Γκαζοχώρι: Ιστορία μίας συνοικίας (1857-1980)
2018 | Δεκ
Η γέννηση μίας αυθαίρετης συνοικίας
Η γέννηση της συνοικίας
Το εργοστάσιο φωταερίου ιδρύθηκε το 1857 σύμφωνα με το βασιλικό διάταγμα του Όθωνα, με το οποίο παραχωρούνταν στον Γάλλο επιχειρηματία François Theophile Feraldi το δικαίωμα εγκατάστασης και λειτουργίας μονάδας φωταερίου.
Η μονάδα παραγωγής φωταερίου υπήρξε η πρώτη στην πόλη της και η πρώτη της ελληνικής επικράτειας. Το εργοστάσιο αεριόφωτος συνδέθηκε άμεσα με τη ζωή της πόλης, αφού άλλαξε καθοριστικά την καθημερινότητά της, φωτίζοντας τους κεντρικούς αθηναϊκούς δρόμους. Οι νέοι φανοί του φωταερίου αύξησαν το αίσθημα της ασφάλειας σε όσους κυκλοφορούσαν στη νυχτερινή Αθήνα. Η μεγαλύτερη, όμως, αλλαγή που αναμενόταν από τον φωτισμό με φωταέριο ήταν η ευρωπαϊκή αίγλη, την οποία φαίνεται πως αποζητούσε ένα μέρος του πληθυσμού της Αθήνας από τα μέσα του 19ου αι. κι εξής (Σκριπ 25 Δεκεμβρίου 1895).
Μετά την ανέγερση του αεριόφωτος στην περιοχή, που άρχισε το 1857 και ολοκληρώθηκε σχεδόν έναν αιώνα αργότερα με την τμηματική προσθήκη των διαφόρων κτηρίων, δημιουργείται, δυτικά από αυτό, ένας αυθαίρετος συνοικισμός, το Γκαζοχώρι (Στογιαννίδης&Χατζηγώγας 2013: 53). Όπως προδίδει και η ονομασία του, ο οικισμός άρχισε να συστήνεται μετά τη λειτουργία του εργοστασίου. Στις πηγές του 19ου αι. και των αρχών του 20ού αιώνα συναντάται άλλοτε ως Γκαζοχώρι και άλλοτε ως συνοικία Αεριόφωτος ή Φωταέριο [1]. Πριν από την ίδρυση της μονάδας φωταερίου, η ευρύτερη αυτή περιοχή (Γκαζοχώρι-Βοτανικός-Ρουφ) βρισκόταν εκτός των ορίων της πόλης και καλυπτόταν κυρίως από αγρούς και έλη.
Πράγματι, σε χάρτη του 1852, η περιοχή δυτικά της πλατείας Ομονοίας και βορείως της οδού Πειραιώς είναι ουσιαστικά ακατοίκητη και έρημη. Σχεδόν 20 χρόνια αργότερα, σε χάρτη του 1875 εμφανίζεται το εργοστάσιο αεριόφωτος και τα πρώτα κτήρια της περιοχής.
Χάρτης 1: Χάρτης της Ελλάδας: Φύλλο 10, Σχέδιο της Αθήνας, Διαχωρισμός της Ελλάδας σε Νομούς, Επαρχίες και Δήμους – 1852. (ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ)
Χάρτης 2: “Σχέδιο πόλης των Αθηνών” – 1875. Geographical Section General Staff No 4457, War Office 1944 (ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ)
Προσφυγικοί πληθυσμοί και μεταδοτικές νόσοι
Η ονομασία Γκαζοχώρι καταγράφεται ήδη από το 1885 στον ημερήσιο τύπο, καθώς η περιοχή περιγραφόταν ως εστία πυρετών, μηνιγγίτιδας και τύφου (Το Άστυ 29 Δεκεμβρίου 1885). Μάλιστα, οι γιατροί-μέλη της Ελληνικής Ιατρικής Εταιρείας σε συνεδρίασή τους το 1900, αναφέρονται στη λεγόμενη «επιδημία του Γκαζοχωρίου» που έλαβε χώρα το 1885-86 και αναφέρονται σε σπασμωδικό κακοήθη πυρετό που έπληξε κυρίως τα παιδιά της συνοικίας η οποία, όπως τονίζεται, διαθέτει ελώδεις εστίες. Σε σατυρικό τετράστιχο της εποχής που απευθυνόταν στους πολιτικούς και τους στρατιωτικούς αναφέρεται:
«Να τους πης ότι πεθαίνουν χίλιοι δυο στο Γκαζοχώρι, να τους πης πως πάλι μένουν οι φρικτοί εκείνοι φόροι, να τους πης πως φόβος είνε μήπως έφθασε η ημέρα να δεχθούν και αι Αθήναι την ισπανική χολέρα» (Ασμόδαιος 25 Αυγούστου 1885). |
Η συνοικία για αρκετές δεκαετίες ανέλαβε τον ρόλο του χώρου υποδοχής νεοεισερχόμενων μεταναστών και προσφύγων. Το 1897 πρόσφυγες από την Κρήτη εγκαταστάθηκαν στο Γκαζοχώρι (Εμπρός 28 Νοεμβρίου 1897).
Το 1906 και το 1916 οι επιδημίες της ευλογιάς σημείωσαν αρκετά θύματα και στο Γκαζοχώρι (Εμπρός 30 Ιανουαρίου 1906). Η απουσία οργανωμένου συστήματος πρόληψης και θεραπείας και η έλλειψη ετοιμότητας απέναντι στις ασθένειες (Bournova, Garden, 2014) από την πλευρά της κρατικής μηχανής οδήγησαν τα φτωχά και τα εργατικά στρώματα της πρωτεύουσας στην αναζήτηση πρακτικών λύσεων. Ακολουθώντας τις οδηγίες των μαιών της συνοικίας, οι κάτοικοι συνόδευαν τα παιδιά τους, που έπασχαν από ασθένειες του αναπνευστικού ως τη βάση των φουγάρων του εργοστασίου για να εισπνεύσουν τις «θεραπευτικές» ιδιότητες των αναθυμιάσεων του κωκ (Στογιαννίδης, 2015: 115-116). Όσοι πάλι έπασχαν από φυματίωση, κατασκήνωναν τα καλοκαίρια στην Πεντέλη (Στογιαννίδης, 2016:382-404). Είναι προφανές ότι η άφιξη προσφύγων στην συνοικία μόνο δραματικές επιπτώσεις είχαν για την υγεία όλων των κατοίκων:
«…Εις την περιοχήν του αεριόφωτος μεταξύ της οδού Πειραιώς και του εργοστασίου Πουλοπούλου. Να μια νέα κόλαση εντός σχεδόν της πρωτευούσης, κόλαση φρικτή, η οποία έχει αρχίσει από το 1919 και δεν τερματίζεται. Σε μια μεγάλη μάνδρα του αεριόφωτος έχουν εγκατασταθή 325 οικογένειες εκ των Ελλήνων της Ρωσσίας και του Πόντου. Τα μικρά σπιτάκια, όπως του σκοπευτηρίου και του Δουργούτη, τα έχουν κατασκευάση δι’ εξόδων των, αλλά δεν αντέχουν πλέον να ζούν και να κοιμούνται εκεί μέσα.
Ανάμεσα στο συνοικισμό υπάρχουν δυο αποθήκες και εκεί στεγάζονται, εκεί κυρίως δολοφονούνται, τριάντα πέντε οικογένειες. Τ’ αποχωρητήρια ελάχιστα κι εδώ, ανεπαρκούν, εκχειλισμένα, από παντού έρχεται η βρώμα και ο θάνατος. Οι κάτοικοι του συνοικισμού αγωνιούν και οι τριγύρω έχουν χάση την υπομονήν και την υγεία των. Μοιάζουν ανάμεσα στην μάνδρα σαν κατάδικοι και εξόριστοι, προγεγραμμένοι από την ζωήν των άλλων ανθρώπων.» (Ελεύθερον Βήμα, 20 Σεπτεμβρίου 1928). |
Χρειάστηκε να περιμένουν μέσα στις παράγκες ακόμα μερικά χρόνια μέχρι να μεταγκατασταθούν στις απαλλοτριωμένες εκτάσεις της περιοχής του Αγίου Σάββα. Οι αυξημένοι ρύποι του εργοστασίου φωταερίου ολοκλήρωσαν την εξαθλίωση, στην οποία ήδη ζούσαν τα εργατικά στρώματα της περιοχής. Στις 15 Ιουνίου του 1931, ο Στέφανος Στεφάνου καταγγέλλει στο Ελεύθερον Βήμα την ανυπαρξία συστήματος περισυλλογής σκουπιδιών στην Αθήνα χαρακτηρίζοντάς την «απέραντη σκουπιδούπολη» και υποδεικνύοντας το Γκαζοχώρι ως μια από τις συνοικίες που η έλλειψη καθαριότητας υπερβαίνει τα όρια ανοχής:
«Πηγαίνετε εις το Γκαζοχώρι να ιδήτε τι γίνεται. Είνε η βρωμερωτέρα συνοικία της πόλεως. Οι δρόμοι γεμάτοι σκουπίδια και μέσα εις χώρους μανδρωμένους σωροί και λόφοι σκουπιδιών. Δυσοσμία αφόρητος, μυίγες, σκνίπες, κουνούπια, όλα τα έντομα του κόσμου… εκείνο που θέτει εις πραγματικόν και διαρκή κίνδυνον την υγείαν των κατοίκων, είνε η εκκένωσις των κάρρων καθαριότητος εντός κατοικουμένων περιοχών ή εις ελαχίστην απ’ αυτών απόστασιν, όπως συμβαίνει εις το Γκαζοχώρι, …» |
Ο Κώστας Μπίρης περιέγραφε τη συνοικία ως «…ένα σύμφυρμα καλυβιών και αθλίων παραπηγμάτων… αληθής Κόλασις δυστυχίας και διαφθοράς» (Μπίρης 1966: 202).
Σύμφωνα με τους κατοίκους εσωτερικοί μετανάστες από τη Μάνη, τη Θεσσαλία, την Κεφαλονιά, την Κέρκυρα και τα νησιά του Αιγαίου συνέχισαν να συρρέουν ως τα μέσα του 20ού αι. δημιουργώντας έναν πολυπολιτισμικό οικιστικό πυρήνα (Μαρτυρία Ζ.Ρ., Αρχείο Προφορικών Μαρτυριών Βιομηχανικού Μουσείου Φωταερίου). Η επιλογή του Γκαζοχωριού ως τόπου πρώτης εγκατάστασης στην Αθήνα συνδεόταν και με την περιθωριακή θέση που κατείχε η συνοικία σε σχέση με τον βασικό πολεοδομικό ιστό της πόλης. Η πολεοδομική υπερορία της συνοικίας επέτρεπε την ανέγερση πρόχειρων προσωρινών παραπηγμάτων με μικρό κόστος και συγχρόνως τη διαφυγή από το βλέμμα των ελεγκτικών μηχανισμών.
«Οι πόρνες του Γκαζιού» και άλλες παραβατικές ιστορίες
Πέρα από τα συχνά κρούσματα επιδημιών, το Γκαζοχώρι συνδέθηκε και με μία ακόμη δραστηριότητα· την πορνεία. Η αστυνομική διάταξη του Απρίλη του 1894 «Περί κοινών γυναικών και οίκων ασωτίας» τοποθετούσε τα χαμαιτυπεία της Αθήνας «πλησίον των καταστημάτων του Αεριόφωτος». Στην ίδια διάταξη περιγραφόταν μία τριπλή ταξινόμηση των κοινών γυναικών, σύμφωνα με την οποία στην τρίτη και τελευταία τάξη κατατάσσονταν όσες κατοικούσαν και εργάζονταν στα πορνεία του Αεριόφωτος (Δρίκος 2002: 174-175). Η τοποθέτηση των πορνών της συνοικίας του Αεριόφωτος στην τρίτη βαθμίδα της ταξινόμησης, ίσως, και να συνδέεται με την υβριστική φράση που επικράτησε και στα μεταγενέστερα χρόνια «πόρνη του γκαζιού» (Μαρτυρία Ζ.Ρ., Αρχείο Προφορικών Μαρτυριών Βιομηχανικού Μουσείου Φωταερίου). Το 1897 καταγράφηκε στο αστυνομικό δελτίο η σύλληψη δύο σωματέμπορων, που προσπάθησαν να πουλήσουν μία 16χρονη υπηρέτρια «εις τους δυσώνυμους οίκους του Αεριόφωτος» (Εμπρός 10 Ιουλίου 1897). Δύο μήνες αργότερα ένας δάσκαλος από τα Μέθανα συνελήφθη στο Γκαζοχώρι, ενώ διαπραγματευόταν την «πώληση» της γυναίκας του στους οίκους ανοχής (Εμπρός 7 Σεπτεμβρίου 1897). Τα δύο περιστατικά δεν επιβεβαιώνουν μόνο την παρουσία των πορνείων στην περιοχή αλλά ίσως και μία άνθιση της δραστηριότητας στο τέλος του 19ου αι. Η πορνεία στο εξής θα αποτελέσει συνώνυμο του Γκαζοχωριού, με αποτέλεσμα το 1900 ο Τύπος να αναφέρεται στις πόρνες της συνοικίας ως «οι γυναίκες του Γκαζοχωρίου» (Εμπρός 15 Μαΐου 1900). Είναι ενδιαφέρον ότι σε απάντηση του Ιατροσυνεδρίου προς το Υπουργείο Εσωτερικών, το 1905, περί κρυφίων οίκων ανοχής, δεν αναφέρεται το Γκαζοχώρι ενώ δηλώνεται ότι διατηρούνται τέτοιες επιχειρήσεις σε οδούς του Κεραμεικού (Θερμοπυλών, Λεωνίδου, Κεραμεικού, Καλλέργη, Δεληγιώργη) και της Ομονοίας (Αγίου Κωνσταντίνου, Σατωβριάνδου, Αχαρνών, Ζήνωνος, Βερανζέρου, Σολωμού και Γαμβέτα). Ίσως επειδή θεωρείται ήδη ως περιθώριο της πόλης. Πολλά χρόνια αργότερα, σε χρονογράφημα του δημοσιογράφου και γραμματέα του Ελευθερίου Βενιζέλου Στέφανου Στεφάνου αναφέρεται ως «το ενδιαίτημα των κοινών γυναικών. “Πάμε στο γκάζι”, έλεγαν οι στρατιώται και οι κλητήρες με την κόκκινη γιακέττα και το βούρδουλα στο χέρι» (Ελεύθερον Βήμα, 9 Ιουνίου 1929).
Στο Γκαζοχώρι αναζητούσαν καταφύγιο διαρρήκτες και ληστές, ενώ συχνές ήταν και οι συμπλοκές (Εμπρός 31 Δεκεμβρίου 1895, 23 Οκτωβρίου 1927, 30 Ιουνίου 1962). Στις ένοπλες συγκρούσεις συχνά εμπλέκονταν και στρατεύσιμοι, των οποίων η σταθερή παρουσία στην περιοχή συνδεόταν πέραν από την ύπαρξη των στρατώνων Μηχανικού πιθανά και με τους οίκους ανοχής (Σκριπ 23 Νοεμβρίου 1903).
Το Γκαζοχώρι όμως ως λαϊκή, εργατική συνοικία έγινε σκηνικό στο οποίο διαδραματίστηκαν πολλές αιματηρές ερωτικές ιστορίες:
«Όταν είσαι ένας νέος ακμαίος, με ζωήν και εργάζεσαι εις ορειχαλκουργείον από πρωίας μέχρι νυκτός και σε τρώγει η δουλειά, η φωτιά και κολυμπάς στον ιδρώτα και πεθαίνεις εις το αμόνι και σου πιάνεται η αναπνοή στο φυσερό, είναι αδύνατον να μην ερωτευθής ένα ζευγάρι ματιών που περνούν απ’ εκεί όπου συ σφυροκοπάς τον μπρούτζο και το σίδερο. Κάτι τέτοιο συνέβη εις τον εικοσαετή τότε ορειχαλκουργόν Αριστείδην Τριανταφυλλόπουλον, ν’ αγαπήση προ τετραετίαν ένα ζεύγος ματιών, που ανήκον εις την δεκαπενταετή τότε Κατίναν Ξένου…»
( Ελεύθερον Βήμα, 5 Οκτωβρίου 1924). |
«Εικοσιοκτώ χρονώ άντρας ο Σταμάτης. Μια Θοδώρα βρέθηκε στο δρόμο του. Στα εικοσιέξη αυτή… .Μαυραγορίτες και οι δυο συνεταιρίστηκαν στο εμπόριο… Ερωτευμένος ο Σταμάτης, τεχνίτρα η Θοδώρα νοιώθει την αδυναμία του και τον βασανίζει… Για να προλάβει το κακό της κόβει το νήμα της ζωής. Απάνω στα δυο πτώματα που έφραξαν το στενό δρομάκο, σκόνταψαν το πρωί οι διαβάτες της οδού Σωφρονίου»
(Ελεύθερον Βήμα, Π. Παλαιολόγος, 6 Φεβρουαρίου 1943) |
Εκτός όμως αυτής της παραβατικότητας, το εργατικό περιβάλλον ευνοούσε και τη διάδοση των κομμουνιστικών ιδεών και άρα και τις συμπλοκές με την αστυνομία της εποχής:
‘Η εις Γκαζοχώρι συμπλοκή των κομμουνιστών, τι διεπιστώθη’
Η υπηρεσία του τμήματος γενικής ασφαλείας η ασχολουμένη με την δίωξιν των κομμουνιστών, συνεχίζουσα τας ανακρίσεις σχετικώς με την γενομένην χθες εις τον συνοικισμόν Αεριόφωτος συμπλοκήν μεταξύ αστυνομικών και κομμουνιστών, εξηκρίβωσε τα εξής: Τα εις τον άνω συνοικισμόν διαμένοντα κομμουνιστικά στοιχεία εισέπραττον παρά των κατοίκων μικρά χρηματικά ποσά προς ενίσχυσιν των ανέργων κομμουνιστών και προς ενίσχυσιν του ταμείου του κομμουνιστικού κέντρου. Επίσης είχον υποχρεώση τους κατοίκους ν’αγοράζουν τον «Ριζοσπάστην». Κατόπιν τούτου η αστυνομία ενήργησεν αιφνιδιαστικήν έρευναν και προέβη εις την σύλληψιν αρκετών εξ αυτών. Κατά την διάρκειαν της ερεύνης προεκλήθη συμπλοκή μεταξύ αστυνομικών και κομμουνιστών, καθ’ ήν αντηλλάγησαν υπερ τους 50 πυροβολισμοί, τραυματισθέντος ενός αστυνομικού και του κομμουνιστού Δημάκου. Βραδύτερον άλλη ομάς κομμουνιστών επειδή επίστευεν ότι οι «σύντροφοί» των συνελήφθησαν κατόπιν καταδόσεως του προέδρου του συνοικισμού κ. Χαραλαμπίδου επετέθη κατ’ αυτού και τον εξυλοκόπησεν. Εκ των κομμουνιστών συνελήφθησαν πέντε. (Αθηναϊκά Νέα, 6 Ιουνίου 1933) |
Τα φαινόμενα κοινωνικής παρέκκλισης και ποινικής παραβατικότητας επιβεβαίωναν για ακόμη μία φορά τη συμβολική χωροθέτηση της συνοικίας στο περιθώριο της πόλης. Το Γκαζοχώρι συνδέθηκε για 56 χρόνια (1901-1957) και με τη λαχαναγορά της Αθήνας, η οποία στεγαζόταν δίπλα από το εργοστάσιο φωταερίου στη γωνία των οδών Πειραιώς και Ιεράς Οδού [όπου σήμερα ο χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων για το μετρό]. Η εγκατάσταση της λαχαναγοράς στις αρχές του 20ού αιώνα φαίνεται πως συνδέθηκε πέρα από την εμπορία οπωροκηπευτικών και με την άνθιση της εμπορίας χασίς, καθώς οι λεγόμενοι «χασισοπότες» σύχναζαν στις ταβέρνες και στα μαγειρεία που αναπτύχθηκαν περιφερειακά της λαχαναγοράς. Η ρητορική που προσδιόριζε το Γκαζοχώρι ως εστία επικίνδυνων και ανήθικων δραστηριοτήτων φαίνεται να εξασθενεί σταδιακά μετά τον Μεσοπόλεμο. Η ιδιαίτερη έμφαση που σημειώθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα στις παραβατικές συμπεριφορές συνδέεται πιθανότατα τόσο με μία μεγαλύτερη διάδοση αυτών των φαινομένων όσο και με τη ρητορική περί ηθικής καθαρότητας και εξυγίανσης, η οποία κυριάρχησε στον λόγο των ιατρών, επιθεωρητών εργασίας, κοινωνιολόγων, υγιεινολόγων (Platt 2000: 194-222).
Η θέση του Γκαζοχωριού στην αθηναϊκή πολεοδομία
Γενικά, οι συνοικίες που δημιουργούνται δυτικά και νοτιοδυτικά της Αθήνας, όπως η Πειραιώς (σημερινά Κάτω Πετράλωνα), το Γκαζοχώρι, το Χεζολίθαρο (σημερινό Μεταξουργείο), η Ακαδημία Πλάτωνος, η Ιεράς Οδού (συνοικισμός Ελαιοτριβεία), εξαιτίας της γειτνίασης με την οδό Πειραιώς, δηλαδή τον εμπορικό δρόμο που οδηγεί στον Πειραιά, συγκέντρωσαν από νωρίς εμπορικές και βιοτεχνικές δραστηριότητες και κατοικούνταν στην πλειονότητά τους από μάλλον χαμηλά εισοδηματικά στρώματα.
Η περιοχή εντάχτηκε στο σχέδιο πόλεως το 1880 και το σχέδιο ένταξης ακολουθούσε κατά βάση τους υπάρχοντες παλαιούς δρόμους. Ξεκινώντας από το Γκαζοχώρι, η οδός Ορφέως διασχίζει τον Ελαιώνα ακολουθώντας την παμπάλαια χάραξη της «Στράτας της Κούλουρης», του δρόμου προς την Σαλαμίνα, τον οποίο περπάτησε και ο περιηγητής ΕβλιγιάΤσελεμπί.
Το 1908, στον Πίνακα του Α. Γεωργιάδη στον οποίο απεικονίζεται η πρώτη επίσημη διαίρεση της Αθήνας σε συνοικίες, οι περισσότεροι δρόμοι της περιοχής του Γκαζοχωρίου δεν φέρουν καν κάποια επίσημη ονομασία. Στον εμπορικό Οδηγό του Νικολάου Ιγγλέση του 1928 εμφανίζονται μόνο 24 δρόμοι έναντι 38 σημερινών.
Μέχρι πάντως το 1940 ο οικισμός φαίνεται να ανήκει στη συνοικία του Κεραμεικού αλλά διάφοροι δρόμοι της φέρονται να ανήκουν επίσης στη συνοικία Ιεράς Οδού (που εκτείνονταν από Ιεράς Οδού 21 έως την αρχή της Ευμολπιδών), στη συνοικία Κειριάδων (που άρχιζε από την οδό Πειραιώς 150-152 και έφτανε έως τους Στρατώνες Μηχανικού και το Σταθμό φόρου διοδίων).
Ο οικισμός Γκαζοχώρι-παρότι δεν υπάρχει μία σαφής οριοθέτηση αφού τοπόσημο ήταν το εργοστάσιο του αεριόφωτος- ορίζεται μάλλον από τις οδούς Πειραιώς, Κωνσταντινουπόλεως, Πέτρου Ράλλη και Ιερά Οδό.
Ωστόσο η χρήση της Πέτρου Ράλλη ως ένα από τους 4 δρόμους που ορίζουν το Γκαζοχώρι δεν είναι προφανής τουλάχιστον για την περίοδο μέχρι τη δεκαετία του 1950. Σε χάρτες του πρώτου μισού του 20ού αιώνα όπως αυτός του 1944 ως όριο φαίνεται μάλλον η Βασιλείου του Μεγάλου ενώ σε χάρτη του 1958, ως όριο, φαίνεται μάλλον η οδός Εχελίδων.
Το Γκαζοχώρι ήταν ένας οικισμός χωρίς ενοριακή συγκρότηση. Δυο εκκλησίες, του Αγίου Βασιλείου Ρουφ και της Αγίας Τριάδος Κεραμεικού είναι τοποθετημένες στα δυο άκρα, το δυτικό και το ανατολικό του Γκαζιού, αλλά καμία από τις δυο δεν είναι πράγματι μέσα στον οικισμό. Ακόμα και αυτή του Αγίου Βασιλείου που τυπικά είναι εντός των «ορίων» του Γκαζοχωριού δεν είναι ενοριακός ναός αλλά παρεκκλήσι του Εκκλησιαστικού Ορφανοτροφείου Βουλιαγμένης.
Το Γκαζοχώρι είναι μια συνοικία χωρίς πλατείες. Οι κάτοικοί του αναγνωρίζουν μόνον μια «πλατεία»: τη μικρή πλατεία Κούλουρης στο τρίστρατο Στρατονίκης, Ελασιδών και Ορφέως. Η πλατεία Ανοίξεως που βρίσκεται στο άκρο της συνοικίας είναι πολύ πρόσφατη.
Χάρτης 3: Σημεία αναφοράς στην περιοχή Γκαζιού
Οι κάτοικοι και τα καταστήματα στο Γκαζοχώρι σύμφωνα με τους Οδηγούς του Νικολάου Ιγγλέση, 1910-1958
Χάρη στους εμπορικούς οδηγούς του Ν. Ιγγλέση μπορούμε να μελετήσουμε την κοινωνικοεπαγγελματική σύνθεση των κατοίκων και τις οικονομικές δραστηριότητες στο Γκαζοχώρι. Στους οδηγούς του 1910 και του 1928 (που είναι και οι πλέον συστηματικοί αφού πιθανότατα χρησιμοποιήθηκαν τα απογραφικά δελτία της απογραφής του πληθυσμού του 1907 και του 1928) καταγράφονται οι επιτηδευματίες και τα καταστήματα συγχρόνως ενώ σ’ αυτούς του 1939 και 1958 καταγράφονται πλέον μόνο τα καταστήματα -με εξαίρεση τα ανώτερα ελεύθερα επαγγέλματα όπως γιατροί και δικηγόροι των οποίων οι ονομαστικοί κατάλογοι με τις διευθύνσεις δόθηκαν μάλλον από τους αντίστοιχους επαγγελματικούς συλλόγους. Έτσι, η ίδια η δομή και τα δεδομένα των οδηγών μας επιβάλλουν και τα όρια της μελέτης της εξέλιξης της κοινωνικοεπαγγελματικής σύνθεσης και των οικονομικών δραστηριοτήτων στο Γκαζοχώρι. Μπορούμε δηλαδή να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη των επαγγελμάτων των ανδρών κατοίκων το 1910 και το 1928 και την εξέλιξη των καταστημάτων ανάμεσα στο 1939 και το 1958.
Σύμφωνα με τον Εμπορικό Οδηγό (Πίνακας 1) του 1910 μόνο 127 άνδρες με κάποιο επιτήδευμα ή ορισμένη θέση εργασίας διέμεναν στη συνοικία. Δεν καταγράφονται ούτε ο γυναικείος πληθυσμός ούτε οι εργάτες του Αεριόφωτος παρά μόνο εξαιρετικά: ο επιθεωρητής αεριόφωτος και ένας φανοποιός αεριόφωτος. Καταγράφονται επίσης δυο σιδηρουργοί και ένας μηχανικός χωρίς όμως να δηλώνεται αν εργάζονται στο εργοστάσιο.
Το 1910, καφενεία, μαγειρεία, οινοπωλεία και μικρεμπόριο τροφίμων είναι οι βασικές οικονομικές δραστηριότητες της συνοικίας που συγκεντρώνονται γύρω από το εργοστάσιο σαν τόξο. Οι εκπρόσωποι της ελίτ είναι 3 δικηγόροι και o επιθεωρητής Αεριόφωτος (Χάρτης 4).
Πίνακας 1: Κοινωνικοεπαγγελματικές κατηγορίες του ανδρικού πληθυσμού στο Γκαζοχώρι σύμφωνα με τον Εμπορικό Οδηγό του Ν. Ιγγλέση (1910)
Χάρτης 4: Χωροθέτηση επιχειρήσεων στην περιοχή του Γκαζοχωρίου το 1910
Δεν γνωρίζουμε τον πληθυσμό της συνοικίας αυτής αφού οι ελληνικές απογραφές δεν δημοσιεύουν τα αποτελέσματα σε επίπεδο συνοικίας ή γειτονιάς. Γνωρίζουμε μόνο ότι το 1920 συνολικά το Γκάζι-Κεραμεικός-Μεταξουργείο που αποκαλούνταν “Κεραμεικός έξω”, είχε σχεδόν 20.000 κατοίκους, που συγκροτούσαν 4.321 οικογένειες.
Ο πληθυσμός της συνοικίας μάλλον αυξάνεται συνεχώς είτε με την άφιξη εσωτερικών μεταναστών είτε με την έλευση των Μικρασιατών προσφύγων. Στον Εμπορικό Οδηγό του Ν.Ιγγλέση του 1928 (Πίνακας 2), καταγράφονται σχεδόν 1000 επαγγελματίες και καταστήματα στο Γκαζοχώρι ενώ για άλλους 114 που φέρουν ως διεύθυνση την ένδειξη «Λαχαναγορά», θεωρήσαμε ότι δεν κατοικούν στο Γκαζοχώρι (Χάρτης 5).
Πίνακας 2: Κοινωνικοεπαγγελματική σύνθεση του ανδρικού πληθυσμού στο Γκαζοχώρι σύμφωνα με τον Εμπορικό Οδηγό του Ν. Ιγγλέση (1928)
Χάρτης 5: Χωροθέτηση επιχειρήσεων στην περιοχή του Γκαζοχωρίου το 1928
Η πολυπληθέστερη κατηγορία των τεχνιτών/καταστηματαρχών -που αντιπροσωπεύει τον μισό ενεργό πληθυσμό που κατέγραψε ο συντάκτης του επαγγελματικού Οδηγού το 1928- αφορά κυρίως επαγγέλματα σίτισης δηλαδή καφεπώλες, οινοπώλες, ζυθεστιάτορες και παντοπώλες (Χάρτης 6). Οι επαγγελματίες αυτοί στεγάζονταν σε πολύ μικρούς χώρους και η οικονομική τους κατάσταση δεν διέφερε σημαντικά από τους πελάτες τους. Εξάλλου ο μεγάλος αριθμός τους παραπέμπει σε πολύ μικρές επιχειρήσεις και επιβεβαιώνει τον λαϊκό χαρακτήρα της συνοικίας. Μάλιστα, την ίδια χρονιά στον Τύπο γίνεται λόγος για υπερεπαγγελματισμό στην Αθήνα (Ελεύθερον Βήμα της 5/2/1928 «Η κρίσις των μεγάλων αστικών μας κέντρων – Αθήναι: η πόλις της φαινομενικής ευημερίας») λόγω της μεγάλης αύξησης του αριθμού των παντοπωλών οι οποίοι, σύμφωνα με τον αρθρογράφο, ενώ το 1920 ήταν 3.116, το 1928 έφτασαν τις 4.755: «Αρκετοί περιέπεσαν εις το στάδιον του προλεταριάτου».
Χάρτης 6 : Εξέλιξη χωροθέτησης καταστημάτων στην περιοχή του Γκαζοχωρίου (1910-1939)
Συγχρόνως η εγγύτητα με τον σιδηροδρομικό σταθμό οδηγεί πολλούς σιδηροδρομικούς να επιλέγουν το Γκαζοχώρι ως χώρο κατοικίας ενώ οι αμαξηλάτες-καραγωγείς αρχίζουν να μειώνονται προς όφελος των οδηγών αυτοκινήτων που πληθαίνουν στην πρωτεύουσα.
Το 1928 καταγράφεται και ένα τμήμα του γυναικείου πληθυσμού της συνοικίας, συνολικά 99 γυναίκες. Μόνον τρεις φέρουν ένα επάγγελμα και πρόκειται για τρεις μαίες. Οι υπόλοιπες αναγράφονται ως χήρες ή οικοκυρές, όπως και στα ληξιαρχικά έγγραφα της εποχής (Χάρτης 7).
Χάρτης 7: Γυναικείος πληθυσμός 1928
Προφανώς, όλοι οι υπάλληλοι και οι εργάτες του εργοστασίου δεν έμεναν στο Γκαζοχώρι. Ούτε καταγράφηκε όλος ο ενεργός ανδρικός πληθυσμός της συνοικίας στον Οδηγό του Ν. Ιγγλέση αφού οι μεροκαματιάρηδες είναι μάλλον πολύ περισσότεροι των 100 περίπου που αναγράφονται στον πίνακα.
Στις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, σύμφωνα με τον Οδηγό του Ιγγλέση του 1939 (Χάρτης 8) υπάρχουν 4 δημοτικά σχολεία: το 2οο στη διασταύρωση της Μεγάλου Αλεξάνδρου με την Ιερά Οδό, το 21ο στην οδό Ευμολπιδών 39, το 22ο στην οδό Ορφέως και το 23ο στην οδό Δυαλέων. Η Επαγγελματική Σχολή που αναφέρεται είναι μάλλον αυτή της Εφαρμογής Μηχανικού Ρουφ. Το 1939 υπάρχουν ακόμα 3 από τα 6 σανοπωλεία επί της Πειραιώς που υπήρχαν το 1910.
Το 1939 εμφανίζονται, κυρίως στις κεντρικές αρτηρίες, τα συνεργεία αυτοκινήτων και τα μηχανουργεία (Χάρτης 9). Η αύξηση του πληθυσμού της συνοικίας προκάλεσε τη διάχυση του εμπορίου ειδών διατροφής αλλά και των μαγειρείων, οινοπωλείων και καφενείων σε πολλούς δρόμους αλλά κυρίως στους σημαντικότερους άξονες.
Χάρτης 8: Χωροθέτηση επιχειρήσεων στην περιοχή του Γκαζοχωρίου το 1939
Χάρτης 9: Εξέλιξη χωροθέτησης εμπορίου τροφίμων και μικροεμπορίου στην περιοχή του Γκαζοχωρίου (1910-1939)
Συγχρόνως υπήρχαν πολλά υποδηματοποιεία και επιπλοποιεία-βαρελοποιεία-καρροποιεία και ένα κλωστοϋφαντουργείο, 2 σπορελαιουργεία, ένα σχοινοποιείο, ένα εργοστάσιο μπισκότων, 2 φαρμακεία… Μέσα σ’ αυτό το βιοτεχνικό Γκαζοχώρι στις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου πολέμου ήταν εγκατεστημένοι μόνο λίγοι εκπρόσωποι των ανώτερων ελεύθερων επαγγελμάτων: 3 δικηγόροι και καμιά δεκαριά γιατροί.
Το Γκαζοχώρι στην Κατοχή
Από τους 65 αποθανόντες από πείνα στο Γκαζοχώρι τον χειμώνα του 1941-42 (Χάρτης 10) -σύμφωνα με τα αρχεία του ληξιαρχείου της Αθήνας – οι 18 ήταν νησιώτες, οι 10 κατάγονταν από την Κων/πολη, τη Μικρά Ασία και τον Πόντο, 8 από την κεντρική και βόρειο Ελλάδα και μόνο λίγοι ήταν από Πελοπόννησο (7) και την Στερεά και την Εύβοια (4). Οι υπόλοιποι 16 είχαν γεννηθεί στην Αθήνα. Τόσο οι νησιώτες όσο και οι πρόσφυγες αλλά και οι καταγόμενοι από τη βόρειο Ελλάδα ήταν πολύ μακριά και πρακτικά αποκομμένοι από τον τόπο προέλευσής τους άρα αδυνατούσαν να προμηθευτούν είδη διατροφής και έγιναν τα πρώτα θύματα της πείνας που έπληξε κυρίως την πρωτεύουσα (Μπουρνόβα, 2005) αλλά και όλες τις άλλες ελληνικές πόλεις. Επρόκειτο στην πλειονότητά τους για εργάτες και τεχνίτες. Προφανώς, μπορούμε να υποθέσουμε ότι το Γκαζοχώρι προσέλκυσε πρόσφυγες και εσωτερικούς μετανάστες κυρίως από τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου Πελάγους και δευτερευόντως από τις άλλες περιφέρειες (Μπουρνόβα & Δημητροπούλου, 2015).
Χάρτης 10: Αριθμός θανάτων το Γκαζοχώρι, χειμώνας 1941-1942
Σκιαγραφώντας το μεταπολεμικό Γκαζοχώρι
Στον Οδηγό του Ν. Ιγγλέση του 1958 (Χάρτης 11) δεν καταγράφονται πλέον παρά εξαιρετικά τα καφενεία, μαγειρεία και οινοπωλεία αλλά ούτε και το μικρεμπόριο και το εμπόριο τροφίμων. Παραλείπονται και τα καταστήματα στη Λαχαναγορά που ήταν το χαρακτηριστικό της περιοχής μέχρι το 1960. Έτσι αναδεικνύεται περισσότερο ο βιομηχανικός χαρακτήρας της συνοικίας: το αυτοκίνητο με τα συνεργεία (Χάρτης 12) και τα μηχανουργεία-σιδηρουργεία (Χάρτης 13) γίνεται η κυρίαρχη οικονομική δραστηριότητα και τοποθετείται κυρίως στα όρια της συνοικίας, στις τρείς μεγάλες οδούς Πειραιώς, Ιερά Οδός και Εχελιδών.
Χάρτης 11: Χωροθέτηση επιχειρήσεων στην περιοχή του Γκαζοχωρίου το 1958
Χάρτης 12 : Εξέλιξη χωροθέτησης αμαξηλατών, καραγωγέων, οδηγών και συνεργείων αυτοκινήτων στην περιοχή του Γκαζοχωρίου (1928-1958)
Χάρτης 13: Εξέλιξη χωροθέτησης Σιδηρουργών και Σιδηρουργείων στην περιοχή του Γκαζοχωρίου (1928-1958)
Εκτός από το αυτοκίνητο υπάρχουν όμως και 7 κλωστοϋφαντουργεία, 6 ελαιουργεία, 6 βυρσοδεψεία που ευθύνονται για τις άσχημες οσμές και που συγκεντρώθηκαν κυρίως στην οδό Ορφέως (Χάρτης 14) αλλά και σαπωνοποιεία, μαρμαράδικα, ξυλουργεία κλπ. Όπως και προπολεμικά, έτσι και τώρα, η ελίτ είναι πολύ περιορισμένη: μερικοί δικηγόροι και 13 γιατροί.
Συνολικά, τα ανώτερα ελεύθερα επαγγέλματα στο Γκάζι από τις αρχές του 20ού αιώνα έως το 1960 αφορούν τον τομέα της υγείας και εξαπλώνονται σταδιακά σε όλο τον οικισμό (Χάρτης 15).
Χάρτης 14 : Εξέλιξη χωροθέτησης Βυρσοδεψών και Βυρσοδεψείων στην περιοχή του Γκαζοχωρίου (1910-1958)
Χάρτης 15 :Εξέλιξη χωροθέτησης Ανώτερων ελεύθερων επαγγελματιών στην περιοχή του Γκαζοχωρίου (1910-1958)
Ανεξάρτητα από τις οικονομικές δραστηριότητες που αναδεικνύουν οι Εμπορικοί Οδηγοί του Ν.Ιγγλέση της περιόδου είναι σαφές ότι το Γκαζοχώρι κατοικούνταν από εργάτες, τεχνίτες/μαγαζάτορες και βιοτέχνες: στα τέλη της δεκαετίας του 1950 μόνο οι γιατροί και οι οδοντίατροι που ικανοποιούν τις τοπικές ανάγκες συνεχίζουν να μένουν στην συνοικία και συγκροτούν την ανώτερη κοινωνικοεπαγγελματική κατηγορία της περιοχής.
Από τη δεκαετία του 1960 και εξής, μέλη της μουσουλμανικής κοινότητας της Θράκης εγκαθίστανται στην περιοχή, την ίδια στιγμή που οι παλιοί κάτοικοι αρχίζουν να εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και να μετακομίζουν σε άλλες συνοικίες. Αυτό το νέο κύμα εσωτερικών μεταναστών στο Γκάζι συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια και κορυφώθηκε τη δεκαετία του 1980 (Αβραμοπούλου & Καρακατσάνης 2002).
Και η ιστορία ενός δρόμου: η οδός Τριπτολέμου
Η Τριπτολέμου στις αρχές του αιώνα συγκεντρώνει μια πλειάδα επαγγελματιών και δραστηριοτήτων. Καταρχάς μια μεγάλη ποικιλία τεχνιτών: 2 βυρσοδέψες, 1 επιπλοποιό, 1 ξυλουργό, 1 ράπτη, 1 σιδηρουργό, 2 τυπογράφους και δυο υποδηματοποιούς, συνολικά μια δεκαριά τεχνίτες κατοικούν σ’ αυτό το δρόμο. Στη συνέχεια συγκεντρώνει ένα σημαντικό αριθμό μικρεμπόρων ειδών τροφίμων: 5 λαχανοπώλες/οπωροπώλες, έναν κρεοπώλη και έναν παντοπώλη/οινοπώλη. Το σκηνικό ολοκληρώνεται με τον καφεπώλη, τον οργανοπαίκτη, τον καραγωγέα, αλλά και τον φανοποιό και τον επιθεωρητή του αεριόφωτος καθώς και τον επιστάτη των φυλακών των Παλιών Στρατώνων (Χάρτης 16 [2]).
Χάρτης 16: Η οδός Τριπτολέμου το 1910
Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 (Χάρτης 17) οι κάτοικοι του δρόμου έχουν αυξηθεί σημαντικά χωρίς όμως να παρατηρείται μια σταθερότητα του παλιότερου πληθυσμού του: κανείς από τους προηγούμενους άνδρες δεν φαίνεται να παρέμεινε στη συνοικία επιβεβαιώνοντας τη γεωγραφική κινητικότητα των λαϊκών στρωμάτων που έχει παρατηρηθεί και στις άλλες δυτικές πρωτεύουσες. Από τους τεχνίτες 4 δουλεύουν το ξύλο, 2 υποδηματοποιοί, ένας υδραυλικός, ένας ταπετσέρης και 2 ασχολούνται με την οικοδομή. Η αύξηση του πληθυσμού προκάλεσε την αύξηση των μικροπαντοπωλείων/οινοπωλείων (έγιναν 4), οι λαχανοπώλες είναι 2, οι καφεπώλες 3, οι κουρείς 2 και εμφανίζονται και 3 οδηγοί αυτοκινήτου. Προφανώς η εικόνα συμπληρώνεται και τώρα από τους εργάτες του φωταερίου αλλά και τη μαία, τον μάγειρο, τον έμπορο ψιλικών, τον κηπουρό… Ένας δρόμος με μεγάλη ποικιλία και ζωντάνια. Εκτός από την μαία αναφέρεται μόνο άλλη μια γυναίκα, η Αν. Παλούμπα, χήρα με επάγγελμα τα «οικιακά» που κατοικεί στον ίδιο αριθμό 14 που βρίσκεται και το καφενείο του Αν. Ρούσση αλλά εκεί μένει και ο καφεπώλης Ι. Κούμας. Πρόκειται μάλλον για υποτυπώδεις κατοικίες, δωμάτια σε μια αυλή, και όχι για διώροφα σπίτια όπως στο κέντρο της Αθήνας που φιλοξενούν συνήθως ένα μαγαζί στο ισόγειο και μια κατοικία στον πρώτο όροφο.
Χάρτης 15: Η οδός Τριπτολέμου το 1928
Στις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου πολέμου η καταγραφή των επαγγελματιών στην Τριπτολέμου είναι πολύ ελλιπής και περιορίζεται σε μια δεκαριά καταστήματα. Είναι όμως πολύ ενδιαφέρον ότι το 1939 ο Α. Ρούσσης συνεχίζει να διατηρεί το καφενείο του στην ίδια θέση, όπως και ο παντοπώλης/οινοπώλης Γ. Πλατανίτης και ο υποδηματοποιός Δ. Παπαϊωάννου που δεν έχουν μετακινηθεί από την έδρα τους.
Σχεδόν 20 χρόνια αργότερα, το 1958, και παρότι δεν αυξάνονται οι καταγραφές των επαγγελματιών έχουμε την αίσθηση της αλλαγής στη σύνθεση των δραστηριοτήτων: το υφαντήριο των Μ. Βαρβαγιάννη και Ρ. Ναχαμά, ένα κατάστημα ηλεκτρικών ειδών και εγκαταστάσεων και μια επαγγελματική Σχολή της Καίτης Ζωγράφου δηλώνουν την νέα εποχή όχι μόνο για τον δρόμο αλλά και για την ευρύτερη συνοικία. Ωστόσο το παλιό είναι ακόμα εδώ: ένα εργαστήριο επίπλων των Αδελφών Εγγλεζάκη, που είναι στο ίδιο κτιριακό σύνολο με ένα μεταλλουργείο, αλλά και με το κορνιζοποιείο του Α.Τσαντίλη που ήταν εκεί και προπολεμικά. Σχεδόν απέναντι υπήρχε και άλλο σιδηρουργείο αυτό του Σ. Γορδάτου που ήταν ήδη εγκατεστημένο εκεί το 1939. Ο δρόμος όμως έχει πια αλλάξει: τα βυρσοδεψεία έφυγαν και τη θέση τους πήραν άλλες βιοτεχνίες λιγότερο ρυπογόνες και βεβαίως η επαγγελματική Σχολή.
Εκτός από τους παραπάνω, στο Γκαζοχώρι κυκλοφορούν μέχρι την μεταφορά της Λαχαναγοράς το 1960, άλλες δυο πολυπληθείς ομάδες ανδρών: οι μανάβηδες και οι στρατιώτες. Οι πρώτοι φτάνουν πριν τα ξημερώματα για να πουλήσουν στους υπόλοιπους Αθηναίους μανάβηδες τα φρέσκα φρούτα και λαχανικά και οι δεύτεροι για να επισκεφτούν τα «κορίτσια» του Γκαζιού. Φαίνεται όμως από την ύπαρξη 4 σχολείων και από την καταγραφή των «οικοκυρών» και των «χήρων» γυναικών ότι παρότι η συνοικία ήταν κακόφημη, πολλές οικογένειες έμεναν εκεί, συμβάλλοντας στην ποικιλία των κατοίκων του Γκαζοχωριού.
Κοινωνική διαμαρτυρία και οικολογία
Τη δεκαετία του 1970 οι κάτοικοι οργανώνονται μέσα σε πολιτιστικούς/εξωραϊστικούς συλλόγους, οι οποίοι διεκδικούν την απομάκρυνση του εργοστασίου φωταερίου από την περιοχή. Το εργοστάσιο δεν θα κλείσει τελικά τη δεκαετία του 1970 αλλά θα συνεχίσει τη λειτουργία του ως το 1984 [3]. Στο μεταξύ οι τοπικοί σύλλογοι ενίσχυσαν τη δυναμική τους και η ελληνική κοινωνία ανακάλυψε έναν νέο όρο: «το αθηναϊκό νέφος» (Ριζοσπάστης 16 Σεπτεμβρίου 1982, Ελευθεροτυπία 22 Φεβρουαρίου 1984). Η απομάκρυνση του εργοστασίου φωταερίου έμοιαζε με πολιτικό και κοινωνικό αδιέξοδο. Το 1982 μία ομάδα διαδηλωτών γκρέμισε ως ένδειξη διαμαρτυρίας τμήμα του τοίχου που περιέβαλε το εργοστάσιο (Έθνος 29 Ιουνίου 1982).Το 1986 το εργοστάσιο χαρακτηρίστηκε ιστορικός τόπος από το Υπουργείο Πολιτισμού (Φ.Ε.Κ. 621/Β/26 Σεπτεμβρίου 1986). Από το 1999 κι εξής το Βιομηχανικό Πάρκο «Τεχνόπολις» οριοθέτησε την αλλαγή χρήσεων στην περιοχή. Ο «εξευγενισμός» που γνώρισε η συνοικία στη δεκαετία του 2000 προκάλεσε τη δυσαρέσκεια πολλών κατοίκων, οι οποίοι μολονότι είδαν τις αξίες των οικοπέδων να ανεβαίνουν, βίωσαν την ανάπτυξη των κέντρων διασκέδασης και ψυχαγωγίας ως «βίαιη και άγρια». Το Γκαζοχώρι παρέμεινε για δεκαετίες μία ζωντανή συνοικία της Αθήνας, η οποία κινήθηκε στα όρια της πόλης και του περιθωρίου, στα όρια της παραβατικότητας και της νομιμότητας.
[1] Ο όρος αεριόφως για το φωτιστικό αέριο θα επικρατήσει ως το 1952, οπότε και θα αντικατασταθεί από τη λέξη φωταέριο. Η αλλαγή θα αποτυπωθεί και στην ονομασία της επιχείρησης, η οποία από Δημοτική Εκμετάλλευση Αεριόφωτος Αθηνών θα μετονομαστεί σε Δημοτική Επιχείρηση Φωταερίου Αθηνών (Στογιαννίδης&Χατζηγώγας 2013: 15, 58).
[2]Η χωροθέτηση των διευθύνσεων στην οδό Τριπτολέμου έγινε βάση της σύγχρονης αρίθμησης. Συγκρήσεις με χάρτη του 1954 δίχνουν πως οι αλλαγές στην αρίθμηση και το οικιστικό δίκτυο υπήρξαν περιορισμένες.
[3] Για τα σχέδια μεταφοράς του εργοστασίου φωταερίου σε άλλες περιοχές της Αττικής, βλέπε Στογιαννίδης &Χατζηγώγας 2013: 62-64.
Αναφορά λήμματος
Μπουρνόβα, Ε., Στογιαννίδης, Γ. (2018) Γκαζοχώρι: Ιστορία μίας συνοικίας (1857-1980), στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/γκαζοχώρι/ , DOI: 10.17902/20971.85
Αναφορά Άτλαντα
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Βιβλιογραφία
- Αβραμοπούλου Ε και Καρακατσάνης Λ (2002) Διαδρομές της ταυτότητας από τη Δυτική Θράκη στο Γκάζι: Αναστοχασμοί και συγκρούσεις στη διαμόρφωση συλλογικών ταυτοτήτων. Η περίπτωση των τουρκόφωνων μουσουλμάνων στο Γκάζι. Θέσεις 79.
- Δρίκος Θ (2002) Η πορνεία στην Ερμούπολη το 19ο αι. (1820-1900). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
- Ιγγλέσης Ν (1958) Εμπορικός Οδηγός της Ελλάδος. Αθήνα: 1910-1928-1939-1958.
- Μπίρης Κ (1966) Aι Αθήναι από του 19ου εις τον 20ον αιώνα. Αθήνα: Έκδοσις του Καθιδρύματος Πολεοδομίας και Ιστορίας των Αθηνών.
- Μπουρνόβα Ε (2005) Θάνατοι από πείνα: η Αθήνα το χειμώνα του 1941-1942. Αρχειοτάξιο 7: 52–73.
- Μπουρνόβα Ε και Δημητροπούλου Μ (2015) Κοινωνική-επαγγελματική διαστρωμάτωση της πρωτεύουσας, 1860-1940. Στο: Μαλούτας Θ και Σπυρέλλης ΣΝ (επιμ.), Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας, Αθήνα. Available from: http://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/338/.
- Στογιαννίδης Γ (2015) Βιομηχανικά μνημεία και δημόσια μνήμη. Το Βιομηχανικό Μουσείο Φωταερίου αφηγείται. Στο: Νάκου Ε και Γκαζή Α (επιμ.), Η προφορική ιστορία στα μουσεία και στην εκπαίδευση, Αθήνα: Νήσος.
- Στογιαννίδης Γ (2016) Το κοινωνικό ζήτημα της φυματίωσης και τα σανατόρια της Αθήνας, 1890-1940. Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
- Στογιαννίδης Γ και Χατζηγώγας Σ (2013) Το εργοστάσιο φωταερίου της Αθήνας. Η ιστορία, η τεχνολογία, οι άνθρωποι, το μουσείο. Αθήνα: Τεχνόπολις Δήμου Αθηναίων.
- Bournova E and Garden M (2014) Naître à Athènes dans la première moitié du xxe siècle. Démographie et institutions. In: Annales de démographie historique, Belin, pp. 209–230.
- Platt HL (2000) Jane Addams and the ward boss revisited: Class, politics, and public health in Chicago, 1890-1930. Environmental History, JSTOR 5(2): 194–222.