Η θρησκεία στην πόλη: Η συνύπαρξη της θρησκευτικής διαφορετικότητας στον αστικό χώρο
2017 | Ιούν
Η σταδιακή διαμόρφωση των μεγάλων αστικών κέντρων θεωρήθηκε εμπόδιο στην ανάπτυξη της θρησκευτικής πίστης με αποτέλεσμα να χαρακτηριστούν ως τόποι όπου κυριαρχούσε η απιστία, αλλά και ως θρησκευτικές έρημοι (MacLeod 2005, 7-8). Παρά την εκκοσμίκευση που έλαβε χώρα στις δυτικές (μητρο-) πόλεις, και παρά ή ίσως εξ αιτίας της παγκοσμιοποίησης, η θρησκεία κατάφερε να διατηρήσει την παρουσία της στον δημόσιο χώρο, αν και αποδυναμωμένη ως προς την πολιτική ισχύ της. Μπορεί ο Χριστιανισμός, αφού αναφερόμαστε στη Δύση, να απώλεσε τον κυρίαρχο χαρακτήρα του, αναδύθηκαν, όμως, άλλες θρησκείες και νέα θρησκευτικά κινήματα, ιδίως από τη δεκαετία του 1960 και εξής, που μετέβαλαν τον θρησκευτικό χαρακτήρα των δυτικών πόλεων με συνέπεια σήμερα δύσκολα να εντοπίζει κανείς δυτικές κοινωνίες, όπου μία μόνο θρησκεία να κυριαρχεί στον δημόσιο χώρο [1].
Ανεξαρτήτως αν μιλάμε για κοσμικές ή μετα-κοσμικές (Beaumont & Baker 2011) πόλεις, η θρησκεία διατηρήθηκε στον δημόσιο χώρο ακόμα και υπό «κεκρυμμένες μορφές» (π.χ. οι άτυποι χώροι προσευχής των Μουσουλμάνων στην Αθήνα) (Sakellariou 2011). Με αφορμή τη δυναμική άφιξη και παρουσία του Ισλάμ στη Δύση, αναζωπυρώθηκε η συζήτηση περί επιστροφής ή νέας ορατότητας της θρησκείας (Hjelm 2015), αλλά και περί της θέσης της στον δημόσιο χώρο με κύριο διακύβευμα την ανέγερση τζαμιών, τα οποία προκάλεσαν πολλές αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις (Allievi 2009), όπως άλλωστε συνέβη και στην Αθήνα. Η θρησκεία πλέον και λόγω της έντονης μετανάστευσης θεωρείται ότι βρίσκεται σε κίνηση (Oosterbaan 2014, 593) και αλλάζει και η ίδια με συνέπεια να επανέρχεται στον δημόσιο χώρο με ποικίλους τρόπους, βγαίνοντας συχνά από τις εκκλησίες και τους ναούς (Becci, Burchardt, Casanova 2013, 8) (π.χ. η διανομή βιβλίων και φυλλαδίων από τους Μορμόνους και τους Μάρτυρες του Ιεχωβά στο κέντρο της Αθήνας ή οι προσευχές των Μουσουλμάνων σε ανοιχτούς χώρους-εικόνα 1).
Εικόνα 1: Δημόσια προσευχή Μουσουλμάνων, Κάτω Πατήσια, 2013
Πηγή: Α.Σακελλαρίου
Η Αθήνα, ως ευρωπαϊκή μητρόπολη, διακρίνεται για την πολυθρησκευτικότητά της, ακόμα και αν αυτή δεν είναι ιδιαίτερα εμφανής. Σκοπός αυτού του λήμματος είναι να παρουσιάσει μέσω των διαθέσιμων δεδομένων – παρά την έλλειψη ποσοτικών στοιχείων – αυτή τη θρησκευτική διαφορετικότητα, η οποία δεν είναι κάτι το καινοφανές, καθώς ποικίλες θρησκευτικές κοινότητες (π.χ. Διαμαρτυρόμενοι, Εβραίοι, Καθολικοί, Μουσουλμάνοι) υπήρχαν ιστορικά εδώ και αιώνες στην ελληνική πρωτεύουσα παρά την κυριαρχία του Ορθοδόξου στοιχείου.
Χάρτης 1: Χωροθέτηση ναών διαφορετικών δογμάτων και θρησκειών στο κέντρο της Αθήνας
Η Ορθόδοξη κυριαρχία
Ακόμα και εκείνος που δεν γνωρίζει την ελληνική πραγματικότητα αντιλαμβάνεται εύκολα ότι ο αστικός χώρος της Αθήνας κυριαρχείται από εκκλησίες, μεγαλύτερες ή μικρότερες, του Ορθόδοξου δόγματος (χάρτης 2). Το Ορθόδοξο στοιχείο σε όλες τις εκφάνσεις του (ελληνική, ρωσική, αρμένικη) (εικόνες 2, 3, 4) βρίσκεται ενσωματωμένο στον αστικό ιστό με πολλαπλούς τρόπους και αποτελεί την κυρίαρχη θρησκευτική μορφή, ορατή στον οποιονδήποτε.
Χάρτης 2: Χωροθέτηση ναών στον δήμο Αθηνάιων
Εικόνες 2, 3 και 4: Η Μητρόπολη της Αθήνας, Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία και η Ορθόδοξη Αρμένικη Εκκλησία στον Ν.Κόσμο
Πηγή: Α.Σακελλαρίου
Σύμφωνα με την Αρχιεπισκοπή Αθηνών στην περιοχή της Αθήνας υπάρχουν 145 ενορίες μοιρασμένες σε 21 περιφέρειες (χάρτες 3 & 4) οι οποίες αποτυπώνονται αναλυτικά με στοιχεία επικοινωνίας και σήμανση σε χάρτη [2]. Εκτός από τους ενοριακούς ναούς, μικρότερα εκκλησάκια, όπως για παράδειγμα της Αγίας Δύναμης κάτω από το πρώην Υπουργείο Παιδείας στην οδό Μητροπόλεως, είναι διάσπαρτα σε πολλά σημεία της πόλης. Στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών ανήκουν και επτά μονές και Ιερά Ησυχαστήρια ορισμένα από τα οποία βρίσκονται εντός των ορίων του Δήμου της Αθήνας, κατασκευάζοντας κατ’ αυτον τον τρόπο μία μορφή εγκόσμιου ασκητισμού. Πρόκειται για γεγονός αρκετά ενδιαφέρον αν αναλογιστεί κανείς ότι η λογική των μονών και των ησυχαστηρίων ήταν να βρίσκονται εκτός των μεγάλων πόλεων.
Χάρτης 3: Οι 21 περιφέρειες και οι 145 ενορίες της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών
Χάρτης 4: Οι ενορίες του Δήμου Αθηναίων
Μέσα στον αστικό ιστό της Αθήνας πολλές εκκλησίες ιστορικού χαρακτήρα της Βυζαντινής ή της Οθωμανικής περίοδου βρίσκονται ενταγμένες ανάμεσα σε πολύβοους και εμπορικούς δρόμους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Καπνικαρέα ή όπως είναι το επίσημο όνομά της, «Τα εισόδια της Θεοτόκου», μία εκκλησία με παλαιοχριστιανικούς κίονες, η αρχική κατασκευή της οποίας αναφέρεται στον 11ο αιώνα (πάνω σε προηγούμενη εκκλησία του 5ου αιώνα) [3]. Η εν λόγω εκκλησία δύο τουλάχιστον φορές κινδύνεψε να κατεδαφιστεί (1834, 1863), αλλά τελικά διατήρησε τη θέση της στον αστικό ιστό της πόλης, καθιστάμενη πλέον χαρακτηριστικό σημείο συνάντησης και αναφοράς επί της εμπορικής οδού Ερμού (εικόνα 5). Αντίστοιχης χρονικής περιόδου (11ος αιώνας) και ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής σημασίας είναι και η εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων στην πλατεία Κλαυθμώνος, η οποία με βάση μεταγενέστερες ανασκαφές φαίνεται να έχει χτιστεί πάνω σε τάφους της ρωμαϊκής περιόδου (εικόνα 6).
Εικόνες 5 και 6: Η εκκλησία της Καπνικαρέας και η εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων
Πηγή: Α.Σακελλαρίου
Σε πολλές περιπτώσεις χριστιανικοί ναοί έχουν οικοδομηθεί πάνω στα ερείπια αρχαίων ναών και ιερών, κάτι που συνιστά θεμελιώδη πρακτική όλων των θρησκειών όταν αρχίζουν να επικρατούν σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Η επικράτηση αυτή αποτυπώνεται σαφώς και στον δημόσιο χώρο, όπου η οποιαδήποτε νέα θρησκεία σβήνει σταδιακά τα ίχνη των προηγούμενων. Άλλωστε η αντιπαράθεση ή και η βίαιη σύγκρουση για ιερούς χώρους σε κοινές τοποθεσίες διαπιστώνεται σε πολλές περιπτώσεις ανά τον κόσμο (Kong and Woods 2016, 20-24). Ένα παράδειγμα στην Αθήνα αποτελεί ο μικρός ναός του Αγίου Ιωάννη στην Κολόνα ή της Κολόνας ο οποίος βρίσκεται στην Ομόνοια, στην οδό Ευρυπίδου και είναι χτισμένος πάνω σε ιερό του Ασκληπιού. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του ναού είναι ο κίονας Κορινθιακού ρυθμού που εξέχει από τη στέγη του (εικόνα 7).
Εικόνα 7: Ο Άγιος Ιωάννης της Κολόνας
Πηγή: Α.Σακελλαρίου
Η Καθολική παρουσία
Η παρουσία της Καθολικής Εκκλησίας στην Αθήνα ανάγεται στην εποχή της τέταρτης σταυροφορίας και η ίδρυση αντίστοιχης Αρχιεπισκοπής στο 1205, αν και υποστηρίζεται ότι καθολικές κοινότητες υπήρχαν ήδη από τον 9ο αιώνα. Μετά την Ορθόδοξη, αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη χριστιανική κοινότητα στην Αθήνα. Επίσημα στατιστικά στοιχεία για τον αριθμό των Καθολικών δεν υπάρχουν, παρά μόνο ανεπίσημοι υπολογισμοί σύμφωνα με τους οποίους οι Έλληνες Καθολικοί είναι περίπου 50.000, αν και από τη δεκαετία του 1990 και μετά, ο συνολικός τους αριθμός αυξήθηκε λόγω της έλευσης πολλών μεταναστών (κυρίως από την Πολωνία και τις Φιλιππίνες) με αποτέλεσμα σήμερα να υπολογίζονται στις 250.000 περίπου [4]. Η πλειονότητά τους ζει στην Αθήνα και στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής, αν και παραδοσιακά κοινότητες Ελλήνων Καθολικών υπάρχουν στα Επτάνησα και στις Κυκλάδες.
Εικόνα 8: Ο Άγιος Διονύσιος των Καθολικών
Πηγή: Α.Σακελλαρίου
Σήμερα στον Δήμο Αθηναίων υπάρχουν έξι Καθολικοί ενοριακοί ναοί και παρεκκλήσια ενώ ο Καθεδρικός ναός των Καθολικών είναι ο Άγιος Διονύσιος στην οδό Πανεπστημίου, οικοδομημένος το 1865 (εικόνα 8). Κάθε Κυριακή, αλλά και στις μεγάλες γιορτές ο ναός γεμίζει με πολλούς Καθολικούς από διάφορες χώρες, χαρακτηριστικό της μεταβολής της πληθυσμιακής σύνθεσης της κοινότητας τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Όπως και η Ορθόδοξη Εκκλησία, έτσι και η Καθολική διατηρεί ιερές μονές, συγκεκριμένα εννέα, στο κέντρο της Αθήνας, αλλά και αρκετές άλλες στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής (Πειραιάς, Ψυχικό, Κηφισιά, κ.α.). Ιδιαίτερη είναι η παρουσία των Καθολικών στον δημόσιο χώρο με τα δικά τους ιδρύματα, πνευματικά κέντρα και σχολεία, όπως οι Ουρσουλίνες και η Λεόντειος. Αξίζει να αναφερθεί επίσης η παρουσία των λεγόμενων Ελληνόρυθμων ή Ουνιτών, όπως ονομάστηκαν, οι οποίοι διατηρούν πλήρη κοινωνία με το Βατικανό, ακολουθούν τα δόγματα της Καθολικής, αλλά διατηρούν τις παραδόσεις και το εορτολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η κοινότητα έλκει την καταγωγή της από την ένωση των δύο Εκκλησιών μετά τη σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1439) και ο καθεδρικός της ναός βρίσκεται στην οδό Αχαρνών.
Οι ‘άγνωστοι’ Διαμαρτυρόμενοι
Μία από τις λιγότερο γνωστές θρησκευτικές κοινότητες στην Αθήνα, αλλά και στην Ελλάδα γενικότερα, είναι εκείνη των Ελλήνων Ευαγγελικών ή Διαμαρτυρόμενων. Η ευρύτερη Προτεσταντική παρουσία στην Αθήνα και στην Ελλάδα άρχισε λίγο μετά την επανάσταση του 1821 με τις πρώτες ιεραποστολές που στέλνονταν ως επί το πλείστον από την Αμερική, προς την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Η επίσημη, όμως, έναρξη της παρουσίας των Ελλήνων Ευαγγελικών γίνεται το 1858 με τον Μιχαήλ Καλοποθάκη, ο οποίος εκδίδει το περιοδικό «Αστήρ της Ανατολής». Η πρώτη Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία οικοδομήθηκε το 1871 και εξακολουθεί να λειτουργεί στο ίδιο σημείο, στην οδό Αμαλίας, απέναντι από την Πύλη του Αδριανού (Κυριακάκης 1985). Την εποχή της αρχικής οικοδόμησης θεωρείτο ότι βρίσκεται στα όρια της Αθήνας, καθώς η πόλη δεν είχε ακόμη επεκταθεί (εικόνα 9).
Εικόνα 9: Η πρώτη Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία
Πηγή: Α.Σακελλαρίου
Οι Έλληνες διαμαρτυρόμενοι δεν είναι πολλοί σε αριθμό και αν συνυπολογιστούν όλες οι ομολογίες και τα δόγματα (Βαπτιστές, Πεντηκοστιανοί, κ.ά.) υπολογίζονται συνολικά στις περίπου 25.000, με τον μεγαλύτερο αριθμό να διαβιεί στην Αθήνα. Αύξηση γνώρισε ο αριθμός των Ελλήνων Ευαγγελικών με την άφιξη πολλών προσφύγων το 1922 από τη Μικρά Ασία, όπου υπήρχαν αρκετές Ευαγγελικές κοινότητες. Λόγω αυτής της άφιξης και της συνεπαγόμενης αύξησης του αριθμού τους οικοδομήθηκαν δύο ακόμα εκκλησίες, η δεύτερη και η τρίτη Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία, όχι σε μακρινή απόσταση από την πρώτη. Η δεύτερη βρίσκεται στο Κουκάκι (εικόνα 10), στην οδό Ζίννη και η τρίτη στην οδό Χελντράιχ, στον Νέο Κόσμο. Επίσης, στην περιοχή της Αθήνας και των όμορων δήμων λειτουργούν και παραρτήματα της πρώτης Εκκλησίας, για παράδειγμα στην περιοχή των Εξαρχείων και στη Γλυφάδα, αλλά και αυτόνομες εκκλησίες, όπως στον Πειραιά.
Εικόνα 10: Η δεύτερη Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία
Πηγή: Α.Σακελλαρίου
Στον αστικό χώρο της Αθήνας και ειδικότερα στο κέντρο της, εκτός των Ελληνικών Ευαγγελικών Εκκλησιών, υπάρχουν και δύο ξένες προτεσταντικές εκκλησίες. Η Αγγλικανική Εκκλησία (εικόνα 11) στην οδό Φιλελλήνων που οικοδομήθηκε μεταξύ 1838 και 1843 σε σχέδια του Έλληνα αρχιτέκτονα Κλεάνθη και εκτέλεση του Δανού αρχιτέκτονα Χάνσεν και η Γερμανική εκκλησία στην οδό Σίνα, πολύ πιο μοντέρνου ρυθμού η οποία ξεκίνησε να οικοδομείται το 1931 και εγκαινιάστηκε το 1934 (εικόνα 12).
Εικόνα 11 και 12: Η Αγγλικανική Εκκλησία και η Γερμανική Εκκλησία
Πηγή: Α.Σακελλαρίου
Η εβραϊκή κοινότητα της Αθήνας
Η εβραϊκή κοινότητα της Αθήνας είναι από τις παλαιότερες και ιστορικότερες της πόλης, με τις πρώτες αναφορές να εντοπίζονται ήδη στους αρχαίους χρόνους και ειδικότερα στον 1ο π.Χ. αιώνα. Οι νεότερες αναφορές αρχίζουν να εντοπίζονται στα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας, ενώ πολλοί Εβραίοι διωγμένοι από την Ισπανία έφτασαν στην Αθήνα μετά το 1492. Αν και κατά τα χρόνια της επανάστασης του 1821 η εβραϊκή κοινότητα της Αθήνας διαλύθηκε, άρχισε να ανασυντίθεται ύστερα από τη θεμελίωση του ελληνικού κράτους και αναγνωρίστηκε το 1889. Η εβραϊκή παρουσία στην Αθήνα αυξήθηκε σημαντικά μετά τους Βαλκανικούς πολέμους με την άφιξη πολλών Εβραίων από τη Μ. Ασία, αλλά και από τη Θεσσαλονίκη. Μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο η κοινότητα της Αθήνας κατέστη η μεγαλύτερη της Ελλάδας και αριθμεί σήμερα περίπου 3.000 άτομα.
Η πρώτη συναγωγή της Αθήνας, η Ετς Χαγίμ, οικοδομήθηκε το 1904 στην οδό Μελιδώνη στο Θησείο (εικόνα 13). Το 1935 ανεγέρθηκε νέα συναγωγή στην οδό Μελιδώνη 5, η Μπεθ Σαλώμ, (εικόνα 14) η οποία είναι σε λειτουργία μέχρι σήμερα, ενώ πολύ κοντά βρίσκεται και το μνημείο του Ολοκαυτώματος (εικόνα 15). Είναι ενδιαφέρον ότι πριν από την ανέγερση της πρώτης συναγωγής υπήρχαν άτυποι ευκτήριοι οίκοι, με έναν εξ αυτών να αναφέρεται στην οδό Ήβης κοντά στην Ερμού, ο οποίος λειτούργησε το 1886, ενώ ένας άλλος χώρος αναφέρεται στο σπίτι της οικογένειας Γιουσουρούμ, στη συμβολή των οδών Ερμού και Καραϊσκάκη.
Εικόνες 13, 14 και 15: η συναγωγή Ετς Χαγίμ, η συναγωγή Μπεθ Σαλώμ και το μνημείο Ολοκαυτώματος
Πηγή: Εβραϊκή Κοινότητα Αθήνας και Α.Σακελλαρίου
Η παρουσία των Εβραίων σήμερα δεν είναι τόσο περιχαρακωμένη όσο κατά τον 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα, όπου ήταν συγκεντρωμένοι ιδίως στον εμπορικό χώρο του κέντρου της πόλης, στην περιοχή που ονομάστηκε «Εβραίικα». Χαρακτηριστικό απομεινάρι εκείνης της εποχής, αλλά και της ισχυρής παρουσίας των Εβραίων στον δημόσιο χώρο είναι η περιοχή που έμεινε γνωστή ως Γιουσουρούμ. Το όνομα προέρχεται από μία οικογένεια Σεφεραδιτών από τη Σμύρνη, εκ των οποίων ο Μποχώρ Γιουσουρούμ ήρθε στην Αθήνα το 1863. Ο Μποχώρ που ήταν ράφτης άνοιξε ένα κατάστημα ενδυμάτων στη διασταύρωση των οδών Καραϊσκάκη και Ερμού κοντά στο τότε δημοπρατήριο. Επειδή ο κόσμος την εποχή εκείνη δεν είχε χρήματα να διαθέσει, ο Μποχώρ αγόραζε ενδύματα μεταχειρισμένα, τα μετέτρεπε και τα πουλούσε κάθε Κυριακή στο παζάρι στην πλατεία Αβησσυνίας [5]. Στη συνέχεια όταν η επιχείρηση πέρασε στα παιδιά του επεκτάθηκε και συμπεριέλαβε και αντίκες με αποτέλεσμα να αποτελέσει τον πυρήνα της εβραϊκής κοινότητας και με την πάροδο του χρόνου το όνομα της οικογένειας να δοθεί ανεπίσημα στην ευρύτερη περιοχή, όπου λάμβανε χώρα το παζάρι, παρά το γεγονός ότι εκεί άνοιξαν εν συνεχεία πολλά παλαιοπωλεία (Αδαμοπούλου και Σακελλαρίου 2003, 13-14).
Αν και διατηρούν πνευματικούς χώρους και υπάρχει και το Εβραϊκό Μουσείο της οδού Νίκης στο Σύνταγμα, με πολύ ενδιαφέροντα εκθέματα, εντούτοις η παρουσία τους στον δημόσιο χώρο δεν συγκρίνεται με τις χριστιανικές ομολογίες ως προς την οπτική της αποτύπωση. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η εβραϊκή παρουσία στην Αθήνα, παρά την ύπαρξη ιστορικών και μνημειακών χώρων δεν είναι αρκετά εμφανής και επομένως καθίσταται ένα είδος «κεκρυμμένης θρησκευτικότητας».
Οι Μουσουλμανικές κοινότητες
Μουσουλμανικοί πληθυσμοί υπήρχαν στην περιοχή της Αθήνας ήδη από την εποχή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και κατά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας. Η σύγχρονη Μουσουλμανική παρουσία στην περιοχή της Αθήνας μπορεί να χωριστεί σε δύο βασικές κατηγορίες, τους γηγενείς και τους μετανάστες και πρόσφυγες ή όπως έχει ονομαστεί στο παλαιό και νέο Ισλάμ (Tsitselikis 2012). Οι γηγενείς προέρχονται κυρίως από τη μειονότητα της Θράκης και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα σταδιακά από τη δεκαετία του 1960 στο Γκάζι (Γκαζοχώρι), με τη μεγαλύτερη αύξηση να παρατηρείται κατά τη δεκαετία του 1970. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 παρατηρείται ένα δεύτερο κύμα εσωτερικής μετανάστευσης στην ίδια περιοχή, αλλά και σε γειτονικές (Κεραμεικός, Μεταξουργείο, Βοτανικός) (Antoniou 2003). Η δεύτερη κατηγορία είναι εκείνη των μεταναστών και προσφύγων. Ήδη από τη δεκαετία του 1970, αλλά και αργότερα πολλοί Μουσουλμάνοι αραβικής αλλά και αφρικανικής καταγωγής (π.χ. Αίγυπτος, Σουδάν) έρχονταν στην Αθήνα, αρκετοί για σπουδές, γι’ αυτό και από την εποχή εκείνη υπήρχε αίτημα για την ανέγερση τζαμιού είτε στο Μαρούσι είτε στο Γουδή, ιδέες οι οποίες δεν ευωδόθηκαν. Η παρουσία των Μουσουλμάνων αυξήθηκε ραγδαία με το άνοιγμα των συνόρων τη δεκαετία του 1990, αλλά ειδικότερα τη δεκαετία του 2000 όταν και άρχισαν να φτάνουν στην Ελλάδα σε μεγαλύτερους αριθμούς με συνέπεια σήμερα να υπολογίζονται τουλάχιστον στις 300.000 [6].
Στις μέρες μας, η πλειονότητά τους ζει στο κέντρο της Αθήνας και ειδικότερα κοντά στους σταθμούς του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου ή του μετρό (Κάτω Πατήσια, Άγιος Νικόλαος, Αττική, Ν.Κόσμος, κ.α.) αλλά και αλλού (π.χ. Κυψέλη) και εκεί εντοπίζονται και οι περισσότεροι άτυποι χώροι προσευχής. Οι περισσότεροι από αυτούς τους χώρους είναι είτε παράνομοι, είτε λειτουργούν με άδεια, π.χ. πολιτιστικού συλλόγου, ως σωματείο, που διατηρεί και χώρο προσευχής. Συνήθως είναι εγκαταστημένοι σε υπόγεια ή σε παλιά γκαράζ και αποθήκες με την εξαίρεση ενός μεγάλου χώρου στο Μοσχάτο που ανήκει στο Ελληνο-Αραβικό Πολιτιστικό Κέντρο και κατασκευάστηκε σε πρώην εργοστάσιο με ιδιωτικά κεφάλαια (εικόνα 16). Οι εν λόγω χώροι υπολογίζονται σε περίπου 100 σε όλη την Αττική, ενώ άλλες εκτιμήσεις τους υπολογίζουν γύρω στους 60, θεωρώντας ότι τα τελευταία χρόνια έχουν μειωθεί λόγω οικονομικών προβλημάτων (εικόνα 17).
Εικόνες 16 και 17: Το τζαμί στο Μοσχάτο (Ελληνο-αραβικό Πολιτιστικό Κέντρο) και το Τζαμί στον Ν. Κόσμο (Μουσουλμανική Ένωση Ελλάδας)
Πηγή: Α.Σακελλαρίου
Στον δημόσιο χώρο της Αθήνας υπάρχουν και πολλά Οθωμανικά μνημεία που αποτυπώνουν τη Μουσουλμανική παρουσία. Χαρακτηριστικά είναι τα δύο Τζαμιά που βρίσκονται στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας. Το Φετιχέ Τζαμί βρίσκεται στη Ρωμαϊκή Αγορά, αναστηλώθηκε πρόσφατα και θα λειτουργήσει ως εκθεσιακός χώρος (Εικόνα 18). Η κατασκευή του τοποθετείται μεταξύ 1668 και 1670 πάνω στα ερείπια Βυζαντινού ναού αγνώστου ονομασίας του 8ου-9ου αιώνα. Το δεύτερο τζαμί είναι το επονομαζόμενο του Τζισδαράκη ή Τζισταράκη (ή Τζαμί του Κάτω Συντριβανιού ή του Κάτω Παζαριού), που βρίσκεται στην πλατεία Μοναστηρακίου και κατασκευάστηκε το 1759 από τον Οθωμανό διοικητή της Αθήνας του οποίου πήρε και το όνομα (εικόνα 19). Σήμερα λειτουργεί ως παράρτημα του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης. Εκτός από τους χώρους προσευχής το θέμα των Μουσουλμάνων στον δημόσιο χώρο περιλαμβάνει και τις δημόσιες προσευχές, ιδίως την περίοδο του Ραμαζανίου σε ανοιχτούς χώρους (π.χ. Ολυμπιακό Στάδιο, Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, Προπύλαια Πανεπιστημίου), αλλά και άλλες γιορτές, όπως της Ασούρα, γιορτή των Σιιτών Μουσουλμάνων. Οι Μουσουλμάνοι αποτελούν τη δεύτερη μεγαλύτερη θρησκευτική κοινότητα, αλλά χωρίς να έχουν καταφέρει να πάρουν την ανάλογη θέση στον δημόσιο χώρο, αφού παρά την παρουσία τους στον δημόσιο χώρο εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ως μία αόρατη θρησκευτική ομάδα.
Εικόνες 18 και 19: Το Φετιχέ τζαμί και το Το τζαμί Τζισδαράκη
Πηγή: Α.Σακελλαρίου
Οι άλλες θρησκευτικές κοινότητες
Εκτός από τις προαναφερθείσες γνωστές θρησκείες, στον αστικό ιστό της Αθήνας υπάρχουν και πολλές άλλες μικρότερες κοινότητες, παλαιότερες και νεότερες. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά (Μαυρολέων 2003, 58-63), για παράδειγμα, οι οποίοι διατηρούν αρκετούς χώρους συναθροίσεων, ή «αίθουσες Βασιλείας» όπως ονομάζονται και οι οποίοι δραστηριοποιούνται ανοιχτά στον δημόσιο χώρο χρησιμοποιώντας πάγκους με φυλλάδια και άλλες εκδόσεις για την προώθηση της θρησκείας τους. Εμφανίστηκαν στην Ελλάδα στις αρχές του 20ου αιώνα και σήμερα αριθμούν περί τις 20.000 μέλη με 350 περίπου εκκλησίες εκ των οποίων οι περισσότερες στην Αθήνα. Επίσης, υπάρχει η Εκκλησία του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών (Μορμόνοι) της οποίας μέλη πρωτοεμφανίστηκαν στην Ελλάδα στις αρχές του 20ου αιώνα, αν και η επίσημη ιεραποστολή οργανώθηκε το 1990 και σήμερα αριθμεί 759 μέλη [6]. Ταυτόχρονα και λόγω του μεταναστευτικού ρεύματος έχουν αναπτυχθεί κοινότητες Σιχ και Ινδουϊστών οι οποίες στην πλειονότητά τους εντοπίζονται εκτός του κέντρου της Αθήνας (Μέγαρα, Εύβοια, Βοιωτία, Μαραθώνας) (Παπαγεωργίου 2011, Christopoulou 2013). Τέλος, άλλες κοινότητες είναι αυτές των ποικίλων ομάδων ακολούθων της αρχαίας ελληνικής θρησκείας [7] που διοργανώνουν ανοικτές εκδηλώσεις π.χ. στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, αλλά και των Ελλήνων Βουδιστών οι οποίοι εμφανίστηκαν με πιο οργανωμένη μορφή στα μέσα της δεκαετίας του 1970, έχουν αναγνωριστεί επισήμως από το Υπουργείο Παιδείας από το 2001, αριθμούν περί τα 1.000 μέλη σε όλη την Ελλάδα και διατηρούν δικούς τους χώρους στο κέντρο της πόλης (εικόνα 20) [8].
Εικόνα 20: Βουδιστικό κέντρο στην Αθήνα
Πηγή: Α.Σακελλαρίου
Όλα τα παραπάνω καταδεικνύουν ότι στην Αθήνα υπάρχει θρησκευτική ποικιλομορφία κυρίαρχη και ορατή ή κεκρυμμένη και αόρατη. Η Ορθόδοξη θρησκεία εξακολουθεί να είναι η κυρίαρχη παρουσία, αλλά υπάρχουν και άλλες θρησκευτικές ομάδες που διεκδικούν τη δική τους θέση στον δημόσιο χώρο, ο οποίος ιστορικά αποτελεί ένα βασικό αντικείμενο ειρηνικής ή και βίαιης αντιπαράθεσης και διεκδίκησης μεταξύ των θρησκειών. Διατηρώντας το ερώτημα εάν η Αθήνα υπήρξε ποτέ κοσμική για να θεωρηθεί τώρα μετα-κοσμική, η βασική διαπίστωση είναι ότι σε θρησκευτικό επίπεδο ο αθηναϊκός χώρος μεταβάλλεται και ενδεχομένως να μεταβληθεί και άλλο στο μέλλον ακόμη περισσότερο.
[1] Θα ήθελα να ευχαριστήσω όσους βοήθησαν στην προετοιμασία του εν λόγω άρθρου μέσω της παροχής πληροφοριών και της δυνατότητας λήψης φωτογραφιών θρησκευτικών χώρων και ειδικότερα τον κ. Ναΐμ Ελγαντούρ από τη Μουσουλμανική Ένωση Ελλάδας, την κα. Τάλυ Μαΐρ και τον κ. Ζοζέφ Μιζάν από την Ισραηλιτική Κοινότητα της Αθήνας, τον κ. Χαλίντ Τρίμπις από το Ελληνο-Αραβικό Επιμορφωτικό Πολιτιστικό Κέντρο και τον κ. Γιώργο Διακοφωτάκη από τους Έλληνες Βουδιστές, «Διαμαντένιος Δρόμος».
[2] http://iaath.gr/enories-iaa και http://iaath.gr/enories-map
[4] http://www.cathecclesia.gr/hellas/
[5] http://www.kathimerini.gr/835870/article/politismos/polh/to-paramy8i-twn-gioysoyroym
[6] https://www.state.gov/documents/organization/256407.pdf
[7] http://www.mormonoi.gr/about
[9] Υπάρχουν αρκετές βουδιστικές σχολές αλλά μία από τις παλαιότερες είναι ο Διαμαντένιος Δρόμος. http://www.diamondway-buddhism.gr/centers/athens/
Αναφορά λήμματος
Σακελλαρίου, Α. (2017) Η θρησκεία στην πόλη: Η συνύπαρξη της θρησκευτικής διαφορετικότητας στον αστικό χώρο, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/η-θρησκεία-στην-πόλη/ , DOI: 10.17902/20971.73
Αναφορά Άτλαντα
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Βιβλιογραφία
- Αδαμοπούλου Α και Σακελλαρίου Α (2003) Ο Ελληνικός Εβραϊσμός Σήμερα: Η Ισραηλιτική Κοινότητα της Αθήνας. Πάντειο Πανεπιστήμιο.
- Κυριακάκης Μ (1985) Πρωτοπορεία και Πρωτοπόροι. Αθήνα: Αστήρ της Ανατολής.
- Μαυρολέων Μ (2003) Οι μάρτυρες του Ιεχωβά: Mια κοινωνιοψυχολογική προσέγγιση. Πάντειο Πανεπιστήμιο.
- Παπαγεωργίου Ν (2011) Θρησκεία και μετανάστευση. Η κοινότητα των Σιχ στην Ελλάδα. Θεσσαλονίκη: Κορνηλία Σφακιανάκη.
- Allievi S (2009) Conflicts over mosques in Europe: Policy issues and trends. London: Alliance Publishing Trust.
- Antoniou D (2003) Muslim immigrants in Greece: Religious organization and local responses. Immigrants & Minorities, Taylor & Francis 22(2–3): 155–174.
- Beaumont J and Baker C (eds) (2011) Postsecular cities: Space, theory and practice. London: Continuum.
- Becci I, Burchardt M and Casanova J (eds) (2013) Topographies of faith: Religion in urban spaces. Leiden, Boston: Brill.
- Christopoulou N (2013) ‘Sweet jail’: The Indian community in Greece. Florence. Available from: http://cadmus.eui.eu/bitstream/handle/1814/29506/CARIM-India-2013_44.pdf?sequence=1&isAllowed=y.
- Hjelm T (ed.) (2015) Is God back?: Reconsidering the new visibility of religion. London: Bloomsbury Publishing.
- Kong L and Woods O (2016) Religion and Space: Competition, Conflict and Violence in the Contemporary World. London: Bloomsbury Publishing.
- Mc Leod H (ed.) (2005) European Religion in the Age of Great Cities: 1830-1930. London: Routledge.
- Oosterbaan M (2014) Public religion and urban space in Europe. Social & Cultural Geography 15(6): 591–602.
- Sakellariou A (2011) The ‘invisible’ Islamic community of Athens and the question of the ‘invisible’ Islamic mosque. Journal of Shi’a Islamic Studies 4(1): 71–89.
- Tsitselikis K (2012) Old and New Islam in Greece: From historical minorities to immigrant newcomers. Leiden, Boston: Martinus Nijhoff Publishers.