Η πλατεία Ομόνοιας ως όριο και ως αφηγητής
Ανδριόπουλος Θέμης
Γειτονιές, Δομημένο Περιβάλλον, Πολιτισμός
2015 | Δεκ
Ομόνοια βράδυ Κυριακής.
Κρατώντας την ανάσα μου καιρό σαν κύμα υπόγειο
λαμπρό σκαλί κυλιόμενο μεταλλικό
πρόβαλα ξαφνικά στις έντεκα και τέταρτο
με το βουητό των αυλικών κυμάτων μου απ’ τα έγκατα.Γιάννης Βαρβέρης, Κυλιόμενος της Ομόνοιας
Τόπος έντασης που διασταυρώνονται στο βιαστικό πέρασμά τους τα σώματα των τουριστών και των μεταναστών, των μικροπωλητών και των ημι-παρανόμων, των μόνιμων και των περαστικών, η πλατεία Ομόνοιας, αυτός ο πυκνωτής της πολιτισμικής ποικιλομορφίας και καθρέφτης της κοινωνικής «αταξίας», η πολύπαθη πλατεία των πέντε δρόμων και των δύο γραμμών μετρό, αποτέλεσε για κάθε αρχιτέκτονα και πολεοδόμο, κατά αναλογία με το Βενιζελικό όραμα, τη Μεγάλη Ιδέα (Κιμπουρόπουλος 1994). Πράγματι, ξεκινώντας από τα οραματικά σχέδια των Κλεάνθη και Σάουμπερτ στις αρχές του 19ου αιώνα και τον Λύσανδρο Καυταντζόγλου που σχεδιάζει και οικοδομεί την πρώτη του κατοικία επάνω στην πλατεία την ίδια περίοδο, μέχρι και τον σύγχρονο Κωνσταντίνο Δοξιάδη, που οραματίστηκε την Ομόνοια ως ένα απόκεντρο πέρασμα για ταξιδιώτες και περαστικούς στο δρόμο για το λιμάνι, η κακότυχη αυτή πλατεία έχει περάσει αρχιτεκτονικά κυριολεκτικά «των παθών της τον τάραχο»: από τους Φοίνικες και τα αγάλματα των Μουσών στις αρχές του 20ου αιώνα έως τα σιντριβάνια και τον Δρομέα πριν λίγα χρόνια. Και τώρα πια, στις αρχές του 21ου αιώνα, έχει έρθει το τέλος της Ομόνοιας ως πλατεία και η καθολική μεταμόρφωσή της σε προέκταση των δρόμων που ενώνονται μαζί της (φωτ. 1-4).
Από κοσμοπολίτικος τόπος συνάντησης της μεσοαστικής Αθήνας μέχρι το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με πολλά μεγάλα ξενοδοχεία που στέκουν να κοιτάζουν τις μεταλλάξεις και τις ανατροπές της μισοερειπωμένα μέχρι και σήμερα όπως ο Μέγας Αλέξανδρος και το Μπάγκειον, η πλατεία Ομόνοιας θα αποτελέσει τον καμβά για κάθε εκσυγχρονιστικό εγχείρημα που επιχειρούνταν σε κάθε αλλαγή σελίδας της ελληνικής ιστορίας. Αρχικά στο μεσοπόλεμο, όταν θεμελιώθηκε η γραμμή του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου μεταξύ Αθήνας και Πειραιά και εγκαινιάστηκε ο σταθμός της Ομόνοιας και, κυρίως μεταπολεμικά, στο τέλος της δεκαετίας του ’50, τότε που έτσι κι αλλιώς αλλάζει εντελώς όλη η Αθήνα. Από πλατεία θα μετατραπεί σε συγκοινωνιακό κόμβο και η προτεραιότητα θα δοθεί στη χρήση του ιδιωτικού αυτοκινήτου και στην αναζήτηση χώρων με οποιοδήποτε τίμημα (Σαρηγιάννης 1994). Είναι τότε που πάνω από το έδαφος τα ψηλά κτήρια έπαιρναν τη θέση τους το ένα δίπλα από το άλλο αλλάζοντας άρδην το τοπίο, ενώ κάτω από το έδαφος θα φτιαχτεί μια άλλη πλατεία για τους πεζούς, μια πλατεία με τράπεζες και καταστήματα. Οι κυλιόμενες σκάλες θα ενώσουν τις δυο πλατείες, η Ομόνοια θα αποτελέσει το πιο αναγνωρίσιμο σημείο της πόλης με το φαρμακείο του Μπακάκου στη γωνία της Αγίου Κωνσταντίνου να είναι ο τόπος συνάντησης των απανταχού επαρχιωτών που συρρέουν στην πρωτεύουσα για το Athens Dream της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Η Ομόνοια θα γίνει από πλατεία περιοχή (φωτ.5-7).
Μέρος και αυτή μιας άλλης τριλογίας κατά μήκος της οδού Σταδίου, αυτή των πλατειών Συντάγματος, Κλαυθμώνος και Ομόνοιας και γεωγραφικά ορισμένη σε σχέση με το απόλυτο σύμβολο της πόλης, την Ακρόπολη, θα αποτυπωθεί στη συλλογική συνείδηση ως ένα άλλο, διαφορετικό σύμβολο, αυτό του «ομφαλού» της πρωτεύουσας και θα εγγράψει τη δική της μυθολογία στο τετράδιο της πόλης: στέκι και ταυτόχρονα σταυροδρόμι, τόπος συνάντησης και διαφυγής, η πλατεία Ομόνοιας θα αποτελέσει μια σύγχρονη Βαβέλ, και εν τέλει ένα μνημείο. Κυρίως όμως το ιδανικότερο αστικό πεδίο συμπύκνωσης ενάρξεων και διελεύσεων για όλες τις κοινωνικές τάξεις, τις φυλές και τις ηλικίες. Ακριβώς αυτή η ετερογένειά της θα φανεί από τους ίδιους τους δρόμους που ξεκινούν από την πλατεία.
Από εδώ ξεκινά η «παρδαλή» και πολύχρωμη οδός Αθηνάς που συνδέει την πλατεία με το Μοναστηράκι και κατ’ επέκταση την Ακρόπολη, ο δρόμος της Βαρβακείου Αγοράς. Αλλά ταυτόχρονα και ο δρόμος με τα φτηνά παρηκμασμένα πια ξενοδοχεία της «ημιδιαμονής» εκεί όπου έβρισκαν, σε μεγαλύτερο βαθμό πριν λίγα χρόνια και πολύ λιγότερο σήμερα, «επαγγελματική στέγη» τα «σκορπισμένα» σώματα των κοριτσιών όταν έβρισκαν κάποιο «πελάτη». Αμέσως μετά, με κατεύθυνση προς την ανατολή, η οδός Σταδίου των Χαυτείων, που θα συνδέσει την πλατεία Ομόνοιας με τις άλλες δύο θρυλικές πλατείες που αναφέραμε και μετά η οδός Πανεπιστημίου, ο δρόμος της Αθηναϊκής Τριλογίας που συνδέει την πλατεία με τα παλιά Ανάκτορα. Άλλωστε, για τη θέση των Ανακτόρων προοριζόταν αρχικά και η ίδια. Έπειτα ο άχαρος και χωρίς ταυτότητα, με εξαίρεση την αρχοντική πλατεία Βικτωρίας, δρόμος της 3ης Σεπτεμβρίου (πώς άλλωστε να έχεις ταυτότητα όταν δίπλα σου έχεις τη «μεγάλη» Πατησίων;). Μόλις εκατό μέτρα από την πλατεία Ομόνοιας, και πάλι ξενοδοχεία «ημιδιαμονής» και αναζήτηση «πελατών» στην «ύποπτη» πλατεία Λαυρίου, αυτή τη φορά σε πλήρη λειτουργία. Αμέσως μετά, η οδός Αγ. Κωνσταντίνου, ο δρόμος του Εθνικού Θεάτρου που οδηγεί προς τις εθνικές οδούς και τέλος η οδός Πειραιώς, ο δρόμος των βιομηχανιών και της διαφυγής προς το λιμάνι.
Πέρα όμως από κόμβος των πέντε δρόμων, από τόπος συνάντησης και έλευσης ή μη-τόπος εν τέλει, από στέγη αστέγων και συναπάντημα περιθωριακών, πέρα από οικείο κινηματογραφικό πλάνο, λογοτεχνικό σκηνικό ή «ζώνη αναταραχής» (Σημαιοφορίδης 2005), η πλατεία Ομόνοιας έχει εγχαραχθεί σε αυτό που καταχρηστικά θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αστική (urban) συνείδηση του κοινωνικού σώματος ως ένα όριο. Δεν πρόκειται για μια διαλεκτική του «μέσα» και του «έξω» υπό το πρίσμα μιας Μπασελαρικής φαινομενολογίας του χώρου (Bachelard 2004) αλλά για ένα κατώφλι που διαχωρίζει το «πάνω» και το «κάτω», χωρίζοντας την πόλη στα δύο, κάτι ανάλογο που αφηγείται ο Γ. Θεοτοκάς στην Αργώ, σε μια ανάγλυφη περιγραφή κάποιας θλιβερής και φτωχικής γειτονιάς στην αρχή της οδού Λένορμαν, στον Κολωνό, την περίοδο του Μεσοπολέμου. Στο μυθιστόρημα αυτό, ο συγγραφέας, περιγράφοντας μια γειτονιά αποκομμένη από την υπόλοιπη πόλη, στην πραγματικότητα περιέγραφε μια πόλη κομμένη σε δυο διαφορετικά και εκ διαμέτρου αντίθετα κομμάτια αναφορικά με την κοινωνική τους σύνθεση και την πολιτισμική τους ταυτότητα: κάτω από τις γραμμές του τραίνου βασιλεύει η φτώχια και μιζέρια και επάνω από αυτές ο μεσοπολεμικός ευδαιμονισμός μιας νέας αθηναϊκής μπελ επόκ (Θεοτοκάς 2006).
Έτσι και εδώ. «Κάτω» από την Ομόνοια βασιλεύει η «σκοτεινή πλευρά του άστεως» όπως την ονομάζει ο Walter Siebel (Λέφας κ.ά. 2003, 93) εκεί όπου ασκούνται παράνομες ή ημι-παράνομες δραστηριότητες, ανοίκειοι δρόμοι με παλιά εγκαταλειμμένα κτήρια που «φιλοξενούν» αστέγους, βοερά σοκάκια το πρωί και σκοτεινά το βράδυ, με μια ανασφάλεια η οποία, ασκώντας μια ιδιότυπη έλξη, θα μπορούσε να ερεθίσει την περιέργεια κάποιου ριψοκίνδυνου πλάνητα της νύχτας. Εδώ, η πάλαι ποτέ μεσοαστική και σήμερα εξαθλιωμένη πλατεία Βάθης, «σπίτι» των σύγχρονων «μοιραίων», των μεταναστών και των αποσυντεθημένων από τα ναρκωτικά σωμάτων και ψυχών, οι οίκοι ανοχής στις αρχές της Αχαρνών και της Λιοσίων. Κάτω από την Ομόνοια ο Κολωνός, ο Κεραμεικός, ο Βοτανικός και το Μεταξουργείο με τα συνεργεία αυτοκινήτων και τα δικά του «κόκκινα φανάρια» σε παλιά ετοιμόρροπα νεοκλασικά σπίτια, αλλά και κάποιοι σκόρπιοι, και εν πολλοίς «εναλλακτικοί» όπως θέλουν πλέον να ονομάζονται, θύλακες ψυχαγωγίας και διασκέδασης οι οποίοι θαρρεί κανείς πως «με το ζόρι» προσπαθούν να αλλάξουν την ταυτότητα των περιοχών αυτών. Από εδώ θα ξεκινήσουν οι δρόμοι για τη βιομηχανική περιοχή της Αθήνας και τα Δυτικά Προάστια (φωτ. 8-13).
Και «επάνω» από την Ομόνοια μια άλλη Αθήνα, με εντελώς διαφορετική πολιτιστική και κοινωνική φυσιογνωμία, ένα διαφορετικό γεωγραφικό τοπίο, με τις χωρικές δομές του αστικού χώρου να συγκροτούν μια διαφορετική παλέτα κοινωνικών γεγονότων και καταναλωτικής σημειολογίας από τα υποκείμενα της χρήσης του. Εδώ τα φώτα, οι στολισμοί και τα χρώματα, το ιστορικό κέντρο της Αθήνας, ο εμπορικός πυρήνας, η πλατεία Συντάγματος με τα πλουμιστά καταστήματα της Ερμού, το μεγαλοπρεπές βουλεβάρτο της Βασιλίσσης Σοφίας με τις πολυτελείς πολυκατοικίες, εδώ τα ευρωπαϊκά καφέ και τα ρεστοράν, τα μεσημεριανά στέκια της χαλάρωσης για το «stopover» μετά την εργασία, αλλά και για τους θαμώνες της ρέμβης, τα ακριβά κοσμηματοπωλεία, τα γνωστά θέατρα και οι κινηματογράφοι, οι δημόσιες υπηρεσίες, το Μέγαρο Μουσικής, τα ξενοδοχεία της Μεγάλης Βρετανίας και του Χίλτον και τα ψηλά κτήρια της πόλης. Εδώ οι καλές συνοικίες και γειτονιές όπως το Κολωνάκι, η Πλάκα και το Μετς, για να μην αναφερθούμε σε αυτές κατά μήκος της οδού Κηφισίας, ως αντίποδας των Δυτικών προαστίων. Δεν είναι λοιπόν παράδοξο ότι ο ανυποψίαστος περιπατητής στους δρόμους αυτούς μοιάζει να βρέθηκε ξαφνικά σε μιαν άλλη πρωτεύουσα, όπου μια επιτόπια ανάγνωση της καθημερινής «υφολογίας» των κατοίκων της φαίνεται να αποτυπώνει άγνοια για τη πόλη «κάτω» από την πλατεία (φωτ. 14-20).
Ακόμα και έτσι όμως, ακόμα και αν πρόκειται για κατώφλι δύο «κόσμων», πρέπει ταυτόχρονα να δούμε την πλατεία Ομόνοιας σαν ένα παντογνώστη αφηγητή της πόλης. Έναν αφηγητή που το πρωί γράφει αυτά που βλέπει τη νύχτα. Στις σκοτεινές γωνιές και στις βουβές στοές της, στους νοσηρούς δρόμους και στα θλιμμένα της κτήρια, στις «κυνηγημένες» σκιές που την κατοικούν και στις «κυλιόμενες» που περνούν από το ένα κομμάτι της πόλης στο άλλο, άλλοτε αφήνοντας κι άλλοτε σβήνοντας τα ίχνη τους επάνω στο πυκνό πια τσιμεντένιο δέρμα της, στη λαχανιασμένη άσφαλτο και στα «ηλεκτρισμένα» σπλάχνα της.
Αναφορά λήμματος
Ανδριόπουλος, Θ. (2015) Η πλατεία Ομόνοιας ως όριο και ως αφηγητής, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/πλατεία-ομόνοιας/ , DOI: 10.17902/20971.24
Αναφορά Άτλαντα
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Βιβλιογραφία
- Bachelard G (2004) Η ποιητική του χώρου. 3ο έκδ. Χατζηνικολής (επιμ.), Αθήνα.
- Siebel W (2003) Τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά και το μέλλον της ευρωπαϊκής πόλης. Στο: Λέφας Π, Siebel W, και Binde J (επιμ.), Αύριο οι πόλεις, Αθήνα: Πλέθρον, σσ 67–105.
- Θεοτοκάς Γ (2006) Αργώ. 20ο έκδ. Αθήνα: Εστία.
- Κιμπουρόπουλος Γ (1994) Η «Ομόνοια» όλων των Ελλήνων. Επτά Ημέρες, Η Καθημερινή, Αθήνα, 23ο Ιανουάριος.
- Σαρηγιάννης Γ (1994) Αθηναϊκό σταυροδρόμι. Η κοινωνική σύνθεση και οι χώροι συναθροίσεων των Αθηναίων στην πολύπαθη πλατεία. Επτά Ημέρες, Η Καθημερινή, Αθήνα, 23ο Ιανουάριος.
- Σημαιοφορίδης Γ (2005) Διελεύσεις. Ανανιάδης Δ (επιμ.), Αθήνα: Metapolis Press.