Αθήνα: Κοινωνική διαίρεση του χώρου στο πέρασμα από την πόλη των Οθωμανικών χρόνων στην ελληνική πρωτεύουσα
Καρύδης Δημήτρης
Δομημένο Περιβάλλον, Ιστορία, Κοινωνική Δομή
2015 | Δεκ
Μια εισαγωγική παρατήρηση, αναγκαστικά με μεγάλη συντομία:Η Οθωμανική Αθήνα εμφανίζει ένα (φαινομενικό) οξύμωρο. Στον πρώτο αιώνα κατοχής η πόλη έφτασε στο απόγειο της ευημερίας της (και της πολεοδομικής της ανάπτυξης), με ασήμαντο μουσουλμανικό πληθυσμό (50 εστίες/hane το 1541, έναντι περίπου 3.000 εστιών Χριστιανών) και μηδενικές σχεδόν παρεμβάσεις στον μετα-βυζαντινό χαρακτήρα της. Από την άλλη, στην μετά τα μέσα του 17ου αιώνα περίοδο Οθωμανικής διοίκησης η πόλη είχε δραματικά παρακμάσει αλλά κέρδιζε σε διεθνή ακτινοβολία από τη συνάντησή της με τους εκπροσώπους του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, ενώ και οι Οθωμανικές παρεμβάσεις έδιναν τώρα ιδιαίτερα γνωρίσματα πόλης της Ανατολής. |
Η προηγούμενη παρατήρηση, κατάλληλα επεξεργαζόμενη, οδηγεί σε ένα πρώτο συμπέρασμα, σχετικό με το θέμα μας: οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες ανάπτυξης της Αθήνας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας δεν προσδιόρισαν τον χωρισμό της πόλης σε ζώνες αυστηρά διαφοροποιημένων ομάδων πληθυσμού ως προς εθνικο/θρησκευτικά κριτήρια. Και αυτό συνέβαινε παρά το ότι οι Τούρκοι, στην πλειονότητά τους ήσαν συγκεντρωμένοι κοντά στην αγορά (bazaar), όπου βρίσκονταν τα λίγα τζαμιά, ο μεντρεσές και τα χαμάμ: τα όρια ήσαν δυσδιάκριτα και υπήρχαν κατά τόπους θύλακες διάχυσης της μιας κοινότητας στην άλλη. Υπάρχει όμως μια άλλη παράμετρος που πρέπει να συνυπολογιστεί. Σε προκαπιταλιστικές συνθήκες παραγωγής οι αξίες γης στις πόλεις επηρεάζονταν από τον ανταγωνισμό για την κατάληψη θέσεων ‘κύρους’. Και τέτοιες θέσεις, σε μια κοινωνία που χρησιμοποιούσε τον χώρο και την αρχιτεκτονική έκφραση για τη συμβολική αναπαράσταση της δύναμής της βρίσκονταν αυστηρά μέσα στο εμπορικό και διοικητικό κέντρο, ή σε άμεση γειτνίαση με αυτή την ενότητα – την αγορά της πόλης. Αυτό ίσχυε και στην Αθήνα. Η θέση ‘κύρους’ εδώ ήταν το bazaar. Όσοι ήσαν στον πυρήνα άσκησης της εξουσίας ή όσοι βρίσκονταν γύρω από αυτόν τον πυρήνα, είτε ήσαν υψηλοί Οθωμανοί αξιωματούχοι, ή αγάδες με μεγάλη κτηματική περιουσία, είτε ήσαν Χριστιανοί πρόκριτοι, βρίσκονταν εδώ. Το σπίτι του Λογοθέτη, προξένου της Αγγλίας, βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το βοεβοδαλίκι, μπροστά από τη Βιβλιοθήκη του Αδριανού. Αλλά ακόμα και οι Φράγκοι ‘δυνατοί’ εδώ επέλεγαν να εγκατασταθούν – όπως ο πολύς Γάλλος πρόξενος (και δεινός αρχαιοκάπηλος) Fauvel. Είναι μάλιστα ενδεικτικό της σημασίας του bazaar το ότι η Μονή των Καπουτσίνων, στο βορειοανατολικό άκρο της πόλης ουδέποτε αποτέλεσε ‘ανταγωνιστικό’ κέντρο, παρά το ότι υπήρξε το κέντρο αναφοράς μιας πλειάδας ξένων επισκεπτών σε όλη τη διάρκεια του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα.
Αναδύεται λοιπόν έτσι ένα άλλο κοινωνικό/γεωγραφικό τοπίο στην Αθήνα των Οθωμανικών χρόνων: μια συγκεκριμένη κεντρική περιοχή αντιδιαστέλλεται από την υπόλοιπη πόλη, όπως αντιδιαστέλλονται κοινωνικές ομάδες που διαθέτουν πολιτική και στρατιωτική εξουσία, πλούτο και κύρος από την πλειονότητα των πολιτικά υποταγμένων κατοίκων της πόλης που γνωρίζουν φορολογική εκμετάλλευση και ασκούν παραγωγικές δραστηριότητες. Το χαρακτηριστικό αυτού του διαχωριστικού προτύπου αποκτά, για κάθε πόλη που αναπτύσσεται στη βάση της Οθωμανικής κατοχής, πρόσθετο ενδιαφέρον από το γεγονός ότι στην πόλη των Οθωμανικών χρόνων η κεντρική αγορά κατά κανόνα διαφοροποιείται απόλυτα από τον υπόλοιπο κτισμένο χώρο – με άλλα λόγια, η ανάμιξη χρήσεων στο κέντρο (πχ, κατοικία και εργαστήρια ή καταστήματα) αποφεύγεται. Αλλά ακόμα και αυτός ο λειτουργικός διαχωρισμός υφίσταται μόνον στον βαθμό που το αστικό κέντρο είναι σημαντικός διοικητικός, οικονομικός και στρατιωτικός πόλος ανάπτυξης. Η Αθήνα δεν υπήρξε τέτοιο αστικό κέντρο. Θα πρέπει γι’αυτό να δεχθούμε μια περιορισμένη ανάμιξη χρήσεων στο κεντρικό τμήμα αυτής της πόλης – όπως πράγματι έχει διαπιστωθεί ότι συνέβαινε.
Η τελευταία σχετική με το θέμα μας παρατήρηση που αφορά στην Οθωμανική Αθήνα, σχετίζεται με μια πολεοδομική παράμετρο, η οποία συνεξεταζόμενη με άλλα στοιχεία μπορεί να καθορίζει τρόπους διασταύρωσης της χωρικής και της κοινωνικής απόστασης. Πρόκειται για την πυκνότητα κατοίκησης (παράλληλα με τύπους κατοικιών, στεγαστικές παραμέτρους, κλπ). Είναι εξακριβωμένο ότι οι πυκνότητες κατοίκησης στην Αθήνα των όψιμων (τουλάχιστον) Οθωμανικών χρόνων ήσαν υψηλότερες στο ‘Εξέχωρο’ έναντι εκείνων που επικρατούσαν στο νότιο τμήμα της πόλης, στα χαμηλά τμήματα του λόφου της Ακρόπολης. Θυμίζουμε ότι το ‘Εξέχωρο’ ήταν η περιοχή που βρισκόταν βόρεια του από ανατολή προς Δύση άξονα, περίπου κατά μήκος της οδού Αδριανού, ή, από τη Στοά του Αττάλου δυτικά στην Μονή των Καπουτσίνων ανατολικά.
Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, η πόλη των Οθωμανικών χρόνων κλήθηκε να περάσει στην κατηγορία μιας πρωτεύουσας πόλης, ενός νεοσύστατου κράτους, με ταυτόχρονη μεταβολή της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής της δομής. Η απαίτηση για γρήγορο μετασχηματισμό μιας κοινότητας σε μια κοινωνία, συνιστούσε την υποχρέωση για μια εξαιρετικά δύσκολη υπέρβαση: από το να ανήκεις σε μια κοινότητα, με την έννοια του να συμμερίζεσαι κοινά πολιτισμικά χαρακτηριστικά, όπως της θρησκείας, της γλώσσας, των εθίμων, κλπ. – τους ακρογωνιαίους λίθους της κοινωνικής αλληλεγγύης, στο να είσαι μέλος μιας κοινωνίας, η οποία προσλαμβάνεται ως θεσμός, ως ‘εξωτερικότητα’, μέσα στην οποία το κάθε άτομο είναι μια στατιστική μονάδα που εντάσσεται σε κατηγορίες, ποσότητες και μεταβαλλόμενες ροές – τα συστατικά στοιχεία μιας (κοινωνικής) λειτουργικής σχέσης.
Η παρατήρηση αυτή γίνεται γιατί, αν ανιχνεύουμε τις μορφές κοινωνικής διαίρεσης του χώρου στις πρώτες δεκαετίες μετά την απελευθέρωση μέσα από τις χωρικές εκδοχές του νέου σχεδίου που ετοιμάστηκε για την πρωτεύουσα (σχέδιο Κλεάνθους και Schaubert, 1834), αξίζει να θυμόμαστε ότι εκείνο το σχέδιο δεν είχε από μόνο του, τη δύναμη να επιβάλλει τις συγκεκριμένες μορφές διαίρεσης του χώρου.
Για να μπούμε κατευθείαν στο θέμα: λίγες δεκαετίες μετά τις απόπειρες εφαρμογής του πρώτου σχεδίου της Αθήνας (το οποίο, άλλωστε, είχε επίσημα απορριφθεί παρά την αρχική του έγκριση), δύο από τους νέους άξονες της πρωτεύουσας θα σηκώσουν το βάρος μιας (νέας) κοινωνικής διαίρεσης του χώρου. Ο κάθε άξονας είχε τη δική του ιδιαίτερη δυναμική στον χρόνο, τόσο από τη συμβολή του στη διαδικασία αναπαραγωγής χωρικών/κοινωνικών διαφοροποιήσεων, όσο και από τη χρονική αφετηρία του καθενός στο να ενσωματώσουν μορφές διαχωρισμού (παρά την ταυτόχρονη παρουσία τους στο αρχικό σχέδιο). Πρόκειται για την οδό Αθηνάς και την οδό Πειραιώς. Με βάση τον προηγούμενο συλλογισμό, προηγήθηκε η οδός Αθηνάς. Ο αναντίρρητος ιδεολογικός της ρόλος (στη συμβολική σύνδεση της έδρας της εξουσίας με το κύρος της αρχαιότητας) συχνά συσκοτίζει τη σημασία της ως άξονα υποδοχής λειτουργικών ανακατατάξεων – σημασία, άλλωστε, που κατίσχυσε όταν τα Ανάκτορα μεταφέρθηκαν σε άλλη θέση. Συγκεκριμένα, μέσα από την αργή διαδικασία φεουδαρχικής αποσύνθεσης την οποία σταδιακά επέβαλαν οι νέες συνθήκες παραγωγής και οι νέες (κοινωνικές) παραγωγικές σχέσεις, οι λειτουργίες (βιοτεχνικής/χειροτεχνικής) παραγωγής, και εμπορευματοποίησης/έκθεσης του παραγόμενου αγαθού διαφοροποιήθηκαν: η ‘σημειακή’ παλαιότερη παρουσία τους, ως ενιαία χωρική ενότητα, αλλά και η συνένωσή τους στο ίδιο φυσικό πρόσωπο, έδωσαν σύντομα τη θέση τους χωριστά, σε περιοχές παραγωγής και σε ‘γραμμικά’ χωρικά στοιχεία (εμπορικοί άξονες, και χώροι προβολής και έκθεσης προϊόντων), με εξειδικευμένους πλέον επισπεύδοντες της κάθε διαδικασίας. Αυτός ήταν ο ρόλος της οδού Αθηνάς, ως προς τις περιοχές ‘πίσω’ από αυτήν ή στο άμεσο περιβάλλον της (όπως η περιοχή του Ψυρρή και το ‘παραδοσιακό’ bazaar). O εμπορικός της ρόλος, μάλιστα, προβλεπόταν να ενισχυθεί με τη ‘φιλοξενία’ που θα προσέφερε, βορειότερα, σε ‘αμιγή’ (και νεοπαγή) εμπορικά κέντρα. Ανέλαβε, συνεπώς, η οδός Αθηνάς έναν καθοριστικής σημασίας ρόλο, ο οποίος όμως αρχικά είχε χαρακτηριστικά, κυρίως, ενεργοποίησης πολεοδομικής/λειτουργικής διαφοροποίησης και όχι (και) κοινωνικού διαχωρισμού.
Για την επίτευξη αυτού του τελευταίου ρόλου απαιτήθηκε η συνέργεια, λίγα χρόνια αργότερα, της οδού Πειραιώς. Ο άξονας αυτός, με την αρχική πρόθεση σύνδεσης της πρωτεύουσας πόλης με το (νέο της) λιμάνι, στη σκιά του ίχνους των ‘Μακρών Τειχών’, απέκτησε νέο χαρακτήρα όταν, στα μέσα του 19ου αιώνα, κτίστηκε σε μικρή απόσταση από αυτόν (στα δυτικά του) αλλά και σε μικρή απόσταση από την πλατεία Ομονοίας το Μεταξουργείο (κτίσμα που αρχικά προοριζόταν για εμπορικό κέντρο). Και όταν λίγα χρόνια αργότερα, η σύμφυτη με τον 19ο αιώνα επαναστατική παρουσία της βιομηχανικής δραστηριότητας εκπροσωπήθηκε στην Αθήνα και με το εργοστάσιο Αεριόφωτος, στη συμβολή των οδών Πειραιώς και Ερμού, το έδαφος ήταν έτοιμο να δεχθεί τις νέες διαμερισματοποιήσεις της πρωτεύουσας. Η οδός Αθηνάς, σε επέκταση όσων είπαμε προηγουμένως, αποσαφήνιζε πλέον με την παρουσία της τον ρόλο ενός ‘ορίου’. Το δυτικό τμήμα της πόλης (δηλαδή το τμήμα δυτικά της οδού Αθηνάς) ήταν η περιοχή βιοτεχνίας/βιομηχανίας και η περιοχή κατοικίας χαμηλών εισοδηματικά στρωμάτων (είναι αυτονόητο ότι σύντομα γύρω από το εργοστάσιο του Μεταξουργείου και το εργοστάσιο αεριόφωτος σχηματίστηκαν οι πρώτοι θύλακες εργατικής κατοικίας), ενώ το ανατολικό τμήμα της πόλης (δηλαδή το τμήμα ανατολικά της οδού Αθηνάς) ήταν η περιοχή διοίκησης, παροχής υπηρεσιών, κατοικίας μέσων και ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων.
Αλλά η κατάσταση αυτή δεν ήταν στατική. Το ‘όριο’ λειτουργικού και κοινωνικού διαχωρισμού δεν παγιώνεται στον χώρο και στον χρόνο – υφίσταται μόνον για όσο διάστημα συντρέχουν λόγοι συνεχούς αναπαραγωγής του ρόλου του. Μέσα από αυτήν την οπτική προσλαμβάνονται καίριες πολεοδομικές παρεμβάσεις του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα: από τη μια πλευρά, η λειτουργία της σιδηροδρομικής γραμμής Πειραιά-Αθήνας με κατάληξη το Θησείο (και ενσωμάτωση στη λειτουργία της του χώρου αναψυχής στον Όρμο Φαλήρου), αλλά και η ενίσχυση της βιομηχανικής δραστηριότητας στον Πειραιά και κατά μήκος του ίδιου του άξονα της οδού Πειραιώς. Από την άλλη πλευρά, η ενίσχυση του ηγεμονικού ρόλου ενός νεοπαγούς αστικού χαρακτήρα, είτε με τη σμίλευση ενός συγκεκριμένου αρχιτεκτονικού ύφους είτε με διανοίξεις ‘εσωτερικών’ λεωφόρων, όπως η λεωφόρος Αλεξάνδρας, που οριοθετούν επί μέρους περιοχές – και τα δύο ως μακρινός απόηχος των συγγενών, προσφιλών στην Ευρώπη του 19ου αιώνα, πρακτικών αρχιτεκτονικού και πολεοδομικού σχεδιασμού. Σε επίρρωση των τελευταίων αυτών παρατηρήσεων δεν έχει παρά να ‘διαβάσει’ κανείς προσεκτικά τον χαρακτήρα δύο περιοχών κατοικίας που ενσωματώθηκαν στο σχέδιο της πόλης στην τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα: το αδιάφορο, ιπποδάμειο σχέδιο του Κολωνού στα δυτικά, και το επιτηδευμένο, σχεδόν αναγεννησιακού ύφους, σχέδιο του Βαθρακονησίου (Παγκρατίου) στα ανατολικά.
Αναφορά λήμματος
Καρύδης, Δ. (2015) Αθήνα: Κοινωνική διαίρεση του χώρου στο πέρασμα από την πόλη των Οθωμανικών χρόνων στην ελληνική πρωτεύουσα, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/απαρχές-κοινωνικής-διαίρεσης/ , DOI: 10.17902/20971.6
Αναφορά Άτλαντα
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Βιβλιογραφία
- Καραδήμου Γερόλυμπου Α (1997) Μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Θεσσαλονίκη και βορειοελλαδικές πόλεις στο τέλος του 19ου αιώνα. Αθήνα: Τροχαλία.
- Bastea E (1994) Athens. Etching images on the street: planning and national aspirations. In: Çelik Z, Favro D, and Ingersol Lr (eds), Streets: critical perspectives on public space, Berkeley: University of California Press, pp. 111–124. Available from: http://www.unm.edu/~ebastea/pdfs/Streets.pdf.
- Bierman IA, Abou-El-Haj RA and Preziosi D (1991) The Ottoman city and its parts: urban structure and social order. Bierman IA (ed.), New Rochelle, New York: Aristide d Caratzas.
- Karidis D (2014) Athens, from 1456 to 1920, the Town under Ottoman rule and the 19th century Capital City. Oxford: Archaeopress.
- Vidler A (2011) The scenes of the street and other essays. New York: The Monacelli Press.