
Εικόνα 18: Η οικία Χριστοφή σε κατασκευή Ε. Ziller, λιθοδομή με εκλεκτικιστικά πλαίσια.
Πηγή: Ιωάννης Γεωργικόπουλος.
Με την σειρά τους, τα ιστορικά κελύφη της συνοικίας αποτελούν εκφράσεις προσαρμογής των ξένων προτύπων στις ελληνικές συνθήκες. Οι επιρροές από την εκλεκτικιστική μορφολογία και κυρίως από το εξωγενές ιδεολόγημα του (νεο-) κλασικισμού συνδέονται με την εισαγωγή του εδαφικού δυτικού νεωτερικού μοντέλου κατά την δημιουργία του ελληνικού κράτους (Γεωργικόπουλος, 2016, Georgikopoulos, 2017). Συγκεκριμένα, η επίδραση της νεοκλασικής πολεοδομίας συνετέλεσε, όχι χωρίς προβλήματα, στην εφαρμογή της συγκεντρωτικής συμβολικής στρατηγικής που ακολουθήθηκε από την βαυαρική διοίκηση στα πρότυπα του Βεστφαλιανού Έθνους-κράτους, συμβάλλοντας στην επιβολή των αξιών του Διαφωτισμού και στην απομάκρυνση από το οθωμανικό παρελθόν (Πρεβελάκης, 2016). Η αναφορά στην δυτική αντίληψη της αρχαιότητας και η προσαρμογή της στην τοπική κλίμακα αποτελεί συνεπώς τομή, στο μέτρο που εντός αυτής της «ομιλούσας αρχιτεκτονικής» (Vaudoyer, 1852) βρίσκεται η επιβεβαίωση της θέλησης για εκδυτικισμό χωρίς όμως ρήξη με τα ανατολίτικα στοιχεία. Πράγματι, πίσω από την επιδερμική κλασικίζουσα πρόσοψη-σύμβολο ελληνικότητας συναντάμε συχνά μία κατασκευή η οποία αντανακλά την συνέχεια με το πλαίσιο της προεπαναστατικής παραδοσιακής ζωής: ημιυπαίθριοι και μεταβατικοί χώροι όπως και εξωτερικές σκάλες απαντώνται σε μεγάλο αριθμό ιστορικών κελυφών στο Νέο Φάληρο.
Τέλος, η μικτή αυτή αρχιτεκτονική συνομιλεί συμβολικά με ιστορικά γεγονότα τα οποία συνδέονται με την δημιουργία του ελληνικού Κράτους και του νεο-κλασικού εθνικού μύθου αλλά και με την διαμόρφωση ευρύτερων γεωπολιτικών ανασχηματισμών στην Ευρώπη. Έτσι, στο παραλιακό μέτωπο βρίσκουμε το ανεγερθέν επί βασιλείας Όθωνα ταφικό μνημείο-οστεοφυλάκιο και τον τύμβο του Γεωργίου Καραϊσκάκη ο οποίος δέχτηκε το μοιραίο βόλι στην μάχη του Φαλήρου (1827) κατά την ελληνική Επανάσταση, καθώς και στοιχεία για την ύπαρξη γαλλο-βρετανικού νεκροταφείου και μνημείου (Χάρτης 2) υπέρ των πεσόντων στρατιωτών από επιδημία χολέρας κατά τον γαλλο-βρετανικό αποκλεισμό του Πειραιά στα πλαίσια του Κριμαϊκού Πολέμου (1853-1856).
Χάρτης 2: Ο Πειραιάς στις αρχές του 20ού αιώνα. Επάνω δεξιά διακρίνουμε το αγγλο-γαλλικό μνημείο και νεκροταφείο (Monument des Anglais et des Français, Cimetière).
Πηγή: Baedeker K (1909) Greece. Leipzig : Karl Baedeker Publisher (4th ed.).
Κατ’αυτόν τον τρόπο, η συνοικία του Νέου Φαλήρου συνδυάζει την κυκλοφορία μορφολογικών προτύπων αστικής προέλευσης με τις διάφορες γεω-ιστορικές κλίμακες, προσφέροντας ένα πλαίσιο ανάγνωσης της αρχιτεκτονικής και κοινωνικο-οικονομικής εξέλιξης του ελληνικού Κράτους μέσα από το πολιτισμικό απόθεμα της σύγχρονης πόλης. Πώς μπορεί όμως να αξιοποιηθεί η τοπική αρχιτεκτονική μνήμη ώστε να ανανοηματοδοτηθούν τα ιστορικο-πολιτισμικά χαρακτηριστικά και να ανανεωθεί η κοινωνική συνοχή και στο σύγχρονο πλαίσιο;
Για μία επιστροφή στον ανοιχτό ορίζοντα
Η διατήρηση και ανανέωση της αρχιτεκτονικής μνήμης και κληρονομιάς αποτελούν σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο επειδή εξασφαλίζουν στους κατοίκους το αίσθημα του ανήκειν στην πόλη, δίνοντας την εικόνα μίας απτής συνέχειας στον χώρο και στον χρόνο. Οι διαδικασίες αυτές μπορούν να αποδώσουν οικονομικά πολύ περισσότερο από ότι η επιφανειακή τουριστική ανάπτυξη και η ανεξέλεγκτη οικοδόμηση, καθώς η διαχρονικότητα και η ατμόσφαιρα συνέχειας γίνονται το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα το οποίο συνδέεται με την ποιότητα του τουριστικού κεφαλαίου του τόπου. Αποτελούν όμως και στοιχεία κοινωνικής συνοχής γιατί η αίσθηση της ένταξης σε μία χωρο-χρονική συνέχεια δημιουργεί ενοποιητικούς δεσμούς μεταξύ των κατοίκων, δεσμοί οι οποίοι απορροφούν ή και αποτρέπουν εντάσεις και συγκρούσεις σε διάφορες κλίμακες.
Η αξιοποίηση των φυσικών και αρχιτεκτονικών στοιχείων απλώνεται σε ένα φάσμα εκφράσεων οι οποίες αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, δημιουργώντας δυνάμεις έλξης. Η ανα-νοηματοδότηση της τοπικής αρχιτεκτονικής μνήμης βοηθά να προχωρήσουμε πέρα από την διπλή πολιτισμική εξάρτηση του Νέου Φαλήρου από τα κέντρα Πειραιά και Αθηνών (ιδιωτικά σχολεία, θέατρα, Πανεπιστήμια) προς μία συμβολική σύνδεση των χώρων, η οποία μπορεί να ωθήσει και σε μία επαναδιαπραγμάτευση των διοικητικών λειτουργιών του Κράτους: δυνητικά, όσο πιο επιτυχημένη η αλληλεπίδραση στο συμβολικό και κοινωνικό επίπεδο, τόσο πιο οργανωμένη και αποτελεσματική η φορολογική και διοικητική αποκέντρωση.
Επίσης, η επανασύνδεση με την θάλασσα καθώς και με την συμβολική αρχιτεκτονική Αθήνας και Πειραιά μπορεί μακροπρόθεσμα να επαναπροσδώσει στο Νέο Φάληρο τα χαρακτηριστικά του εξωστρεφούς προαστίου (outward suburb), ο δυναμισμός του οποίου θα ενισχύεται από την ενσωμάτωση και ώσμωση διαφορετικών πληθυσμιακών ομάδων. Έτσι, η ανανέωση της αρχιτεκτονική μνήμης, σε συνδυασμό με την γεωγραφική θέση του Νέου Φαλήρου (μεταξύ θαλασσίου μετώπου και βιομηχανικής ζώνης) και το επιχειρηματικό πνεύμα της νέας γενιάς κατοίκων, φαίνεται να δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την εμφάνιση μοχλών συνοχής με πολλαπλά οφέλη. Πράγματι, ενώ οι παλαιοί κάτοικοι αρνούνταν να αναπτύξουν δεσμούς με τον τόπο μετοίκησης, μένοντας προσκολλημένοι στην μικρή πατρίδα καταγωγής (χωριό, πόλη), τα παιδιά και τα εγγόνια τους φαίνεται να έχουν ήδη ενσωματώσει την αναφορά στην γενέθλια πόλη. Με την έλευση της δεύτερης και της τρίτης γενιάς, η πλειονότητα των νέων κατοίκων έχει αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς με το Νέο Φάληρο, συνειδητοποιώντας παράλληλα την ανάγκη για ανανέωση και ανα-νοηματοδότηση των ιδιαιτεροτήτων της συνοικίας με βάση τα γεω-ιστορικά της πλεονεκτήματα.
Η οικονομική διάσταση που προκύπτει από αυτές τις διεργασίες είναι εξίσου σημαντική και δείχνει να ευνοείται από τις υπάρχουσες και εν εξελίξει γραμμές δημοσίων μεταφορών (λεωφορείο, ηλεκτρικός, τραμ κλπ). Ο συνδυασμός πολιτισμικού και ποιοτικού τουρισμού (διαλεκτική μεταξύ τοπικής αρχιτεκτονικής κληρονομίας και ιστορικών κλιμάκων) με παράλληλη δημιουργία ζωνών κατοικίας και δραστηριοτήτων (συνέδρια, θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες, ομιλίες, μουσεία) και η σύνδεσή του συνόλου με αντίστοιχες ζώνες ανάλογες του δυναμικού της αθηναϊκής ακτής (Βούλα, Βουλιαγμένη) δύνανται, εκτός από την προσφορά θέσεων εργασίας, να προσδώσουν μία νέα δυναμική η οποία θα ανανεώσει το ενδιαφέρον των καλλιεργημένων Ευρωπαίων, (Ελληνο)Αμερικανών και Κινέζων τουριστών. Το γεγονός αυτό θα έχει, ιδανικά, ως αποτέλεσμα την άμεση επαφή με τα παγκόσμια πνευματικά και οικονομικά δίκτυα στα οποία ήδη συμμετέχουν η Αθήνα και ο Πειραιάς.
Η πολιτική/διοικητική, συμβολική και οικονομική αναβάθμιση και ισχυροποίηση των λειτουργιών των παραπάνω δυνάμεων έλξης ενώνουν το τοπικό με το εθνικό, το ευρωπαϊκό και το διεθνές επίπεδο μέσω της κυκλοφορίας. Συν τοις άλλοις, μπορούν να δημιουργήσουν τις συνθήκες για μία ποιοτική ζωή και εργασία ακόμα και για νεοφερμένους πληθυσμούς (π.χ. πρόσφυγες), κόντρα στην παρούσα κοινωνική και οικονομική ανασφάλεια του αθηναϊκού κέντρου (Georgikopoulos, 2018b).
Το Νέο Φάληρο μπορεί να αποτελέσει μία οικονομική και πολιτισμική όαση ανάμεσα στην Αθήνα και στον Πειραιά, ανάμεσα στον εθνο-κρατικό συγκεντρωτισμό και τις μεσογειακές ρίζες. Η επιστροφή του Νέου Φαλήρου στον ανοιχτό ορίζοντα είναι μία διαδικασία η οποία έχει συμφέρον να αντλήσει από το ξεχασμένο κεφάλαιο μνήμης, διαχρονικότητας και πολιτισμικής ποικιλίας, ούτως ώστε οι συμβολικές θεματικές να μπορούν να συνδιαλέγονται με τις αστικές αναπλάσεις και τις αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις. Η μετατόπιση αυτή από το τεχνοκρατικό στο πνευματικό/συμβολικό και άρα πολιτικό πλαίσιο απαιτεί πολυεπίπεδες συνέργειες. Προϋποθέτει κοινωνική πρωτοβουλία, αποτελεσματική συνεργασία φορέων, ενθουσιασμό και ενεργητικότητα από τις νέες γενιές και μία δυναμική και αποφασιστική πολιτική ηγεσία. Παρά τα προβλήματα και τις αγκυλώσεις, οι πρωτοβουλίες των τελευταίων χρόνων (Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, δράσεις της Περιφέρειας, ανάπλαση του Φαληρικού Δέλτα, κινητοποίηση των ιδιοκτητών ιστορικών κελυφών) και η ολοκλήρωση 200 χρόνων από την ελληνική Επανάσταση μπορούν να σηματοδοτήσουν πρακτικά και συμβολικά την αλλαγή προσανατολισμού. Τα ιστορικά κελύφη του Νέου Φαλήρου, το μνημείο του Καραϊσκάκη και οι ποικίλες συμβολικές αναφορές που τα συνοδεύουν λειτουργούν ως υπενθύμιση της γεωπολιτικής και πολιτισμικής καινοτομίας μέσα σε ένα πλαίσιο επαναδιαπραγμάτευσης της μνήμης, όπου τελικά η αναπόφευκτη μείξη μπορεί να οδηγήσει στην απαραίτητη ανανέωση.
Ευχαριστίες
Ευχαριστώ θερμά την Δρα. Αρχιτέκτονα Μηχανικό Ε.Μ.Π. Σταματίνα Μαλικούτη, Καθηγήτρια στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, για την πολύτιμη βοήθειά της.
[1] Στις ταινίες «Θα σε κάνω βασίλισσα» (1964) και «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» (1965) αποτυπώνονται γλαφυρά οι δυσκολίες, οι συμμαχίες και οι συγκρούσεις που απορρέουν από το όνειρο της ελληνικής κοινωνίας για μία καλύτερη ζωή εντός αστικού ιστού βασισμένη στις υλικές απολαβές.
[2] Για το σύστημα της αντιπαροχής, βλ. Πρεβελάκης 2001, 27-32.
[3] Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφέρουμε τον Νόμο 3741/1929 (ΦΕΚ Α’ 4) «Περί της ιδιοκτησίας κατ’ορόφους», ο οποίος αποτελεί την γενέθλιο πράξη της σύγχρονης πολυκατοικίας.
[4] Όπως για παράδειγμα η δωδεκανησιακή παροικία. Η προσάρτηση των νησιών της Δωδεκανήσου το 1947 (Συνθήκη των Παρισίων) ήταν η τελευταία προσθήκη εδαφών στην ελλαδική επικράτεια.
[5] Η χάραξη νέας στρατηγικής με βάση τον έλεγχο των όρων πολεοδόμησης και την αναβάθμιση της αρχιτεκτονικής κληρονομίας από το αυτόνομο Υπουργείο Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος (ΥΧΟΠ) του Στέφανου Μάνου το 1977 δεν πρόλαβε να ευδοκιμήσει. Με ορισμένες εξαιρέσεις, η πολεοδομική πολιτική συνέχισε να εργαλειοποιείται κατά τις προεκλογικές περιόδους (π.χ. μέσω της αύξησης των συντελεστών δόμησης) και να αποτελεί στοιχείο ψηφοθηρίας.
[6] Πίνακας 1. Δημογραφική εξέλιξη του Νέου Φαλήρου 1889-1961. Πηγή: Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος – Εθνικό Τυπογραφείο. Τα διαθέσιμα στοχευμένα στοιχεία για τον πληθυσμό του Νέου Φαλήρου αφορούν τις απογραφές των ετών 1889 (Δήμος Πειραιώς), 1920 (Δήμος Πειραιώς), 1928 (Κοινότητα Ν. Φαλήρου), 1940 (Κοινότητα Ν. Φαλήρου), 1951 (Δήμος Ν. Φαλήρου) και 1961 (Δήμος Ν. Φαλήρου). Από το 1968, η συνοικία ενσωματώνεται πλήρως στον Δήμο Πειραιά και από την απογραφή του 1971 και εφεξής σταματούν να διατίθενται ξεχωριστά στοιχεία. Οι δημογραφικές μεταβολές (σημαντική αύξηση του πληθυσμού) που παρατηρούνται στις απογραφές του 1920 και του 1928 οφείλονται στα αλλεπάλληλα τροποποιητικά διατάγματα και την αύξηση των χορηγούμενων αδειών οικοδομής κατά το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα, καθώς και στην εγκατάσταση προσφυγικών πληθυσμών από την Μικρά Ασία από το 1923.
[7]Ένας μικρός, αλλά σημαντικός για τα δεδομένα του προαστίου, αριθμός προσφύγων εγκαταστάθηκε στον κρατικό οικισμό που δημιουργήθηκε στην Σούδα του Νέου Φαλήρου (η περιοχή όπισθεν της νυν Στατιστικής Υπηρεσίας που συνδέει την βιομηχανική ζώνη της οδού Πειραιώς με το γήπεδο Καραϊσκάκη). Κατά την άφιξή τους, οι πρόσφυγες ήρθαν αντιμέτωποι με μία ιδιαιτέρως υποβαθμισμένη και δύσοσμη περιοχή η οποία, ήδη από το τέλος του 19ου αιώνα, αποτελούσε τόπο συσσώρευσης των ακάθαρτων λυμάτων από τις παρακείμενες βιομηχανίες όπου έμελλε και οι ίδιοι να εργαστούν. Τα οδωνύμια της περιοχής της Νεοφαληρικής Σούδας (οδοί Μικράς Ασίας, Φώκαιας, Καρδάση, Σμύρνης, Νέας Ιωνίας, Μουράτη, Εμμανουηλίδη) μαρτυρούν την προσφυγική της ιστορία.
Αναφορά λήμματος
Γεωργικόπουλος, Ι. (2020) Ανανεώνοντας την αρχιτεκτονική μνήμη: Ιστορικά κελύφη του Νέου Φαλήρου, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/ιστορικά-κελύφη-του-νέου-φαλήρου/ , DOI: 10.17902/20971.93
Αναφορά Άτλαντα
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Βιβλιογραφία
- Γεωργικόπουλος Ι (2016) Η Εθνική Κατασκευή στα Δωδεκάνησα. Στο: Γεωργαλίδου Μ και Τσιτσελίκης Κ (επιμ.), Γλωσσική και Κοινοτική Ετερότητα στη Δωδεκάνησο του 20ου αιώνα, Αθήνα: Παπαζήσης, σσ 75–96.
- Μαλικούτη Μ (2004) Πειραιάς 1834-1912. Αθήνα: Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς.
- Μυλωνάκη Α (2012) Από τις Αυλές στα Σαλόνια: Εικόνες του Αστικού Χώρου στον Ελληνικό Δημοφιλή Κινηματογράφο (1950-1970). Αθήνα: University Studio Press.
- Πανδή-Αγαθοκλή Β (2001) Η Ιστορία του Νέου Φαλήρου Μέσα από τους Δρόμους του. Αθήνα: Όμβρος.
- Πρεβελάκης ΓΣ (2016) Ποιοι Είμαστε; Γεωπολιτική της Ελληνικής Ταυτότητας. Αθήνα: Economia Publishing.
- Πρεβελάκης ΓΣ (2001) Επιστροφή στην Αθήνα. Πολεοδομία και γεωπολιτική της ελληνικής πρωτεύουσας. Αθήνα: Εστία.
- Φιλιππίδης Δ (1984) Νεοελληνική Αρχιτεκτονική. Αθήνα: Μέλισσα.
- Alogoskoufis G (1995) The two faces of Janus: institutions, policy regimes and macroeconomic performance in Greece. Economic policy, Oxford University Press Oxford, UK 10(20): 147–192.
- Doxiadis CA (1968) Ekistics: Αn introduction to the science of human settlements. London: Hutchinson.
- Georgikopoulos I (2017) Quand l’Alisverissi Transfrontalier Fait Vivre : Castellorizo et Kaş Face aux Crises. L’Espace politique 33(3). Epub available at: http://journals.openedition.org/espacepolitique/4437. DOI: 4000/espacepolitique.4437.
- Georgikopoulos I (2018a) Géopolitique du Dodécanèse. Thèse de Doctorat, Université Paris 1 Panthéon-Sorbonne, France.
- Georgikopoulos, I (2018b) De l’Accueil des Réfugiés à la Gestion des Migrations. Les Îles du Dodécanèse : une Zone Tampon à Fort Potentiel entre la Grèce et la Turquie. Anatoli 9 : 95-107.
- Vaudoyer L (1852) Etudes d’architecture en France. Le Magasin Pittoresque 20(49): 388.