Λαϊκές αγορές στις γειτονιές της Αθήνας
2015 | Δεκ
Οι λαϊκές αγορές, πολύβουες και πολύχρωμες στις γειτονιές της πόλης, αποτελούν γνώριμη εικόνα της Αθήνας και των μεγάλων δήμων του λεκανοπεδίου. Αγρότες παραγωγοί και επαγγελματίες λιανοπωλητές διαγκωνίζονται στους πάγκους τους διαλαλώντας την ποιότητα και τη φθήνια των προϊόντων τους. «Πάρε- πάρε, εδώ η φθήνια», «καρπούζι με το μαχαίρι», «έλα πάρε, χωρίς ορμόνες για τα μωρά», συνιστούν οικείες προτροπές προς το αγοραστικό κοινό. Οι λαϊκές συγκροτούν εδώ και χρόνια παραδοσιακούς τόπους αγοραπωλησίας προϊόντων για τους Αθηναίους που τις επισκέπτονται ανεξαρτήτως ηλικίας και εισοδήματος.
Οι λαϊκές αγορές θεσμοθετήθηκαν το 1929 από τον Ελευθέριο Βενιζέλο προκειμένου να αντιμετωπισθούν τα φαινόμενα κερδοσκοπίας και η απειλή της αισχροκέρδειας μπροστά στο φάσμα της οικονομικής κρίσης στο Μεσοπόλεμο. Αμέσως βρέθηκαν αντιμέτωπες με τις έντονες διαμαρτυρίες των επαγγελματικών οργανώσεων, αλλά και τις απειλές των μεσαζόντων προς τους παραγωγούς πως θα διέκοπταν τη συνεργασία μαζί τους. Και τούτο γιατί, χονδρέμποροι και μεσάζοντες φοβήθηκαν πως θα πλήττονταν από τον καινοφανή αυτό θεσμό εμπορίας με την απευθείας πώληση γεωργικών προϊόντων από τους παραγωγούς στους καταναλωτές (Σκιαδάς 2014). Ωστόσο οι λαϊκές αγκαλιάστηκαν γρήγορα από τους Αθηναίους παραμένοντας εφεξής ένας σταθερός θεσμός που θα επηρέαζε την οργάνωση του οικογενειακού καλαθιού και την εμπορική λειτουργία στις γειτονιές της πόλης.
Η πρώτη λαϊκή λειτούργησε στο Θησείο με περιβολάρηδες από τον Άγιο Σάββα του Ελαιώνα, την Κολοκυνθού, το Μοσχάτο, τον Ρέντη, το Μαρούσι, το Χαλάνδρι, το Μενίδι, τα Μέγαρα κ.ά. Η γρήγορη επιτυχία οδηγεί στην ανάγκη καλύτερης οργάνωσης του θεσμού, οπότε ιδρύεται το 1932 το Ταμείο Λαϊκών Αγορών (Σκιαδάς 2014). Από τότε οι λαϊκές επέκτειναν τους πάγκους και την ποικιλία των προσφερόμενων ειδών, ενώ πλήθυναν οι γειτονιές της Αθήνας που τις φιλοξενούν. Σήμερα λειτουργούν 180 λαϊκές κάθε βδομάδα στη χωρική αρμοδιότητα της πρώην Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθήνας–Πειραιά (σήμερα Περιφέρεια Αττικής), από τις οποίες 44 χωροθετούνται στα όρια του Δήμου Αθηναίων (www.cityofathens.gr/). Η εύρυθμη λειτουργία και η εξυπηρέτηση εμπόρων και παραγωγών υπάγονται στην δικαιοδοσία του Οργανισμού Λαϊκών Αγορών Αθήνας –Πειραιά (ΟΛΑΑΠ, πρώην Ταμείο Λαϊκών Αγορών), που είναι αυτοχρηματοδοτούμενος οργανισμός με κοινωφελή χαρακτήρα και λειτουργεί ως ΝΠΔΔ (www.olaa.gr).
Με την πάροδο των χρόνων επεκτάθηκε και η ακτίνα προέλευσης των κηπευτικών και οπωρικών, αλλά και άλλων ειδών όπως όσπρια, μέλι, ελιές, αυγά, ψάρια, κ.ά. Συναντά κανείς παραγωγούς από την Εύβοια, τη Βοιωτία, την Κορινθία και την Αργολίδα, την Ηλεία, και βέβαια από τις κλασσικές περιαστικές περιοχές του Μαραθώνα, του Μενιδίου και των Μεγάρων. Σήμερα, χάρη στον εκσυγχρονισμό των αυτοκινητόδρομων και των μέσων μεταφοράς, καθώς στις τεχνολογίες συντήρησης και ψύξης των ευπαθών προϊόντων, καταφθάνουν στις λαϊκές της Αθήνας φρούτα από όλη την Ελλάδα, από μεγάλους αλλά και μικρότερους παραγωγούς και συνεταιρισμούς, όπως για παράδειγμα μήλα Αγιάς, ροδάκινα Νάουσας, κεράσια Βοδενών (Έδεσσας). Τα όσπρια, το ρύζι, οι ελιές, τα Μεσογείτικα κρασιά από τον παραγωγό –όλα με αναγραφόμενη ονομασία προέλευσης– έχουν επίσης την τιμητική τους για τους καταναλωτές που προτιμούν τα χύμα προϊόντα από τα τυποποιημένα των σούπερ μάρκετ. «Τα τυποποιημένα έχουν φάρμακα για να τα συντηρούν στο σακουλάκι. Εδώ ξέρω τι αγοράζω, από πού βαστά η σκούφια του», απαντούν ευαισθητοποιημένοι καταναλωτές.
Ο βασικός λόγος προτίμησης της λαϊκής σε σχέση με το σούπερ μάρκετ είναι η φρεσκάδα και η ποικιλία σε προϊόντα, ποιότητες και τιμές. «Μπαίνοντας στο σούπερ μάρκετ είναι μονόδρομος, ο καταναλωτής θα βρει δύο ποιότητες ντομάτες και τέρμα, και πολλά είναι έτοιμα πακεταρισμένα στο σελοφάν. Εδώ στη λαϊκή ο καταναλωτής θα βρει 20 πάγκους με ντομάτες, κάποια θα είναι από ελληνικό σπόρο, άλλη πιο σγουρή, άλλη πιο γυαλιστερή από το θερμοκήπιο,… αλλού κοιτάζει την ταμπέλα, σου λέει είναι από το Ναύπλιο, από τον τόπο του .…ενστικτωδώς αγοράζει, ρωτάει, δοκιμάζει, ενημερώνεται. Την άλλη εβδομάδα ξανάρχεται και δοκιμάζει κάτι άλλο με τον καιρό εκπαιδεύεται. Στο σούπερ μάρκετ θα ρωτήσεις ποτέ τον υπάλληλο;» (Βαγγέλης, παραγωγός από τα Μέγαρα).
Οι λαϊκές απευθύνονται σε όλες τις κοινωνικές ομάδες και βαλάντια. Το πρωί, με τα προϊόντα πρώτης διαλογής στους πάγκους, συναντά κανείς εκείνους κυρίως τους καταναλωτές που τους ενδιαφέρει η ποιότητα ανεξαρτήτως τιμής. Είναι γενικά παραδεκτό ότι η σχέση ποιότητας-τιμής υπερτερεί στη λαϊκή αγορά σε σχέση με τις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ. Καθώς η ώρα προχωρά, και οι τιμές πέφτουν στο ξεπούλημα της μέρας, συγκεντρώνονται κυρίως τα φτωχότερα εισοδηματικά στρώματα. «Τώρα με την κρίση, στις φτωχές συνοικίες ο περισσότερος κόσμος μαζεύεται το μεσημέρι ενώ όλο το πρωί καθόμαστε (…) βοηθάμε και μεις όσο μπορούμε, το βλέπουμε κάποιοι ζορίζονται, δεν τους βγαίνει ο λογαριασμός, ε… θα βάλουμε και κάτι παραπάνω στη σακούλα» (Νίκος, επαγγελματίας λιανοπωλητής).
Από την άλλη, ο καταναλωτής κτίζει σχέσεις εμπιστοσύνης με τον μανάβη του στη λαϊκή αγορά, καθώς συζητά, ενημερώνεται για τις ποικιλίες των οπωροκηπευτικών, τον τόπο προέλευσής τους, όπως και για τρόπους συντήρησης και μαγειρέματος. Κάποιοι πωλητές φέρνουν στον πάγκο τους μικρές παραγωγές ντόπιων ποικιλιών από αγρότες της περιοχής τους: φιρίκια Πηλίου, λεμόνια Πόρου, κοντούλες από την ορεινή Κορινθία κ.ά. Με αυτόν τον τρόπο συμβάλλουν, όχι μόνο στην επιβίωση μικρών οικογενειακών εκμεταλλεύσεων, αλλά και στη διατήρηση και διάδοση στο νεαρότερο καταναλωτικό κοινό παραδοσιακών, ντόπιων (και ελληνικών γενικότερα) ποικιλιών έναντι των εισαγόμενων και των υβριδικών. «Μυρώνια, καυκαλίθρες, αζούματα, πριν λίγα χρόνια δεν τα ήξεραν οι καταναλωτές. Τους έλεγα πάρτε βρε και βάλτε στις πίτες και θα με θυμηθείτε, στα χωριά αυτά μας έζησαν. Δειλά-δειλά κάποιοι αγόραζαν και τώρα δεν τους προλαβαίνω. Ειδικά οι νέες νοικοκυρές δεν τα ήξεραν γιατί έχουν χάσει το δέσιμο με το χωριό. Σιγά-σιγά μαθαίνουν και έρχονται πιο κοντά στη φύση» (Χρίστος, παραγωγός από τη Βοιωτία). Δεν υφίσταται όμως μόνο η «εκπαίδευση» του καταναλωτή από τον παραγωγό, αλλά και το αντίστροφο, αναδεικνύοντας την κοινωνική δυναμική αυτής της «ζωντανής» σχέσης αλληλεπίδρασης. Ο Χρίστος συνεχίζει: «Ορισμένες νοικοκυρές διάλεγαν… τις ντομάτες για παράδειγμα, όσες είχαν ακανόνιστο σχήμα, δεν τις έπαιρναν ενώ διάλεγαν τις ολοστρόγγυλες και τις καθαρές. Ψώνιζαν δηλαδή με το μάτι. Σκέφτηκα λοιπόν να αναζητήσω, μήπως υπάρχουν συγκεκριμένοι σπόροι που να δίνουν στον καρπό μια ομοιομορφία. Μίλησα με γεωπόνους, διάβασα, πειραματίστηκα με διάφορους σπόρους και τ’ αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά, στο βαθμό που να τα ξεπουλάω όλα. Ταίριαξα, την επιστημονική γνώση, με την εμπειρία της λαϊκής. Η έκθεση στον κόσμο ήταν αυτή που με έκανε να αναζητήσω. Κατά μια έννοια έγινα ένας μικρός εμπορικός αντιπρόσωπος μεταξύ λαϊκής και χωραφιού».
Σε κάθε περίπτωση η πληθώρα πωλητών, προϊόντων και ποικιλιών φαίνεται ότι κρατούν τον ανταγωνισμό σε όφελος του καταναλωτή. «Εδώ έχει πολλούς πάγκους και πολλούς τόνους αραδιασμένα προϊόντα, από έναν τόνο καρπούζι ο καταναλωτής θα επιλέξει αυτό που του αρέσει. Αισθάνεται πλούσιος να πάρει αυτό που τον ικανοποιεί με το μάτι, με το ένστικτο. Σ’ ένα σούπερ μάρκετ δεν συμβαίνει αυτό…. Η μεγάλη αλυσίδα θα κάνει μια συμφωνία μ’ έναν μεγάλο παραγωγό για μια συγκεκριμένη ποιότητα προϊόντος με βάση το κέρδος του» (Βαγγέλης, παραγωγός από τα Μέγαρα).
Για τους αγρότες παραγωγούς, η λαϊκή δίνει τη δυνατότητα να πωλούν απευθείας στους καταναλωτές αποφεύγοντας τους χονδρέμπορους και τα μεγάλα δίκτυα διανομής, ενισχύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την προστιθέμενη αξία της παραγωγής τους. «Πρώτα έδινα στην κεντρική λαχαναγορά και ακόμα μου χρωστούν οι έμποροι. Εδώ πληρώνομαι ζεστό χρήμα, στο τέλος θα ξεπουλήσω έστω και μισοτιμής και δεν έχω και φύρα, και πάλι κερδισμένη βγαίνω. Ο έμπορος παίρνει μόνο τον αφρό, σου πετάει τα μισά ότι δεν του κάνουν και σε πληρώνει όποτε θέλει. Τις ζουλιγμένες ντομάτες για παράδειγμα εγώ θα τις πουλήσω για σάλτσα» (Μαριέττα, παραγωγός από Θήβα).
Η λαϊκή αποτελεί ένα ζωντανό τόπο συνεύρεσης ατόμων, ετερόκλητων με μια πρώτη ματιά, που προέρχονται από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες: συγκάτοικοι της γειτονιάς που καλημερίζονται, πηγαδάκια αργόσχολων συνταξιούχων, βιαστικοί εργαζόμενοι, νοικοκυρές με στοχευμένο καλάθι για τον εβδομαδιαίο εφοδιασμό της οικογένειας, μοναχικοί ηλικιωμένοι που αγοράζουν τα απαραίτητα της λιτής τους δίαιτας, χαμηλο-εισοδηματίες και ευπορότεροι, γηγενείς και μετανάστες. Συνεκτικό στοιχείο η αναζήτηση φρέσκων, ποιοτικών και σε προσιτή τιμή τροφίμων, η κουβέντα με τον γείτονα, η σχέση με τον έμπορο, η «πολιτισμική εγγύτητα» – έστω και φαντασιακή – με τον τόπο παραγωγής και τον παραγωγό. Αντικατοπτρίζοντας ένα γνώριμο σημείο αναφοράς στις γειτονιές της πόλης, οι λαϊκές λειτουργούν επίσης – ιδιαίτερα τώρα την περίοδο της κρίσης – ως πεδίο πολιτικής έκφρασης των πολιτών, εκδήλωσης της «λαϊκής αγανάκτησης» και ενίοτε διακωμώδησης της πολιτικής σκηνής, αν όχι ως ένα ανέξοδο πολιτικό βαρόμετρο για τα ΜΜΕ, με αφορμή την ακρίβεια, τις περικοπές εισοδημάτων, τα κακώς κείμενα των πολιτικών, τη δύσκολη καθημερινότητα.
Αναφορά λήμματος
Πέτρου, Μ. (2015) Λαϊκές αγορές στις γειτονιές της Αθήνας, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/λαϊκές-αγορές/ , DOI: 10.17902/20971.52
Αναφορά Άτλαντα
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Βιβλιογραφία
- Σκιαδάς Ε (2014) Όταν γεννήθηκαν οι λαϊκές αγορές το 1929 για να χτυπηθούν οι κερδοσκόποι. Ο Μικρός Ρωμηός. Available from: http://mikros-romios.gr/laikesagores/.
Ηλεκτρονικές πηγές
Πληροφορίες για τις λαϊκές αγορές στην Αττική