Ανασύροντας τη ‘χαμένη’ πόλη των φυματικών μέσα από τα αρχεία. Τα σανατόρια της Πεντέλης, μια ευκαιρία για την ιστορία των νοσοκομείων
2022 | Σεπ
Το κείμενο παρουσιάζει μια παραγνωρισμένη πτυχή του παρελθόντος της πόλης της Αθήνας. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια απόπειρα να εξηγήσω μια νέα κατηγορία ιστορικού τόπου: εκείνη του τόπου υγείας. Για να αναλύσω την ιδιαιτερότητα και τα ιστορικά χαρακτηριστικά που συνηγορούν υπέρ των ιστορικών τόπων, θα αναφερθώ συνοπτικά στην ιστορία ίδρυσης σανατορίων στις παρυφές της Πεντέλης και στη θεωρία της ιατρικής κλιματολογίας που υπέδειξε συγκεκριμένους τόπους ως λιγότερο ή περισσότερο κατάλληλους για την ίαση των φυματικών.
Από τα τέλη του 19ου αι. ως τον Μεσοπόλεμο ευκατάστατοι φυματικοί παραθέριζαν στο εξοχικό Μαρούσι σε μία προσπάθεια να θεραπευτούν από το ευεργετικό φυσικό περιβάλλον. Αργότερα, αυτή η πρακτική θα επισύρει το ενδιαφέρον μεμονωμένων γιατρών, ευεργετών και επενδυτικών σχημάτων. Όλοι αποσκοπούσαν στη δημιουργία μεγάλων νοσοκομειακών υποδομών στο καταπράσινο βουνό της Πεντέλης. Πολλά από αυτά τα σανατόρια μετατράπηκαν σε γενικά κρατικά νοσοκομεία στα μεταπολεμικά χρόνια, έχοντας απεκδυθεί πλήρως την ιστορική ταυτότητά τους. Σήμερα ελάχιστοι κάτοικοι του Αμαρουσίου και των Μελισσίων θυμούνται ακόμη αυτές τις ιστορίες. Στόχος του λήμματος είναι να συζητήσει μια νέα περίπτωση διατήρησης της μνήμης μέσα στον αστικό χώρο −μέσω της διαδικασίας της αποκατάστασης ιστορικών κτηρίων− και επομένως αποφυγής της λήθης για τα κτήρια αυτά. Επίσης, στόχος είναι να κατατεθούν μερικές προτάσεις διατήρησης της μνήμης με αφορμή την ανάδειξη ενός νοσοκομειακού συγκροτήματος στη Βαρκελώνη και την αποκατάσταση ενός σανατορίου στο Βέλγιο.
Η ανάδειξη της ιστορικής διαδρομής αυτών των μεγάλων συγκροτημάτων μπορεί να μεταβάλλει ριζικά τη σχέση των Αθηναίων και των κατοίκων της Πεντέλης με το δασικό περιβάλλον, το οποίο βιαστικά χαρακτηρίζεται ως μη ιστορικό. Ακόμη οι ιστορίες φωτίζουν το παρελθόν μιας αστικής περιοχής, η οποία περιγράφεται ως σύγχρονο και ανιστορικό προάστιο. Τέλος, στόχος του κειμένου είναι να δείξει πως η μελέτη των αρχειακών τεκμηρίων μπορεί να αποκαλύψει λησμονημένους τόπους και ιστορίες που διαφεύγουν της ματιάς των ιστορικών, όπως εκείνες της περίθαλψης των ασθενών.
Οι θεραπευτικοί τόποι
Η πρόσληψη των βιομηχανικών εγκαταστάσεων ως τμημάτων της αρχιτεκτονικής και ιστορικής κληρονομιάς των νεότερων κοινωνιών υπήρξε αποτέλεσμα των επιστημονικών διεργασιών και συζητήσεων, που ενσωμάτωσε μεταπολεμικά η βιομηχανική αρχαιολογία. Πρόκειται για ένα πεδίο καταγραφής, μελέτης και διατήρησης των καταλοίπων των παραγωγικών δραστηριοτήτων παλαιών και νεότερων κοινωνιών. Η ανάγκη για έρευνα και κατανόηση των μικρών και μεγάλων οικονομικών διαδικασιών οδήγησε στο αίτημα για τη διατήρηση των υλικών καταλοίπων και αργότερα των άυλων αποτυπώσεων στα αποθετήρια μνήμης. Αυτή τη διεύρυνση των ερωτημάτων πέρα από τα στενά όρια της τεχνικής εξέλιξης αποτύπωσε ο ορισμός του Jacques Pinard το 1985: «Η βιομηχανική αρχαιολογία επιδιώκει να δημιουργήσει λοιπόν κάτι περισσότερο από μια ιστορία των επιστημών και των τεχνικών, θέλοντας να αναπλάσει, με αφετηρία συγκεκριμένα στοιχεία, όλο εκείνον τον υλικό και ανθρώπινο χώρο που περιβάλλει μια κοινωνία» (Pinard, 1991:11). Αυτό το νέο πεδίο συζήτησης υπήρξε η αφορμή για να εμφανιστεί στην Ελλάδα στο τέλος της δεκαετίας του 1980 η τάση της διατήρησης αρκετών βιομηχανικών εγκαταστάσεων και της ανάδειξης τους μέσω διαφορετικών προγραμμάτων αποκατάστασης.
Αυτό το κείμενο δεν θα ασχοληθεί με τη βιομηχανική κληρονομιά. Μέσω αυτού του παραδείγματος αναζητώ απαντήσεις στο ερώτημα γιατί οι εγκαταστάσεις που αφορούν τη δημόσια υγεία και την περίθαλψη των πολιτών διαφεύγουν της ένταξης στα μνημεία νεότερης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Μολονότι οι αρχιτέκτονες αναφέρονται σε αυτά και μελετούν τους δημιουργούς τους, η αδιάλειπτη λειτουργία μέσα στα ίδια κελύφη οδηγεί σε ακούσια μάλλον αποσιώπηση του παρελθόντος τους και τελικά σε συλλογική λήθη. Λίγοι πολίτες μπορούν να αναφερθούν σε γεγονότα ή πρόσωπα που συνδέθηκαν με τα ελληνικά νοσοκομεία και τις δομές περίθαλψης. Με την αναφορά μου στη βιομηχανική αρχαιολογία θέλησα να υπενθυμίσω ότι σε άλλες περιπτώσεις τα επίμονα ερωτήματα της επιστημονικής κοινότητας συνέβαλαν στην ένταξη μιας κατηγορίας χρηστικών κατασκευών στη σφαίρα των νεότερων ιστορικών μνημείων. Οι λιγοστές μελέτες για τις ιστορικές διαδρομές των ελληνικών νοσοκομείων, η απουσία συγκροτημένων αρχειακών συνόλων με διοικητικές, οικονομικές, και λειτουργικές πληροφορίες οδήγησαν σε μια μακρά λήθη τα προηγούμενα χρόνια. Αγνοούμε δηλαδή σε πολλές περιπτώσεις τις ειδικές συνθήκες, τα κρατικά προγράμματα δημόσιας υγείας, τις κοινωνικές ανάγκες μέσα από τις οποίες γεννήθηκαν αυτοί οι οργανισμοί περίθαλψης.
Μέσα από τη μελέτη ενός τέτοιου ιστορικού παραδείγματος, θα προσπαθήσω να αναδείξω μια ιδιαίτερη περίπτωση όχι ιστορικών νοσοκομειακών ιδρυμάτων αλλά περισσότερο ενός ευρύτερου λησμονημένου τόπου υγείας. Στη διδακτορική διατριβή μου χρησιμοποίησα τον όρο ‘θεραπευτικοί τόποι’ για να εξηγήσω την ιατρική πρακτική του 19ου αι., σύμφωνα με την οποία το κλίμα διάφορων οικισμών ανά την υφήλιο χαρακτηριζόταν ως ιαματικό για ορισμένες παθήσεις (Στογιαννίδης, 2016: 50-73). Στις αρχές του 19ου αι. οι γιατροί στα Βρετανικά Νησιά αναζητούσαν θεραπεία για μια διαδεδομένη νόσο μεταξύ των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Η φυματίωση πρόσβαλε τους νεαρούς φοιτητές, καλλιτέχνες και συγγραφείς. Εφόσον οι εύποροι αστοί μπορούσαν να καταβάλλουν τα έξοδα της ιατρικής επίσκεψης και περίθαλψης, οι γιατροί αναζήτησαν θεραπευτικά μέσα προσαρμοσμένα στις οικονομικές δυνατότητες αυτών των κοινωνικών ομάδων. Οι πρώτες ιδέες περιλάμβαναν την αποστολή νεαρών φυματικών στην εύκρατη Μεσόγειο (κεντρική Ιταλία, νότια Γαλλία, Επτάνησα). Αποτύπωναν τις σκέψεις τους σε πραγματείες, στις οποίες περιέγραφαν το φυσικό περιβάλλον (χλωρίδα, πανίδα, κλίμα) αυτών των περιοχών (Clark, 1820; Clark, 1829; Fisk, 1907; Johnson, 1890; Matthews, 1835; Weber & Weber, 1907)
Σύντομα, παρατήρησαν ότι ο συνδυασμός της πλούσιας διατροφής με τις κλιματικές συνθήκες του ευρωπαϊκού νότου οδηγούσαν σε πρόσκαιρη ανάκαμψη της υγείας των ασθενών. Καθώς οι γιατροί συγκέντρωναν περισσότερα ενθαρρυντικά δεδομένα για τα μεσογειακά κλίματα οδηγήθηκαν σε μια επιστημονική θεωρία, η οποία έμεινε γνωστή ως ιατρική κλιματολογία. Ισχυρίζονταν δηλαδή ότι ειδικές κλιματικές συνθήκες μπορούσαν να καταπολεμήσουν τη νόσο της φυματίωσης και να παρατείνουν τον βίο των φορέων. Η θεωρία διαδόθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε ορισμένοι γιατροί να ισχυρίζονται ότι οι κλιματικές συνθήκες της Μεσογείου μπορούν να διαμορφωθούν τεχνητά σε διάφορα γεωγραφικά σημεία της υφηλίου. Έτσι, άρχισαν να προτείνουν τρόπους για να μειώσουν την εσωτερική υγρασία και να αυξήσουν τη φωτεινότητα των κτισμάτων, στα οποία θα περιέθαλπαν τους φυματικούς. Ένας από τους πιο γνωστούς υπερασπιστές αυτών των ιδεών υπήρξε ο Τζέιμς Κλαρκ (James Clark), ο μετέπειτα βασιλικός γιατρός της Βικτώριας της Αγγλίας (Clark, 1829). Ο Κλαρκ είδε από την πρώτη στιγμή ότι οι προτάσεις για μετεγκατάσταση των εύπορων φυματικών στη Μεσόγειο προκαλούσαν διαφυγόντα κέρδη στην εγχώρια οικονομία. Μετά από αρκετές καταγραφές των κλιματικών συνθηκών σε διαμορφωμένα και μη θέρετρα της Αγγλίας, δημιούργησε έναν κατάλογο με τα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε περιοχής που την καθιστούσαν κατάλληλη για να περιθάλπει φυματικούς και όσους έπασχαν από νοσήματα του αναπνευστικού συστήματος (Στογιαννίδης, 2016:44-46).
Ουσιαστικά, σε αυτό το σημείο είχε γεννηθεί ήδη η ιδέα του σανατορίου ως χώρου περίθαλψης των φυματικών. Όπως όλες οι ιδέες, χρειάστηκαν μερικές δεκαετίες και ορισμένοι πιονέροι γιατροί για να εμφανιστεί στις Άλπεις μεταξύ 1850-1860 ως νέα κατηγορία ιδρύματος περίθαλψης (Στογιαννίδης, 2016: 51-53). Μέχρι τα τέλη του 19ου αι. είχε καθιερωθεί στην κεντρική Ευρώπη ως τύπος ειδικού νοσοκομείου και χώρου απομόνωσης των φορέων μετάδοσης των μικροβίων (βακίλων). Η ιδέα της ανέγερσης ειδικών νοσοκομείων για την απομόνωση και την περίθαλψη των φυματικών διαδόθηκε συστηματικά σε όλη την ήπειρο και πέρα από τα γεωγραφικά της όρια μετά την εργαστηριακή τεκμηρίωση (1882) της μεταδοτικής φύσης της φυματίωσης από τον Ρόμπερτ Κοχ. Η αποκάλυψη της μεταδοτικότητας των μικροβίων οδήγησε στην ανάγκη περιορισμού των φορέων, ώστε να προστατευθεί το υγιές τμήμα της κοινωνίας. Ακολουθώντας τις ιδέες γιατρών όπως ο Κλαρκ, οι Έλληνες γιατροί στις αρχές του εικοστού αιώνα αναζητούσαν τόπο για την ανέγερση σανατορίων.
Ιστορική αναδρομή στην περίθαλψη των απόρων και ευπόρων φυματικών στην Αθήνα
Ήδη από τα τέλη του 19ου αι., οι φυματικοί Αθηναίοι κατέφευγαν στα δάση και τις εξοχές του Αμαρουσίου για να ανακουφιστούν από τη διαδεδομένη νόσο των πόλεων (Στογιαννίδης, 2016: 367-368). Είναι βέβαιο ότι πρόκειται για πρακτική που είχε ήδη διαδοθεί, αφού στον Τύπο δημοσιεύονταν σύντομα διηγήματα για φυματικούς που παραθέριζαν κάτω από τα δέντρα και δίπλα στα νερά της Πεντέλης (Η φθισική, 1888). Αυτά τα δημοσιεύματα μαζί με πιθανόν άλλα δεδομένα από την παρατήρηση του αττικού κλίματος οδήγησαν τους γιατρούς και προασπιστές της υγιεινολογίας Κωνσταντίνο Σάββα και Βασίλειο Πατρίκιο την άνοιξη του 1902 σε επιτόπια επίσκεψη στην Πεντέλη. Την ίδια περίοδο το Μέγαρο της Δούκισσας της Πλακεντίας είχε περιέλθει στην κατοχή του ελληνικού δημοσίου. Έτσι, οι δυο γιατροί και εκπρόσωποι του Πανελλήνιου Συνδέσμου κατά της Φυματιώσεως πρότειναν να λειτουργήσει το Μέγαρο στο εξής ως σανατόριο (Σκριπ, 23.04.1902; Στογιαννίδης, 2016: 258-259). Το ζήτημα της μετατροπής του Μεγάρου μεταφέρθηκε στο Κοινοβούλιο χωρίς όμως κάποιο αποτέλεσμα. Ιδέες αξιοποίησής του κατατέθηκαν ξανά το 1919, όταν ο Κώστας Κιτσίκης ανέλαβε τη μελέτη μετατροπής του σε ξενοδοχείο-υδροθεραπευτήριο (Φεσσά-Εμμανουήλ & Μαρμαράς, 2005).
Η Επιτροπή δεν κατέληξε αναφορικά με την επιλογή της Πεντέλης και τα ηνία πήρε η Σοφία Σλήμαν, η οποία προχώρησε στην οικοδόμηση ενός μικρού κτίσματος στην αγροτική περιοχή των Αμπελοκήπων. Η απόφαση της Σλήμαν και της επιτροπής να κτιστεί ένα λαϊκό σανατόριο το οποίο θα περιέθαλπε κατά προτεραιότητα τους φτωχούς φυματικούς σε αυτή τη θέση είχε κοινωνικό στίγμα. Τα βασικά κριτήρια ήταν η αναζήτηση μιας περιοχής που διέθετε δασικό περιβάλλον αλλά και η σχετικά κοντινή απόσταση από το κέντρο της πόλης. Αυτός ο τύπος των σανατορίων πόλης εφαρμόστηκε με επιτυχία στις αμερικανικές πόλεις. Η ανέγερση του ΣΩΤΗΡΙΑ ήταν η λύση που εν τέλει δόθηκε για την περίθαλψη των άπορων ή μεροκαματιάρηδων φυματικών, οι οποίοι ήθελαν να νοσηλεύονται σε ένα οικείο περιβάλλον και σε μικρή απόσταση από την οικογενειακή εστία τους.
Η διοικητική διαδρομή του ΣΩΤΗΡΙΑ υπήρξε ανάλογη με τις κοινωνικές συνθήκες που διαμόρφωσε ο δεκαετής πόλεμος (Βαλκανικοί, Μικρασία). Φυματικοί πρόσφυγες και στρατιώτες συνέρρεαν στις πύλες του μικρού σανατορίου. Οι χορηγίες εύπορων πολιτών (Άμπετ, Οικονομίδης, Κυριαζίδης) επέτρεψαν στη διοίκηση να ανοικοδομήσει μικρές κλινικές, ώστε με μικρά βήματα να αυξηθεί η δυναμικότητα του σανατορίου σε κλίνες. Μετά την άφιξη των πολυάριθμων μικρασιατών στο λιμάνι του Πειραιά το ΣΩΤΗΡΙΑ δέχτηκε περισσότερα αιτήματα εισαγωγής από όσα μπορούσε να ανταποκριθεί με αποτέλεσμα να απορρίπτει αρκετούς ασθενείς. Οι φυματικοί που δεν γίνονταν δεκτοί κατασκήνωναν στα άλση που περιέβαλαν τις κλινικές. (Στογιαννίδης, 2016: 286-332) Η πίεση που ασκούσαν οι υπαίθριες κατασκηνώσεις των ασθενών σε ακατάλληλες και επιβαρυντικές για την υγεία τους συνθήκες προκάλεσε νέες πρωτοβουλίες.
Η ανέγερση ιδιωτικών σανατορίων για την περίθαλψη ευκατάστατων φυματικών ήταν μια ιδέα που απασχόλησε Έλληνες επιχειρηματίες και πολιτικούς ήδη από τις αρχές του εικοστού αιώνα. Μάλιστα, αρκετοί προσπάθησαν να συνεργαστούν με γιατρούς της Κεντρικής Ευρώπης, ώστε να δημιουργήσουν ένα δίκτυο εισαγωγής ασθενών από αυτές τις χώρες (Στογιαννίδης, 2016: 169-175). Σύμφωνα με τον Arnold η προτίμηση στα θέρετρα της Μεσογείου είχε προκύψει ως συνέχεια των πολύμηνων ταξιδιών των ευρωπαίων καλλιτεχνών και διανοούμενων στη νότια Ευρώπη (Arnold, 2012: 16-18). Τα περισσότερα εγχειρήματα ήταν μάλλον ανώριμα ή αρκετά μεγαλεπήβολα για την ανώριμη ελληνική οικονομία. Φαίνεται ότι ο χώρος της δημόσιας υγείας δεν ήταν ακόμη προετοιμασμένος για μεγάλους ιδιωτικούς οργανισμούς περίθαλψης. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι τοπικές κοινωνίες απώθησαν αυτούς τους σχεδιασμούς φοβούμενες τη μετάδοση των μολυσματικών μικροβίων.
Μολονότι η ιδιωτική δραστηριότητα στον χώρο της υγείας συνδέεται με το οικονομικό κέρδος, το αδιέξοδο των πρώτων εγχειρημάτων για ιδιωτικά σανατόρια επιβεβαιώνει ότι οι περιρρέουσες κοινωνικές συνθήκες επηρεάζουν αυτές τις πρωτοβουλίες. Μερικές δεκαετίες αργότερα η διοικητική και οικονομική κατάρρευση του ΣΩΤΗΡΙΑ έκανε επιτακτική την ίδρυση άλλων οργανισμών που θα αναλάμβαναν την περίθαλψη των φυματικών πολιτών. Τα υπάρχοντα σανατόρια στα Χάνια, στη Θεσσαλονίκη και το μικρό σανατόριο της Πάρνηθας αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στα εκατοντάδες αιτήματα. Δεκάδες φυματικοί επέλεγαν να κατασκηνώσουν στα περίχωρα της Πεντέλης και στη Λυκόβρυση (Μαγκουφάνα), αναζητώντας τις ευεργετικές ιδιότητες του ήλιου και του καθαρού αέρα. Η ενισχυμένη παρουσία αυτών των ασθενών στη δασική ύπαιθρο, τα αιτήματα των Μαρουσιωτών για την απομάκρυνσή τους και το σταθερό ενδιαφέρον των γιατρών να εργαστούν σε μεγάλα νοσοκομεία, που θα εφάρμοζαν τα ευρωπαϊκά πρότυπα ενθάρρυναν ένα κύμα ανοικοδόμησης σανατορίων. Μολονότι το βουνό της Πεντέλης δεν είχε επιλεγεί στις αρχές του αιώνα, τη δεκαετία του 1930 έμοιαζε η ιδανική λύση για τη δημιουργία του ελληνικού Νταβός.
Τα σανατόρια που κτίστηκαν στην Πεντέλη πλησίαζαν αρκετά στο μοντέλο των ιδιωτικών κεντροευρωπαϊκών σανατορίων και αποτέλεσαν μια απόπειρα απορρόφησης του συναλλάγματος που διέρρε έως τότε στα σανατόρια των χωρών αυτών. Πρόκειται για μεγάλα νοσοκομεία, τα οποία υιοθέτησαν τις μεσοπολεμικές αρχιτεκτονικές τάσεις και στόχευαν από την πρώτη ημέρα λειτουργίας τους να εξυπηρετήσουν εκείνους τους φυματικούς, οι οποίοι δεν επιθυμούσαν να εισαχθούν στα κρατικά σανατόρια. Αυτό το εκτεταμένο εγχείρημα ανέγερσης σανατορίων φαίνεται ότι πέτυχε διότι πέρα από τα διαθέσιμα κεφάλαια είχε διατυπωθεί με αρκετή σαφήνεια το αίτημα περίθαλψης και απομάκρυνσης από τον δημόσιο χώρο των χιλιάδων φυματικών (Στογιαννίδης, 2017: 36-38; Στογιαννίδης, 2016: 221-253).
Τα νέα σανατόρια της Πεντέλης ανανέωσαν σημαντικά τον αρχιτεκτονικό πλούτο της περιοχής και μετέτρεψαν στο τέλος της δεκαετίας του 1930 τις πλαγιές του βουνού σε ένα φυσικό πάρκο με θεραπευτικές ιδιότητες. Ανάμεσα στα πεύκα ξεπρόβαλλαν εντυπωσιακά συγκροτήματα που ενέπνεαν εμπιστοσύνη και ελπίδα για το μεσοπολεμικό πρόγραμμα περίθαλψης. Τα σανατόρια Παπαδημητρίου και Τσαγκάρη ανήκουν στην κατηγορία των μεγάλων σανατορίων (Εικόνας 1 & 2, Χάρτης 1). Μάλιστα, η περίπτωση Τσαγκάρη είναι μια περίπτωση μεγάλου επενδυτικού εγχειρήματος, αφού συμμετείχαν στην ανέγερση του Έλληνες επιχειρηματίες, βιομήχανοι, πολιτικοί και γιατροί (Εικόνες 3-4, Χάρτης 1).
Εικόνες 1-4: Τα σανατόρια Παπαδημητρίου και Τσαγκάρη
Τα ιδιωτικά νοσοκομεία δεν απέβλεπαν όλα στην αύξηση του αρχικού κεφαλαίου. Το Σισμανόγλειο Φυματιολογικό Ινστιτούτο εντασσόταν στο ιδεολόγημα, που θεωρούσε την ευεργετική πολιτική συνώνυμο της αστικής κουλτούρας (Εικόνες 5-7). Το Σανατόριο Απόρων Φυματικών (αργότερα Φυματικών Δημοσίων Υπαλλήλων) ακολουθούσε το μοντέλο του ΣΩΤΗΡΙΑ, καθώς κτίστηκε από μια ομάδα φιλάνθρωπων αστών που θέλησαν να βοηθήσουν εκείνους τους φυματικούς που δυσκολεύονταν να επιβιώσουν (Εικόνες 8 & 9). Το Νοσηλευτικό Ίδρυμα Εργατών Θαλάσσης υπήρξε μια ιδιωτική πρωτοβουλία, της οποίας ηγήθηκε ένα οικονομικά ισχυρό επαγγελματικό σωματείο (Εικόνες 10 & 11). Το μεγάλο σανατόριο του Οίκου Ναύτου είναι ένα τεκμήριο των κοινωνικών διεκδικήσεων και διαμαρτυριών των μεσοπολεμικών επαγγελματικών σωματείων και βρίσκει αντιστοιχίες με το διεθνώς γνωστό σανατόριο των Ολλανδών εργατών αδαμαντωρυχείων (Zonnestraal).
Εικόνες 5-11: Το Σισμανόγλειο Φυματικό Ινστιτούτο, το Σανατόριο Απόρων Φυματικών και το Νοσηλευτικό Ίδρυμα Εργατών Θαλάσσης.
Χάρτης 1: Χωροθέτηση σανατορίων στην Περιφέρεια Αττικής
Η εγκατάλειψη των κελυφών των παλιών σανατορίων και η ανάγκη επανάχρησης τους: αναφορά σε επιτυχημένα παραδείγματα επανάχρησης μέσα από την ευρωπαϊκή εμπειρία
Μέσα σε μια δεκαετία το βουνό της Πεντέλης μετατράπηκε από τόπος αυτοσχέδιων αντίσκηνων φυματικών παραθεριστών σε ελληνικό ‘Μαγικό Βουνό’. Η διαδρομή για αυτά τα σύγχρονα νοσοκομεία δεν ήταν εύκολη. Με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τα περισσότερα καταλήφθηκαν από τις δυνάμεις Κατοχής και στις μεταπολεμικές δεκαετίες εντάχθηκαν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (Εικόνες 12-15). Μετά την τελευταία οικονομική κρίση αρκετά από αυτά έχουν διακόψει ή περιορίσει τη λειτουργία τους. Ως εγκαταλελειμμένα κελύφη αδυνατούν να τεκμηριώσουν το παρελθόν τους, τον λόγο ίδρυσής τους και τελικά να συνδεθούν με τη μνήμη των σημερινών κατοίκων της Πεντέλης και των Μελισσίων. Κανένα από τα παλιά σανατόρια δεν φέρει οποιαδήποτε σήμανση για την εποχή της μεγάλης μετάδοσης της φυματίωσης, για τις αιτίες που οδήγησαν στην οικοδόμηση και στην εγκατάλειψή τους. Η αρχική αναφορά στη βιομηχανική αρχαιολογία αποσκοπούσε σε αυτό το κοινό χαρακτηριστικό. Όπως αρκετά ιστορικά πλέον βιομηχανικά συγκροτήματα παραμένουν εγκαταλελειμμένα μέσα στον αστικό ιστό, αυτά τα σανατόρια χάνονται πλέον μέσα στα πεύκα αποστερημένα οποιασδήποτε μνήμης και ιστορικού πλαισίου. Οι Alfrey και Putnam υποστηρίζουν ότι η διατήρηση των μνημείων αποκτά νόημα μόνο όταν επιτυγχάνει να θυμίζει το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτά δημιουργήθηκαν και να εμπλέκει διαφορετικές ομάδες κοινού μέσα από προγράμματα δημόσιας ιστορίας (Alfrey & Putnam, 1996: 179-183).
Εικόνες 12-15: Σχέδια χωροθέτησης σαντορίων την δεκαετία του 1960
Τα παραδείγματα επιτυχούς διαχείρισης ιστορικών νοσοκομείων παρουσιάζουν αρκετές διαφορές. Στη Βαρκελώνη το ιστορικό νοσοκομείο Sant Pau γέννημα του αρχιτεκτονικού μοντερνισμού έχει διατηρηθεί πλήρως και σήμερα λειτουργεί ως μουσείο, το οποίο αναδεικνύει την πρότερη χρήση του κτηρίου (Εικόνες 16-18). Ο επισκέπτης γνωρίζει όλες εκείνες τις τεχνολογικές καινοτομίες στις οποίες οδηγήθηκαν οι αρχιτέκτονες για να βελτιώσουν τις συνθήκες περίθαλψης των ασθενών και τις εντυπωσιακές αισθητικές διακοσμήσεις, που σχεδιάστηκαν για να ανακουφίσουν την απόγνωση των ασθενών και να υπογραμμίσουν την ευρωστία της αστικής τάξης. Το συγκεκριμένο συγκρότημα νοσκομειακών κτιρίων διαθέτει ιστορικό αρχείο της λειτουργίας του, το οποίο επέτρεψε μια συνεπή αρχιτεκτονική αποκατάσταση και δίνει τη δυνατότητα έρευνας και κατανόησης του παρελθόντος του. Η αποκατάσταση ξεκίνησε το 2009, όταν το νοσοκομείο μεταφέρθηκε σε νέες εγκαταστάσεις. Το πρόγραμμα αποκατάστασης χρηματοδότησαν έως τώρα ο Δήμος Βαρκελώνης, η Περιφέρεια της Βαρκελώνης, η Γενική Διοίκηση της Καταλονίας, η Ισπανική Κυβέρνηση και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης. Το πρόγραμμα δεν έχει ολοκληρωθεί, καθώς απομένουν 4 από τις 12 πτέρυγες του νοσοκομείου μαζί με τα βοηθητικά κτίσματα. Κάθε οικοδόμημα του συγκροτήματος εντάσσεται στο πρόγραμμα αποκατάστασης μόνο όταν κατατεθεί ένα βιώσιμο πλάνο λειτουργίας του (Conejo da Pena, Villatoro, Nebot, & Fugueras, 2014).
Εικόνες 16-18: Το ιστορικό νοσοκομείο Sant Pau στη Βαρκελώνη
Αντίστοιχα, η αποκατάσταση του εντυπωσιακού σανατορίου Joseph Lemaire στο Βέλγιο ξεκίνησε μόλις το 2008 μετά από δεκαετίες εγκατάλειψης για να αποκτήσει νέα χρήση ως χώρος φιλοξενίας ηλικιωμένων. Πρόκειται για ένα σανατόριο που σχεδίασε με βάση τις επιταγές του αρχιτεκτονικού μοντερνισμού ο Βέλγος αρχιτέκτονας Maxime Brunfaut (1909-2003), ο οποίος ήταν ουτοπιστής και οραματιζόταν μια αταξική κοινωνία με ευκαιρίες και παροχές για όλους (Putzolu, 2017). Η αποκατάσταση δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη. Ο κεντρικός άξονας αυτού του προγράμματος επανάχρησης είναι να διατηρήσει το συγκρότημα τον παλαιό άξονα λειτουργίας του ως χώρος περίθαλψης και να επιστρέψει στις τοπικές κοινότητες ένα υλικό αποτύπωμα του παρελθόντος με βιώσιμες προοπτικές. Τη χρηματοδότηση του έργου ανέλαβε το Υπουργείο Πολιτισμού της χώρας μετά από τις πιέσεις που άσκησε η διεθνής οργάνωση για την προστασία της κληρονομιάς του αρχιτεκτονικού μοντερνισμού (DOCOMOMO).
Τα εγκαταλελειμμένα σανατόρια δεν είναι μόνο χώροι περίθαλψης σωμάτων. Πρόκειται για ιστορικούς τόπους κοινωνικής μνήμης, αφού γεννήθηκαν μέσα από ειδικές κοινωνικές συνθήκες, άλλοτε ως επίμονο αίτημα επαγγελματικών ενώσεων και για αρκετά χρόνια περιέθαλψαν μεγάλους αριθμούς Ελλήνων πολιτών. Τα κελύφη τους εξακολουθούν να τεκμηριώνουν την αρχιτεκτονική σκέψη και το όραμα προηγούμενων εποχών. Η επανάχρησή τους θα διατηρήσει αυτή την αρχιτεκτονική σύνθεση, ενώ μπορεί να δώσει νέα πνοή στη σχέση της αρχιτεκτονικής με το φυσικό περιβάλλον. Όλες οι μεγάλες εγκαταστάσεις δεν μπορούν να μετατραπούν σε ιστορικά μουσεία. Εναλλακτική πρόταση, όπως η μετατροπή των παλαιών σανατορίων σε ένα συγκρότημα γηροκομείων ή άλλων χρήσεων ανάλογα με τις ανάγκες των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής θα μπορούσε να αποδειχθεί σωτήρια λύση και να λειτουργήσει ως παράδειγμα αξιοποίησης της ιστορικής κληρονομιάς. Η δημιουργία χώρων ιστορίας ή μνήμης μέσα σε ενεργά νοσοκομεία θα μπορούσε να λειτουργήσει ενισχυτικά για την ψυχική κατάσταση των νοσηλευόμενων και των συγγενών τους, ειδικά αν αναδείκνυε όλες τις ιστορικές διαδρομές και τις κοινωνικές διαδικασίες μέσα από τις οποίες προέκυψαν αυτοί οι οργανισμοί.
Μέχρι πρόσφατα ένα μέσο προστασίας των νεότερων μνημείων ήταν ο χαρακτηρισμός τους ως διατηρητέων από τις υπηρεσίες κυρίως του Υπουργείου Πολιτισμού και άλλοτε του πρώην Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων. Σήμερα η ελληνική κοινωνία έχει εξοικειωθεί με την πολιτιστική αξία αυτών των μνημείων μέσα από τα πολλά παραδείγματα και προγράμματα εκπαίδευσης, ώστε τη θέση των χαρακτηρισμών θα μπορούσαν να πάρουν ολοκληρωμένα σχέδια ανάδειξης και αξιοποίησης αυτών των συγκροτημάτων. Αν η επανάχρηση των βιομηχανικών κτιρίων συχνά ανακόπτεται από τις δυσκολίες που παρουσιάζει η διαρρύθμιση των εσωτερικών χώρων τους, στα μεγάλα νοσοκομειακά συγκροτήματα απουσιάζουν αυτές οι τεχνικές δυσκολίες. Τα περισσότερα κτήρια είχαν ικανά ανοίγματα που επέτρεπαν στο ηλιακό φως να μπει στους θαλάμους των ασθενών.
Η διατήρηση και επανένταξη αυτών των κτιρίων στον ιστό της πόλης θα σημάνει την ανάκτηση μιας λησμονημένης εμπειρίας που δεν συνδέεται μόνο με μια μεταδοτική ασθένεια αλλά και με τα προγράμματα αντιμετώπισής της. Ίχνη όσων προηγήθηκαν της ανοικοδόμησης των σανατορίων και των χρόνων που λειτούργησαν εντοπίζουμε μόνο στα αρχεία των τραπεζών, σε ιατρικά και αρχιτεκτονικά περιοδικά και στον Τύπο της εποχής. Πρόκειται για μια ιστορία που διαφεύγει των μεγάλων αφηγημάτων και της οποίας την επιβίωση εξασφαλίζει μόνο η διατήρηση των υλικών τεκμηρίων (κατασκευές, αρχεία). Το πείραμα του κράτους πρόνοιας δεν υπήρξε μια στιγμιαία σύλληψη αλλά προϊόν κοινωνικών διεργασιών και μακροχρόνιων ωσμώσεων. Η διατήρηση της μνήμης σε συνάρτηση με τον αστικό χώρο είναι μια υποχρεώση, την οποία δεν μπορούμε να αποποιηθούμε ως ενεργοί πολίτες και συλλογικότητες. Η ειδική θέση και χωροταξία των σανατορίων δημιουργούν έναν νέο διάλογο με το δασικό περιβάλλον και είναι ένας πρόσθετος λόγος για την επανένταξή τους στους τόπους μνήμης.
Αναφορά λήμματος
Στογιαννίδης, Γ. (2022) Ανασύροντας τη ‘χαμένη’ πόλη των φυματικών μέσα από τα αρχεία. Τα σανατόρια της Πεντέλης, μια ευκαιρία για την ιστορία των νοσοκομείων, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/τα-σανατόρια-της-πεντέλης/ , DOI: 10.17902/20971.109
Αναφορά Άτλαντα
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Βιβλιογραφία
- Alfrey, J., & Putnam, T. (1996). Η Βιομηχανική Κληρονομιά. Διαχείριση πόρων και χρήσεις. Αθήνα: Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ.
- Arnold, M. (2012). Disease, Class and Social change. Tuberculosis in Folkestone and Sandgate, 1880-1930. Newcastle upon Tyne: Cambridge Scholars Publishing.
- Clark, J. (1820). Medical Notes on Climate, Diseases, Hospitals and Medical Schools in France, Italy, and Switzerland. Λονδίνο: John Murray.
- Clark, J. (1829). The influence of climate in the prevention and cure of chronic diseases. Λονδίνο: John Murray.
- Conejo da Pena, A., Villatoro, V., Nebot, L. G., & Fugueras, L. (2014). The Sant Pau Modernista Precinct. Planeta S.A.
- Fisk, S. A. (1907). A search for a suitable climate. Transactions of American Clinical & Climatological Association (23), σσ. 40-52.
- Johnson, H. A. (1890). The modification of tuberculosis by climate. Transactions of American Climatological & Clinical Association (7), σσ. 262-270.
- Matthews, H. (1835). The diary of an invalid: Being the journal of a tour in pursuit of health, in Portugal, Italy Switzerland and France in the years 1817, 1818, 1819. Λονδίνο: John Murray.
- Pinard, J. (1991). Η βιομηχανική αρχαιολογία. Αθήνα: Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς.
- Weber, S., & Weber, P. F. (1907). Climatotherapy & Balneotherapy. The climates and mineral water health resorts (spas) of Europe and North Africa. Λονδίνο.
- Η φθισική. (1888). Εφημερίς των Κυριών (246), 4-6.
- Στογιαννίδης, Γ. (2016). Το κοινωνικό ζήτημα της φυματίωσης και τα σανατόρια της Αθήνας, 1890-1940. Βόλος: Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας-Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
- Στογιαννίδης, Γ. (2017). ‘Απαγορεύεται το πτύειν’: Πολιτικές διαχείρισης της φυματίωσης στους χώρους εργασίας. Ο Κόσμος της Εργασίας (4), σσ. 28-45.
- Φεσσά-Εμμανουήλ, Ε., & Μαρμαράς, Ε. (2005). 12 Έλληνες αρχιτέκτονες του Μεσοπολέμου. Αθήνα: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.