Το Παγκράτι της δεκαετίας του 1950: Ο Έλβις Πρίσλεϊ και η Άννα από τα Πετράλωνα, οι τόποι και το τόπι μου
2024 | Ιούλ
Το Παγκράτι έγινε γνωστό σημείο αθηναϊκής αναφοράς κυρίως από το τραμ το 2 «Κυψέλη-Παγκράτι», το Πράσινο τραμ με το μελωδικό καμπανάκι. Τέρμα της προς ανατολάς διαδρομής του ήταν η πλατεία Παγκρατίου με τον κινηματογράφο Πάλας [1], που ονομάστηκε «παλιό τέρμα» αρκετά αργότερα, όταν ορίστηκε ως «νέο τέρμα» για τα λεωφορεία η Γέφυρα του Βύρωνα, μετονομάζοντας και την περιοχή σε Νέο Παγκράτι. Εκεί ακριβώς, το 1956, εμφανίστηκε ο δεύτερος χειμερινός κινηματογράφος της γειτονιάς, το Ολύμπια, ενώ λίγο πιο πάνω, στις αρχές του Βύρωνα [2], υπήρχε το θρυλικό Μον Σινέ, με μακρόστενους πάγκους στις τελευταίες σειρές θέσεων, που έφερνε συχνά και ταχυδακτυλουργούς πριν απ’ τις προβολές ή ακόμα και θεατρικούς θιάσους.
Εικόνα 1: Το τραμ 2 μπροστά από το Παναθηναϊκό Στάδιο
Αντίθετα, θερινά σινεμά υπήρχαν πολλά εκτός απ’ το Πάλας που ήταν και τα δύο. Το Άλσος, μέσα στο περίφημο Άλσος Παγκρατίου –που παρίστανε τον Βασιλικό Κήπο διαθέτοντας υπόσκαφα κλουβιά με αρκούδες και λιμνούλες με παπιά – δίπλα στο ομώνυμο κηποθέατρο που φιλοξενούσε μουσικά προγράμματα με τραγουδιστικά ταλέντα και όπου αργότερα διέπρεψε η ομάδα του Ελεύθερου Θεάτρου με τις πολιτικές επιθεωρήσεις που θαρραλέα ανέβασε στα χρόνια της χούντας, ξεκινώντας με το αλησμόνητο «Κι εσύ χτενίζεσαι». Το Τιτάνια στην πλατεία Μεσολογγίου, ο Αρίων στην Φορμίωνος που σύντομα μετονομάστηκε σε Αρία και μετεξελίχθηκε στο μικτό Λητώ, η Ρέα, σχεδόν απέναντι από το Ολύμπια στην πλατεία Νέου Παγκρατίου, η Λάουρα, που υπάρχει ακόμη– ίσως και άλλα που δεν θυμάμαι που λειτούργησαν πριν την δεκαετία ‘60.
Χάρτης 1: το Παγκράτι
Κύριοι δρόμοι του Παγκρατίου ήσαν τότε η Υμηττού και η Ευτυχίδου που συναντιόντουσαν στην πλατεία, όπου, κάτω από τον κινηματογράφο του Πόταγα, δέσποζε το επιβλητικό καφενείο του Θαλασσινού και ακριβώς απέναντι, στην άλλη γωνία με την Ιφικράτους, το εστιατόριο του Κοτρώτσου που γειτόνευε με το κτηματομεσιτικό γραφείο του Τζανουλίνου και υιός –όλη μέρα λιαζόντουσαν, λίγες οι σχετικές δουλειές τότε, μόνο κάτι ενοικιαστήρια, κυρίως αρχές φθινοπώρου. Κοντά στην πλατεία, επί της Υμηττού, ήταν και το περίφημο φωτογραφείο Σκανάτοβιτς, με τις τότε προκλητικές φωτογραφίες επίδοξων σταρ στη βιτρίνα, που νοίκιαζε εθνικές και αποκριάτικες στολές για τις διάφορες εκδηλώσεις ή για φωτογράφηση επιτόπου. Οι Αμαλίες και οι Τσολιάδες με αυθεντικά τσαπράζια κυριαρχούσαν.
Χάρτης 2: Οι αίθουσες κινηματοθεάτρου στο Παγκράτι
Η Υμηττού ήταν ασφαλτοστρωμένη μέχρι περίπου την οδό Φρύνης, εκεί γινόταν και το κύριο μέρος του κυριακάτικου νυφοπάζαρου. Παραπέρα συνέχιζε χωματόδρομος μέχρι τα κατσάβραχα του Προφήτη Ηλία στην κορυφή, απ’ όπου αγναντεύαμε τη θάλασσα. «Κάποτε, μας έλεγαν οι μεγάλοι, θα ανοιχτεί ένας δρόμος ίσα μέχρι το Φάληρο και θα πηγαίνουμε ντογρού για μπάνιο». Για αρκετά όμως χρόνια, το μόνο μπάνιο με βουτιές ήταν αυτό που κάναν τ’ αγοράκια στην “πισίνα” κάτω από την εκκλησία –άγριο τσαλαβούτημα, απαγορευμένο για τα κορίτσια. Στο ανηφορικό αυτό τμήμα της «λεωφόρου», το καλοκαίρι, εκτός από το μυθικό ιουλιάτικο πανηγύρι του ναού με τη ρόδα, τις βάρκες-κούνιες και τα λαμπερά μπιχλιμπίδια, γίνονταν και οι προβολές του περιφερόμενου δημοτικού κινηματογράφου, το «σινεμά του Δήμου» όπως το λέγαμε. Η στοιχειώδης κυκλοφορία οχημάτων σταματούσε, μικροί μεγάλοι καθόμασταν κατάχαμα, οι γιαγιάδες κι παππούδες στα σκαμνάκια που χρησιμοποιούσαν στην εκκλησία, και βλέπαμε ελληνικές ταινίες, Επίκαιρα και Μίκυ Μάους μασουλώντας στραγάλια και ηλιόσπορους. Ολόγυρα μύριζε ασετιλίνη από τη λάμπα του λεμπλεμπιτζή.
Χάρτης 3: Η περιοχή του Παγρατίου δεξιά στον χάρτη των Ε. Curtius & J. A. Kaupert (1895-1903). Διακρύνεται η Ακρόπολη και ο Προφύτης Ήλιας
Πηγή: https://dipylon-kartenvonattika.org/webgis
Το τραμ εκτός από μεταφορικό μέσο ήταν και μέγα μέσο ψυχαγωγίας για τα παιδιά. Ορμούσαμε μέσα μόλις άδειαζε τον κόσμο και, αγνοώντας τον φωνακλά εισπράκτορα, γυρίζαμε με σαματά πίσω-μπρος τις ράχες απ’ τα καθίσματα, γιατί το τράμ δεν έστριβε, απλά έπαιρνε την αντίθετη κατεύθυνση. Στις ράγες του τα πιο μεγάλα αγόρια ίσιωναν και έκαναν πλακέ τις πρόκες για να φτιάξουν τις φιγούρες του καραγκιόζη, σχεδιασμένες και κομμένες στην λευκή πίσω μεριά απ’ τις προπαγανδιστικές αφίσες του Σχεδίου Μάρσαλ. Και πάνω απ’ όλα έκαναν την περίφημη «σκαλομαρία», σκαρφαλωμένα σε σκαλιά, προφυλακτήρες, δέστρες για τα συρματόσχοινα απ’ τους τρολέδες, για να κατέβουν την κατηφόρα της Ερατοσθένους μέχρι την γέφυρα του Ιλισσού και το Στάδιο –όπως λέγανε τότε το Καλλιμάρμαρο- και να γυρίσουν τρεχάλα πίσω τον ανήφορο για ν’ ακούσουν άγριες κατσάδες [3].
Εικόνα 2: Ο Ιλισσός ποταμός μπροστά στο Παναθηναϊκό Στάδιο (1943)
Το Στάδιο και ο Ιλισσός μέχρι τη σημερινή περιοχή Χίλτον, που τότε την λέγανε Βρυσάκι, ήταν το δυτικό όριο του Παγκρατίου. Κύρια οδός που οδηγούσε προς τα εκεί ήταν η Σπύρου Μερκούρη, με ωραία σπίτια αλλά και κάτι χαμοκέλες που είχαν ξεμείνει αναπαλλοτρίωτες μες στη ροή του δρόμου, με τεράστιες συκιές, μουριές, λεμονιές και φοίνικες στους πρώην κήπους τους. Κάπου πίσω από το σημερινό Κάραβελ θυμάμαι το μανάβικο του μπαμπά της Άννας Φόνσου και την πελάτισσα γιαγιά μου που τον κατσάδιαζε γιατί αντί το εικόνισμα της Παναγίες είχε αναρτημένη τη φωτογραφία της ανερχόμενης όμορφης κόρης με μπικίνι. Πέρα απ’ τον Ιλισσό ήταν τα Ανάκτορα, ο Βασιλικός Κήπος και το Ζάππειο για τις ηλιόλουστες βόλτες με τους γονείς, ενώ βορειότερα στην κοίτη και τις όχθες του βρόμικου ρέματος που είχε καταντήσει πια το ποτάμι, η προσφυγική παραγκούπολη [4], την οποία διασχίζαμε πάνω από ξύλινα γεφυράκια, πηγαίνοντας με τα πόδια να επισκεφθούμε τον παιδίατρο, κάπου κοντά στην πλατεία Μαβίλη, και την κλινική Αγία Ελένη, που υπάρχει ακόμη. Από το Βρυσάκι και πάνω, η οδός Φορμίωνος ήταν το όριο με την Καισαριανή. Στη γωνιά Υμηττού και Φορμίωνος ήταν το καφενείο Ποσειδών με τους ναργιλέδες για τους ηλικιωμένους πρόσφυγες και των δύο συνοικιών και λίγο πιο πάνω στη Φορμίωνος, το ομώνυμο χαμάμ, όπου κάθε Σάββατο ακολουθούσαμε ως παιδιά –ακόμη και τα μικρά αγοράκια επιτρέπονταν– ένα φιλικο-συγγενικό τσούρμο γυναικών που κουβαλούσαν με κέφι πεσκίρια, πεστεμάλια, τσόκαρα και μεζέδες για ένα ολόκληρο απολαυστικό πρωινό.
Εικόνα 3: Το τραμ 3 στην πλατεία Συντάγματος
Την περιοχή πέρα απ’ την πλατεία Βαρνάβα την λέγαμε « στο Νεκροταφείο» και λιγότερο Μετς. Την πλατεία Μεσολογγίου, όπου και το θερινό σινεμά Τιτάνια, την λέγαμε « Πάρκο», και το ύψωμα από πάνω της, όπου βρίσκεται τώρα η Εταιρεία Αποκατάστασης Αναπήρων Προσώπων ΕΛΕΠΑΠ, την λέγαμε «Βουναλάκι». Εκεί πηγαίναμε τις ημερήσιες απρογραμμάτιστες βόλτες με το σχολείο όταν είχε χειμωνιάτικες λιακάδες. Άλλες τέτοιες ημερήσιες σχολικές εκδρομές ήσαν στην Ανάληψη, τη Ζωοδόχο Πηγή, τη Μεταμόρφωση και η πιο μακρινή και περιπετειώδης στον Καρέα -έρημες ή αραιοκατοικημένες τότε περιοχές με σκιερά δασύλλια γύρω από τις ομώνυμες εκκλησιές. Εκεί μάθαμε και τι είναι τα προφυλακτικά -εννοείται με την ορολογία των χαμινιών.
Απ’ το ύψωμα του Προφήτη Ηλία, κατηφορίζοντας τη Φιλολάου και τη Δαμάρεως, όλο μονοκατοικίες με αυλές και περιβολάκια, φτάναμε στη Γούβα, σημερινό Άγιο Αρτέμιο, πολύ μπασκλασαρία τότε για τους δήθεν ανώτερους Παγκρατιώτες, αλλά περιζήτητη απ’ τα κορίτσια για τους μάγκες μαθητές του «κλαμπ 13» –όπως λέγαμε το 13ο Γυμνάσιο αρρένων. Το κατηφορικό αυτό τμήμα της Φιλολάου, ήταν ένας δρόμος-κοιλάδα, έχοντας δεξιά και κυρίως αριστερά προς τον Κοπανά-Βύρωνα, απότομα υψώματα και για παράδρομους ανηφορικούς κατσικόδρομους με προσφυγικά σπιτάκια, μάλλον δωμάτια ολόγυρα σε κοινή αυλή, με κοινόχρηστα αποχωρητήρια, με πρόχειρους βόθρους αλλά και ανοιχτές αποχετεύσεις που έρρεαν στις πλαγιές. Η μυρωδιά ήταν απλωμένη, ενιαία και αλησμόνητη. Τα μαντριά, τα μελίσσια και τα λατομεία (σ’ ένα από τα οποία π.χ. το σημερινό θέατρο των Βράχων “Μελίνα Μερκούρη -Άννα Συνοδινού”), ήσαν ορατά πάνω στο αραιοκατοικημένο πλατύ βοσκοτόπι που ήταν τότε τα δυτικά -αλλά και τα ολόγυρα- ριζά του Υμηττού. Τα κοπάδια και κυρίως οι πλανόδιοι γαλατάδες και γιαουρτάδες κατέβαιναν μέχρι το Παγκράτι και τα διαλαλήματά τους ακούγονταν μες το σούρουπο: «Γιαούρτι πρόβειο, ο γιαουρτάς…» Αυτοί ήσαν οι νυχτερινοί πωλητές. Την ημέρα πλήστοι όσοι άλλοι πλανόδιοι: παπλωματάδες, ομπρελάδες, γανωματήδες, ακονιστές, ψαράδες, αυγουλάδες, σκεμπετζήδες με πατσές και ποδαράκια, διαλαλητάδες με άγρια χόρτα, μέλι, ακόμη και με κούμαρα –στην εποχή τους.
Ωστόσο το Παγκράτι είχε μεγάλη και πλούσια αγορά, κυρίως τροφίμων για τους μερακλήδες Μικρασιάτες πρόσφυγες της ευρύτερης περιοχής και των γύρω δήμων. Το «Παγκρατικόν» στην πλατεία ήταν χαρακτηριστικό και κυριολεκτικό «παντο-πωλείο». Χασάπικα, ιχθυοπωλεία, μανάβικα, καφεκοπτεία, ζαχαροπλαστεία, με ό,τι πιο εκλεκτό και εν πολλοίς άγνωστο στις μη προσφυγικές γειτονιές της Αθήνας. Και το πιο λατρεμένο για τα παιδιά, το γαλακτοπωλείο- παγωτατζίδικο ΕΒΓΑ του κ. Έρωτα στη γωνία Ευτυχίδου και Υμηττού. Το μέτρημα άρχιζε τον Ιούνιο και τέλειωνε τον Σεπτέμβρη. Των παγωτών εννοώ. Ο πάγος για τις παγωνιέρες και το δαδί/ξύλο/κάρβουνο για θέρμανση με τις σόμπες αλλά και μαγείρεμα, ήσαν πρώτης ανάγκης. Την γειτονιά προμήθευε το μεγάλο καρβουνιάρικο του Δελαπόρτα, ψηλά στην Ιφικράτους, και το τεράστιο ψυγείο με τις κολόνες πάγου στη γωνία Αρύββου και Φιλολάου, με μίνι υποκατάστημα στην αρχή της Ιφικράτους. Όταν ο κυρ Μήτσος με τις καμπυλωτές λαβίδες και τα τσουβάλια για το τύλιγμα του πάγου εξαφανιζόταν πίσω απ’ την πόρτα, αγωνιούσαμε αν θα ξαναβγεί ζωντανός απ’ τα παγερά σκοτάδια. Ωστόσο κάποια στιγμή άνοιξε επί της Ευτυχίδου ο παράδεισος της νοικοκυράς: ο Κουφοδήμος, οικιακά είδη παντός τύπου. Εκεί αντικαταστήθηκαν, και μάλιστα με δόσεις, οι παγωνιέρες, οι γκαζιέρες και οι φουφούδες με ηλεκτρικά ψυγεία και κουζίνες και τα μπακιρένια και πήλινα σκεύη και δοχεία με αλουμίνια και γυάλινα. Το πλαστικό έκανε την εμφάνισή του στη γειτονιά ως σακουλάκι για το πρωτοεμφανιζόμενο επίσης μηχάνημα παρασκευής ποπ κορν που εγκατέστησε ο πάντα νεωτεριστής κύριος Πόταγας στην είσοδο του κινηματογράφου. Τα πλαστικά σακουλάκια έγιναν αμέσως συλλεκτικά και έριξαν στην καταφρόνια τα στριφτά χάρτινα χωνάκια με τα στραγάλια και τους ηλιόσπορους.
Ο μαραθωνοδρόμος Χασομέρης ήταν ο πλανόδιος εφημεριδοπώλης της γειτονιάς, αλλά είχε μαζί με τ’ αδέλφια του και πρακτορείο τύπου, στη γωνιά Υμηττού και Χρεμωνίδου. Παραδίπλα στον ίδιο δρόμο, το βιβλιοχαρτοπωλείο των Α/φών Δημόπουλου με τις αλησμόνητες μυρωδιές των σχολικών εφοδιασμών.
Εκτός από τα δημόσια, υπήρχαν –απ’ όσο θυμάμαι– δύο ιδιωτικά σχολεία: η Σχολή Α. Καλπάκα «Αι Κυδωνιαί» επί της Τιμοθέου, που τη διοικούσαν οι Μικρασιάτισσες αδελφές Αθηνούλα και Αλεξάνδρα Καλπάκα, και το χριστιανοπρεπές Βυζάντιον επί της Υμηττού, βαθειά τραυματισμένο από τους όλμους των Δεκεμβριανών. Οι αδελφές Καλπάκα ήσαν προοδευτικών αντιλήψεων. Τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια που φοίτησα για τις μικρές τάξεις του δημοτικού στο σχολείο τους, θυμάμαι πως φιλοξενούσαν κάθε τόσο τον αριστερό Βασίλη Ρώτα, που μας έπαιζε Μπάρμπα Μυτούση στο κουκλοθέατρο του, με βοηθό μία κυρία Βούλα –προφανώς την σύντροφο του Βούλα Δαμιανάκου, αλλά τι σκαμπάζαμε τότε. Αργότερα έμαθα και κατάλαβα πολλά….
Εικόνα 4: Το κτίριο των Σχολών Καλπάκα σήμερα φιλοξενεί το 10ο Επαγγελματικό Λύκειο Αθηνών
Ο Έλβις Πρίσλεϊ και η Άννα από τα Πετράλωνα. Οι τόποι και το τόπι μου.
Γεννήθηκα στην Αθήνα. Στην οδό Ιφικράτους 13, απέναντι από τον κινηματογράφο Παλλάς Παγκρατίου, που ακόμη υπάρχει. Συνοικία με δρόμους που έφεραν δυσκολοπρόφερτα αρχαία ονόματα –που με χαρά θα αναγνώριζα αργότερα στα σχολικά βιβλία– συνοικία μικροαστική από αυτές που αργότερα θα λέγαμε πολυπολιτισμικές, περιστοιχισμένη από ακραιφνώς προσφυγικές, έντονα αριστερές, γειτονιές σηματοδοτημένες ακόμα στο νου μου από μικροσκοπικά σπιτάκια συγγενών που δεν υπάρχουν πια και από ονόματα δρόμων οικεία ήδη τότε από τη μυθική γεωγραφία των οικογενειακών αφηγήσεων. Στις παιδικές μου διαδρομές κυκλοφορούσα μέσα σ’ αυτό το σταυρόλεξο. Έστριβα και ξαναέστριβα προσπαθώντας να προσανατολιστώ σε γωνιές όπως Φιλολάου και Προύσης, Σαπφούς και Τραπεζούντος. Οι διαχωριστικές γραμμές του Εμφυλίου ήσαν νωπές και αποτυπωμένες όχι μόνο στη μνήμη αλλά και στη συμπεριφορά την επιφυλακτική, στην ακόμη καχύποπτη όψη των ανθρώπων, όπως και στις σημαδεμένες από τους όλμους όψεις των σπιτιών τους. Οι διαχωριστικές γραμμές της προσφυγιάς ήσαν πλέον πιο αχνές. Άλλες διαφορές τις είχαν συμπεριλάβει και εν μέρει συγκαλύψει.
Ωστόσο εγώ ήμουν παιδί «προσφυγικής» καταγωγής. Αυτό δεν μου ήταν κάτι το σαφές: Είχα όμως συνειδητοποιήσει, ας πούμε, ότι με κάποιες οικογένειες είχαμε μυστήριους στενούς δεσμούς, ανεξήγητους για μένα, αφού ήξερα πως η τόσο επιλεκτική και ακατάδεκτη κατά βάση μάνα μου στο βάθος δεν τις πολυπήγαινε, ενώ κάποιες άλλες οικογένειες, παρά τους άριστους όρους γειτονίας και παρέας, τις συνόδευε για το παραμικρό μια μοιρολατρική σχεδόν εκ μέρους της κατανόηση αλλά και καταδίκη: «Ε, Παλιοελλαδίτες, τι περιμένεις;» (μεγάλωσα πολύ για να καταλάβω ότι η λέξη δεν ήταν βρισιά, όπως π.χ. παλιόπαιδο).
Από τις πρώιμες επίσης παρατηρήσεις μου υπήρξε το ότι στις οικογενειακές ιστορίες αναφέρονταν πάρα πολλοί τόποι και πάρα πολλά πρόσωπα. Οι σχέσεις και με τα δύο παρέμεναν εξαιρετικά ασαφείς και γοητευτικές. Πολύ αργότερα κατάλαβα ότι όπως οι κοινωνικά εξαθλιωμένοι έχουν συναρπαστική φωτογένεια έτσι και οι ιστορικά και γεωγραφικά τάλανες και πολύπλαγκτοι έχουν συναρπαστική αφηγηματικότητα. Ωστόσο, από τους πάρα πολλούς ένας τόπος έλειπε. Ο τόπος μιας συγκεκριμένης αναφοράς, την οποία η παιδική μου ανάγκη δεν μπορούσε να αποσαφηνίσει.
Περνούσα τους χειμώνες στην Αθήνα και στο σχολείο και τις διακοπές σε διάφορα χωριά της Μακεδονίας κοντά σε αγρότες συγγενείς. Ούτε όμως αυτή η στερεότυπη «επιστροφή» με ικανοποιούσε. Κάτι μέσα μου έμενε αναπάντητο, και πώς να γινόταν αλλιώς αφού δεν υπήρχε ερώτημα.
Μεγάλωνα καθορισμένη από ενοχλητικούς για μένα όρους – και όρια. Ανάμεσα σε περιχαρακωμένες –παρά τις φιλότιμες, φαινομενικά τουλάχιστον, προσπάθειές τους για επικοινωνία– οικογένειες μετοίκων, που αυξάνονταν ολοένα, ξεριζωμένες με κάποιο τρόπο από κάποιον τόπο. Θυμάμαι τις γυναίκες της γειτονιάς που αντάλλασσαν σκεπασμένα πιάτα με κάποιο ιδιαίτερο φαγητό που μαγείρεψαν, συνήθως τοπική σπεσιαλιτέ δηλωτική της καταγωγής τους. Στο κατώφλι εγκάρδιες ηχηρές ευχαριστίες. Στην κουζίνα, αν κρίνω από τη μάνα μου, υποτιμητικά σχόλια για όλες αυτές τις υποδεέστερες της «δικής μας» κουζίνες. Ντρεπόμουν όταν σε μια αντίστροφη και ολόιδια κίνηση, το πιάτο επιστρεφόταν –και συνήθως από μένα– σκεπασμένο και γεμάτο, και φανταζόμουν την αντίστοιχη σκηνή στην αντίστοιχη κουζίνα. Το γεγονός είναι ότι αυτό η μάνα μου δεν θέλησε να το φανταστεί ποτέ, όσο κι αν δειλά και αβέβαια, –γιατί δεν μπορούσα να απομακρυνθώ πολύ από τον αξιολογικό της πίνακα– το υπαινισσόμουν.
Ανάμεσα στους τόπους όπου μεγάλωνα κύρια θέση σε καθημερινή βάση κατείχαν οι αίθουσες του προσφυγικού συλλόγου, του οποίου βασικά μέλη ήσαν οι γονείς μου και όπου από 4-5 χρονών, υποχρεωτικά, μάθαινα να χορεύω και να τραγουδάω ακατανόητα τραγούδια σε συνθηματική –όπως νόμιζα– γλώσσα, που μου δημιουργούσαν περίεργα ρίγη. Απ’ τη μια, μια ηδονική έλξη, απ’ την άλλη, έντονη απώθηση, γιατί ένιωθα ότι, σαν μοιρασμένο μυστικό, με εντάσσουν σε μια συγκεκριμένη μεγάλη παρέα, θα την έλεγα παρέα των γονιών μου, που δεν μου άρεσε καθόλου –ίσως γιατί ήταν υποχρεωτική, ενώ ταυτόχρονα με χώριζαν από τους συμμαθητές και τους φίλους μου: στο σχολείο ποτέ δεν μαθαίναμε αυτούς τους χορούς και αυτά τα τραγούδια. Πολύ περισσότερο αυτή τη γλώσσα.
Στη γειτονιά τα πράγματα ήσαν πιο ισότιμα, όλοι είχαν ένα καμάρι ή ένα ψεγάδι – όπως το έβλεπε ο καθένας. Ο ψιλικατζής ήταν Κρητικός, ο τσαγκάρης Πόντιος, η νοσοκόμα καμπούρα, ο μπακάλης ομοφυλόφιλος, ο φούρναρης Ηπειρώτης.
Ο φούρνος για μένα ήταν ένα κεντρικό και αποκαλυπτικό σημείο για την απροσδιόριστη απορία μου, όπως και η εκκλησία: ίσως γιατί και στα δύο συγκεντρώνονταν πολλές γριές. Οι γριές πρόδιναν όσα το αθηναϊκό ίματζ των οικογενειών προσπαθούσε να συγκαλύψει. Μιλούσαν ανοιχτά τις ντοπιολαλιές και τις «ξένες» γλώσσες τους –άσε που μερικές επέμεναν να φορούν και τις φορεσιές του χωριού– και τακιμιάζαν ανάλογα. Έχω την εντύπωση πως έδιναν και ραντεβού, γιατί κάθε μεσημέρι γυρνώντας απ’ το σχολειό έβλεπα έξω απ’ το φούρνο δυο μόνιμα πηγαδάκια, ένα κουβέντιαζε στα τούρκικα και ένα στ’ αρβανίτικα. Η γυναίκα του φούρναρη έφτιαχνε παραδοσιακές λιχουδιές για τα έθιμα των διαφόρων ομάδων, αντιγράφοντας ιδέες από τα ταψιά που πήγαιναν για ψήσιμο οι νοικοκυρές: κουλούρια, κουλούρες, πίτες, τσουρέκια, λαζαράκια, φανουρόπιτες. Ακόμη και κόλλυβα. Ήταν ένα εθνοτοπικό κέτεριγκ, το πρώτο που γνώρισα.
Η Πελοποννήσια ράφτρα, ειδικευμένη πλάι σε μια παλιά Μικρασιάτισσα, έραβε τις φορεσιές για το παιδικό χορευτικό συγκρότημα του προσφυγικού συλλόγου. Εμένα η μάνα μου –για άγνωστη αιτία– μου παράγγειλε φορεσιά για αγοράκι. Το δωμάτιο της μοδίστρας, όταν πήγα για την πρόβα, μύριζε υπέροχα από ατμούς σιδερώματος, σαπουνάκια και υφάσματα. Εγώ ήθελα να βάλω τα κλάματα και θα τα έβαζα σίγουρα αν δεν με είχε προλάβει εκείνη. Είχε ακούσει πάλι κάποια κακία για τον άντρα της, συνεργάτη, όπως όλοι έλεγαν, της αστυνομίας, με δράση καταδότη στην Κατοχή. Εκείνη όλο έκλαιγε, είχε δυο αδέρφια μακρονησιώτες και ποτέ δεν ταυτίστηκε με τον άντρα της.
Απ’ τη δυστυχία της το έριξε στη φολκλορική ραπτική. Πήρε σβάρνα τα σχολεία, τα φωτογραφεία με τις ενοικιαζόμενες στολές, τους νοσταλγούς εσωτερικούς μετανάστες και άφησε τη δημιουργικότητά της αχαλίνωτη. Αντέγραφε φωτογραφίες, καρτποστάλ, αυθεντικά κομμάτια από φορεσιές που ξέθαβε από μπαούλα, και επινοούσε απίστευτα σύνολα τα οποία πουλούσε ή νοίκιαζε για εθνικές γιορτές, παρελάσεις, γυμναστικές επιδείξεις κτλ. Αυτό της έφτιαχνε και το κέφι και αντί να κλαίει ράβοντας, τραγούδαγε. Εγώ, παρά τις απαγορεύσεις της μάνας, τρελαινόμουν να πηγαίνω και να της μαζεύω τις καρφίτσες από το πάτωμα με έναν μεγάλο μαγνήτη ή να κάνω ό,τι άλλο μου ζητούσε, φτάνει να την ακούω. Είχε μια υπέροχη φωνή, τραγουδούσε λαϊκά και δημοτικά που τα ήξερα κι από το ραδιόφωνο και μου άρεσαν. Και οι δύο της δραστηριότητες μου φαίνονταν υπέροχες προοπτικές για «όταν μεγαλώσω».
Ως η αγαπημένη της, βρέθηκα με μια πλούσια γκαρνταρόμπα από στολές: Την αγορίστικη του χορευτικού της «πατρίδας» –που απεχθανόμουν και που δεν μπορούσα άλλωστε να φορέσω πουθενά αλλού–, μια ωραία χλαμύδα με γαλάζιες κορδέλες για τις σχολικές γιορτές, στην οποία αλλάζαμε τις λοξές ταινίες που έγραφαν Βόρειος Ήπειρος ή Κύπρος ή Κρήτη ή Ελλάς, μια απροσδιόριστη, σαν καραγκούνας νύφης, για τις γυμναστικές επιδείξεις του δημοτικού, όπου, ως ψηλή, έσερνα βουρκωμένη τον δολοφονικό Μενούση, και –την καλύτερη– μια Αμαλία με κοντογούνι και αυθεντική πόρπη, για τις Απόκριες.
Για αντιπερισπασμό, οι γυναίκες της οικογένειάς μου, θεωρώντας ότι απειλούνται από την επίδραση της δακτυλοδεικτούμενης Πελοποννήσιας, την επόμενη Αποκριά εμφάνισαν την νυφιάτικη ολομέταξη φορεσιά μιας απρόβλεπτης προγιαγιάς, και με επανέφεραν σε πατριωτική τάξη.
Κάπου εκεί έληξε η πρώτη μου επαφή με τις παιδαγωγικές αυτές ψυχαγωγίες. Υποστήριξα τη διάθεσή μου και αρνήθηκα στο εξής να τραγουδήσω, να ντυθώ, να χορέψω. Στο μυαλό μου έμεινε η μνήμη ενός ανερμήνευτου διλήμματος, και στο σώμα μου η μνήμη μιας αφόρητης πίεσης για κάτι στο οποίο δεν μπορούσα να ανταποκριθώ. Παραδόθηκα στην αφωνία και την ακινησία. Μέχρι που ανακάλυψα το ροκεντρόλ. Χόρευα και το κορμί μου ήταν σαν να έβρισκε τα πραγματικά του όρια. Ήμουν μόνο εγώ, και αυτό ήθελα. Ο Έλβις με λύτρωσε από τον Μενούση και τους φίλους του.
Υποδύθηκα το άγριο αγοροκόριτσο, πήγαινα να παίζω μπάλα στα κοντινά γήπεδα –αργότερα συνειδητοποίησα το βάρος των ονομάτων τους: Νήαρ Ήστ, Εθνικός, Πανελλήνιος. Πρωταγωνιστούσα στα αυτοσχέδια πάρτι, έκανα σκασιαρχεία και τρελαινόμουν να απομακρύνομαι από τη γειτονιά και να γνωρίζω αγνώστους. Θεωρούσα πως έμοιαζα με όλα τα παιδιά κι αυτό με γέμιζε σιγουριά. Δεν ήθελα να μοιράζομαι τα μυστικά της οικογένειας, δεν ήθελα να καταλαβαίνω, δεν ήθελα να ξέρω.
Ένα δικό μου μυστικό είχα αλλά αυτό δεν το ήξερε κανείς από όσους με ενδιέφερε η έγκρισή τους: διάβαζα. Μια που μου άρεζε τη μέρα να αλωνίζω και να το παίζω ζαμανφού, διάβαζα κρυφά τη νύχτα, με καντήλια, με φακούς, με κεριά και σπαρματσέτα, την ώρα που υποτίθεται πως κοιμόμουν για να είμαι εντάξει στο σχολείο. Ευτυχώς ζούσα σε ένα σπίτι με πολλά και περίεργα βιβλία, ταξιδεμένα από μακριά όπως κι οι κάτοχοί τους. Με γοήτευαν αυτά που όπως λέμε μιλούσαν «για μακρινές χώρες και για άγνωστους πολιτισμούς» ή για ασυνήθιστες περίεργες καταστάσεις. Είχα βρει έναν τρόπο να δραπετεύω στο μακρόκοσμο, και το ευχαριστιόμουν πολύ. Τα τόπια και οι μπάλες μού ήσαν σχεδόν άχρηστα πια. Μεγάλωνα…
Το συνειδητοποίησα τη μέρα που είχα την πρώτη εμπειρία θανάτου. Ένα παιδί σαν και μένα, ένας συμμαθητής. Μια εμπειρία που δεν την είχα προβλέψει και που μέσω της απουσίας έθετε αμείλικτα πια την έννοια του τόπου – και της ανυπαρξίας. Τη βίωνα εκείνο το πρωί σαν είδηση παγωμένη και σκληρή και, θυμωμένη, έδιωξα τη μπάλα που κρατούσα. Αποχαιρετώντας μαζί της μια ηλικία που τέλειωσε, όπως ένιωθα μες στο μελοδραματισμό μου.
Τη μπάλα την έπιασε η Άννα, που δεν κατάλαβε, και μου την έφερε πίσω. Η Άννα ήταν η πρώτη γυφτοπούλα της ζωής μου. Έμενε στα Πετράλωνα, μάλλον η οικογένειά της ήταν από τις πρώτες που προσπάθησαν να «εγκατασταθούν» στην πόλη. Ήταν όπως κι εγώ 13 χρονών. Όμως δεν ήμασταν συνομήλικες. Έχοντας εκείνη πλήρη συνείδηση ότι ήταν αποκλεισμένη από το δικό μου κόσμο, για να με παρηγορήσει, με πήρε και με πήγε στη γειτονιά της.
Οι αυστηροί κανόνες κρυμμένοι κάτω από μια δήθεν ελευθεριότητα γίνονται ακόμη πιο σκληροί. Για την Άννα, που ήδη τους παραβίαζε αρνούμενη να μεγαλώσει και να παντρολογηθεί, αυτή η πρωτοβουλία ισοδυναμούσε με πρόκληση. Έτσι εγώ έμαθα τι θα πει γκατζό κι η Άννα έγινε πιο πεισματάρα. Ούτε θυμάμαι πώς, ούτε καλά καλά γιατί, περνούσαμε των παθών μας τον τάραχο για να συναντιόμαστε. Ζούσαμε κάτι σαν παράνομο έρωτα –και μάλλον ήταν–, ό,τι χρειαζόταν για την παθιασμένη εφηβεία μας. Και παρά την τάφρο που μας χώριζε γίναμε πραγματικά φίλες.
Η Άννα, έχοντας το χάρισμα της ράτσας της, έλεγε απίστευτες αναλήθειες, δηλαδή έφτιαχνε ωραία παραμύθια. Εγώ τη μυούσα στον κόσμο της ανάγνωσης και των βιβλίων κι εκείνη στον κόσμο των ψεμάτων και των ταξιδιών. Η Άννα δεν είχε τόπο και τον έφτιαχνε με τα παραμύθια της. Ή μάλλον, η Άννα, που ήταν μοιρασμένη σε πολλούς τόπους, έφτιαχνε με πολλές ιστορίες έναν τόπο και με καλούσε να τον μοιραστώ. Στον κοσμότοπο αυτόν ό,τι την πλήγωνε ήταν διορθωμένο: δεν ήταν φτωχή, δεν ήταν αναλφάβητη, δεν ήταν στιγματισμένη…. Μπήκα στο κόλπο. Ούτε στιγμή δεν διανοηθήκαμε να μην πιστέψει η μια την άλλη σ’ όποια τερατολογία κι αν επινοούσαμε. Διορθώσαμε και φτιάξαμε εφηβικά ξανά τον κόσμο. Έμαθα ότι ο κόσμος είναι οι ιστορίες που λέμε γι’ αυτόν, για μας μέσα σ’ αυτόν. Συμφιλιώθηκα –πολύ αργότερα, μάλλον– με την εποχή που με τάραζε. Κατάλαβα ότι αυτό που με πείραζε ήταν πως γύρω μου όλοι έλεγαν, ή εγώ νόμιζα πως άκουγα, μια διαφορετική ιστορία για τον ίδιο κόσμο. Και εγώ σάστιζα και θύμωνα, όπως τα μικρά παιδιά όταν τους αλλάζεις έστω και μια λέξη στο βραδινό παραμύθι.
Η Άννα μ’ έμαθε να αγαπώ τα ψέματα, δηλαδή ν’ αγαπώ ν’ ακούω αφηγήσεις, να αγαπώ να ταξιδεύω σε τόπους κυνηγώντας ιστορίες, να βρίσκω τους τόπους μέσα από τις ιστορίες των άλλων και να φτιάχνω τις δικές μου. Ακόμα πληρώνω. Όμως ξέρω, τώρα πια που έγινα πλάνητας της πλάνης, δηλαδή της ουτοπίας, ότι οι δύο έννοιες της λέξης «πλανιέμαι» είναι στην πραγματικότητα ταυτόσημες… Η Άννα μ’ έμαθε πολλά από αυτά που θα με μάθαινε αργότερα η ανθρωπολογία: όπως ότι είμαι πάντα μέρος αυτού που μελετώ, κι αν θέλω να μάθω, δεν μπορώ να έχω εξωτερική, αντικειμενική οπτική, παρά μόνο δυνατότητα συμμετοχής, δηλαδή ανακατασκευής του κόσμου. Ότι για κάθε μικρό τόπο αυτού του κόσμου, το σώμα μου και ο λόγος μου θα δίνουν τις μεγαλύτερες πιθανότητες στη γνώση. Λέγοντας χωρίς λόγια αυτό που γράφει ο ποιητής: «Εγώ είμαι ο τόπος σου. Ίσως να μην είμαι κανείς αλλά μπορεί να γίνω αυτό που θέλεις».
Ευχαριστίες
Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε ως Επίμετρο στον τόμο «Μειονοτικές και Μεταναστευτικές εμπειρίες. Βιώνοντας την “κουλτούρα του κράτους”», επιμ. Φωτεινή Τσιμπιρίδου, Κριτική, Αθήνα 2009, 311-318. Μετά από τόσα χρόνια, θέλω να ευχαριστήσω θερμά τον Σταύρο Σπυρέλλη που, με την πολύτιμη μεσολάβηση της Ρωξάνης Καυταντζόγλου, αποφάσισε να το περιλάβει στο Athens Social Athens, την ίδια την Ρωξάνη Καυταντζόγλου και την Νάνση Βεκιαρέλη για τις παρατηρήσεις και την βοήθεια στην μετάφραση των κειμένων, καθώς και τον αδελφό μου Σταύρο Τερζόπουλο, που μαζί ανακαλέσαμε λεπτομέρειες από το Παγκράτι των παιδικών μας χρόνων.
[1] Είναι -ή μάλλον ήταν- ο παλιότερος κινηματογράφος της Αθήνας. Πρωτοάνοιξε το 1925 και ανακατασκευάστηκε το 1935 σε στυλ art deco από τον αρχιτέκτονα του μεσοπολέμου Βασίλη Κασσάνδρα (τον ίδιο που σχεδίασε το Ρεξ στην Πανεπιστημίου και το κτίριο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού). Το θερινό Πάλας στην ταράτσα είχε κηρυχθεί διατηρητέο ως προς τη χρήση από το ΥΠΕΧΩΔΕ το 1997, δυστυχώς όμως όχι ολόκληρο το κτίριο ώστε να σωθεί. Μετά τον θάνατο του Ματθαίου Πόταγα, τελευταίου εραστή του σινεμά από τα μέλη της οικογένειας των ιδρυτών, το κτήριο πουλήθηκε σε πολυεθνική και θα αλλάξει χρήση. Το κράτος πάλι δεν μπόρεσε να κάνει κάτι.
[2] Αρχικά, η περιοχή λεγόταν «Προσφυγικός Συνοικισμός Παγκρατίου», το 1924 μετονομάστηκε σε «Συνοικισμό Βύρωνος» μέχρι το 1934 που έγινε αυτοτελής δήμος. Πήρε το όνομα του Άγγλου ποιητή και φιλέλληνα το 1924, στα εκατό χρόνια από τον θάνατο του στο Μεσολόγγι (1824). Σ’ αυτό συνέβαλε η «φιλοπροσφυγική δράσις του ποιητού», όπως αναγράφεται, ως αιτιολογία για τη συγκεκριμένη μετονομασία, στην αναμνηστική πλάκα που τοποθετήθηκε δίπλα στον ανδριάντα του Βύρωνα τον Απρίλιο του 1923.
[3] Στις 16 Νοεμβρίου 1953, ο τότε υπουργός Δημοσίων Έργων Κωνσταντίνος Καραμανλής ξήλωσε τις ράγες του τραμ στα Χαυτεία, με αποτέλεσμα σε μια νύχτα να καταργηθούν οι γραμμές προς Κυψέλη, Παγκράτι και Αμπελόκηπους. Το 2 Κυψέλη-Παγκράτι περιορίζεται σε Ακαδημία-Παγκράτι έως τον Αύγουστο του 1954 οπότε και αντικαθίσταται από το τρόλεϊ 12 Κολιάτσου-Παγκράτι. Το τέλος του παλαιού τραμ ήρθε τα μεσάνυχτα της 15ης Οκτωβρίου 1960 με την οριστική κατάργησή του. Πολλές γραμμές αντικαταστάθηκαν με τρόλεϊ, ενώ οι ράγες αφαιρέθηκαν από το οδόστρωμα είτε καλύφθηκαν με νέα στρώματα ασφάλτου. [Από Βικιπαίδεια, Τραμ Αθήνας (1882–1977)].
[4]: βλ. Βλ. Νίκος Μαγουλιώτης, Ανάμεσα στο Ποτάμι και στο Δρόμο: Ο Οικισμός του Ιλισού. Δ.Π.Μ.Σ. Σχεδιασμός, Χώρος, Πολιτισμός. (2013-14). Η Ανάλυση του Γραπτού και του Σχεδιασμένου Αρχιτεκτονικού Λόγου: Ο Δρόμος και το Ποτάμι – Ο Ποταμός Ιλισσός και η Λεωφόρος Συγγρού. http://oldwww.arch.ntua.gr/sites/default/files/project/5660_/2014_magoyliotis_-_oikismos_ilisoy_l.pdf Δ. Φιλιππίδης, «Ο αυτόνομος συνοικισμός του Ιλισσού στην Αθήνα» στον τόμο Οικισμοί στην Ελλάδα : Shelter in Greece / επιμέλεια Ορέστη Β. Δουμάνη και Paul Oliver – edited by Orestis B. Doumanis and Paul Oliver . https://opac.michelisfoundation.gr/bib/6277
[5] Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από την ιστοσελιδα flix.gr https://flix.gr/news/palas-pagrati-rumors.html
Αναφορά λήμματος
Τερζοπουλου, Μ. (2024), Το Παγκράτι της δεκαετίας του 1950: Ο Έλβις Πρίσλεϊ και η Άννα από τα Πετράλωνα, οι τόποι και το τόπι μου, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/το-παγκράτι-του-50/ , DOI: 10.17902/20971.121
Αναφορά Άτλαντα
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9