Ο δρόμος ως λογοτεχνικός χαρακτήρας στο αφήγημα της πόλης: η Βασιλίσσης Σοφίας
2019 | Ιαν
Ο δρόμος ως πρωταγωνιστής στο αφήγημα της πόλης
Στη φιλολογία της ελληνικής λογοτεχνίας υπάρχουν εκατοντάδες αναφορές για την πόλη της Αθήνας ως το σκηνικό εκείνο μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται η αφήγηση ενώ, τα τελευταία ιδίως χρόνια, πληθαίνουν οι αναφορές μιας πολυποίκιλης και σε μεγάλο βαθμό ισότιμης συμμετοχής της ως αυθύπαρκτου πλέον «φορέα δράσης» μέσα στο πλήθος των χαρακτήρων του αφηγήματος.
Θα μπορούσε ωστόσο η ίδια η πόλη να αναγνωστεί ως ένα μυθιστόρημα στην αφηγηματική διαδικασία του οποίου αφηγητής δεν είναι απλώς ένα υποκείμενο ως «φυσικό πρόσωπο» ή ένας παντογνώστης αφηγητής, αλλά οι ίδιοι οι δρόμοι της. Και αυτό γιατί η αφήγηση του δρόμου συνθέτει την πλοκή της πόλης και συναρθρώνει πλευρές από την ιδεολογία της με τον ίδιο τρόπο που ο χαρακτήρας εκφέρει τα ιδεολογικά διακυβεύματα του μυθιστορήματος, δίνοντας τη δική του «μάχη» για την επικράτησή τους, μέσω της δικής του επικράτησης (Δοξιάδης, 1988). Πρόκειται για τον δρόμο ως χαρακτήρα στο αφήγημα της πόλης.
Υπάρχουν δρόμοι ύποπτοι, σκοτεινοί, απόκοσμοι, δρόμοι φαντασμαγορικοί και θορυβώδεις, δρόμοι γιορτινοί και εμπορικοί, δρόμοι διαφυγής, συνάντησης και περιπάτου. Πάνω σε όλους αυτούς συμπυκνώνονται οι μεταβολές και οι διακυμάνσεις ανάμεσα στο δημόσιο και στο ιδιωτικό, στο χώρο και στο χρόνο καθώς και οι εφήμερες και μεταβατικές τάξεις που φορτίζουν τις ετερότητες. Στο δρόμο τελείται το τυχαίο, το συγκυριακό, εδώ και οι κανονικότητες. Είναι ο αφηγητής της ασυνέχειας στο αφήγημα της πόλης αλλά και το κατεξοχήν πεδίο συγκρότησης της αστικής (urban) εμπειρίας. Εδώ τελούνται οι πρακτικές του χώρου που ξεφεύγουν από τον ορίζοντα του ορατού, όλα αυτά τα δίκτυα αλληλοδιαπλοκής που διαφεύγουν από την αναγνωσιμότητα, ιχνογραφώντας μέσα από μια μυθική εμπειρία του χώρου μια «σκοτεινή και τυφλή κινητικότητα της κατοικημένης πόλης» (Μισέλ ντε Σερτώ, 2010: 247). Ο δρόμος αναγγέλλει: προγνωστικά τι θα συμβεί, αναμνηστικά τι έχει συμβεί και διαγνωστικά τι είναι σε εξέλιξη.
Σε αυτό το μεγάλο και φιλόδοξο μυθιστόρημα της πόλης, ενώ όλοι οι δρόμοι θα μπορούσαν να αφηγηθούν τις πλευρές και τις συνάψεις της, δεν θα μπορούσαν να είναι όλοι με τον ίδιο τρόπο πρωταγωνιστές. Γιατί στον λαβύρινθο της αστικής μετανεωτερικής εμπειρίας οι δρόμοι δεν «είναι» αλλά, ως φορείς δράσης, «πράττουν». Λειτουργούν δηλαδή με τέτοιο τρόπο ώστε θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι το ρόλο που έχει το υποκείμενο/χαρακτήρας στην αφήγηση τον ίδιο ακριβώς έχει ο δρόμος στην πόλη. Τόσο το υποκείμενο όσο και ο δρόμος είναι φορείς των δράσεων και συνθετικοί παράγοντες της πλοκής και της πόλης αντίστοιχα.
Θα επιλέξουμε, όχι τυχαία, τον δρόμο της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας (στο εξής: Β. Σοφίας), για να δείξουμε πως ο λόγος της πόλης μπορεί αναγνωστεί με έναν τέτοιο τρόπο ώστε το πράττειν των δρόμων ως χαρακτήρες συνίσταται στην ανάδειξή τους αφενός ως τους πλέον θεμελιώδεις πυκνωτές της αστικής εμπειρίας, αφετέρου ως φορείς απόδοσης του νοήματος μέσω της ροής των εναλλασσόμενων ταυτοτήτων της πόλης των οποίων αποτελούν αδιάκοπες μήτρες παραγωγής. Όπως όμως οι χαρακτήρες είναι φορείς διαφορετικών δράσεων, έτσι και οι δρόμοι δεν εγγράφουν με τον ίδιο τρόπο τα χνάρια της εμπειρίας της πόλης. Κανένας δρόμος δεν μιλάει την ίδια γλώσσα. Εκκινώντας από τα παραπάνω ρητορικά σχήματα θα θεωρήσουμε ότι ο κοινά και καθημερινά αποδεκτός χαρακτηρισμός του δρόμου της οδού Β. Σοφίας ως «αρτηρίας» της πόλης, και μάλιστα κεντρικής, είναι μια θεμελιώδης μεταφορά, η οποία καταδεικνύει έναν ζωτικής σημασίας εννοιολογικό επικαθορισμό για την ταυτότητα της Αθήνας (Τουρνικιώτης, 2000) (Εικόνα 1).
Εικόνα 1: Η Βασιλίσσης Σοφίας ως αρτηρία στο σώμα της πόλης. Λήψη από το ξενοδοχείο Χίλτον προς τους Αμπελοκήπους
Τι είναι άλλωστε η ίδια η αρτηρία παρά ένα μεγάλο αγγείο το οποίο μεταφέρει αίμα από την καρδιά στα υπόλοιπα ζωτικά όργανα. Μήπως η πόλη δεν είναι ένας ζωντανός οργανισμός του οποίου η ζωή καθορίζεται από τις αρτηρίες του; Ωστόσο για να είναι μια σχέση μεταφορική πρέπει πρώτα να είναι μετωνυμική (Δοξιάδης, 2008). Και ο δρόμος της Β. Σοφίας είναι μια θεμελιώδης μετωνυμία της Αθήνας. Όχι μόνο γιατί η μετωνυμία είναι μια γνωσιακή διαδικασία στην οποία μια έννοια παρέχει νοητική πρόσβαση σε μια άλλη έννοια (Βελούδης, 2005), ούτε γιατί απλά πρόκειται για τη σχέση του μέρους με το όλο, η οποία είναι και η χαρακτηριστικότερη εκδοχή της μετωνυμίας καταγράφοντας ταυτόχρονα και τη χωρική σχέση του «ανήκειν», αλλά και γιατί τα τοπόσημά της συνθέτουν πολλαπλά τμήματα στη συνταγματική άλυσο του αφηγήματος της πόλης. Όπως λοιπόν άνθρωπος σημαίνει λόγος και σκορπιός δηλητήριο, έτσι και Β. Σοφίας σημαίνει Αθήνα.
Η χωροχρονική τριλογία της Βασιλίσσης Σοφίας
Ιχνογραφώντας τον δρόμο της Β. Σοφίας διαπιστώνουμε ότι οι δύο μεγάλες «γωνίες της» άτυπα τη χωρίζουν σε τρία «φυσικά» τμήματα, κάνοντας εκεί τις στροφές του δρόμου να δείχνουν ότι είναι ταυτόχρονα και στροφές στο χρόνο.
Χάρτης 1: Η λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας
Με κατεύθυνση από την Πλατεία Συντάγματος προς τους Αμπελοκήπους, το πρώτο και πιο επιβλητικό τμήμα περιλαμβάνει την έκταση από το κτίριο της Βουλής των Ελλήνων, τα παλιά Ανάκτορα, μέχρι την διασταύρωση των οδών Ηροδότου και Ρηγίλλης. Μέχρι εκεί ο Εθνικός Κήπος, όλα σχεδόν τα εναπομείναντα νεοκλασικά [1] οικοδομήματα, περίλαμπρες και επιβλητικές οικίες των πιο εύπορων στρωμάτων του τέλους του 19ου και αρχών του 20ου αιώνα, αλλά και πολυτελείς κατοικίες στη θέση εκείνων που κατεδαφίστηκαν μεταπολεμικά, έργα γνωστών και διάσημων αρχιτεκτόνων, καθιστούν τη Β. Σοφίας το πιο αριστοκρατικό βουλεβάρτο και ταυτόχρονα τόπο/σύμβολο αστικής ευημερίας, εξακολουθώντας μέχρι και σήμερα να αποτελεί τη βιτρίνα της Αθήνας. Πιο συγκεκριμένα η οικία Νικόλαου Ψύχα (1885, Β. Σοφίας 3, Ερνέστος Τσίλλερ) [2], όπου στεγάζεται η Αιγυπτιακή Πρεσβεία, το Μέγαρο Καυτατζόγλου (1900, Β. Σοφίας 4, Ε.Τσίλλερ), όπου σήμερα στεγάζονται γραφεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το Μέγαρο Ανδρέα Συγγρού(1873, Β. Σοφίας 5, Ε. Τσίλλερ) όπου στεγάζεται το Υπουργείο Εξωτερικών, το Μέγαρο Μέρλιν (1895, Β. Σοφίας 7, Αναστάσιος Μεταξάς), όπου στεγάζεται η Γαλλική Πρεσβεία, η πολυκατοικία Γ. Κουρμπάνη και Χ. Ευελπίδη (1932, Β.Σοφίας 6-8, Δημήτρης Φωτιάδης), η οικία Ρέντη (1920, Β. Σοφίας 9, Βασίλης Τσαγρής) όπου σήμερα στεγάζεται το Ίδρυμα Θεοχαράκη, η οικία Στέφανου Ψύχα( 1875, Β. Σοφίας και Σέκερη 2, Ε. Τσίλλερ), η οικία Χαροκόπου ή Εμμανουήλ Μπενάκη (1860, Β. Σοφίας και Κουμπάρη 1, Αν. Μεταξάς), όπου στεγάζεται το ομώνυμο μουσείο, η «λευκή κατοικία Καλλιγά» (1954, Β. Σοφίας 25, Κωνσταντίνος Καψαμπέλης), μια πολυτελής πολυκατοικία του Μεσοπολέμου του Κ. Κιτσίκη που προωθεί μια σύνθεση κλασικιστικών στοιχείων με μοντέρνα (1938, Β. Σοφίας 29). Το πρώτο τμήμα θα καταλήξει από δεξιά στο Μέγαρο Σταθάτου (1895, Β. Σοφίας 31 και Ηροδότου, Ε.Τσίλλερ), εκεί όπου στεγάζεται το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης και από αριστερά, ακριβώς απέναντι, στο Σαρόγλειο Μέγαρο, όπου στεγάζεται η Λέσχη Αξιωματικών (1930, Β. Σοφίας και Ρηγίλλης 1, Αλ. Νικολούδης) [3]. (φωτ. 2-14).
Χάρτης 2: Το πρώτο τμήμα της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας
Εικόνες 2-14:
Το δεύτερο τμήμα, και αφού ο δρόμος αφήσει πίσω του το Μέγαρο Ιλίσια (1848, Β. Σοφίας 22, Σταμάτης Κλεάνθης) όπου στεγάζεται το Βυζαντινό Μουσείο, έπειτα το Πολεμικό Μουσείο (1975, Ριζάρη 2, Θουκυδίδης Βαλεντής) και το νοσοκομείο του Ευαγγελισμού, θα καταλήξει σε δύο εξίσου σημαντικά τοπόσημα. Στο γλυπτό Δρομέας του Κώστα Βαρώτσου που βρίσκεται στο κέντρο του δρόμου, επάνω στην πλατεία Μεγάλης του Γένους Σχολής και δεξιά από αυτό, απέναντι από την «κόκκινη πολυκατοικία» (1927, Β. Σοφίας 55, Κωνσταντίνος Κιτσίκης), ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά κτίρια του μοντερνισμού, όχι μόνο σύμβολο κοινωνικής ευμάρειας αλλά και εμπλοκής του τόπου στο δίκτυο του διεθνούς τουρισμού, το ξενοδοχείο Χίλτον (Τουρνικίωτης, 2000). Το έργο ολοκληρώθηκε το 1963 από τους Εμμ. Βουρέκα, Πρ. Βασιλειάδη και Σπ. Στάϊκο, με τις ανάγλυφες πινελιές του Μόραλη πάνω από την κύρια είσοδο να αναζητούν την ελληνικότητα ως απάντηση στον επιβλητικό όγκο της υπερπόντιας δύναμης που την εποχή εκείνη ήταν στο ζενίθ της ισχύος της (Φιλιππίδης, 2000) (φωτ. 15-18).
Χάρτης 3: Το δεύτερο τμήμα της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας
Εικόνες 15-18:
Το τρίτο τμήμα του δρόμου στο οποίο δεσπόζει σαφώς η μοντερνίζουσα αισθητική αρχίζει από εκεί που τελειώνει το Χίλτον. Μετά το Νοσηλευτικό Ίδρυμα του Μετοχικού Ταμείου Στρατού (Ν.Ι.Μ.Τ.Σ), με εξαίρεση την οικία Αντωνόπουλου (1934, Β. Σοφίας 88, Γεώργιος Κοντολέων) – με την πρωτοτυπία του αρχιτέκτονα η όψη να κοιτάζει στην Ακρόπολη και όχι στον δρόμο- και τα τέσσερα νοσοκομεία (Αιγινήτειο, Αρεταίειο, Αλεξάνδρα και Ιπποκράτειο), τον δρόμο κοσμούν μεταπολεμικές πολυκατοικίες και κτίρια και πάλι γνωστών αρχιτεκτόνων όπως του Νίκου Βαλσαμάκη και του Παναγιώτη Μιχελή (φωτ.19-26).
Στο τμήμα αυτό βρίσκουμε το Μέγαρο Μουσικής (1991, Β. Σοφίας 89, Βουρέκας-Σκρουμπέλος) και την Αμερικάνικη Πρεσβεία (1960, Β. Σοφίας 91), έργο του διάσημου Walter Gropius, από τα πιο επώνυμα αρχιτεκτονικά έργα και από τα πιο ισχυρά τοπόσημα της Αθήνας (φωτ. 27-28).
Χάρτης 4: Το τρίτο τμήμα της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας
Ο μοναδικός θύλακας ψυχαγωγίας, σε ολόκληρη τη Β. Σοφίας βρίσκεται, όχι τυχαία, εδώ. Πρόκειται για την πλατεία Μαβίλη με διάφορα εστιατόρια, μπαρ, καφέ και ζαχαροπλαστεία. Και βέβαια το πασίγνωστο μπαρ Λώρας που μεσουρανούσε από το 1967 και για σχεδόν για τέσσερις δεκαετίες (φωτ. 29-30).
Το πιο νεωτερικό τμήμα του δρόμου, θα ολοκληρωθεί με ξεκάθαρα συμβολικό τρόπο στους Πύργους των Αθηνών(Β. Σοφίας και Μεσογείων 2, 1971,Βικέλας), στην πρώτη προσπάθεια ανέγερσης ουρανοξύστη στην Ελλάδα (φωτ.31-32).
Ολόκληρος ο δρόμος της Β. Σοφίας δείχνει λοιπόν να μοιάζει με μια φανταστική Μπιενάλε αρχιτεκτονικής η οποία καλύπτει αρχιτεκτονικά έργα διάρκειας πέραν του ενός αιώνα. Πρόκειται για έργα τα οποία σε μια χωροχρονική γραμμικότητα έχουν καθορίσει και συγκροτήσει όχι μόνο την εικαστική ταυτότητα του αστικού ιστού της Αθήνας αλλά και επί μέρους ιδεολογικές ταυτότητες, η έκταση και η φήμη των οποίων τον ξεπερνούν αναπόφευκτα αλλά και επιτακτικά.
Εικόνες 19-32:
Η ρητορική της εξουσίας του πρωτοπρόσωπου αφηγητή της πόλης
Από την παραπάνω περιγραφή μπορούμε να συνάγουμε πως ο δρόμος της λεωφόρου Β. Σοφίας, μέσα από το βασίλειο των όψεων των κτιρίων, συγκροτεί εξαιρετικά σημαντικές πλευρές της αθηναϊκής αστικής ταυτότητας, ίσως τις πλευρές εκείνες που έχουν καθορίσει την ταυτότητα αυτή αρχετυπικά. Πέρα όμως από αυτή την παντοκρατορία των σημαινόντων, η Β. Σοφίας είναι και ένα σύνολο τόπων και μάλιστα «διακεκριμένων». Ένας ιδιαίτερος τύπος «διακεκριμένου» χώρου είναι ο «παραδειγματικός» τόπος. Πρόκειται για τόπους μοναδικούς που κατέχουν μια εξέχουσα θέση στην κοινωνική μνήμη, υποστασιοποιούν τη συλλογική ιστορική εμπειρία και συγκροτούν κοινές εννοιολογικές προσλαμβάνουσες (Τζανάκης-Σαβάκης, 2003). Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το πρώτο τμήμα της χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα διάφορα τοπόσημα που αναφέρθηκαν δεν συμμετέχουν και αυτά στην υποστασιοποίηση της συλλογικής αστικής εμπειρίας, όπως για παράδειγμα η Αμερικάνικη Πρεσβεία και οι δύο Πύργοι των Αθηνών. Ο ιδεολογικός χαρακτήρας της Β. Σοφίας, τουλάχιστον μέχρι το Μέγαρο Σταθάτου και τη Λέσχη Αξιωματικών, είναι ολωσδιόλου πρόδηλος. Η εγγεγραμμένη στην αστική συλλογική συνείδηση επιθυμία «να ήταν όλη η Αθήνα έτσι» και η διαρκής ανάσυρση μιας «απογοήτευσης» για μια Αθήνα που χάθηκε «στην αντιπαροχή και στο τσιμέντο», έχει εν πολλοίς την αφετηρία της στα εμβληματοποιημένα θραύσματα του παρελθόντος στις αρχές του δρόμου, με το ανάλογο πρόσημο που κρύβεται πίσω από μια υφέρπουσα ιδεολογικοποίηση της νοσταλγίας, αγνοώντας τις συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες της ελληνικής κοινωνίας από τις αρχές του 20ου αιώνα και μετά (Φιλιππίδης, 2000). Η νοσταλγία αυτή πιθανώς να μεταφράζεται σε μια νοσταλγία και αναζήτηση για μια καθαρότητα και αυθεντικότητα της μορφής, εύκολα αναγνώσιμη και αναγνωρίσιμη σε αντιδιαστολή με την αμηχανία μπροστά στο διάχυτο μητροπολιτικό κατακερματισμό. Με αυτήν όμως την έννοια η νοσταλγία μεταφράζεται και σε μια διάθεση για την κατανάλωση του παρελθόντος μέσα από σχήματα που υπάγονται στις παραπάνω ρητορικές.
Στο μυθιστόρημα της πόλης, η Β. Σοφίας, ως χαρακτήρας του αφηγήματος εμφανίζεται ενοποιημένος σε ένα και μόνο «πρόσωπο» ως «ήρωας-αφηγητής-συγγραφέας» (Genette, 2007: 325). Ο χαρακτήρας «με όνομα» γράφει την ιστορία της πόλης, πρωταγωνιστεί σε κάθε σκηνή και με την συσσωρευμένη ιστορική ένταση αλλά και «έπαρση» αφηγείται με πομπώδη και αυτοαναφορικό τρόπο την ίδια την ιστορία της που είναι τελικά η ιστορία του κέντρου της πόλης [4]. Μέσα από ένα σύστημα ρητορικών τροπισμών θα σχηματιστεί το πιο πλούσιο ρεπερτόριο εμβληματικών παραστάσεων. Ο δρόμος θα ξεκινήσει «δικαίως» από ένα επιβλητικό τοπόσημο με τη δική του συμβολή στην ιστορία της Αθήνας, το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία για να καταλήξει στο τρίστρατο Β. Σοφίας, Λ. Αλεξάνδρας και Κηφισίας (φωτ.33-34).
Εικόνες 33-34:
Ένας από τους τέσσερις αλληλοσυνδεόμενους άξονες τους οποίους προτείνει ο Κύρκος Δοξιάδης για την ανάλυση λόγου στο έργο του με τίτλο «Ανάλυση Λόγου. Κοινωνικο-φιλοσοφική θεμελίωση», είναι ο άξονας των εννοιών, ο οποίος αφορά τους τρόπους εμπλοκής του αφηγηματικού υποκειμένου στην αφήγηση [5]. Εδώ, ο συγγραφέας δίνει ως παράδειγμα την έννοια της χρονικότητας, κάτι που εν προκειμένω ταιριάζει απόλυτα στην περίπτωση της Β. Σοφίας ως χαρακτήρα στο αφήγημα της πόλης. Σημειώνει χαρακτηριστικά: «Αναφέρομαι κυρίως σε περιπτώσεις όπου οι ίδιοι οι χαρακτήρες αφηγούνται περιστατικά που έχουν ήδη συμβεί, κατά τρόπο ώστε αυτή η αφήγηση να συγκροτεί σημαντικό μέρος της ίδιας της πλοκής» (Δοξιάδης, 2008: 176). Δεν αφηγείται άραγε ο δρόμος της Β. Σοφίας τα περιστατικά εκείνα που συγκροτούν σημαντικό μέρος του αφηγήματος της πόλης σε τέτοιο βαθμό ώστε ο ίδιος ο δρόμος να «καταπίνει» οποιοδήποτε υποκείμενο κινείται εντός του αφού υπερφαλαγγίζει τις υποκειμενικές τελέσεις στο όνομα της πλήρους υποστασιοποίησής του ως αυθύπαρκτης οντότητας; Γιατί θαρρεί κανείς πως στον δρόμο αυτό της διαρκούς ροής δεν χωράνε πρόσωπα, δεν υπάρχουν υποκείμενα παρά μόνο τοπόσημα και στιγμιαία σημεία συνάντησης. Η υποστασιοποίηση αυτή θυμίζει την εικόνα για την πόλη έτσι όπως αποτυπώνεται στη Μενεξεδένια Πολιτεία του Άγγελου Τερζάκη. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι ο συγγραφέας, θέλοντας να δείξει τη χαώδη μορφή που έχει αρχίζει να παίρνει η πόλη προπολεμικά, θα χρησιμοποιήσει για να την περιγράψει τη λέξη «αρτηρία» [6].
Αν το κύριο χαρακτηριστικό του πλάνητα είναι η ικανότητά του να χάνεται στην πόλη, στο δρόμο της Β. Σοφίας είναι αδύνατη η ύπαρξη μιας τέτοιας υποκειμενικότητας (Σταυρίδης, 2007). Στο βαθμό που ο πλάνητας οφείλει να μην εξοικειώνεται και να επανεγγράφει διαρκώς την πόλη συνθέτοντας σαν σε μοντάζ τα στοιχεία της για να αναδιατάξει το νόημα, στο δρόμο αυτό της απόλυτης εξοικείωσης, της έλλειψης των κατωφλιών και των παγιωμένων τελέσεων, κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Καμία ασυνέχεια που θα αναστρέψει το νόημα, καμία στοά που θα γίνει τόπος μετάβασης έξω από τη ρουτίνα και την πλήξη, κανένα πέρασμα στο ανοίκειο και στο έτερο (Σταυρίδης, 1999). Στο δρόμο της Β. Σοφίας δεν είναι δυνατό να «χαθείς», δεν μπορείς να καταδικάσεις κανένα τμήμα της στην αφάνεια ή στην αδράνεια για να συνθέσεις άλλα «αθέμιτα χωρικά γυρίσματα» [7] Μισέλ ντε Σερτώ, 2010: 256). Αν το περπάτημα μπορεί να βρει έναν πρώτο ορισμό ως χώρος εκφώνησης (Μισέλ ντε Σερτώ, 2010), η ρητορική του βαδίσματος εδώ θα παραμείνει όχι απλά απούσα αλλά άφωνη. Όσο και αν τα υποκείμενα είναι πρόθυμα για ματιές στην ανοικείωση και στην ανεύρεση κατωφλιών, ο δρόμος είναι αποτρεπτικός για μια τυχαία περιπλάνηση που θα δώσει άλλο νόημα τόσο στα κατώφλια όσο και στα υποκείμενα κάθε φορά που θα τα διαβούν. Γιατί το κατώφλι είναι η χωρική μετωνυμία της ασυνέχειας. Μόνο στο τέλος του δρόμου, στους δύο ουρανοξύστες θα βρεθεί ένα μοναδικό κατώφλι, μια ασυνέχεια που πράγματι διαρρηγνύει τον τόπο και τον χρόνο. Πίσω ακριβώς από τους δύο ουρανοξύστες παραμένουν ακόμα κάποια θραύσματα πιο πρόσφατου παρελθόντος από εκείνον στις αρχές της Β. Σοφίας, διαφορετικά αυτή τη φορά απομεινάρια από χαμηλά προσφυγικά σπίτια καθώς και χαλάσματα από άλλα εγκαταλελειμμένα, σε μια γειτονιά που σε τίποτε δεν θυμίζει το άρωμα από το μητροπολιτικό δέος των δύο επιβλητικών κτιρίων που βρίσκονται μόλις εκατό μέτρα κοντά. Διασχίζοντας το κατώφλι ανάμεσα στα δύο ψηλά κτίρια βρίσκεται κανείς ξαφνικά από τη φαντασμαγορία της λεωφόρου σε έναν παρελθόντα χρόνο και τόπο που θυμίζει ξεχασμένες συνοικίες άλλων εποχών (φωτ. 35-39).
Εικόνες 35-39:
Από τη στιγμή που η ιδεολογία «είναι ένας τρόπος άσκησης της εξουσίας μέσα στο λόγο και δια μέσου του λόγου» (Δοξιάδης, 1988: 37) η εξουσία που ασκείται από τον λόγο του χαρακτήρα της Β. Σοφίας στο λόγο της πόλης, μέσα από μια ιδεολογική «μάχη αποφάνσεων» για την-ιδεολογική-επικράτηση, είναι ευδιάκριτη. Η Β. Σοφίας ως το κυρίαρχο και κεντρικό υποκείμενο της πόλης [8] αρθρώνει ένα λόγο αφοπλιστικό εγκαθιδρύοντας όχι μόνο ένα τοπικό καθεστώς της αλήθειας, όπως συμβαίνει στις μυθοπλαστικές αφηγήσεις, αλλά ένα υπερτοπικό. Η ιδεολογική ταυτότητα των τοπόσημων που συνθέτουν το λόγο του δρόμου, ιδίως στο πρώτο και στο δεύτερο τμήμα της, υπερφαλαγγίζει την τοπικότητα του δρόμου και τα όριά του. Για το λόγο αυτό η Β. Σοφίας δεν είναι ένας αυστηρά οριοθετημένος δρόμος, αλλά ένας χώρος τα όρια του οποίου επεκτείνονται μέχρι εκεί που επεκτείνεται η υφική ένταση της ιδεολογικής του υπόστασης. Πρόκειται δηλαδή για μια υφολογική επικράτεια [9]: από το Κολωνάκι μέχρι την περιοχή πλησίον των οδών Ρηγίλλης και Ηρώδου Αττικού, περιοχές πολύ υψηλών κοινωνικών στρωμάτων αλλά και τοποθεσίες των πλέον θεσμοθετημένων συμβόλων εξουσίας: το Πρωθυπουργικό Μέγαρο (Μέγαρο Μαξίμου) και το Προεδρικό Μέγαρο (Νέα Ανάκτορα).
Ο δρόμος της Β. Σοφίας είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα για τη σχέση της ιδεολογίας με την εξουσία στο πεδίο του αστικού λόγου, καθώς και για την αφηγηματική δυναμική του δρόμου στη μετωνυμική του σχέση με την πόλη. Ο δρόμος ως πυκνωτής και καθρέφτης μιας τάξης και μιας ταξινομίας είναι «καθαρός» από θύλακες «αταξίας» και καταστάσεις «εξαίρεσης» (Σταυρίδης: 2010). Δεν έχει αστέγους, δεν έχει σημεία συγκέντρωσης μεταναστών, εγκαταλελειμμένα και κατειλημμένα κτίρια, όπως έχουν για παράδειγμα η «φυσική συνέχειά» της, η Πανεπιστημίου και η επόμενη «συνέχειά» της, η θρυλική Πατησίων. Δεν είναι τυχαίο πως ο μοναδικός κινηματογράφος, ως σημείο «υποχρεωτικής συνάντησης» (Μεταξάς, 1997: 180) βρίσκεται ακριβώς στο τέλος του δρόμου. Δύο σημεία έντασης τα οποία θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «τόποι συγχρωτισμού» είναι οι δύο σταθμοί του μετρό: ο σταθμός του Μεγάρου Μουσικής και του Ευαγγελισμού. Και εδώ όμως η ένταση διοχετεύεται κυρίως κάτω από το έδαφος. Μοιάζει λοιπόν σαν να μη δέχεται ο δρόμος αυτός την ένταση του πλήθους και να την απωθεί στο εσωτερικό των κτιρίων της για χάρη της εικόνας η οποία πρέπει πάση θυσία να παραμείνει λαμπερή και να προφυλαχθεί. Αν η μεταμοντέρνα συνθήκη επιβάλλει τη διάσωση του μη-απεικονίσιμου, το «γλωσσικό παιχνίδι» εδώ επιβάλλεται να είναι ορατό και εύληπτο σε τέτοιο βαθμό ώστε παύει πια να είναι «παιχνίδι» παραμένοντας έτσι καθομιλούμενο. Από εδώ ο νεωτερικός της χαρακτήρας. Στο δρόμο αυτό δεν χωρά η αβεβαιότητα, αλλά η συνθήκη της κανονικότητας. Από εδώ και η ηγεμονία της. Η Β. Σοφίας δεν είναι απλώς ένας δρόμος, αλλά ένα σύνολο τόπων που συνθέτουν ένα αυτόνομα δυναμικό ιδεολογικό περίγραμμα με τη δική του εξουσιαστική δομή και γλώσσα. Ο δρόμος αυτός είναι γένος, αλλά δεν έχει είδος, γι’ αυτό και εγγράφεται στην τάξη της ετερότητας, μιας και στη μετωνυμία η διαφορά είναι εξαρχής δεδομένη. Και παρά το γεγονός ότι η εξουσία του ως προς το αφηγηματικό καθεστώς δεν πηγάζει από μια παντογνωσία, εντούτοις αναδύεται μέσα από το παράδοξο που συγκροτείται από τη θεμελιώδη μετωνυμία που αναφέρθηκε και που συνίσταται στο ότι καθώς ο δρόμος αυτοβιογραφείται, «μιλά» δηλαδή για τον εαυτό του, η εστίαση είναι η πόλη, ενώ όταν προσπαθεί να αφηγηθεί για την πόλη η εστίαση αφορά στον εαυτό του.
Τελικά δεν υπάρχει ως προς την αισθητικοποίηση της εξουσίας καμία διαφορά για τον χαρακτήρα της υφικής έντασης που υποβάλλεται τόσο από την πλαστική καθαρότητα, σύμβολο ενός εθνικού πουρισμού, στην αρχή του δρόμου με τα Ανάκτορα και τα πολλά νεοκλασικά όσο και από την ιδεολογία της ευθείασης στο τέλος του δρόμου με τους δύο Πύργους, μια ευθείαση που παραπέμπει μεταφορικά στην «αποφασιστικότητα της εξουσίας να βαδίσει σταθερά και «ευθέως», καθώς δεν είναι προφανώς τυχαία και η εποχή που ανεγέρθηκε (Μεταξάς, 2003: 113) (φωτ. 40). Το ρεπερτόριο της υλικής ρητορικής της αποτελείται τόσο από νεοκλασικίζουσα αρχιτεκτονική κτιρίων συσσώρευσης εξουσίας, όσο και από μια σειρά μοντέρνα κτίρια δημόσιων θεσμών με γυάλινες προσόψεις, ψευδαίσθηση μιας διαφάνειας που θέλει το βλέμμα να μην εμποδίζεται (Μεταξάς, 1997) (φωτ. 41-42).Ο αξιακός χαρακτήρας της ρητορικής αυτής, όταν δεν εξαντλείται σε μια ανακύκλωση τυποποιημένων θραυσμάτων του παρελθόντος από παραδειγματικά τοπόσημα, συγκροτείται από αναπαραστάσεις με σαφές κοινωνικό πρόσημο. Κάτι τέτοιο απεικονίστηκε πολύ παραστατικά και στην υφολογική επικράτεια του δρόμου, στην οδό Ηρώδου Αττικού, στην τελευταία σκηνή της πολυβραβευμένης ταινίας του Γιώργου Τζαβέλλα, Η Κάλπικη Λίρα, ένδειξη ότι η αστική εμπειρία δεν είναι ατομική συνθήκη, αλλά εμπλέκει υποκειμενικότητες, εμπλέκει σχέσεις κοινωνικά ανταγωνιστικές.
Αλλά, αν οι μετωνυμίες των δρόμων ανήκουν στην πόλη, οι μεταφορές τους ανήκουν πάντα στον αναγνώστη της.
Εικόνες 40-42:
[1] Σύμφωνα με τον Ανδρέα Γιακουμακάτο (2004: 13), ο όρος νεοκλασικισμός είναι λανθασμένος γιατί δεν ανταποκρίνεται ούτε ιδεολογικά ούτε χρονικά στο κίνημα του ευρωπαϊκού νεοκλασικισμού που εξαντλείται οριστικά με τις ευρωπαϊκές επαναστάσεις του 1848.
[2] Η πρώτη ημερομηνία μέσα στις παρενθέσεις αναφέρεται στο έτος ολοκλήρωσης της κατασκευής, έπειτα αναφέρεται η διεύθυνση και τέλος ο αρχιτέκτονας, στην περίπτωση που ο τελευταίος δεν αναφέρεται μέσα στο κείμενο.
[3] Ο Γιώργος Σαρηγιάννης (2005) σημειώνει πως μεταξύ του 1930 και του 1940 στο κέντρο της Αθήνας και στις υψηλών εισοδημάτων παρυφές του χτίστηκαν 625 νέες πολυκατοικίες, οι αγοραστές των οποίων ανήκαν στα υψηλά οικονομικά στρώματα, όπως άλλωστε και οι αρχιτέκτονες που έκαναν τις μελέτες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση του Κωνσταντίνου Κιτσίκη. Πρβλ και Χρίστος Ιακωβίδης (1982: 48-74).
[4] Σύμφωνα με τον Uri Margolin (2009: 61-79) ο χαρακτήρας σε ένα αφήγημα μπορεί να εμφανιστεί είτε με ένα όνομα, είτε με μια περιγραφή είτε με προσωπικές αντωνυμίες.
[5] Οι άλλοι τρεις είναι ο άξονας των αντικειμένων που αφορά στη σχέση του λόγου με τα στοιχεία εκτός του λόγου, ο άξονας των εννοιών που αφορά στη σχέση του λόγου με άλλους λόγους και ο άξονας των θεματικών που αφορά στη διερεύνηση του λόγου με την εξουσία. Βλ. Κύρκος Δοξιάδης (2008: 179-188).
[6] «Σα φίδι τεράσιο μοιάζει, που αποκοιμήθηκε ανάμεσα σε τρία βουνά, με το λαιμό χυμένο προς τη θάλασσα, και τα λέπια του παιζογυαλίζουν. Χαμένος, κοιτάζει. Πότε έγινε τούτο το ανεξήγητο; Χρόνια τώρα, ζώντας στην ίδια τούτη πολιτεία, κυκλοφορεί κι αυτός στο αίμα της, το μενεξελί και νεανικό, που εμψυχώνει τις αρτηρίες της. Πηγαίνει, έρχεται, δουλεύει, χαίρεται και πονάει, κι όμως θα’ λεγες πως δε νιώθει τίποτα από τον περίγυρό του» (Τερζάκης, 2006: 54).
[7] Δεν είναι τυχαίο πως ακόμα και στην πορεία για την επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου στις 17 Νοέμβρη ο έστω αρνητικός συμβολισμός της Αμερικάνικης Πρεσβείας κινείται περίπου στα ίδια επίπεδα έντασης, αποτύπωσης και φόρτισης με τον ίδιο τον συμβολισμό της επετείου, συχνά δε τον υποκαθιστά. Η χωρική διάσταση είναι έκδηλη αφού είναι χαρακτηριστικό ότι τα ρεπορτάζ των ειδήσεων την ημέρα εκείνη δε γίνονται κατά την έναρξη της πορείας, αλλά στη λήξη της, στην Αμερικάνικη Πρεσβεία.
[8] Πρβλ, Λουί Αλτουσέρ (1983: 115).
[9] Ο όρος υφολογική επικράτεια είναι εμπνευσμένος από την έννοια της λειτουργικής επικράτειας που προτείνει ο Κύρκος Δοξιάδης (1995: 39), προσδιορίζοντάς την ως το χώρο εκείνο που τα όριά του είναι λειτουργικά και όχι πραγματολογικά, μέχρι εκεί που οι άνθρωποι λειτουργούν ως φιλελεύθερα-ορθολογικά υποκείμενα.
[10] Κεντρική εικόνα (banner photo): Μακέτα για το Ξενοδοχείο Χίλτον. Πηγή: www.lifo.gr
Αναφορά λήμματος
Ανδριόπουλος, Θ. (2019) Ο δρόμος ως λογοτεχνικός χαρακτήρας στο αφήγημα της πόλης: η Βασιλίσσης Σοφίας, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/λεωφόρος-βασιλίσσης-σοφίας/ , DOI: 10.17902/20971.86
Αναφορά Άτλαντα
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Βιβλιογραφία
- Αλτουσέρ Λουί (1983), Θέσεις, Αθήνα:Θεμέλιο
- Βελούδης Γιάννης (2005), Η σημασία πριν, κατά και μετά τη γλώσσα,Αθήνα
- Γιακουμακάτος Ανδρέας (2004), Ιστορία της Ελληνικής αρχιτεκτονικής 20ος αιώνας, Αθήνα:Νεφέλη
- Δοξιάδης Κύρκος(1988), «Foucault, Ιδεολογία, Επικοινωνία», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, τχ.71, σσ: 18-43
- Δοξιάδης Κύρκος (1995),Εθνικισμός, Ιδεολογία, Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, Αθήνα:Πλέθρον
- Δοξιάδης Κύρκος(2008),Ανάλυση Λόγου.Κοινωνικό-φιλοσοφική θεμελίωση, Αθήνα: Πλέθρον
- Genette Gerard (2007), Σχήματα ΙΙΙ, Αθήνα:Πατάκης
- Ιακωβίδης Χρίστος (1982), Νεοελληνική αρχιτεκτονική και αστική ιδεολογία ,Αθήνα: Δωδώνη
- Τζανάκης Μανώλης–Σαββάκης Μάνος(2003), «Οι τόποι ως ιστορικοπολιτισμικά αντιπαραδείγματα και ως σύμβολα κοινωνικών ορίων:Σπιναλόγκα και Λέρος»,Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών, τομ.Ι, τχ.36, σσ:87-126
- Margolin Uri(2009), «Character». In David Herman (ed.),The Cambridge Companion to Narrative, Cambridge:Cambridge University Press, σσ:61-79
- Μεταξάς Α.-Ι.Δ(1997), Προεισαγωγικά για τον πολιτικό λόγο. Δεκατέσσερα μαθήματα για το στυλ, Αθήνα:Σάκκουλας
- Μεταξάς Α.-Ι.Δ(2003), Η υφαρπαγή των μορφών. Από την πολιτική ομιλία του κλασικισμού, Αθήνα:Καστανιώτης
- Σαρηγιάννης Γιώργος (2005), «Πολεοδομικός εκσυγχρονισμός σε ελληνικά πλαίσια. Από τα σχέδια πόλης στην εμπορευματοποίηση της μεγαλοαστικής κατοικίας», στο Αργυρώ Βατσάκη(επιμ.), Πρακτικά συνεδρίου: Ελευθέριος Βενιζέλος και Ελληνική πόλη. Πολεοδομικές πολιτικές και κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις, Αθήνα: ΤΕΕ, σσ:201-222
- Σαρτώ Μισέλ ντε(2010), Επινοώντας την καθημερινή πρακτική, Αθήνα:Σμίλη.
- Σταυρίδης Σταύρος(1999), «Προς μια ανθρωπολογία του κατωφλιού», Ουτοπία,τχ.33, σσ:107-121
- Σταυρίδης Σταύρος(2007), «Εικόνα και εμπειρία της πόλης στον Βάλτερ Μπένγιαμιν», στο Αγγελική Σπυροπούλου(επιμ.),Βάλτερ Μπένγιαμιν. Εικόνες και μύθοι της νεωτερικότητας, Αθήνα:Αλεξάνδρεια, σσ:250-272
- Σταυρίδης Σταύρος(2010), Οι μετέωροι χώροι της ετερότητας, Αθήνα:Αλεξάνδρεια
- Τερζάκης Άγγελος (2006), Μενεξεδένια πολιτεία, Αθήνα:Εστία
- Τουρνικίωτης Παναγιώτης(2000), «Ο δρόμος λέει τη δική μας ιστορία», στο Νίκος Βατόπουλος(επιμ.), Λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας, Επτά Μέρες, εφ.Η Καθημερινή,5 Νοεμβρίου 2000,σσ: 22-26
- Φιλιππίδης Δημήτρης(2000), «Η αίγλη ενός αντιφατικού μύθου», στο Νίκος Βατόπουλος(επιμ.), Λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας, Επτά Μέρες, εφ.Η Καθημερινή,5 Νοεμβρίου 2000,σσ: 16-21