Ετεροτοπία Δουργούτι: Η χωρική και κοινωνική μεταβολή ενός τόπου από τη μικρασιατική καταστροφή στη σύγχρονη μετανάστευση
2020 | Νοέ
Η γειτονιά του Δουργουτίου [1], ακόμα και σήμερα, αποτελεί ένα διακριτό και σαφώς ορισμένο πολεοδομικό συγκρότημα και κοινωνικό περιβάλλον στον αστικό ιστό της σύγχρονης Αθήνας. Οι σημερινοί «ανεπιθύμητοι» μετανάστες, όπως ήταν και οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής, οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, ξαναζωντανεύουν αυτά τα «ανεπιθύμητα» κτήρια, κοινωνικοποιούνται στο δημόσιο χώρο της γειτονιάς και επαναπροσδιορίζουν τις συνθήκες κατοίκησής της. Με βάση τις αρχές τις ετεροτοπίας του Φουκώ, επιχειρώ εδώ να διερευνήσω περαιτέρω τα χαρακτηριστικά της γειτονιάς αυτής, όχι μόνο ως προς τη φυσιογνωμία της εσωτερικά, αλλά και ως προς την εξωτερική σχέση-αλληλεπίδρασή της με την πόλη. Η κουλτούρα, οι συνήθειες, τα κοινωνικά πρότυπα, ο κεκτημένος τρόπος κατοίκησης αποτελούν στοιχεία που μαζί με την ατομικότητα, την συλλογικότητα και την μνήμη δημιούργησαν το σημερινό τοπίο αυτής της γειτονιάς και το αφήγημά της.
Ίσως, στο παρελθόν να προσδιορίζαμε ως γειτονιά την κοινότητα, όχι μόνο με γεωγραφικά όρια αλλά, και με ορισμένες κοινόχρηστες λειτουργίες και κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των κατοίκων της. Σήμερα, στην περίπτωση μας, ίσως οριζόταν ως το τυχαίο προϊόν επιλογής πολλών ατόμων και ενδεχομένως πολλών ταυτοτήτων. Το τοπίο αυτό, των πολλαπλών ταυτοτήτων που αναδύεται στη γειτονιά του Νέου Κόσμου μας προσφέρει μια νέα μέθοδο διαχείρισης της «πολυπολιτισμικής» πραγματικότητας της Αθήνας, μια ευκαιρία θεώρησης του αστικού χώρου γενικότερα από άλλη οπτική γωνία και τελικά μια πρόκληση επανεξέτασης της πόλης που θέλουμε. Κατανοώντας τον τρόπο που δομούνται και λειτουργούν μεταναστευτικές γειτονιές σαν αυτή, θα μπορούσαν να ενσωματωθούν στον χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό της Αθήνας νέες και διαφορετικές προσεγγίσεις.
Ετεροτοπία Δουργούτι: Η χωρική και κοινωνική μεταβολή
ενός τόπου από τη μικρασιατική καταστροφή στη σύγχρονη μετανάστευση
«Υπάρχουν είδη τόπων που βρίσκονται έξω από όλους τους τόπους, ακόμη και αν είναι εύκολο να προσδιοριστεί η τοποθεσία τους. Επειδή οι τόποι αυτοί, είναι τελείως διαφορετικοί από όλες τις άλλες θέσεις τις οποίες αντανακλούν και στις οποίες αναφέρονται, θα τους αποκαλώ, σε αντίθεση με τις ουτοπίες, ετεροτοπίες » (Foucault 2012: 260) (Εικόνα 1). |
Η γειτονιά του Δουργουτίου, ακόμα και σήμερα, αποτελεί ένα διακριτό και σαφώς ορισμένο πολεοδομικό συγκρότημα και κοινωνικό περιβάλλον στον αστικό ιστό της σύγχρονης Αθήνας. Οι σημερινοί «ανεπιθύμητοι» μετανάστες, όπως ήταν και οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής, οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, ξαναζωντανεύουν αυτά τα «ανεπιθύμητα» κτήρια, κοινωνικοποιούνται στο δημόσιο χώρο της γειτονιάς και επαναπροσδιορίζουν τις συνθήκες κατοίκησής της. Η γειτονιά του Δουργουτίου, λοιπόν, αποτελεί καταρχάς ένα οικιστικό συγκρότημα οριοθετημένο από τις λεωφόρους Συγγρού και Ηλία Ηλιού, δύο «σκληρά» όρια της γειτονιάς που την αποκόπτουν από τη γύρω περιοχή όπου κυριαρχεί η πολυκατοικία της αντιπαροχής. Παράλληλα, η γειτονιά του Δουργουτίου, αποτελεί και ένα διακριτό κοινωνικό περιβάλλον, με το οικιστικό απόθεμα των προσφυγικών και «λαϊκών» πολυκατοικιών να προσελκύει, λόγω παλαιότητας και χαμηλών ενοικίων, κυρίως οικονομικούς μετανάστες, που φτάνουν στην Ελλάδα αναζητώντας εργασία. Δεν πρόκειται, βέβαια, για απόλυτο κανόνα, αφού ακόμα κατοικούν εκεί και πολλοί απόγονοι Μικρασιατών προσφύγων και εσωτερικών μεταναστών 2ης, 3ης και 4ης γενιάς. Παρατηρείται δηλαδή, με το πέρασμα του χρόνου, πως η περιοχή διατηρεί μία συγκεκριμένη κοινωνική δομή, διακριτή από εκείνη της γύρω περιοχής (Βαΐου Ντ. 2007, Μυωφά & Παπαδιάς 2016).
Εικόνα 1: Χωρίς διέξοδο, αραξοβόλι στο Π. Φάληρο
Πηγή: Προσωπικό αρχείο
Η συνύπαρξη των «γηγενών» κατοίκων της γειτονιάς με τους «νεο-μετανάστες» δεν αντιμετωπίζει ιδιαίτερα προβλήματα, παρά την συνύπαρξη δύο διαφορετικών πολιτισμών και ταυτοτήτων. Ίσως επειδή, διαχρονικά, ήταν έντονη εκεί η παρουσία των προσφυγικών και των μεταναστευτικών πληθυσμών, ειδικά των Αρμένιων.
Με βάση τις αρχές της ετεροτοπίας, επιχειρώ εδώ να διερευνήσω περαιτέρω τα χαρακτηριστικά της γειτονιάς αυτής, όχι μόνο ως προς τη φυσιογνωμία της εσωτερικά, αλλά και ως προς την εξωτερική σχέση-αλληλεπίδρασή της με την πόλη. Με βάση την πρώτη αρχή, πιθανόν, δεν υπάρχει κοινωνία και πολιτισμός στον κόσμο που να μην δημιουργεί ετεροτοπίες. Αυτό αποτελεί σταθερή παράδοση κάθε ανθρώπινης ομάδας (Foucault 2012: 261). Έτσι, στην περίπτωσή μας, «η λύση στο πρόβλημα της στέγασης», τόσο κατά την περίοδο της Μικρασιατικής Καταστροφής και των εσωτερικών μεταναστεύσεων στη χώρα, όσο και κατά τη σύγχρονη μετανάστευση, έθεσε τους πρόσφυγες και τους μετανάστες ως άτομα διακριτά από την υπόλοιπη κοινωνία και τον πολιτισμό της. Με συνέπεια, αυτές οι κοινωνικές ομάδες να κατοικήσουν σε ξεχωριστά κομμάτια γης. Χώρους-θύλακες για εκείνους που εξαιρούνται. Χώρους για όσους έχουν διαφορετική ταυτότητα και, λόγω αυτής, κρίθηκε ότι «πρέπει» να κατοικούν «εκεί».
Με βάση τη δεύτερη αρχή της ετεροτοπίας, κατά την ιστορική της εξέλιξη, μία κοινωνία μπορεί να κάνει μία ήδη υπάρχουσα ετεροτοπία, η οποία δεν εξαφανίστηκε ποτέ, να λειτουργήσει κατά τρόπο τελείως διαφορετικό (Foucault 2012: 263). Πράγματι, στην υπό μελέτη περιοχή, η γενική χρήση ήταν πάντα η ίδια, αυτή της κατοικίας για πρόσφυγες και μετανάστες. Για την «έξω» σύγχρονη κοινωνία, σε κάθε διαφορετική χρονική περίοδο, η περιοχή φαντάζει ίδια, μια περιοχή στην οποία κατοικούν πρόσφυγες και μετανάστες, προηγουμένως Αρμένιοι και Μικρασιάτες, τώρα απόγονοι αυτών και μετανάστες τρίτων χωρών. Εν τω μεταξύ, όμως, το Δουργούτι εξελίχθηκε από παραγκούπολη σε μία γειτονιά με συγκροτήματα προσφυγικών και αργότερα «λαϊκών» πολυκατοικιών του Υπουργείου Πρόνοιας, διατηρώντας τη γενική χρήση του χώρου, χρήση κατοικίας, με διαφορετική μορφή και κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Σήμερα, παρά τη διατήρηση της ίδιας γενικής χρήσης, η γειτονιά λειτουργεί με διαφορετικούς μηχανισμούς. Μέσα στα «σκληρά» όριά της, αναπτύσσονται διαφορετικές κουλτούρες και διαμορφώνονται νέοι κανόνες, όροι και σχέσεις συνύπαρξης.
Η τρίτη αρχή πως η ετεροτοπία έχει τη δυνατότητα να αντιπαραθέσει σε έναν πραγματικό τόπο πολλούς χώρους και θέσεις οι οποίες μεταξύ τους είναι ασύμβατες (Foucault 2012: 264), γίνεται αντιληπτή στο παράδειγμά μας με τις σημερινές χωροθεσίες των κατοίκων. Παρατηρούμε ξεχωριστούς χώρους κατοικίας των παλιών και νέων μεταναστών, χώρους που μπορεί να γειτνιάζουν αλλά είναι ξένοι και διαφορετικοί μεταξύ τους. Οι νέοι μετανάστες κατοικούν κυρίως στα πρώτα προσφυγικά κτίσματα του 1935 και του 1940, ενώ οι παλιοί μετανάστες στις «λαϊκές πολυκατοικίες» του 1969 (Χάρτης 1).
Χάρτης 1: Παλαιότητα Κτισμάτων
Πηγή: Προσωπικό αρχείο, Επίσκεψη Πρόνοια 8/3/2019
Οι ετεροτοπίες συνδέονται πολύ συχνά με τμήματα του χρόνου. Οι ετεροχρονισμοί αποτελούν την τέταρτη αρχή (Foucault 2012: 265). Η γειτονιά του Δουργουτίου θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μία ετεροτοπία του χρόνου, όπου συσσωρεύεται «η μορφή» του προσφυγικού στοιχείου. Κτίσματα που με την παρουσία τους αποτελούν ένα «μνημείο» που προσδιορίζει μορφές μαζικής κατοίκησης με βάση το μοντέρνο κίνημα και τον δυτικό πολιτισμό του 20ου αιώνα. Δύο μορφές της νεωτερικότητας στον σύγχρονο ιστό της Αθήνας.
Οι ετεροτοπίες προϋποθέτουν πάντοτε την ύπαρξη ενός συστήματος ανοίγματος και κλεισίματος, το οποίο τις απομονώνει και συγχρόνως τις καθιστά προσπελάσιμες. Εν γένει, ένας ετεροτοπικός τόπος δεν είναι τόσο ελεύθερα προσβάσιμος (Foucault 2012: 267). Με την πέμπτη αρχή γίνεται σαφές ότι ένας τέτοιος τόπος έχει όρια. Οι δρόμοι ταχείας κυκλοφορίας που ορίζουν την περιοχή μπορούν να θεωρηθούν σκληρά υλικά όρια και μια ζώνη ελέγχου, σε συνδυασμό με τον μεταλλικό τοίχο (Eικόνα 2) που χρησιμοποιήθηκε ως στήριγμα για να τοποθετηθεί ένα διαφημιστικό πανί των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα. Μια χειρονομία που, για κάποιους κατοίκους, έγινε στο σημείο αυτό για να κρύψει τη γειτονιά πιθανώς από εκείνους που κινούνται στη λεωφόρο Συγγρού (Αυγέα 2014). Όρια που δεν αποτελούν απλά ένα αποτύπωμα στο χάρτη, αλλά και τα νοητά όρια της περιοχής, τον θύλακα που την κάνουν να ξεχωρίζει από την γύρω περιοχή της αντιπαροχής.
Εικόνα 2: Μεταλλικός τοίχος, το “τεχνητό” όριο
Πηγή: Προσωπικό αρχείο
Έτσι, η περιοχή καθίσταται θύλακας προστασίας, προστατεύει εκείνους που είναι μέσα, αλλά και εκείνους που βρίσκονται έξω από αυτή. Αποτελεί, λοιπόν, είτε προνόμιο, είτε δικαίωμα υπό όρους, είτε καταδίκη, είτε μοίρα, ο θύλακας νομιμοποιεί μέσω της εξαίρεσης την υπέρτατη εγγύηση της ασφάλειας (Σταυρίδης 2010: 23).
Το έκτο και τελευταίο χαρακτηριστικό των ετεροτοπιών είναι ότι διαθέτουν μία λειτουργία, σε σχέση με τον υπόλοιπο χώρο. Παίζοντας το ρόλο μιας «επίγειας οργάνωσης» (Foucault 2012: 268) όπως στην περίπτωση των αποικιών. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι η περιοχή να γίνεται τόπος κατοικίας για διάφορους μετανάστες που την κατοικούν με βάση τα εκάστοτε πρότυπα και τις συνήθειες του πολιτισμού τους, αλλά μέσα σε μία αυστηρή διάταξη που τους έχει επιβληθεί. Εκείνη που σχεδίασε το μοντέρνο κίνημα και έθεσε συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων σε συγκεκριμένους χώρους, ξεχνώντας ότι πέρα από την αφομοίωση που επιθυμούσαν οι κάτοικοι αυτοί από την κοινωνία ήθελαν και το δικαίωμα τους στην ελεύθερη επιλογή. Μια επιθυμία που μπορεί να μην μελετήθηκε σχεδιαστικά, αλλά την υλοποίησαν οι ίδιοι οι κάτοικοι με τον τρόπο τους. Στα προκατασκευασμένα σπίτια των Γερμανικά της Κοκκινιάς του 1927, η έλλειψη χώρου ήταν φανερή, γεγονός που αντιμετωπίστηκε από τους κατοίκους τόσο με τις προσθήκες και τις επεκτάσεις στον ακάλυπτο χώρο όσο και με τις γρίλιες εξαερισμού που φανέρωναν την ύπαρξη υπόγειων δωματίων, καθιστικών και κουζινών (Hirschon 2004: 125-140). Μια κατάσταση που θα ίσχυε σε ένα μεγάλο βαθμό και στην παραγκούπολη του Δουργουτίου. Στα προσφυγικά κτίσματα του ’40, οι νέοι μετανάστες των τρίτων χωρών διατηρούν στο εσωτερικό τους είτε ένα πιο κοινόβιο σύστημα κατοίκησης είτε την τυπική διάταξη των μοντέρνων διαμερισμάτων, εντάσσοντας σε κάθε περίπτωση και στοιχεία της εκάστοτε πολιτισμικής τους κουλτούρας, κυρίως χαλιά, έπιπλα και μαγειρικά σκεύη, καμπύλες, αραβικά σχέδια και χρώματα. Στη περίπτωση των εργατικών «λαϊκών» πολυκατοικιών, οι σημερινοί κάτοικοι, πάλι λόγω έλλειψης χώρου, έχουν κάνει προσθήκες και επεκτάσεις των διαμερισμάτων ενώ στο εσωτερικό στην πλειονότητά τους είναι ανακαινισμένα με λιγοστά αντικείμενα των προγόνων τους, κυρίως φωτογραφίες. Σε κάθε χρονική περίοδο, οι κάτοικοι μετατρέπουν τα κτίσματα ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες τους και κομμάτια του παρελθόντος ζουν σε αυτά τα σπίτια, όχι μόνο ως φυσικά αντικείμενα, αλλά και ως αφήγηση της μνήμης. Δεν αρκεί, λοιπόν, μόνο η ελευθερία επιλογής στο τρόπο κατοίκησης, αλλά είναι αναγκαία και η ελευθερία έκφρασης μέσα και έξω από αυτήν, όπως διαφαίνεται και με τις δραστηριότητες των κατοίκων στο δημόσιο χώρο, σε μια προσπάθεια, όχι μόνο ανάδειξης της ταυτότητάς τους, αλλά και επικοινωνίας με την κοινωνία στην οποία επιθυμούν να ενταχθούν. Κινήσεις και πράξεις ως αντίδραση στη δεδομένη περιθωριοποίηση.
Ίσως, λοιπόν, στο παρελθόν να προσδιορίζαμε ως γειτονιά την κοινότητα, όχι μόνο με γεωγραφικά όρια, αλλά και με ορισμένες κοινόχρηστες λειτουργίες και κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των κατοίκων της. Σήμερα, στην περίπτωση μας, ίσως οριζόταν ως το τυχαίο προϊόν επιλογής πολλών ατόμων και ενδεχομένως πολλών ταυτοτήτων. Το τοπίο αυτό των πολλαπλών ταυτοτήτων, που αναδύεται στη γειτονιά του Νέου Κόσμου, μας προσφέρει μια νέα μέθοδο διαχείρισης της «πολυπολιτισμικής» πραγματικότητας της Αθήνας, μια ευκαιρία θεώρησης του αστικού χώρου γενικότερα από άλλη οπτική γωνία και τελικά μια πρόκληση επανεξέτασης της πόλης που θέλουμε. Κατανοώντας τον τρόπο που δομούνται και λειτουργούν μεταναστευτικές γειτονιές σαν αυτή, θα μπορούσαν να ενσωματωθούν στον χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό της Αθήνας νέες και διαφορετικές προσεγγίσεις (Στεφάνου 2010: 15).
«Και το πρόβλημα της ανθρώπινης θέσης, δεν είναι απλά το ερώτημα εάν θα υπάρξει αρκετός χώρος για την ανθρωπότητα στον πλανήτη, πρόβλημα ούτως ή άλλως αρκετά σημαντικό, αλλά παράλληλα το πρόβλημα των σχέσεων γειτνίασης, του είδους της αποθήκευσης, κυκλοφορίας , σηματοδότησης , κατηγοριοποίησης των ανθρώπινων στοιχείων που πρέπει να υιοθετηθούν σε δεδομένες καταστάσεις προκειμένου να επιτευχθεί ο ένας ή ο άλλος στόχος. Βρισκόμαστε σε μια εποχή όπου ο χώρος λαμβάνει τη μορφή σχέσεων θέσης» (Foucault 2012: 257). |
«Με άλλα λόγια, δεν ζούμε σε ένα κενό, στο οποίο μπορεί κανείς να τοποθετήσει άτομα και πράγματα. Δεν ζούμε μέσα σε ένα κενό, που μπορεί να χρωματιστεί με διάφορες αποχρώσεις, αλλά σε ένα σύνολο από σχέσεις που προσδιορίζουν θέσεις απαράβατες και σε καμία περίπτωση υπερκείμενες μεταξύ τους» (Foucault 2012: 259). |
Το γεγονός ότι τα συγκροτήματα προσφυγικών και «λαϊκών» πολυκατοικιών του Δουργουτίου αποτελούν σπάνιες μορφές μαζικής έκφρασης του μοντέρνου κινήματος δύο διαφορετικών περιόδων της δεκαετίας του 1940 και του 1970 αντίστοιχα, για τον ελλαδικό χώρο (Eικόνα 3), κομμάτι της ιστορίας, τόπους μνήμης και, ως εκ τούτου, κτίσματα που χρήζουν προστασίας, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Παράλληλα όμως με την διατήρηση και προστασία τους ως αρχιτεκτονική, σπουδαία σημασία έχει και η μέριμνα για τις ανθρώπινες σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα και έξω από αυτά.
Εικόνα 3: Μορφές Μοντέρνου Κινήματος
Πηγή: Προσωπικό αρχείο
Παρατηρούμε ότι, στην περίπτωση των προσφύγων του ’22, τόσο οι ίδιοι πρόσφυγες όσο και το κράτος, επιθυμούν και οι δύο την ένταξή τους μέσω της στεγαστικής και επαγγελματικής αποκατάστασης τους. Παρόλα αυτά, οι ίδιοι έχουν διαμορφώσει μια δική τους ταυτότητα για την οποία είναι περήφανοι, την συντηρούν και την επαναπροσδιορίζουν στους νέους τόπους, έχοντας ως βασικές αρχές το σπίτι, την οικογένεια και την κοινότητα. Μεταφέρουν τις αξίες τους ακόμα και σε αντικείμενα (Eικόνα 4) που μπορεί να μην τα έφεραν από τον τόπο τους, όμως έδωσαν στα νέα αυτά αντικείμενα την σημασία που τους προσέδιδαν στον πολιτισμό τους. Καθιστώντας τα πέρα από λειτουργικά και ως φορέα ιδεών στο νέο τόπο κατοικίας τους. Κατά τη δεκαετία του 1980 εξακολουθούν να μεταδίδονται καθημερινά από το ραδιόφωνο εκκλήσεις για τον εντοπισμό ανθρώπων που είχαν χαθεί στη δεκαετία του 1920 (Hirschon 2004:250). Ενώ, ιδιαίτερα οι νεαροί πρόσφυγες ακολουθούν παράλληλα τις τρέχουσες παραδοχές για τη ζωή στην πόλη και τον μοντέρνο χαρακτήρα της (Hirschon 2004: 404). Με το πέρασμα του χρόνου, εκσυγχρονίζονται, γίνονται «μοντέρνοι», όμως δεν ξεχνούν.
Εικόνα 4: Η εικόνα της μνήμης
Πηγή: https://www.lifo.gr/
Οι σύγχρονοι πρόσφυγες, αντίθετα, δεν έχουν αντιμετωπιστεί μάλλον με ένα ολοκληρωμένο σχέδιο από το κράτος. Είναι «πιο προσωρινοί κάτοικοι» και βρίσκουν μόνοι τους στέγη και εργασία με τη βοήθεια συμπατριωτών τους. Διατηρούν και αυτοί την πολιτισμική τους ταυτότητα που την εκφράζουν ίσως πιο έντονα στο χώρο προσδίδοντας και χρήσεις σε αυτό. Δημιουργούν και αυτοί με τη σειρά τους νέους τρόπους κατοίκησης με βάση τις συνθήκες κατοίκησης της πατρίδας τους, αλλά και τα δυτικά πρότυπα. Χρησιμοποιούν αντικείμενα καθημερινά που θυμίζουν τον τόπο τους αλλά ταυτόχρονα, χαίρονται και τα τεχνολογικά επιτεύγματα προκειμένου να ενημερώνονται για αυτόν.
Μέσα από τις περιγραφές, παρατηρούμε ότι «οι σκέψεις για τον άνθρωπο και τη ζωή του ανάμεσα σε κτήρια και τα βιώματα του, αποδίδουν την ιστορία και το ψυχογράφημα των ανθρώπων της εποχής. Μια εποχή που ένα κομμάτι της ίσως ζει ακόμα γύρω μας» (Benjamin 2004: 162). Μια περιπλάνηση που ίχνη της και ευρήματά της συνυπάρχουν, δίνοντας νόημα για μας στο τώρα και δημιουργώντας ένα αφήγημα αποσπασμάτων με έμφαση στη συλλογική μνήμη των προσφύγων του ‘22 και τις πολλές ατομικές μνήμες στη περίπτωση των «νεο-μεταναστών».
Εικόνα 5: Σχήματα και χρώματα σε Iznik κεραμικά της σημερινής Σμύρνης
Πηγή: Προσωπικό αρχείο
Παρά την μοντέρνα μορφή και τους κανόνες που την συνοδεύουν, αυτές οι μονάδες διαμερισμάτων κατοικούνται με βάση τα πρότυπα των μεταναστών, των αναγκών και των θέλω τους. Τα αντικείμενα (Eικόνα 5) που στολίζουν ένα χώρο και θεωρούνται περιττά σε ένα τυποποιημένο μοντέρνο διαμέρισμα, εδώ θεωρούνται αναγκαία, κομμάτια της μνήμης και καθιστούν το χώρο αυτό ως ένα άτοπο χώρο. Ένα χώρο που ζει κλεισμένος στον εαυτό του και είναι, συγχρόνως παραδομένος στο πυκνό ιστό της πόλης. Μια συνηθισμένη και αυστηρή μορφή μαζικής έκφρασης μέσα της κρύβει χρονικά πολλές ταυτότητες και ιδέες που μπορεί οι αρχιτέκτονες της εποχής να μην το περίμεναν και να μην σχεδίαζαν κάτι τέτοιο, όμως η ανάγκη των κατοίκων για τη μνήμη του παρελθόντος και τις συνήθειες κατοίκησης του πολιτισμού τους έδωσε σε εκείνα αυτή την ετερότητα.
[1] Το λήμμα είναι αποτέλεσμα εργασίας που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της Διάλεξης 9ου εξαμήνου της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ, Ιούνιος 2018-2019. Επιβλέπων: Κώστας Τσιαμπάος
Ευχαριστίες
Θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τον επιβλέποντα κ. Κώστα Τσιαμπάο
Αναφορά λήμματος
Σαραντοπούλου, Ε. (2020) Ετεροτοπία Δουργούτι: Η χωρική και κοινωνική μεταβολή ενός τόπου από τη μικρασιατική καταστροφή στη σύγχρονη μετανάστευση, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/ετεροτοπία-δουργούτι/ , DOI: 10.17902/20971.100
Αναφορά Άτλαντα
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Βιβλιογραφία
- Αυγέα Μ (2014) Μια βόλτα στο Δουργούτι, Ένα παράλληλο σύμπαν στον Νέο Κόσμο. Athens Voice. Available from: https://www.athensvoice.gr (ημερομηνία πρόσβασης 7 Ιούνιος 2019).
- Βαΐου Ν (2007) Διαπλεκόμενες καθημερινότητες και χωρο-κοινωνικές μεταβολές στην πόλη. Μετανάστριες και ντόπιες στις γειτονιές της Αθήνας. Καραλή Α και Γρέβια Κ (επιμ.), Αθήνα: ΕΜΠ, L-Press.
- Βασιλείου Ι (1944) Η λαϊκή κατοικία. Αθήνα: Εκδόσεις Π.Α. Διαλησμά, ΕΜΠ.
- Γκιζελή Β (1984) Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα 1920-1930. Αθήνα: Εκδόσεις Επικαιρότητα.
- Καρύδης Δ (2008) Τα επτά βιβλία της πολεοδομίας. 2η Έκδοση. Αθήνα: Παπασωτηρίου.
- Κοτιώνης Ζ (2004) Η τρέλα του τόπου. Αρχιτεκτονική στο ελληνικό τοπίo. Αθήνα: Εκκρεμές.
- Λεοντίδου Λ (1989) Πόλεις της σιωπής. Εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά, 1909-1940. 1η Έκδοση. Αθήνα: Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ.
- Μπίρης Κ (1966) Aι Αθήναι από του 19ου εις τον 20ον αιώνα. Αθήνα: Έκδοσις του Καθιδρύματος Πολεοδομίας και Ιστορίας των Αθηνών.
- Μυωφά Ν και Παπαδιάς Ε (2016) Η εξέλιξη της γειτονιάς Δουργούτι στο Νέο Κόσμο από το 1922 έως σήμερα. Available from: https://www.athenssocialatlas.gr (ημερομηνία πρόσβασης 7 Ιούνιος 2019).
- Σορώκου Σ (1972) Η κατοικία στην Ελλάδα. Συνοπτική έκθεση. Αθήνα: ΕΚΚΕ.
- Σορώκου Σ (1976) Κοινωνιολογική μελέτη κατοικίας. Τόμος Α’. Αθήνα: ΕΚΚΕ.
- Σταυρίδης Σ (2010) Μετέωροι χώροι της ετερότητας. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
- Στεφάνου Γ (2010) H γειτονιά των μεταναστών του Νέου Κόσμου – Μια ανιχνευτική έρευνα. Εργασία στο μάθημα “Οπτικός πολιτισμός”. Αθήνα.
- Φατούρος ΔΑ, Παπαδοόπουλος Λ και Τεντοκάλη Β (1979) Μελέτες για την Κατοικία στην Ελλάδα. Αθήνα: Παρατηρητής.
- Benjamin W (2004) Μονόδρομος. Ανδρικοπούλου Ν (ed.), Αθήνα: Εκδόσεις Άγρα.
- Benjamin W (1979) One Way Street and Other Writings. London: NLB.
- Boyer MC (1996) The city of collective memory: its historical imagery and architectural entertainments. London: Mit Press.
- Foucault M (2012) Ετεροτοπίες και άλλα κείμενα. Μπέτζελος Τ (ed.), Αθήνα: Πλέθρον.
- Hirschon R (2004) Κληρονόμοι της μικρασιατικής καταστροφής. Η κοινωνική ζωή των μικρασιατών προσφύγων στον Πειραιά. Κουρεμένου Κ (ed.), Αθήνα: Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.