Η γεωγραφία της μεταποιητικής δραστηριότητας στην Αθήνα της κρίσης
2022 | Ιούν
Η μεταποιητική παραγωγή με τη μορφή της διάχυτης εκβιομηχάνισης, συνέβαλε ιστορικά και καθοριστικά στη δημιουργία και ανάπτυξη αστικών παραγωγικών συστημάτων και βιομηχανικών συγκεντρώσεων στην Αθήνα. Το μοντέλο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ευνόησε τη δημιουργία και λειτουργία ενός αρχιπελάγους μικρών επιχειρήσεων ως μέρος του μεγαλύτερου τομέα της εγχώριας μεταποιητικής δραστηριότητας. Η αστική ανάπτυξη της Αθήνας εξελίχθηκε σε σχέση με τη διασπορά των παραγωγικών δραστηριοτήτων στον αστικό ιστό (μικρές/μεσαίες επιχειρήσεις, βιοτεχνίες, άτυπες δραστηριότητες), όπου επικράτησαν οι μικτές χρήσεις γης, ενώ η ελληνική μεταποίηση διαμορφώθηκε από μια παραγωγική δομή στην οποία διακλαδικές συγκεντρώσεις συνυπάρχουν και επηρεάζουν τα συστήματα παραγωγής και αναπαραγωγής. Οι συγκεντρώσεις αυτές αποτελούνται από τοπικές βιομηχανίες εξειδικευμένων οικονομιών με μεγάλη συνήθως ιστορική παρουσία, οι οποίες εκτός της ικανότητας τους να προσαρμόζονται στις αλλαγές της αγοράς, συμβάλλουν σημαντικά στην οικονομική και κοινωνική αναζωογόνηση ολόκληρων περιοχών, εντός και πέρα των φυσικών τους ορίων.
Η οργάνωση της ελληνικής μεταποίησης έχει σχετικά κοινά χαρακτηριστικά με αλλά τοπικά παραγωγικά συστήματα της Νότιας Ευρώπης καθώς και με τις λεγόμενες βιομηχανικές περιοχές Industrial Districts (ID’s), ορισμός που δόθηκε στα Ιταλικά παραγωγικά συστήματα της Τρίτης Ιταλίας. Η αποκεντρωμένη δομή των συστημάτων της Νότιας Ευρώπης προσφέρει ένα τυπολογικό εύρος διάρθρωσης της αγοράς εργασίας (Lewis and Williams 1987; Mingione 1995) που αντιπροσωπεύει κοινές κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις και έχει συγκεκριμένα πολιτιστικά και άλλα χαρακτηριστικά (Hadjimichalis 1987; Garofoli 1992). Οι σχέσεις αυτές, ορίζουν συγκεκριμένα πρότυπα τοπικής και περιφερειακής δυναμικής και ένα ευρύ φάσμα αναπτυξιακών και τοπικών χαρακτηριστικών, αντί για ένα ενιαίο μοντέλο ανάπτυξης μέσα στους διαφορετικούς “κόσμους παραγωγής” (Storper 1997) [1]. Αυτά τα πρότυπα δεν αποτελούν ένδειξη υπανάπτυξης και περιθωριοποίησης, αντιθέτως, αντιπροσωπεύουν ένα διαφορετικό μοντέλο βιομηχανικής παραγωγής και ανάπτυξης από το κυρίαρχο δυτικοευρωπαϊκό.
Το κείμενο εξετάζει τη σχέση της μεταποιητικής δραστηριότητας με τον αστικό χώρο μέσα από τη διερεύνηση της παρουσίας και λειτουργίας των τοπικών παραγωγικών συστημάτων στην τοπική και περιφερειακή οικονομία της Αθήνας. Εστιάζει στην οργάνωση της μεταποιητικής δραστηριότητας σε δύο διαφορετικές χωρικές κλίμακες. Στο πρώτο μέρος, χαρτογραφείται και αναλύεται η ποσοτική εικόνα της βιομηχανικής θέσης στην Περιφέρεια Αττικής. Στη συνέχεια, αναλύεται, μέσω εμπειρικής έρευνας, η λειτουργία ενός τοπικού παραγωγικού συστήματος, η βιομηχανική πιάτσα Τσαλαβούτα, η οποία βρίσκεται στην θεσμοθετημένη ζώνη του Ελαιώνα και ανήκει στον Δήμο Περιστερίου. Η περιοχή αποτελεί τυπικό παράδειγμα της ελληνικής εκδοχής της αστικής διάχυτης εκβιομηχάνισης και ανήκει στην ιστορικά παραγωγική ζώνη στο δυτικό τμήμα του πολεοδομικού συγκροτήματος της Αθήνας. Η πιάτσα αποτελείται από βιομηχανικά σύνολα κυρίως μικρών/μεσαίων πολυκλαδικών επιχειρήσεων και λίγων μεγάλων και πολύ μεγάλων επιχειρήσεων [2] Όμοια με άλλα παραδείγματα τοπικών παραγωγικών συστημάτων αυτού του είδους, η περιοχή διαμορφώνεται από μια κοινότητα ανθρώπων και επιχειρήσεων που ασχολούνται με την τοπική παραγωγή, η οποία προοδεύει διαδοχικά τον χωρικό καταμερισμό εργασίας αξιοποιώντας την επίδραση της εξωτερικής αγοράς. Ενώ η πλειονότητα των επιχειρήσεων είναι ανώνυμες, όχι ιδιαίτερα «δυναμικές», η ζωτικότητα και η αναπαραγωγή τους εξαρτώνται από την προσαρμογή και ανανέωση του παραγωγικού μηχανισμού και την ανανέωση δημιουργικών πρακτικών η οποία επιτυγχάνεται χάρη στη λειτουργία των – εσωτερικών στην πιάτσα- κοινωνικοοικονομικών διεργασιών. Οι διεργασίες αυτές, στηρίζονται στην αμοιβαία υποστήριξη και συνεργασία, τις κοινές αξίες και τους σιωπηρούς κανόνες της πιάτσας, του περιβάλλοντος εκείνου στο οποίο κυκλοφορεί η παραγωγική γνώση, τονώνεται η επιχειρηματικότητα και διαδίδεται η αμοιβαία συνεργασία.
Εικόνα 1: Η βιομηχανική πιάτσα Τσαλαβούτα στην αναπτυξιακή ζώνη του Ελαιώνα εντός των ορίων του Δήμου Περιστερίου
Η ελληνική κρίση επέφερε αλλαγές που δοκίμασαν την λειτουργία του συστήματος, το οποίο ανέπτυξε αμυντικούς και πιο δυναμικούς μηχανισμούς και τακτικές προσαρμογής μέσα από τη διάχυση της εξειδίκευσης, της ευελιξίας και της συνεργασίας. Ταυτόχρονα, η χωροθέτηση του παραγωγικού συστήματος εντός του αστικού ιστού, σε εγγύτητα με άλλες τοπικές αγορές, κρίνεται σημαντική καθώς δίνει πλεονεκτήματα θέσης και διευκολύνει την συνεργασία με τα- εκτός της πιάτσας- διαφορετικά δίκτυα.
Η γεωγραφία της μεταποίησης στην Περιφέρεια Αττικής
Από το 2009, η κρίση επηρέασε δραματικά την περιφέρεια Αττικής. Eνώ συναφείς χωρικές μελέτες από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μετά, αναγνωρίζουν όλες τις περιόδους ως «περιόδους κρίσης» για τον τομέα της μεταποίησης, τα επεξεργασμένα σημερινά στοιχεία δείχνουν την άνευ προηγουμένου μείωση του μεγαλύτερου μέρους της απασχόλησης, καθώς και μεγάλη συρρίκνωση στο πλήθος των παραγωγικών μονάδων. Σε απόλυτους αριθμούς, το 2011 σημειώθηκε σχεδόν το 1/2 των απωλειών θέσεων εργασίας σε σχέση με το 2001. Ο δείκτης απασχόλησης στη μεταποίηση στο σύνολο του εργατικού δυναμικού της Περιφέρειας μειώθηκε κατά 3,76% μεταξύ 2011 και 2001 και κατά 2,88% μεταξύ 2001 και 1991 και παρόλο που η μεγαλύτερη μείωση παρατηρείται μεταξύ του 2011 και του 2001, η μείωση κατά την προηγούμενη δεκαετία (περίοδος ανάπτυξης της Ελληνικής οικονομίας) είναι ιδιαίτερα αυξημένη [3].
Γράφημα 1: Χρονοδιάγραμμα της εξέλιξης της απασχόλησης ανά μεταποιητικό κλάδο, 1991, 2001, 2011. Περιφέρεια Αττικής
Πηγές: ΕΛΣΤΑΤ 1991, 2001, 201. Ιδία επεξεργασία στοιχείων
Συνολικά, το ποσοστό της μεταποίησης στο συνολικό εργατικό δυναμικό της Περιφέρειας Αττικής, ακολούθησε μια συνεχή πτωτική τάση, φτάνοντας από το 16,22% στο 13,34 και στο 9,58% μεταξύ των ετών 1991, 2001 και 2011 αντίστοιχα. Τα συμπεράσματα της ανάλυσης ενισχύουν την υπόθεση της έρευνας ότι η πτωτική τάση της μεταποίησης δεν είναι ένα νέο φαινόμενο και ενώ η κρίση οδήγησε σε μαζική καταστροφή του παραγωγικού τομέα ως αποτέλεσμα της μεγάλης ύφεσης και στασιμότητας, εμφανίζεται ως η συνέχεια του μοντέλου οικονομικής και περιφερειακής αναδιάρθρωσης που είχε προηγουμένως οδηγήσει στη χρηματιστικοποίηση, την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και την χωρική αναδιοργάνωση της εργασίας σε παγκόσμια, εθνική και τοπική κλίμακα.
Σε ότι αφορά στη θέση των βιομηχανικών μονάδων, η έρευνα προχώρησε στην επεξεργασία του συνόλου των διευθύνσεων των μεταποιητικών μονάδων, το οποίο γεωκωδικοποιήθηκε για το σύνολο των 15525 επιχειρήσεων ανά βιομηχανικό κλάδο, στο σύνολο των 24 κλάδων της βιομηχανίας ανά Δήμο και Ταχυδρομικό Κώδικα [4].
Χάρτης 1: Χωροθέτηση των μεταποιητικών μονάδων στην περιφέρεια Αττικής, 2016
Πηγές: Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) 2016. Ιδία επεξεργασία στοιχείων
Με αυτόν τον τρόπο αποτυπώθηκε η ποσοτική εικόνα της χωρικής διασποράς της μεταποιητικής δραστηριότητας καθώς και η τοπική εξειδίκευση μέσω της κλαδικής ανάλυσης τοπικά και περιφερειακά. Ήδη από το 1995, παρατηρούμε μια σταδιακή μείωση στο συνολικό αριθμό των μονάδων. Ωστόσο, τη περίοδο μεταξύ 2010 και 2015 καταγράφεται σημαντική μείωση στον συνολικό αριθμό των επιχειρήσεων (- 32,11%) στη συντριπτική πλειονότητα των μεταποιητικών κλάδων. Τα στοιχεία δείχνουν ότι μέσα σε μια δεκαετία (2005 – 2015), ο αριθμός των βιομηχανιών που εδρεύουν στην Αττική μειώθηκε στο μισό. Και εδώ τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι οι μεταβολές στο οικονομικό περιβάλλον που προκλήθηκαν από την ύφεση έχουν επηρεάσει δραματικά την παρουσία της παραγωγής τόσο σε τοπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Εντούτοις, καταδεικνύουν την σημαντική μείωση στον αριθμό των επιχειρήσεων και κατά την περίοδο της οικονομικής μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας την δεκαετία του 2000 όταν καταγράφεται μείωση -10% την περίοδο μεταξύ των ετών 2005-2008 και -19% πριν και κατά το ξεκίνημα της οικονομικής κρίσης μεταξύ 2008 και 2010.
Από τη συνολική κλαδική συγκέντρωση καθώς και την γεωγραφική απεικόνιση των επιχειρήσεων, η οποία δίνει την ποσοτική εικόνα σε σχέση με τις τοπικές συγκεντρώσεις, βλέπουμε ότι η Μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας χαρακτηρίζεται έντονα από την διάσπαρτη εκβιομηχάνιση δια της οποίας πυκνές συγκεντρώσεις μονάδων εντοπίζονται σε αστικές περιοχές. Αυτή η πολυκλαδική διασπορά, εντοπίζεται στην πλειοψηφία των δήμων, αρθρώνεται όμως βασικά στο βόρειο – νότιο τμήμα στα δυτικά της μητροπολιτικής περιοχής της Αθήνας, κατά μήκος του παραδοσιακού παραγωγικού άξονα.
Όσο αφορά στη μητροπολιτική περιφέρεια, έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά τόσο μεταξύ των χωριστών εδαφικών και διοικητικών της μονάδων (Ανατολική και Δυτική Αττική) όσο και της μητροπολιτικής περιοχής της Αθήνας. Τα πολυδιάστατα πλέγματα παραγωγικών και όχι μόνο δραστηριοτήτων οικονομικού χαρακτήρα σε περιοχές της Ανατολικής Αττικής τις τελευταίες δεκαετίες αποτελούν οικισμούς όπου η βιομηχανία, η γεωργική γη, το χονδρικό εμπόριο, οι μεταφορές και οι μεγάλες αλυσίδες λιανικής πώλησης διαμορφώνουν ζώνες ανάπτυξης.
Η εμφανής μείωση του παραγωγικού τομέα και η αναδιάρθρωση που σημειώθηκε στον αστικό χώρο, αν και τραυμάτισε τη μεταποιητική δραστηριότητα σε περιφερειακό επίπεδο, δεν περιόρισε τη λειτουργία ενός μεγάλου αριθμού παραδοσιακών και δυναμικών κλάδων. Η κλαδική σύνθεση της μεταποίησης στις αστικές περιοχές δείχνει την παρουσία πολλών αλληλένδετων επιχειρήσεων και κλάδων σε έναν τόπο, στα σημεία διασταύρωσης με άλλες χρήσεις, και συνεπάγεται την αλληλεπίδραση πολλών διαφορετικών παραγόντων. Λαμβανομένου υπόψη όμως του συνολικού πλήθους συγκέντρωσης της βιομηχανίας, παρατηρείται ότι μεταξύ των κυριότερων χαρακτηριστικών της Περιφέρειας Αττικής είναι η συγκέντρωση των περισσότερων βιομηχανιών στα αστικά κέντρα της μητροπολιτικής περιοχής της Αθήνας. Στα όρια του Δήμου Αθηναίων βρίσκεται σχεδόν το 1/3 του συνολικού πληθυσμού των επιχειρήσεων της περιφέρειας, ενώ το Περιστέρι – η περιοχή που επιλέχθηκε ως περιοχή μελέτης – και ο Πειραιάς, κατατάσσονται πρώτοι μεταξύ των Δήμων με τη μεγαλύτερη γεωγραφική συγκέντρωση βιομηχανικών μονάδων.
Τοπικά παραγωγικά συστήματα και διάσπαρτη εκβιομηχάνιση στην Αθήνα
Η μελέτη εστίασε μέσω εμπειρικής έρευνας [5] στον παραγωγικό θύλακα, την λεγόμενη βιομηχανική πιάτσα Τσαλαβούτα, η οποία βρίσκεται στην παρακηφίσια ζώνη του Δήμου Περιστερίου και συμπεριλαμβάνεται στην αναπτυξιακή ζώνη του Ελαιώνα. Μετά το μεγάλο κύμα αστικοποίησης στη δεκαετία του 1950, η περιοχή ενσωματώνεται στη βιομηχανική ζώνη της Αθήνας στα νοτιοδυτικά και βορειοδυτικά φυσικά όρια του ποταμού Κηφισού, με τον Ελαιώνα να μετατρέπεται σε δυναμικό πόλο βιομηχανικής δραστηριότητας. Ενώ η κοινωνική κινητικότητα των τελευταίων δεκαετιών έχει οδηγήσει στη μετατροπή της γειτονιάς της εργατικής τάξης της μεταπολεμικής περιόδου σε μια περισσότερο ή λιγότερο μικρο-αστική γειτονιά και η τριτοποίηση έχει εισχωρήσει μαζικά σε βάρος του παλιού, πολύ ισχυρού μεταποιητικού τομέα, η περιοχή διατηρεί την ποικιλομορφία της και την έντονη πληθώρα διαφορετικών χρήσεων με τις παραγωγικές μονάδες να είναι διάσπαρτες μέσα στον ιστό της.
Χάρτης 2: Βιομηχανικές χρήσεις στην Τσαλαβούτα, 2017
Πηγή: Επιτόπια έρευνα, Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.)
Στο πλαίσιο αυτού του τύπου αστικής-βιομηχανικής ανάπτυξης, ο χώρος αναπαράγεται κοινωνικά μέσω ενός μείγματος πολύπλευρων και αντιφατικών δραστηριοτήτων, από μικρές/μεσαίες επιχειρήσεις, βιοτεχνίες, άτυπες δραστηριότητες και την κατοικία. Η μίξη καταδεικνύει «ανεκτικότητα» αν όχι «κοινό τρόπο ζωής» μεταξύ των κατοίκων και των βιομηχανικών χρήσεων. Οι παραγωγικές μονάδες αλλά και ο τρόπος που αυτές είναι ενταγμένες στον χώρο, αποτελούν μέρος της συγκρότησης της τοπικής κοινωνίας και αντιστρόφως. Συνεπώς, οι παραγωγικές μονάδες, δεν μπορούν να κάνουν χωρίς τα συγκεκριμένα κοινωνικοχωρικά χαρακτηριστικά και οι περιοχές αυτές δεν θα είναι οι ίδιες, χωρίς το περιεχόμενο με το οποίο έχουν εξελιχθεί και από το οποίο ανανεώνονται.
Η αναπτυξιακή δυναμική χτίζεται πάνω στις οικονομικές, κοινωνικές αλλά και θεσμικές ιδιαιτερότητες του γεωγραφικού χώρου. Τοπικά παραγωγικά συστήματα όπως η Τσαλαβούτα, αναπτύχθηκαν μέσα σε πολιτικοθεσμικά πλαίσια που έχουν διαμορφωθεί από διαδοχικές κανονιστικές ρυθμίσεις, θεσμοθετημένες πολιτικές και adhoc πρακτικές, συγκυριακές επιλογές και κοινωνικούς συμβιβασμούς. Το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο [6] ορίζει την υπό όρους λειτουργία της βιομηχανίας στην περιοχή για τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις. Αυτό συνήθως σημαίνει την διατήρηση, τουλάχιστον τυπικά, των βιοτεχνικών μονάδων για όσο διαρκεί ο κύκλος ζωής της επιχείρησης (του ιδιοκτήτη ή της δραστηριότητας), όμως συχνά οι άδειες λειτουργίας μεταβιβάζονται σε νέες επιχειρήσεις του κλάδου, ή διαφορετικών κλάδων, των οποίων η δραστηριότητα που αναγράφεται στην άδεια δεν συμπίπτει με την πραγματική δραστηριότητα της επιχείρησης. Σύμφωνα με τους επιχειρηματίες των παραγωγικών μονάδων με τους οποίους διενεργήθηκαν οι συνεντεύξεις, παρατηρείται μια επίμονη τάση και σχετικά αυξημένη κινητικότητα στο πλήθος των επιχειρήσεων στην περιοχή σήμερα.
Στον αντίποδα, όλη αυτή τη συνθετότητα της παραγωγικής δραστηριότητας μέσα στο χώρο, στην κοινωνική και ιστορική της διάσταση, φαίνεται να μην αξιολογείται ως σημαντική από την Δημοτική Αρχή.
Το Περιστέρι είναι το υπαίθριο εμπορικό κέντρο της Αθήνας- διαθέτει μεγάλη εμπορική αγορά, εκατοντάδες εστιατόρια, ιδανική προσβασιμότητα και είναι ο μόνος αποκεντρωμένος Δήμος με τρεις σταθμούς μετρό. Μέσω της τροποποίησης του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου, εισήχθησαν και άλλες χρήσεις, όπως πολιτισμός, ιδιωτική υγεία και εκπαίδευση, ξενοδοχεία και αναψυχή. Σκοπός της Δημοτικής Αρχής είναι η αναζωογόνηση της περιοχής μέσω της αλλαγής των χρήσεων γης που σήμερα προστατεύονται υπερβολικά[…]Εκτός από λίγες βιομηχανικές εγκαταστάσεις, η μεγάλης κλίμακας βιομηχανία έχει εγκαταλείψει την περιοχή. Νομίζω ότι η αλλαγή είναι αναπόφευκτη. Προσωπικά υποστηρίζω την αποκέντρωση της μεταποιητικής δραστηριότητας και τη μετατροπή της περιοχής σε κόμβο νεοφυών επιχειρήσεων με τη ζώνη του Κηφισού να είναι πλήρως τριτογενοποιημένη.
Δήμαρχος Περιστερίου |
Συχνά, η ρητορική για την αναδιάρθρωση των πόλεων, συνοδεύεται από προσπάθειες για την “έκπτωση του περιεχομένου” “de- contextualization”, την απονοηματοδότηση μιας περιοχής. Η διατύπωση αυτή είναι ενδεικτυκή της προσπάθειας απομοίωσης του νοήματος και της αξίας που δημιουργεί η τοπική οικονομία. Σύμφωνα με τον Δήμαρχο Περιστερίου, το επιθυμητό όραμα για την αστική αναγέννηση της περιοχής εκφράζεται με όρους εκτεταμένης τριτογεννοποίησης, οι οποίοι απέχουν τόσο από τον υπάρχοντα χαρακτήρα της περιοχής όσο και από την πραγματικότητα της τοπικής και περιφερειακής αγοράς.
Συμπεράσματα
Ένα από τα κεντρικά συμπεράσματα της έρευνας είναι ότι η βιομηχανική θέση, η χωροθέτηση δηλαδή, εξακολουθεί να είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες για τη βιομηχανική εγκατάσταση, παρέχοντας συγκριτικά πλεονεκτήματα σε αστικές περιοχές ενσωματωμένες σε ένα ευρύτερο χωρικό σύστημα από τοπικές αγορές εργασίας, όπου προμηθευτές, αντιπρόσωποι, πολυάριθμες υπεργολαβικές επιχειρήσεις και βοηθητικές υπηρεσίες συνυπάρχουν. Αφενός η κεντρική θέση της πιάτσας Τσαλαβούτα στο δυτικό παραδοσιακό βιομηχανικό σύμπλεγμα της Αθήνας εξακολουθεί να αποτελεί ελκυστικό παράγοντα για την άμεση πρόσβαση ή εγγύτητα στις αγορές, αφετέρου το οδικό δίκτυο διευκολύνει τους επιχειρηματίες και τους εργαζόμενους να μετακινούνται γρήγορα και να μειώνουν το κόστος μετακίνησης. Ακόμη και για τις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες, οι οποίες ενσωματώνουν εταιρικές ή έχουν υιοθετήσει αποκεντρωμένες στρατηγικές, η παγκοσμιοποίηση δεν μείωσε την ανάγκη για εγγύτητα και μείωση του κόστους σε επιλεγμένες τοποθεσίες της βιομηχανικής πιάτσας.
Η απόσταση έχει καταστεί πολύ πιο σημαντική κατά τη διάρκεια της κρίσης, καθώς συνεπάγεται κόστος. Ειδικά για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, το κόστος των καυσίμων και η επένδυση σε εταιρικά οχήματα για τη μεταφορά των εργαζομένων δεν είναι μια προσιτή στρατηγική. Οι επιχειρηματίες με τους οποίους διενεργήθηκαν οι συνεντεύξεις προτιμούν να επενδύουν σε κεφάλαια κίνησης ή σε τεχνολογικό εξοπλισμό και όχι σε μία καινούρια, αποκεντρωμένη μονάδα στον εξω- αστικό χώρο της Αττικής.
Το χωρικό περιεχόμενο που αναφέρεται στις παραδοσιακές διασυνδέσεις της περιοχής με τους χώρους εργασίας δημιουργεί δύο ταυτόσημα αποτελέσματα σε αυτά τα συστήματα. Το ένα αφορά στην σχέση που προκύπτει από την ενσωμάτωση του συστήματος μέσα στον αστικό ιστό. Η ποικιλομορφία (αστικοποίηση) ενθαρρύνει την ανάπτυξη και επίσης τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων (Jacobs 1960; Rosenthal Strange 2004), τις διαπροσωπικές και διακλαδικές συναλλαγές και τις οικονομίες αστικοποίησης που προέρχονται από την παρουσία δημόσιων αγαθών, υπηρεσιών και υποδομών. Η ίδια η πόλη λειτουργεί ως ένα ευρύτερο γεωγραφικό σύστημα οικονομιών συσσώρευσης (agglomeration economies) αλλά και ως διασύνδεση μέσα σε διαφοροποιημένα δίκτυα μεγάλων αποστάσεων -φυσικά δίκτυα, δίκτυα επικοινωνίας, πολιτιστικά δίκτυα και δίκτυα ενέργειας (Camagni 2001; Scott & Storper 2014).
Το δεύτερο αποτέλεσμα προκύπτει από την λειτουργία της πιάτσας ως τόπος όπου ασκείται ένα ολόκληρο σύστημα αλληλένδετων πρακτικών με κοινωνικά και θεσμικά χαρακτηριστικά (αξίες, σιωπηροί κανόνες συμπεριφοράς, δράση δημόσιων και ιδιωτικών συλλογικών φορέων). Το περιβάλλον που δημιουργείται εντός της πιάτσας από την κοινότητα των ανθρώπων που συμμετέχουν στην παραγωγική διαδικασία και τις επιχειρήσεις στην οποία αυτές είναι ενταγμένες – district milieu– παράγει δυνατότητες αξιοποίησης της δημιουργικότητας, της παραγώμενης γνώσης και της κοινωνικο- πολιτισμικικής καινοτομίας (Camagni 1995; Belussi & Pilotti 2002; Rémy 2000) και είναι γνωστό για τη συνύπαρξη κλίματος ισχυρού ανταγωνισμού και, ταυτόχρονα, εκτεταμένης συνεργασίας (Becattini & Musotti 2003).
Η συνεργασία μεταξύ των μονάδων παράγει υψηλού επιπέδου διάχυτη εξειδίκευση, τοπική τεχνογνωσία και δημιουργικές τεχνικές. Ο καταμερισμός της εργασίας είναι εγγενής στο εργαστήριο, τις φάσεις και τις λειτουργίες μεταξύ των επιχειρήσεων, διαμορφώνοντας «την αγορά της κοινότητας» (Dei Ottati 1994; 2017) και επεκτείνεται περαιτέρω στην παγκόσμια αγορά. Η ευελιξία δεν περιλαμβάνει μόνο την τεχνολογία. Η πιάτσα, λειτουργεί ως αυτοτελές εργαστήριο όπου διάφορες εξειδικεύσεις μπορούν να «ικανοποιήσουν» την τελική ζήτηση στο σύνολό της. Ο πελάτης (τελική ζήτηση), μπορεί να αλλάζει επιχειρήσεις (ίδιων ή αλληλοσυνδεόμενων κλάδων) σε διαφορετικές φάσεις της παραγωγής για να πάρει το τελικό προϊόν. Η διαίρεση της εργασίας που αναπτύσσεται σε όλες τις χωρικές κλίμακες και το πλέγμα που συνδέει τα διαφορετικά δίκτυα (παραγωγοί, προμηθευτές, πελάτες, εμπορικοί αντιπρόσωποι, υπεργολάβοι) φέρνουν πίσω αυξανόμενες αποδόσεις στις επιχειρήσεις της πιάτσας. Ακόμη και οι μεγάλες και πολύ μεγάλες επιχειρήσεις με καθετοποιημένη παραγωγή επωφελούνται από λειτουργίες και υπηρεσίες που παρέχουν οι μικρότερες επιχειρήσεις ως μέρη της λειτουργίας της πιάτσας (συσκευασία, υπηρεσίες εκτύπωσης κ.λπ.).
Γράφημα 2: Παραγωγικά Δίκτυα. Τρεις μεταποιητικές μονάδες κατασκευής ειδών ένδυσης
Πηγή στοιχείων: Εμπειρική έρευνα, Ο. Μπαλαούρα
Γράφημα 3: Τοπικά και παγκόσμια δίκτυα διανομής τριών μεταποιητικών μονάδων κατασκευής ειδών ένδυσης
Πηγή στοιχείων: Εμπειρική έρευνα, Ο. Μπαλαούρα
Η αλληλεπίδραση μεταξύ επιχειρήσεων σημαίνει αμοιβαία εμπιστοσύνη και κοινό πλαίσιο αξιών με αναφορά στην περιοχή και συνεπώς όλες οι επιχειρήσεις ακολουθούν τους νόμους της πιάτσας. Στην ουσία, εφαρμόζεται ένα σύστημα εσωτερικής διακυβέρνησης με αναφορά στην κοινότητα, το οποίο διαμορφώνουν οι επιχειρήσεις. Η πιάτσα για την πλειοψηφία των επιχειρήσεων αποτελεί μια δεξαμενή εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού την οποία εμπιστεύονται και προτιμούν. Στο συγκεκριμένο περιβάλλον η εργασία είναι διαπραγματεύσιμη ανάλογα με τις δεξιότητες των εργαζομένων και την προσωπική δέσμευση τους στην αποτελεσματικότητα της επιχείρησης, η οποία σχεδόν πάντα προϋποθέτει ευέλικτες/ άτυπες εργασιακές πρακτικές. Με αυτόν τον τρόπο, η αποτελεσματικότητα της εργασίας γίνεται τόσο εσωτερική υπόθεση για την επιχείρηση, όσο και συλλογική υπόθεση για την πιάτσα. Εγγενές κομμάτι του νόμου της πιάτσας εξακολουθεί να είναι η «ατυπία», μια σειρά άτυπων πρακτικών οι οποίες ειδικά στην περίοδο της κρίσης επιδεινώθηκαν, καθώς ευελιξία και επισφάλεια απέκτησαν σε μεγάλο βαθμό και θεσμικό χαρακτήρα. Η ατυπία εντοπίζεται τόσο στις εργασιακές σχέσεις με μεγαλύτερη ένταση στην έμφυλη- εις βάρος των γυναικών και φυλετική εις βάρος των μεταναστών/ στριών- διάσταση, στην ανεπάρκεια των όρων υγειϊνής και προστασίας μέσα στους χώρους δουλειάς και στις ελλιπείς ιδιωτικές και δημόσιες υποδομές του ευρύτερου χωρικού περιβάλλοντος της πιάτσας.
Γράφημα 4: Τοπικές συνέργειες μεταξύ των επιχειρήσεων. Κλάδοι κατασκευής μεταλλικών προϊόντων και κατασκευής μηχανημάτων και ειδών εξοπλισμού
Πηγή στοιχείων: Εμπειρική έρευνα, Ο. Μπαλαούρα
Ένα άλλο κρίσιμο συμπέρασμα, το οποίο είναι απαραίτητο σε αυτο του τύπου τις βιομηχανικές συγκεντρώσεις, είναι η λεγόμενη «επίδραση της περιοχής» – district effect- (Signorini 1994; Becattini & Dei Ottati 2006) η οποία δημιουργείται από την ισχυρή παρουσία και συνεργασία ενός πληθυσμού ΜμΕ με ποικίλα διακλαδικά χαρακτηριστικά και διακλαδικές παραλλαγές που περιλαμβάνουν διαφορετικές φάσεις παραγωγής. Οι αλληλένδετες οικονομίες που δημιουργούνται εντός της περιοχής οδηγούν σε «εξωτερικές οικονομιες κλίμακας» (Asheim 1994; Amin & Cohendet 2000), εξωτερικές δηλαδή της επιχείρησης και εσωτερικές της περιοχής, παρέχοντας ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα και αυξάνοντας τις αποδόσεις της πιάτσας [7]. Ωστόσο, η τοπική δημιουργικότητα και η ευελιξία δεν συνιστούν ανεξάντλητο πόρο επιβίωσης και αειφορίας των συστημάτων αυτών, ειδικά σε συνθήκες εκτεταμένων κρίσεων και παγκόσμιου ανταγωνισμού. Παρόλο που οι επιχειρήσεις στην Τσαλαβούτα έχουν κάνει μια σειρά από νέες προσαρμογές στις μεταβαλλόμενες συνθήκες του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένου του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού σε αντίθεση με το παρελθόν, εξακολουθούν να έχουν σημαντικούς περιορισμούς λαμβάνοντας υπόψη τις συνεχείς αλλαγές στην παγκόσμια γεωγραφία της παραγωγής και την τεχνολογική μεταβολή. Αυτό δεν ισχύει βέβαια για τις μεγάλες και πολύ μεγάλες εταιρείες του δείγματος, οι οποίες έχουν τόσο το κεφάλαιο όσο και το μέγεθος για να υποστηρίξουν την υιοθέτηση της τελευταίας τεχνολογίας μαζί με άλλες διοικητικού τύπου εταιρικές πρακτικές. Η τεχνολογία και η καινοτομία ήταν πάντοτε ιδιωτικό προσόν, ιδία επένδυση και επιχειρηματική ανησυχία. Στην Ελλάδα δεν συμπεριλήφθησαν τεχνολογικές και επιστημονικές θεσμικές δομές που θα προσέφεραν εγγυήσεις για την αύξηση του αναπτυξιακού δυναμισμού της παραγωγής σε σχέση με άλλες περιπτώσεις τοπικών παραγωγικών συστημάτων χωρών της Μεσογείου (βλ. Vazquez Barquero 1987; Courlet & Pecqueur 1992; Garofolli 2002), όπου η δημόσια πολιτική αλληλεπιδρά με ιδιωτικούς φορείς, πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, χρηματοδοτικούς και άλλους μηχανισμούς για την ανάπτυξη έργων που τονώνουν την τοπική οικονομία.
Η παγκοσμιοποίηση και ιδιαίτερα η ελληνική κρίση ήρθαν να ενισχύσουν αυτές τις ελλείψεις και να θέσουν περαιτέρω εμπόδια στις μονάδες που επιχειρούν να εισέλθουν στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Παρά τις εξελίξεις αυτές και λαμβάνοντας υπόψη ότι επενδύσεις στην τεχνολογία πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια περιόδων οικονομικής ανάπτυξης, ένα ευρύ φάσμα επιχειρήσεων στην περιοχή κατάφερε – ειδικά κατά τη διάρκεια της κρίσης – να αναπτυχθεί και να προσεγγίσει τις παγκόσμιες αγορές μέσω των εξαγωγών.
Πολλές μικρές επιχειρήσεις του δείγματος είναι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις με κυρίαρχη οικογενειακή δομή. Το παραπάνω χαρακτηριστικό τις καθιστά περισσότερο αποτελέσματα ενός σχεδίου ζωής, παρά μια οικονομική επιχείρηση. Το γεγονός αυτό τους επιτρέπει μεγαλύτερη ανθεκτικότητα κατά τη διάρκεια σύντομων κρίσεων, επειδή οι εν λόγω επιχειρηματίες προβάλλουν μια πρόσθετη αντίσταση στις οικονομικές δυσκολίες, κινητοποιώντας τους δικούς τους πόρους και εκείνους των συγγενών και των φίλων, για να ξεπεράσουν την ύφεση. Κατά την διάρκεια της ελληνικής κρίσης, πολλές επιχειρήσεις επιβίωσαν με ιδιωτικούς πόρους, λόγω της περιορισμένης πρόσβασης σε τραπεζικά δάνεια, πιστώσεις και χρηματοδοτικούς πόρους και αναπτυξιακές ενισχύσεις.
Τέλος, μια άλλη σημαντική παρατήρηση είναι ότι ένας μεγάλος αριθμός των παιδιών των επιχειρηματιών εμπλέκεται στη διαδικασία παραγωγής. Έρευνες των τελευταίων δεκαετιών (βλ. Mingione 1995; Maloutas 2007), παρατήρησαν την εκτεταμένη αδιαφορία των νεότερων μελών για τη συνέχιση της οικογενειακής επιχείρησης κυρίως λόγω της κοινωνικής κινητικότητας που οδήγησε στην αναβάθμιση του μορφωτικού επιπέδου και την επιλογή επαγγελμάτων στον τριτογεννή τομέα, από μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Σε αντίθεση με τα πορίσματα των παραπάνω ερευνών, κατά τη διάρκεια της κρίσης, και λόγω των επιπτώσεων που είχε αυτή στην ανεργία και την εκτεταμένη ανασφάλεια, παρατηρείται μια έντονη τάση επιστροφής μελών της νέας γενιάς στις επιχειρήσεις της οικογένειας τους. Εισήλθε έτσι μια νέα, υψηλού επιπέδου κατάρτισης γενιά η οποία κερδίζει στρατηγικές θέσεις στις επιχειρήσεις και τις ανανεώνει με επιτυχία, στο σχεδιαστικό προϊόν και την τεχνολογική και οργανωτική τεχνογνωσία.
[1] Αυτό το τυπολογικό εύρος παραγωγικών προτύπων της Νότιας Ευρώπης παρόλο που έχει κοινά χαρακτηριστικά, δεν ακολούθησε και δεν ακολουθεί κοινούς αναπτυξιακούς δρόμους. Στις περιοχές στις οποίες ο Φορντισμός δεν ήταν ποτέ ηγεμονικός, η ανάπτυξη κατευθύνθηκε από ευέλικτα βιομηχανικά παραγωγικά σύνολα μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Μετά τη δεκαετία του 1970, κάποιες από αυτές τις περιοχές σε Ευρώπη και Aμερική, έγιναν σύμβολα της επιτυχίας του «ευέλικτου καπιταλισμού μικρής κλίμακας», ενώ άλλες αποτελούμενες από αυτές που η βιβλιογραφία αναφέρει ως “ordinary” (συνηθισμένες- καθημερινές) μικρομεσαίες επιχειρήσεις αγνοήθηκαν τόσο από τη πλευρά της οικονομικής θεωρίας, όσο και της πολιτικής για την περιφερειακή ανάπτυξη (Για μια αναλυτική περιγραφή βλ. Amin & Robins 1990; Hadjimichalis 2011)
[2] Κατά τη διάρκεια της επιτόπιας έρευνας, εντοπίστηκαν συνολικά 150 διευθύνσεις βιομηχανικών μονάδων. Σύμφωνα με την κλαδική ιεραρχία, ο κλάδος των μεταλλικών προϊόντων συγκεντρώνει την πλειονότητα των μονάδων. Η κλωστοϋφαντουργία, η ένδυση και τα δερμάτινα υποδήματα ως κλαδικό σύστημα και η παραγωγή επίπλων αντιπροσωπεύονται έντονα, ενώ ακολουθούν η παραγωγή τροφίμων και η κατασκευή μηχανημάτων και εξοπλισμού. Αξιοσημείωτης σημασίας είναι οι τομείς των πλαστικών προϊόντων και των υλικών εκτύπωσης
[3] Η ανάλυση σε περιφερειακή κλίμακα περιέλαβε την επεξεργασία των στοιχείων της δημογραφικής απογραφής και της απογραφής απασχόλησης της ΕΛΣΤΑΤ για τις τρεις τελευταίες απογραφές πληθυσμού (1991, 2001, 2011)
[4] Η ανάλυση και χαρτογράφηση της γεωγραφικής διασποράς του συνόλου των μεταποιητικών μονάδων στη Περιφέρεια Αττικής, βασίστηκε σε αρχείο με το σύνολο δεδομένων του μητρώου επιχειρήσεων από το Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) και αφορά στην κλαδική εξειδίκευση που ορίζεται στη NACE Rev.2 για τους 24 διαφορετικούς τομείς της μεταποίησης, τις διευθύνσεις και τους ταχυδρομικούς κώδικες των επιχειρήσεων για τα έτη 2015-2016
[5] Η μέθοδος περιέλαβε εμπειρική έρευνα μέσω επιτόπιας χαρτογράφησης και συνεντεύξεων με επιχειρηματίες και εργαζόμενους των βιομηχανικών μονάδων καθώς και σημαντικούς πληροφοριοδότες της περιοχής (εκπροσώπους της δημοτικής αρχής, κατοίκους, μέλη του βιοτεχνικού επιμελητηρίου κ.α)
[6] Προεδρικό Διάταγμα Ελαιώνα (ΦΕΚ 1049/Δ/1995), Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο του Δήμου Περιστερίου ν.1337/1983, ν.2508/1997
[7] Για τις εννοιολογικές πτυχές της “επίδρασης της περιοχής”, βλέπε Becattini & Musotti 2003; Becattini 2004; Dei Ottati 1994; Signorini 2000; Becattini & Dei Ottati 2006; Becattini et al. 2009
Ευχαριστίες
Το κείμενο βασίζεται σε έρευνα που πραγματοποίησε η συγγραφέας στο πλαίσιο της διδακτορικής της διατριβής (Μπαλαούρα, 2018) στο Università Iuav di Venezia, με επιβλέπουσες καθηγήτριες τις Paola Viganò και Ντίνα Βαΐου. Τις Ευχαριστώ θερμά και τις δύο
Αναφορά λήμματος
Μπαλαούρα, Ό. (2022) Η γεωγραφία της μεταποιητικής δραστηριότητας στην Αθήνα της κρίσης, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/η-μεταποίηση-στην-αθήνα/ , DOI: 10.17902/20971.107
Αναφορά Άτλαντα
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Βιβλιογραφία
- Amin A and Robins K (1990) The re- emergence of regional economies? The mythi- cal geography of flexible accumulation, Society and Space, 8, 7–34.
- Amin A and Cohendet P (2004) Architectures of knowledge : firms, capabilities and communities. Oxford: Oxford University Press.
- Asheim B T (1994) Industrial districts, inter-firm co-operation and endogenous technological development: the experience of developed countries in Technological Dynamism in Industrial Districts: An Alternative Approach to Industrialization in Developing Countries? New York and Geneva: UNCTAD, 91–142.
- Becattini G (2004) Industrial Districts. A New Approach to Industrial Change, Cheltenham, Edward Elgar.
- Becattini G and Ottati D G (2006) The performance of Italian districts and large enterprise areas in the 1990s. European Planning Studies 14 (8), 1139-1162.
- Becattini, G. & Musotti, F. (2003) Measuring the district effect. Reflections on the literature, Banca Nazionale del Lavoro Quarterly Review, 226, pp. 259–290.
- Becattini G, Bellandi M and De Propris L (eds) (2009) A handbook of Industrial Districts. Cheltenham: Edward Elgar Publishing.
- Belussi, F., and Pilotti, L. (2002) Knowledge creation, learning and innovation in Italian industrial districts, Geografiska Annaler, 84: 19-33
- Courlet C and Pecqueur B (1992) Les sistèmes industriels localisés en France: un nouveau modèle de développement’, in G. Benko and A. Lipietz (eds) Les régions qui gagnent. Districts et réseaux: les nouveaux paradigmes de la géographie économique. Paris: Presses Universitaires de France.
- Camagni, R. (1995) The concept of innovative milieu and its relevance for public policies in European lagging regions, Papers in Regional Science, 74: 317-340.
- Camagni R (2001) The economic role and spatial contradictions of global city-regions: the functional, cognitive and evolutionary context in Scott, A. J., 96-118.
- Chronaki Z, Hadjiimichalis C, Labrianidis L and Vaiou D (1993) Diffused Industrialization in Thessaloniki: From Expansion to Crisis. Oxford: Blackwell Publishing.
- Dei Ottati, G. (1994): Cooperation and competition in the industrial district as an organization model. European Planning Studies, 2 (4): 463-83
- Dei Ottati G (2018) Marshallian Industrial Districts in Italy: the end of a model or adaptation to the global economy?, Cambridge Journal of Economics, 42 (2): 259–284
- Garofoli G (1992) Endogenous Development in Southern Europe, Aldershot:Avebury.
- Garofoli G (2002) Local Development in Europe: Theoretical Models and International Comparisons. European Urban and Regional Studies, 9 (3): 225-239.
- Hadjimichalis C (1987) Uneven Development and Regionalism: State, Territory and Class in International Journal of Urban and Regional Research, London: Croom Helm.
- Hadjimichalis C (2011) SMEs, entrepreneurialism and local/regional development. In: Pike Α, Rodríguez- Pose A and Tomaney J. Eds., The Handbook of Local and Regional Development, Oxford: Routledge, 381- 293.
- Hadjimichalis C and Vaiou D (1990) Flexible labour Markets and regional development in northern Greece. International Journal of Urban and Regional Research, 14 (1): 1-24.
- Jacobs J. 1961. The Death and Life of Great American Cities, New York: Random House.
- Lewis J R and Williams A M (1987) Productive Decentralization or Indigenous Growth? Small Manufacturing Enterprises and Regional Development in Central Portugal, Regional Studies, 21:4, 343-361
- Maloutas T (2007) Middle class education strategies and residential segregation in Athens, Journal of Education Policy, 22:1, 49-68, DOI: 10.1080/02680930601065742
- Massey D (1984) Spatial Divisions of Labour: Social Structures and the Geography of Production, London: Macmillan.
- Mingione E (1995) Labour market segmentation and informal work in southern Europe. European Urban and Regional Studies 2 (2): 121-143.
- Rémy, J. (1999): La ville, phénomène économique, Paris, Economica.(2000): «Villes et milieu innovateurs: une matrice d’interrogations», in Crevoisier, O., and Camagni, R., 33-43.
- Rosenthal S and Strange W (2004) Evidence on the nature and sources of agglomeration economies, in Henderson, V., and Thisse, J. F. (eds.), Handbook of regional and urban economics, 2120-2143.
- Sayas J (2001) Social and Spatial Division of Labour in Urban Space. The Case of Industrial Activity in the Prefecture of Attiki, 1978-1988. PhD Thesis, Department of Urban and Regional Planning, Faculty of Architecture, National Technical University of Athens
- Scott A and Storper M (2014) The nature of cities: the scope and limits of urban theory, International Journal of Urban and Regional Research 39 (2015): 1-15.
- Signorini L F (1994) The price of Prato, or measuring the industrial district effect, Papers in Regional Science, vol.73, 369-72.
- Signorini L F (2000) L’effetto distretto: motivazioni e risultati di un progetto di ricerca, in L.F. Signorini (ed.), Lo sviluppo locale. Un’indagine della Banca d’Italia sui distretti industriali, Rome: Donzelli.
- Storper M (1997) Regional Economies as Relational Assets. In: Lee, R. and Wills, J., Eds., Geographies of Economics, Arnold, London, 248-258
- Vazquez Barquero A (1987) Local Development and the Regional State in Spain, Papers of the Regional Science Association, 61: 65–78.
- Βαΐου N, Γολέμης Χ, Λαμπριανίδης Λ, Χατζημιχάλης Κ και Χρονάκη Ζ Άτυπες μορφές βιομηχανικής παραγωγικής-εργασίας και αστικός χώρος στο ΠΣΠ Ερευνητική εργασία (ΓΓΕΤ), 1993-96.