Η κοσμοπολίτικη Αθήνα: οι παροικίες Δυτικοευρωπαίων τον 19ο αιώνα
2017 | Δεκ
Έχει αναδειχθεί ο ρόλος της Αθήνας τον 19ο αιώνα ως «εθνικού κέντρου», με την έννοια τόσο της πρωτεύουσας του νέου ελληνικού κράτους, του πρώτου εθνικού κράτους στην ανατολική Μεσόγειο, όσο και του κέντρου με ακτινοβολία σε όλο τον ελληνισμό: εδώ για παράδειγμα βρισκόταν η έδρα του μοναδικού ελληνικού Πανεπιστημίου, στο οποίο συνέρρεαν ελληνόφωνοι ή ελληνίζοντες φοιτητές από τα Βαλκάνια και τη Μικρά Ασία.
Λιγότερο έχει προσεχτεί ο χαρακτήρας της Αθήνας ως πόλης ευρύτερα μεσογειακής, και από κάποιες απόψεις αρκετά κοσμοπολίτικης – χαρακτήρας στον οποίο βέβαια συνέβαλαν και οι ομογενείς και οι φοιτητές που εγκαθίσταντο στην πόλη. Φαίνεται ότι για τη διεθνική αυτή διάσταση της κοινωνίας της πόλης αδιαφόρησαν όχι μόνο οι ιστορικοί, αλλά και οι λογοτέχνες. Πριν βάλει στον μεσοπόλεμο ο Καραγάτσης στο επίκεντρο των πρώτων μυθιστορημάτων του τον εγκλιματισμό στα ελληνικά εδάφη αλλοδαπών, όπως ο Λιάπκιν ή ο Γιούγκερμαν, ελάχιστα είναι τα λογοτεχνικά έργα με ήρωες ευρωπαίους κάτοικους της Αθήνας που έχουμε υπόψη μας. Το κείμενο αυτό αποτελεί μια πρώτη προσέγγιση του ζητήματος της εγκατάστασης Eυρωπαίων στην Αθήνα του 19ου αιώνα -και του βαθμιαίου εξελληνισμού πολλών. Δεν θα θιγεί καθόλου το ζήτημα της προσωρινής ή μόνιμης εγκατάστασης αλλοδαπών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τα βαλκανικά κράτη: θα εστιάσουμε στις κοινότητες Αθηναίων από τη δυτική και την κεντρική Ευρώπη.
Η Αθήνα ήδη από την Τουρκοκρατία φιλοξενούσε ορισμένους ευρωπαίους μόνιμους κατοίκους: αναφέρονται στα 1810 από τον Hobhouse 7-8 σπίτια «φράγκων», ιδίως Γάλλων. Τα αρχαία μνημεία της πόλης αποτελούσαν πόλο έλξης των ευρωπαίων περιηγητών, των οποίων ο αριθμός αυξανόταν διαρκώς από τα τέλη του 18ου αιώνα, τόσο που ο ντόπιος υπηρέτης του Hobhouse εκτιμούσε ότι «η Αθήνα σύντομα θα αποκτούσε και ταβέρνα» (Hobhouse 1813, τ.1, σ.302). Πολλές ταβέρνες μετά, στα τέλη του 19ου αιώνα, οι ευρωπαίοι επισκέπτες των αρχαιοτήτων συνιστούσαν πλέον ένα μικρό τουριστικό ρεύμα. Η εγκατάσταση ευρωπαίων αρχαιολόγων στην Αθήνα, πλάι σε ερασιτέχνες όπως ο Σλήμαν, συστηματοποιήθηκε με την ίδρυση της Γαλλικής αρχαιολογικής σχολής το 1846, και αργότερα της Γερμανικής το 1874, της Βρετανικής το 1885 κλπ.
Η μεγάλη τομή, ασφαλώς, ως προς την εγκατάσταση «ξένων» (Ελλήνων και αλλοδαπών) επήλθε όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους το 1834. Η Αυλή, τα υπουργεία και οι πρεσβείες λειτούργησαν ως μαγνήτης και στελεχώθηκαν κυρίως με αλλοδαπούς, παίζοντας κομβικό ρόλο για τη συγκρότηση των κοινοτήτων των Eυρωπαίων της Αθήνας. Στην πρωτεύουσα εγκαταστάθηκαν γραφειοκράτες και επιστήμονες, ιεραπόστολοι και τυχοδιώκτες, επιχειρηματίες και διπλωμάτες, καθώς και κάποιοι από τους Φιλέλληνες που είχαν έρθει να πολεμήσουν στην επανάσταση του 1821 και στη συνέχεια αποφάσισαν να παραμείνουν στην απελευθερωμένη χώρα. Γύρω από την Αυλή του βασιλιά (Βαυαρού το 1833-62, Δανού το 1864-1973) και τους ξένους διπλωμάτες δημιουργήθηκε μια κοσμοπολίτικη μικρο-κοινωνία αποτελούμενη σε μεγάλο βαθμό από «Φράγκους», Έλληνες με δυτικούς τρόπους και κουλτούρα (Φαναριώτες και ομογενείς) και μέλη της τοπικής ελίτ. Αναμνήσεις, ημερολόγια και αλληλογραφία κυριών της Αυλής όπως η Lyt ή η Plȕskow δίνουν μια ζωηρή εικόνα των συναναστροφών στους κοσμικούς αυτούς κύκλους της Αθήνας, και του βαθμού στον οποίο η κοινωνική ζωή των νεοφερμένων βασιζόταν στους συμπατριώτες τους ή άλλους αλλοδαπούς.
Η πιο μαζική εισροή πληθυσμού από τη δυτική Ευρώπη ήταν, ασφαλώς, οι χιλιάδες Βαυαροί και λοιποί Γερμανοί που ήρθαν στην Ελλάδα με τον Όθωνα από το 1833 κ.ε. Ζητούμενο ήταν η στελέχωση του νέου κράτους με μορφωμένο και έμπειρο προσωπικό, καθώς και η δημιουργία ενός τακτικού στρατού στον οποίο οι κυβερνώντες θα μπορούσαν να έχουν απόλυτη εμπιστοσύνη. Επιπλέον, από τους 5.000 Βαυαρούς στρατιώτες που ήρθαν στη χώρα το 1834-38 πάνω από χίλιοι ήταν τεχνίτες με εξειδικευμένες γνώσεις στην οδοποιία, τις κατασκευές, την κηπευτική κλπ. Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού αυτού συγκεντρώθηκε στην Αθήνα, δουλεύοντας στην κεντρική διοίκηση αλλά και ιδρύοντας τυπογραφεία, βιβλιοπωλεία, πανδοχεία, εστιατόρια και φαρμακεία. Μετά το τέλος της «Βαυαροκρατίας» το 1843 οι Γερμανοί αξιωματούχοι, στρατιώτες και υπάλληλοι αποχώρησαν μαζικά από την Ελλάδα. Αρκετοί ωστόσο έμειναν πίσω, έχοντας παντρευτεί με Ελληνίδες ή έχοντας αποκατασταθεί επαγγελματικά στην Αθήνα ως τεχνίτες, έμποροι και επιστήμονες: το 1862 υπολογίζονταν σε 400 άτομα.
Ανάμεσά τους, όσοι είχαν εγκατασταθεί μόνιμα στο Παλιό Ηράκλειο, χωριό δύο ώρες βόρεια της Αθήνας που ενώθηκε μαζί της μόνο τον μεσοπόλεμο. Το 1837 ο Όθωνας ίδρυσε εκεί τη «στρατιωτική αποικία Αράκλι», παραχωρώντας εθνική γη σε εξήντα απόμαχους Βαυαρούς στρατιώτες, οι οποίοι αναλάμβαναν και κάποιου είδους αστυνομικά καθήκοντα στην ύπαιθρο. Στην πορεία κάποιοι έφυγαν, ενώ εγκαταστάθηκαν και κάποιοι πιο «γνήσιοι» αγρότες από τη Γερμανία· ο πληθυσμός του Ηρακλείου πάντως δεν ξεπερνούσε τα 140 άτομα το 1912.
Ο Belle που το επισκέφτηκε γύρω στα 1870 εκτίμησε ότι «η αγροτική αποικία του Ηρακλείου δεν ευδοκίμησε» και «τα περισσότερα σπίτια εγκαταλείφθηκαν» (Belle 1994: 78-79). Είχε μεσολαβήσει η επανάσταση του 1862 κατά του Όθωνα, οπότε το Ηράκλειο λεηλατήθηκε και κόπηκαν τα δέντρα και τα αμπέλια του· σύμφωνα με τις αναμνήσεις ηλικιωμένης Βαυαρής το 1912, ένοπλοι «ήρθαν να μας πάρουν ό,τι βρουν». Παρόμοια επίθεση δεν αναφέρεται το 1843, ωστόσο κάηκε τότε η βιοτεχνία ψαρόκολλας που είχαν φτιάξει στους Αμπελόκηπους δύο Βαυαροί. Άλλωστε υπήρχαν προστριβές με τα γειτονικά χωριά: το Μενίδι, τις Κουκουβάουνες και ιδίως την Κηφισιά για τα νερά του Κεφαλαρίου.
Παρ’ όλ’ αυτά, το Παλιό Ηράκλειο επιβίωσε για χρόνια ως τόπος με ιδιαίτερο βαυαρικό χαρακτήρα, όσο κι αν αυτός νοθεύτηκε αφενός με επιγαμίες και εγκατάσταση καθολικών από την Ιταλία και από τις Κυκλάδες, αφετέρου με μια συνολικότερη αφομοίωση από το ελληνικό περιβάλλον. Στους επισκέπτες έκανε πάντα εντύπωση ο γοτθικός ναός του Αγίου Λουκά (1842-45), και το 1912 οι κάτοικοι του χωριού περιγράφονται από την εφημερίδα Πατρίς ως κατά βάση «ξανθοί, κατακόκκινοι και αιματώδεις, με γαλανά μάτια» και «περίεργα γερμανικά ονόματα», που χορεύουν βαλς και καντρίλιες πολύ καλύτερα από τον συρτό και διατηρούν τους δρόμους του χωριού «ξενικώτατους: είναι υπέρ το δέον καθαροί». Ωστόσο στο γλέντι τους έπιναν τραγουδώντας σε μεγάλα ποτήρια όχι μπίρα αλλά ρετσίνα, και γερμανικά μιλούσαν πια μόνο 2-3 γριές. Ήδη το 1887 ο Engle που επισκέφτηκε το Ηράκλειο διαπίστωσε ότι οι έφηβοι, όπως ο Γιώργης Κεγκελμάγερ, δεν ήξεραν γερμανικά. Πάντως ορθόδοξο νεκροταφείο στο χωριό δημιουργήθηκε μόλις το 1936: το Ηράκλειο παρέμεινε κέντρο των καθολικών της Αττικής, με το μοναδικό νεκροταφείο τους και με εγκαταστάσεις καθολικών μοναστηριών [1] .
Αναφερθήκαμε αρκετά στο Ηράκλειο Αττικής για να επισημάνουμε ότι οι κοινότητες των Eυρωπαίων της Αθήνας αποτελούνταν όχι μόνο από αστούς αλλά και από χειρώνακτες. Άλλοι αγρότες δεν πρέπει να υπήρχαν, βέβαια, αλλά οι μαρτυρίες είναι αρκετές για εργάτες και τεχνίτες, ιδίως από τη γειτονική Ιταλία και τη Μάλτα (Παρσάνογλου 2007, Ποταμιάνος 2011β). Ο About στα 1850 αναφέρει την ύπαρξη 1.500 Μαλτέζων βαστάζων, σκαφτιάδων και μεροκαματιάρηδων σε Αθήνα και Πειραιά (Αμπού χ.χ., σ.70).
Σ’ εκείνα τα χρόνια τοποθετείται και η έλευση αυτοεξόριστων επαναστατών από τις ηττημένες επαναστάσεις του 1848 στην Ευρώπη. Πολλοί ήταν τεχνίτες και βρήκαν συναφή απασχόληση· παραδειγματική η περίπτωση των Ιταλών μεταξουργών. Φαίνεται ότι η πλειοψηφία των Ιταλών δημοκρατικών και σοσιαλιστών εγκαταστάθηκε στην Πάτρα και την Κέρκυρα, όπου η παρουσία των ομοεθνών τους ήταν και παρέμεινε έντονη· αρκετοί όμως προτίμησαν την Αθήνα -όπου έζησαν για κάποια χρόνια και ορισμένοι άλλοι πολιτικοί πρόσφυγες της εποχής, Πολωνοί, Γάλλοι και Ιταλοί. Ανάμεσά τους ο Gustave Flourens, ένας από τους ηγέτες της Παρισινής Κομμούνας του 1871, και ο Amilcare Cipriani, αναρχικός που στην επανάσταση κατά του Όθωνα το 1862 σήκωσε οδοφράγματα και την κόκκινη σημαία στην περιοχή της Καπνικαρέας · και οι δύο συμμετείχαν στη συγκρότηση σωμάτων Γαριβαλδινών εθελοντών που πολέμησαν στην Κρητική επανάσταση του 1866-69 (Δημητρίου 1985, Χατζηιωάννου 1985 και 1991, Chatzijoannou 1986, Καλλιβρετάκης 1998).
Ο Παπαδιαμάντης στο διήγημά του «Ο αντίκτυπος του νου» παρουσιάζει σε συνοικιακή ταβέρνα να συχνάζει μια παρέα Ιταλών, με επαγγέλματα όπως σοβατζής, σφραγιδοποιός, αμαξοποιός και πλανόδιος μουσικός· η αθεΐα τους παραπέμπει ευθέως στους επαναστάτες που είχαν βρει καταφύγιο στην Ελλάδα. Σ’ ένα άλλο διήγημα του Παπαδιαμάντη («Το νάμι της») ο σύντροφος μιας σιδερώτριας σε λαϊκή γειτονιά ήταν Ιταλός και έλειπε στο Λαύριο ή στον Ισθμό: η αναφορά εδώ γίνεται στο επόμενο μεγάλο κύμα έλευσης ξένων εργατών στην Ελλάδα στα τέλη του 19ου αιώνα, σε μεγάλα έργα όπως η διάνοιξη της διώρυγας στον Ισθμό της Κορίνθου, στην κατασκευή των σιδηροδρόμων καθώς και στα ανά την χώρα μεταλλεία (Αγριαντώνη 1986, Παπαστεφανάκη 2017)· κάποιοι απ’ αυτούς θα πέρασαν ή θα κατέληξαν στην Αθήνα.
Η ύπαρξη φτωχών στις δυτικοευρωπαϊκές κοινότητες της Αθήνας μαρτυρείται έμμεσα και από τον χαρακτήρα των σωματείων που ιδρύουν. Στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δημοσιεύονται μόνο τα διατάγματα έγκρισης των καταστατικών των σωματείων και όχι τα καταστατικά, είναι όμως σαφές από τα ονόματά τους ότι η Γαλλική εταιρεία αγαθοεργίας και αλληλοβοηθειών εν Ελλάδι (1892), ο Γερμανικός σύλλογος Φιλαδέλφεια (1898 -γνωρίζουμε όμως ότι ο σύλλογος υφίσταται και οργανώνει ετήσιους χορούς τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1870), ο Αυστροουγγρικός ευεργετικός σύλλογος εν Αθήναις (1907) και η Ιταλική εταιρεία αλληλοβοηθείας εν Αττική (1910) ως κύριο στόχο έχουν την πρόνοια για τους συμπατριώτες τους που αρρωσταίνουν ή δυστυχούν· στόχος που απαντά αποκλειστικά στα εργατικά και μικροαστικά σωματεία μιας εποχής χωρίς κοινωνική ασφάλιση.
Στους Δυτικοευρωπαίους της Αθήνας που ανήκαν στις κατώτερες τάξεις θα πρέπει να κατατάξουμε, με βάση τα δεδομένα της εποχής, και τους περισσότερους καλλιτέχνες που πέρναγαν απ’ αυτήν και έμεναν για κάποιο διάστημα: ασφαλώς τους Ιταλούς που έπαιζαν κουκλοθέατρο και συνέβαλαν στη μεταφύτευση του Φασουλή στην Ελλάδα, αλλά και τις Γερμανίδες και Ιταλίδες τραγουδίστριες και χορεύτριες και τους μουσικούς των «καφέ σαντάν». Στο Ληξιαρχείο της Αθήνας έχει καταγραφεί ο γάμος το 1903 ενός τριανταπεντάχρονου Ιταλού «θαυματοποιού».
Παράλληλα με τους εργάτες από τις γειτονικές χώρες, τους διεθνείς επαναστάτες και τις αρτίστες, η «μετανάστευση της ελίτ» συνέχιζε να πυκνώνει τις τάξεις των Ευρωπαίων της Αθήνας και στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Στην πρωτεύουσα εγκαταστάθηκαν αρχιτέκτονες όπως ο Ziller αλλά και λιγότερο διάσημοι συνάδελφοί του· μηχανικοί που στελέχωσαν τα εργοστάσια, μεταλλεία και ατμόπλοια της Ελλάδας· γιατροί, φαρμακοποιοί και χημικοί· καθηγητές στο Πανεπιστήμιο και στο Πολυτεχνείο· γεωπόνοι όπως ο Heldreich, διευθυντής του Βοτανικού κήπου του Πανεπιστημίου. Κάποιοι απ’ αυτούς ανέπτυξαν και σημαντικές επιχειρηματικές δραστηριότητες, όπως ο μεταλλειολόγος Grohmann. Ο πιο γνωστός, βέβαια, ξένος επιχειρηματίας που δραστηριοποιήθηκε στις μεταλλευτικές εργασίες ήταν ο Serpieri, ο οποίος αναβίωσε τα μεταλλεία του Λαυρίου.
Υπάρχει, τέλος, και μια ενδιάμεση κοινωνική κατηγορία, οι μαγαζάτορες και βιοτέχνες, συχνά επιτυχημένοι και εύποροι επαγγελματίες, που έφεραν στην ελληνική πρωτεύουσα καινοτομίες επιχειρηματικές και τεχνολογικές που αναπτύχθηκαν στις ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό είχε συμβεί κατεξοχήν στη δεκαετία του 1830: το πρώτο σύγχρονο ξενοδοχείο της πόλης ιδρύθηκε από έναν Ιταλό και μια Αυστριακή, ενώ Ιταλός ήταν κι ο ιδρυτής του καφενείου «Ωραία Ελλάς», επίκεντρου της αθηναϊκής ζωής μέχρι και τη δεκαετία του 1870. Δυτικοευρωπαίοι ήταν οι φραγκοράπτες και οι έμποροι υφασμάτων που ίδρυσαν μαγαζιά στη νέα πόλη, έξω από την περιοχή της παλιάς αγοράς (Ποταμιάνος 2011α). Τη δεκαετία του 1860 η έλευση Γάλλων κομμωτών στους οποίους μαθήτευσαν πολλοί Έλληνες συνέβαλε στην εκλέπτυνση της τέχνης του μπαρμπέρη και στη δημιουργία κομμωτηρίων (Ακρόπολις 25 Ιανουαρίου 1912). Στις αρχές του εικοστού αιώνα οι «νεωτερισμοί» στην ένδυση συνδέονταν συχνά με τη δυτικοευρωπαϊκή καταγωγή αυτού που τους εισήγαγε: στους εμπορικούς οδηγούς του Μακρίδη το 1899 και του Ιγγλέση το 1905 τα περισσότερα ξενικά ονόματα τα συναντά κανείς στα πιλοπωλεία και στις μοδίστρες. Ένα συνηθισμένο μοντέλο ήταν οι ευρωπαϊκής καταγωγής καταστηματάρχες να απευθύνονται σε καταναλωτές της ελίτ, με γούστο και καταναλωτικά πρότυπα διαμορφωμένα από την επαφή τους με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες· συχνά τέτοιοι καταστηματάρχες διαφήμιζαν ότι ήταν «προμηθευτές της βασιλικής αυλής», όπως το «γερμανικό αρτοποιείο» του Schick στη Σταδίου.
Η εικόνα που περιγράψαμε ως τώρα επιβεβαιώνεται σε μεγάλο βαθμό από ένα μικρό δείγμα 21 γάμων που καταγράφηκαν στα βιβλία γάμων του Ληξιαρχείου της Αθήνας το 1885-1888, στους οποίους ο γαμπρός ή η νύφη προέρχονταν από άλλες ευρωπαϊκές χώρες πλην των Βαλκανίων (Πίνακας 1). Κυριαρχούν οι Ιταλοί: σε κάποιο βαθμό αυτό θα οφείλεται και στη συγκυρία εκείνων των χρόνων (εργασία στα μεγάλα έργα), καθώς στα βιβλία γάμων των ετών 1902-1903 και 1911-1912 η εθνική ποικιλία είναι μεγαλύτερη και υπερισχύουν ελαφρά οι Γάλλοι (Γάλλοι καταγράφονται ιδίως και στον οδηγό του Ιγγλέση το 1910: Μπουρνόβα 2016, σ.88). Αξιοσημείωτο είναι ότι οι Ιταλοί προτιμούν να παντρεύονται με συμπατριώτισσές τους, ενώ οι υπόλοιποι ξένοι που παντρεύονται στην Αθήνα παντρεύτηκαν Ελληνίδες -και μάλιστα Αθηναίες ή από κοντινές περιοχές. Οι επιλογές αυτές μπορεί να υπαγορεύονται από υπολογισμούς για το μόνιμο ή μη της εγκατάστασής τους στη χώρα, ή να καθορίζονται από την ύπαρξη ή μη γυναικών ομοεθνών στην Ελλάδα· ίσως εδώ ρόλο παίζει για τους Ιταλούς και η εγγύτητα που καθιστά εύκολη την αναζήτηση νύφης στην πατρίδα. Όσο για τα επαγγέλματα των αντρών (δυστυχώς για τις γυναίκες δεν αναγράφεται επάγγελμα), επικρατέστερα είναι αυτά του μηχανικού και του ιδιωτικού υπάλληλου (πιθανότατα στο εμπόριο). Υπάρχουν ακόμα επιστήμονες, έμποροι και βιοτέχνες. Στο δείγμα μας υποεκπροσωπούνται οι εργάτες, διαπιστώσαμε όμως ότι αυτό συμβαίνει γενικότερα με τις δηλώσεις των γάμων στο Ληξιαρχείο.
Πίνακας 1: Δηλωθέντες γάμοι στο Ληξιαρχείο Αθηνών 1885-1888
Δεν διαθέτουμε ποσοτικά στοιχεία για τους αλλοδαπούς κατοίκους στο επίπεδο του δήμου Αθηναίων πριν την απογραφή του 1920, δηλαδή λίγο μετά το τέλος της περιόδου που εξετάζουμε (Πίνακας 2). Πάνω από δύο τρίτα των αλλοδαπών προέρχονται από την Τουρκία και τα Βαλκάνια, και το μεγαλύτερο μέρος τους ασφαλώς είναι ομογενείς, πρόσφυγες της πολεμικής δεκαετίας ή απλά εγκατεστημένοι στην Αθήνα προς αναζήτηση καλύτερης τύχης, πολλοί από αρκετά παλιότερα. Από το 30% όσων ήταν υπήκοοι μίας από τις άλλες χώρες της Ευρώπης, το ένα τρίτο ήταν Ιταλοί (ανάμεσά τους και Δωδεκανήσιοι). Υψηλό ήταν και το ποσοστό των Βρετανών υπηκόων, εκ των οποίων σίγουρα πολλοί ήταν Κύπριοι, καθώς και Μαλτέζοι. Το αρκετά υψηλό ποσοστό Ρώσων οφείλεται σίγουρα στη συγκυρία της Ρώσικης επανάστασης. Το παζλ των ξένων κατοίκων της πόλης συμπληρώνουν στις αδρές του γραμμές οι Γάλλοι, καθώς και οι Γερμανοί, Αυστριακοί και Ελβετοί. Οι συγκεκριμένες εθνότητες παρουσιάζουν ποσοστά 10-25% γεννημένων στην Ελλάδα, με την εξαίρεση των Ρώσων οι οποίοι είναι πρόσφατοι εμιγκρέδες σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό. Ενδιαφέρον, τέλος, έχει η σύνθεση των κοινοτήτων κατά φύλο: οι Γάλλοι, Γερμανοί, Αυστριακοί και Ελβετοί υπήκοοι είναι σε ποσοστά 55-63% γυναίκες, τη στιγμή που στο σύνολο του πληθυσμού της πόλης οι γυναίκες αποτελούν μόλις το 44%. Είναι πιθανό ότι εδώ καταγράφονται, περισσότερο από τις μοδίστρες και τις καπελούδες που είδαμε, πολλές εργαζόμενες σε γυναικεία επαγγέλματα λιγότερο εμφανή στις πηγές που χρησιμοποιήσαμε, όπως γκουβερνάντες, υπηρέτριες ή νοσοκόμες (καθώς και καλλιτέχνιδες). Οι Ιταλίδες βρίσκονται λίγο πιο πάνω από τον μέσο όρο και οι Βρετανίδες υπήκοοι λίγο πιο κάτω, ενώ η μικρή παρουσία γυναικών στη Ρωσική κοινότητα πρέπει επίσης σ’ έναν βαθμό να οφείλεται στα χαρακτηριστικά της μετανάστευσης κατά τον εμφύλιο πόλεμο στη Ρωσία.
Πίνακας 2: Αλλοδαποί στον δήμο Αθηναίων, 1920
Χάρτης 1: Κατανομή των αλλοδαπών Αθηναίων κατοίκων το 1920 ως πρoς την υπηκοότητα και το φύλο
Χάρτης 2: Κατανομή των αλλοδαπών Αθηναίων κατοίκων το 1920 ως προς την υπηκοότητα και τόπο γέννησης
Θα κλείσουμε παρουσιάζοντας τις διαδρομές μερικών από τους ανθρώπους στους οποίους αναφερθήκαμε σ’ αυτό το κείμενο. Προτιμήσαμε ορισμένους επιτυχημένους επαγγελματίες για τους οποίους διαθέτουμε κάποιες πληροφορίες, παραμένουν όμως πιο αφανείς από την εκκεντρική Δούκισσα της Πλακεντίας ή τον πρωτοπόρο βιομήχανο ζυθοποιίας Κάρολο Φιξ.
Ο επιπλοποιός Βαλεντίνος Στάγγεσερ (Steingässer, 1844-1917) γεννήθηκε στη Γερμανία· ασφαλώς ήταν συγγενής του Βαυαρού τεχνίτη Στάινγκάσερ που ήρθε στην Αθήνα με τον Όθωνα: άλλωστε ανέφερε ως έτος ίδρυσης του καταστήματός του το 1836. Το 1880 αγόρασε ένα ακίνητο κοντά στη Χρυσοσπηλιώτισσα, όπου και εγκατέστησε τόσο το εργαστήριο όσο και την κατοικία του. Απολάμβανε μεγάλο κύρος μεταξύ των ομοτέχνων του, εκλεγόμενος για 15 χρόνια συνεχώς στο διοικητικό συμβούλιο του σωματείου ξυλουργών και διατελώντας πρόεδρός του το 1893. Στο ΔΣ του σωματείου εκλέχτηκε αργότερα και ο γιος του Αντώνιος, που τον διαδέχτηκε στην επιχείρηση. Οι «Στάγγεσερ και Υιός» είχαν δημιουργήσει μια αξιόλογη επιχείρηση: διαφήμιζαν ότι ήταν οι «επιπλοποιοί της Βασιλίσσης και του Διαδόχου», και απασχολούσαν 20 εργάτες [2].
Μία άλλη δυναστεία επιπλοποιών που έφτασε τις τρεις τουλάχιστον γενιές στο επάγγελμα ήταν οι Ιταλοί Δενόγια. Ο γενάρχης Ραφαήλ μνημονεύεται ως «άριστος παλιός επιπλοποιός και ξυλογλύπτης» που «δίδαξε πολλές γενιές τεχνιτών», ανάμεσά τους και τον γιο και διάδοχο Αντώνιο, ο οποίος επιπλέον «τελειοποιήθηκε στη Ρώμη επί τριετίαν». Το 1899 το επιπλοποιείο «Ραφαήλ Δε Νόϊα και Υιών» βρισκόταν στη Σόλωνος· ο Αντώνιος το μετακίνησε στο Κολωνάκι, όπου ίδρυσε και ξυλουργείο -το οποίο μεταβίβασε στον γιο του Ραφαήλ τον μεσοπόλεμο. Ο Αντώνιος συνεργαζόταν για το ντύσιμο των επίπλων του με ύφασμα με τον Ροδόλφο Βάβεκ, γιο Βαυαρού ζυθοποιού που είχε έρθει επί Όθωνα, κάτοικο Κολωνακίου και παντρεμένο με Ελληνίδα. Ο Βάβεκ ήταν μάλλον ο πρώτος διακοσμητής στην Ελλάδα: αναλάμβανε «την επίπλωσιν και την διακόσμησιν ενός μεγάρου ολοκλήρου»· ο όρος που χρησιμοποιούσε για να περιγράψει τη δουλειά του ήταν «θαλαμοστολιστής» -έτσι τού μετέφρασε το «decorateur» κάποιος καθηγητής του Πανεπιστημίου [3].
Ο Ιταλός Φραγκίσκος Ρώσσης από την Μπολόνια ήταν ο πρώτος που «εσυστηματοποίησε την αμαξοποιία εν Ελλάδι», σύμφωνα με τις αναμνήσεις γηραιού το 1912 τεχνίτη. Σε μια πρώτη φάση εργάστηκε στο «αμαξοστάσιο» του Γερμανού Φέδερ, κάπου στα μέσα του 19ου αιώνα, και το 1861 ξεκίνησε τη δικιά του βιοτεχνία. Χάρη στην υποστήριξη του συμπατριώτη του Serpieri το αμαξοποιείο του Ρώσση στο Μεταξουργείο εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη επιχείρηση του κλάδου (60 εργάτες το 1912). Τον Φραγκίσκο τον διαδέχτηκαν το 1890 οι τρεις ανιψιοί του, άνθρωποι της τέχνης κι αυτοί: ο Ιωακείμ, ο Παύλος και ο Ραφαήλ, με επικεφαλής τον τελευταίο. Όταν ο Ραφαήλ παντρεύτηκε το 1888 μία Ιταλίδα (κατά πάσα πιθανότητα φέρνοντάς την από την Ιταλία, παρά γνωρίζοντάς την στην Αθήνα), είχε μάθει πια να γράφει ελληνικά [4].
Το όνομα Rossi είναι, βεβαίως, κοινό, οπότε συναντάμε διάφορους τεχνίτες με αυτό το όνομα: τον Λουδοβίκο Ρώσση που κέρδισε βραβείο στα Ολύμπια του 1875 για ένα τραπέζι που κατασκεύασε, [5] ή τον ξυλουργό Σπύρο Ρώσση που ήρθε στην Αθήνα από την Κέρκυρα τη δεκαετία του 1890 στα 20-25 του, παντρεύτηκε και δούλευε εργάτης σε ξυλουργεία [6].
Ο πιο γνωστός Ρώσσης στην Αθήνα του 1900, πάντως, ήταν ο Ραϋνόλδος: Ιταλός με ελληνίδα μητέρα και γαλλική υπηκοότητα, κατέφυγε στην Αθήνα τη δεκαετία του 1890, καταδιωκόμενος από τη γαλλική κυβέρνηση για την πολιτική του δραστηριότητα. Το 1896 ήταν ομιλητής σ’ ένα από τα συλλαλητήρια υπέρ της Κρητικής επανάστασης· θα διαπρέψει ως ριζοσπάστης ρήτορας στα χρόνια του κινήματος στο Γουδί, καλώντας το καλοκαίρι του 1910 σε «λαϊκή δικτατορία» -για να συλληφθεί από την αστυνομία. Θα συλληφθεί και το 1921, όταν αγορεύοντας στο Ζάππειο υπέρ του σοσιαλισμού κατέληξε με το «κάτω ο πόλεμος». Ο Ελευθέριος Σταυρίδης, πάντως, τον θυμάται ως «ανισόρροπο γέρο» που σύχναζε στα γραφεία του Ριζοσπάστη το 1923 και ισχυριζόταν ψευδώς ότι ήταν ανταποκριτής ξένων εφημερίδων. Πέτυχε μάλιστα να τον δεχτεί μ’ αυτή την ιδιότητα ο Πλαστήρας, ο οποίος ενδιαφερόταν ιδιαίτερα να δικαιολογήσει στο εξωτερικό την εκτέλεση των Έξι· έμεινε όμως ενεός όταν ο ξένος «δημοσιογράφος» προχώρησε πέρα από την επιδοκιμασία της εκτέλεσης των αντιβενιζελικών πολιτικών, για να του συστήσει να τουφεκίσει και τον Βενιζέλο (Σταυρίδης 1953:136).
[1] Γεωργίου Μαλτέζου, Το χρονικόν του Ηρακλείου Αττικής, Αθήνα 1970, σ.57-64 και 109-111.
[2] Αρχείο συντεχνίας επιπλοποιών: Πρακτικά ΔΣ 1890-1907 και 18 Ιουλίου 1917, φάκελος 1904 (αιτήσεις), Βιβλίο Μητρώου 1905-1912∙ Ιστορικό αρχείο Εθνικής Τράπεζας: Α 1 Σ 10 Υ 81 φάκελος 321∙ Αρχείο Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθήνας: Βιβλίο Μητρώου 1925∙ Γιώργος Παρμενίδης και Ευφροσύνη Ρούπα, Το αστικό έπιπλο στην Ελλάδα 1830-1940, Πανεπιστημιακές εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα 2003, σ.81, 176 και 189∙ Εμπρός 24 Νοεμβρίου 1908, Ακρόπολις 7 Φεβρουαρίου 1912.
[3] Αρχείο συντεχνίας επιπλοποιών: φάκελος 1904 (αιτήσεις), Βιβλίο Μητρώου 1905-1912∙ Παρμενίδης και Ρούπα, Το αστικό έπιπλο, ό.π., σ.81, 129, 265 και 377∙ Ακρόπολις 7 και 18 Φεβρουαρίου 1912.
[4] Ληξιαρχείο δήμου Αθηναίων, Βιβλίο γάμων 1888∙ Νέα Εφημερίς 2 Μαΐου 1890∙ Ακρόπολις 8-12 Μαρτίου 1912.
[5] Παρμενίδης και Ρούπα, Το αστικό έπιπλο, ό.π., σ.126.
[6] Αρχείο συντεχνίας επιπλοποιών: Λογοδοσία ΔΣ 1899-1900, φάκελος 1904 (αιτήσεις), Βιβλίο Μητρώου 1905-1912.
Αναφορά λήμματος
Ποταμιάνος, Ν. (2017) Η κοσμοπολίτικη Αθήνα: οι παροικίες Δυτικοευρωπαίων τον 19ο αιώνα, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/κοσμοπολίτικη-αθήνα/ , DOI: 10.17902/20971.79
Αναφορά Άτλαντα
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Βιβλιογραφία
- Belle H (1993) Ταξίδι στην Ελλάδα 1861-1874. Πυλαρινός Θ (επιμ.), Αθήνα: Κάτοπτρο.
- Seidl W (1984) Βαυαροί στην Ελλάδα. Αθήνα: Ελληνική Ευρωεκδοτική.
- Von Plȕskow W (2014) Ημερολόγιο. Available from: http://bussedocu.gr/ημερολογιο-πλυσκω/ (ημερομηνία πρόσβασης 11 Δεκέμβριος 2017).
- Αγριαντώνη Χ (1986) Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα. Αθήνα: Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος – Ιστορικό Αρχείο.
- Αμπού Έ (1854) Η Ελλάδα Του Οθωνος. Η Σύγχρονη Ελλάδα. Βουρνάς Τ (επιμ.), Αθήνα: Αφοί Τολίδη.
- Δημητρίου Μ (1985) Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα. Αθήνα: Πλέθρον.
- Καλλιβρετάκης Λ (1988) Η ζωή και ο θάνατος του Γουσταύου Φλουράνς. Βουγιούκα Α (επιμ.), Αθήνα: ΜΙΕΤ.
- Λυτ Χ (1991) Στην Αθήνα του 1847-1848. Αθήνα: Ερμής.
- Μαλτέζος Γ (1970) Το χρονικόν του Ηρακλείου Αττικής. Αθήνα: Ανατολής.
- Μπουρνόβα Ε (2016) Οι κάτοικοι των Αθηνών, 1900-1960. Δημογραφία. Αθήνα: Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης. Available from: http://ebooks.epublishing.ekt.gr/index.php/econ/catalog/view/4/10/110-1.
- Παπαδιαμάντης Α (1985) Άπαντα. Τόμος Τέταρτος. Τριανταφυλλόπουλος Ν (επιμ.), Αθήνα: Δόμος.
- Παπαστεφανάκη Λ (2017) Η φλέβα της γης. Τα μεταλλεία της Ελλάδας, 19ος-20ός αιώνας. Αθήνα: Βιβλιόραμα.
- Παρμενίδης Γ και Ρούπα Ε (2003) Το αστικό έπιπλο στην Ελλάδα 1830-1940. Αθήνα: Πανεπιστημιακές εκδόσεις ΕΜΠ.
- Παρσάνογλου Δ (2007) Η μεταναστευτική κινητικότητα στον ελληνικό ιστορικο-κοινωνικό σχηματισμό. Στο: Ζώρας Κ και Μπαντιμαρούδης Φ (επιμ.), Η μεταναστευτική κινητικότητα στον ελληνικό ιστορικο-κοινωνικό σχηματισμό, Αθήνα, Κομοτηνή: Σάκκουλα, σσ 137–157.
- Ποταμιάνος Ν (2011 a) Η παραδοσιακή μικροαστική τάξη της Αθήνας. Βιοτέχνες και μαγαζάτορες 1880-1925. Πανεπιστήμιο Κρήτης. Available from: https://elocus.lib.uoc.gr/dlib/6/f/8/metadata-dlib-1330425501-380121-25886.tkl#.
- Ποταμιάνος Ν (2011 b) ‘Ντόπιο πράμα!’ Το αίτημα εθνικής προτίμησης και οι στρατηγικές ελέγχου της αγοράς εργασίας από τις εργατικές συλλογικότητες: Αθήνα και Πειραιάς 1890 – 1922. Τα Ιστορικά, Αθήνα 55: 283–322.
- Σταυρίδης Ε (1953) Τα παρασκήνια του ΚΚΕ από της ιδρύσεώς του μέχρι του συμμοριτοπολέμου. Αθήνα.
- Χατζηιωάννου ΜΧ (1985) 1848: Ο ελληνικός χώρος δέχεται τους Ιταλούς δημοκρατικούς. Στο: Ο Garibaldi και ο ιταλικός φιλελληνισμός τον 19ο αιώνα, Αθήνα, σσ 42–51.
- Χατζηιωάννου ΜΧ (1991) Η τύχη των πρώτων Ιταλών μεταξουργών στο ελληνικό κράτος. Μνήμων 13: 121–138. Available from: http://hdl.handle.net/10442/8492.
- Chatzijoannou MC (1986) La presenza degli Italiani nella Grecia indipendente. In: Risorgimento Greco e filelenismo Italiano, Roma: Del Sole, pp. 137–143.
- Hobhouse JC (1817) A Journey through Albania and other provinces of Turkey in Europe and Asia, to Constantinople, during the years 1809 and 1810. Philadelphia: M. Carey.