Το καρναβάλι, η Αθήνα, το κέντρο και οι γειτονιές της 1834-1944
2021 | Σεπ
Στο άρθρο διερευνάται η σχέση του κέντρου της Αθήνας με την περιφέρειά του, τις γειτονιές της πόλης, και ο τρόπος που αυτή η σχέση αλλάζει από τα πρώτα χρόνια που η Αθήνα γίνεται πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους μέχρι τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Η σχέση αυτή προτείνεται ότι συνδέεται όχι μόνο με την ανάπτυξη της Αθήνας και τις δομές του χώρου, αλλά και με τις ταξικές σχέσεις, την ισχύ της αστικής τάξης, την πολιτισμική της ηγεμονία ή την εκτεταμένη αυτονομία των λαϊκών τάξεων. Οι διαδικασίες συγκέντρωσης και αποκέντρωσης μελετώνται μέσα από το παράδειγμα του εορτασμού του καρναβαλιού και του μετασχηματισμού του στο διάστημα ενός αιώνα. Οι αποκριάτικες εκδηλώσεις υφίστανται σημαντικές αλλαγές, και αλλάζει και ο τρόπος με τον οποίο αποτυπώνονται στον χώρο της πόλης.
Θεωρητικοί του χώρου, όπως ο Lefebvre (1977) και ο Castells (1979), έχουν προσδιορίσει την κεντρικότητα ως βασικό συστατικό στοιχείο της αστικής ζωής και έχουν αναπτύξει μια προβληματική για τα πολλαπλά επίπεδα κεντρικότητας (οικονομικής, πολιτικο-θεσμικής, ιδεολογικής-συμβολικής, σε σχέση με την κοινωνική διάδραση και την ψυχαγωγία κλπ) -τα οποία δεν είναι αναγκαίο να συμπίπτουν στον ίδιο χώρο. Ο τρόπος και η ένταση με την οποία συγκεντρώνονται δραστηριότητες σε περιοχές της πόλης και το σημείο της συγκέντρωσης προφανώς υπόκεινται σε αλλαγές. Σε αλλαγές υπόκειται γενικότερα η σχέση του κέντρου της πόλης με την περιφέρεια: μια σχέση υπαγωγής και ελέγχου, κατά τον Merriman (1991), που όμως βρίσκεται διαρκώς υπό αμφισβήτηση. Κρατικοί μηχανισμοί και ανώτερες τάξεις έχουν την έδρα τους στο κέντρο, και η περιφέρεια της πόλης, ακόμα κι όταν δεν κατοικείται από “επικίνδυνες τάξεις”, είναι ένας χώρος στον οποίο η εξουσία ασκεί πιο αδύναμο έλεγχο.
Στο κείμενο αυτό θα δούμε τις διαδικασίες συγκέντρωσης αλλά και αποκέντρωσης και τις σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στο κέντρο και τις γειτονιές της Αθήνας κατά τη διάρκεια ενός αιώνα, όπως εμφανίζονται στον εορτασμό της αποκριάς (Ποταμιάνος, 2020). Συνοπτικά, ο πόλος του κέντρου ενισχύεται διαρκώς μέχρι το γύρισμα του 19ου προς τον 20ό αιώνα, οπότε και σημειώνεται η κορύφωση της συγκέντρωσης των δραστηριοτήτων∙ στη συνέχεια η τάση αυτή ανακόπτεται και οι γειτονιές της πόλης μοιάζουν να αποκτούν μια νέα αυτονομία.
Στη διάρκεια του αιώνα που πέρασε από όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα μέχρι τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, η έκταση και ο πληθυσμός της Αθήνας πολλαπλασιάζονται ραγδαία: από τις 30.000 κατοίκους του 1853 φτάνει το 1940 τους 500.000 σχεδόν κατοίκους (ο δήμος Αθηναίων) και τους 1.100.000 (το σύνολο της περιφέρειας Πρωτευούσης, του Πειραιά συμπεριλαμβανομένου). Προφανώς το κέντρο μετατοπίζεται και επαναπροσδιορίζεται συνεχώς όλη αυτή την περίοδο, για παράδειγμα με την Ομόνοια να βρίσκεται αρχικά στις παρυφές της πόλης και να γίνεται στη συνέχεια ο κατεξοχήν συγκοινωνιακός κόμβος της. Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ δεν είναι να προσδιορίσουμε τον εκάστοτε χώρο που καταλαμβάνει το κέντρο αλλά να εξετάσουμε τη σχέση του με την υπόλοιπη πόλη. Αφενός η ανάγκη ενοποίησης και συντονισμού των αστικών δραστηριοτήτων αυξάνεται, καθώς η πόλη διογκώνεται· αφετέρου η ενίσχυση της αστικής τάξης και του κράτους συνεπάγεται, κι αυτή, την αύξηση της σημασίας του κέντρου της πόλης από πολιτική, διοικητική και συμβολική άποψη.
Χάρτης 1: Η επέκταση του αστικού ιστού στο Δήμο της Αθήνας 1843-1923
Κυριαρχεί, λοιπόν, στη λογοτεχνία και στον τύπο ο χαρακτήρας του κέντρου ως δημόσιου χώρου, φωτεινού, θορυβώδους, πολυπληθούς, στον οποίο κινούνται ιδίως άντρες και το οποίο ορίζεται από μεγάλα δημόσια κτίρια, πλατείες, αφετηρίες τραμ (και αργότερα λεωφορείων), υπερτοπικά κέντρα ψυχαγωγίας. Πρόκειται για έναν χώρο που σταδιακά απαλλάσσεται από τις πιο οχλούσες βιοτεχνικές δραστηριότητες, στον οποίο πρωτοεφαρμόζονται καινοτομίες στις αστικές υποδομές όπως ο ηλεκτροφωτισμός ή η ασφαλτόστρωση, και στον οποίο εμφανίζονται τα πρώτα ρήγματα στην κοινωνία της αλληλογνωριμίας καθώς η Αθήνα μεγαλώνει (Ποταμιάνος, 2015: 44). Παρ’ όλ’ αυτά, το κέντρο παραμένει χώρος κατοικίας καθ’ όλη την περίοδο, και μάλιστα κατοικίας της αστικής τάξης (Μπουρνόβα και Δημητροπούλου, 2015).
Η ενίσχυση της συγκεντρωτικότητας στις δομές της πόλης παίρνει τη μορφή όχι της συγκράτησης στο κέντρο του συνόλου των δραστηριοτήτων που υπήρχαν σ’ αυτό προηγουμένως (αυτό δεν συνέβη, για παράδειγμα, με τις εμπορικές λειτουργίες, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό διαχύθηκαν στις γειτονιές), αλλά της υπαγωγής συνοικιακών δραστηριοτήτων στο κέντρο και υπό τον έλεγχό του. Για παράδειγμα, τα συνοικιακά μανάβικα που προμηθεύονταν το εμπόρευμά τους από την κεντρική λαχαναγορά αντικαθιστούν σε μεγάλο βαθμό τόσο την κάθοδο στο κέντρο για αγορά φρούτων και λαχανικών όσο και τους πλανόδιους που γυρνούσαν στις γειτονιές πουλώντας προϊόντα των περιβολιών τους από τις περιαστικές εξοχές της Αθήνας και τα γύρω χωριά (Ποταμιάνος, 2018). Οι μορφές απευθείας επικοινωνίας μεταξύ των συνοικιών, λοιπόν, περιορίζονται και οι διαδρομές από το κέντρο προς τις γειτονιές και αντιστρόφως γίνονται όλο και πιο συχνές, κάτι που δεν οφείλεται μόνο στην αναπόφευκτα ακτινωτή δομή των αστικών συγκοινωνιών. Χαρακτηριστικά, οι προεκλογικές διαδηλώσεις, όταν εμφανίζονται στην Αθήνα πειραματίζονται αρχικά με διαδρομές διαμέσου των συνοικιών (Μη Χάνεσαι 1 και 2 Ιουλίου 1883, Ακρόπολις 5 Ιουλίου 1887), γρήγορα όμως τυποποιούν τη διαδρομή τους στις κεντρικές λεωφόρους.
Κατά τις απόκριες, στα μέσα του 19ου αιώνα αναφέρεται συγκέντρωση μασκαράδων και γενικότερα των διαφόρων εκδηλώσεων το απόγευμα της τελευταίας Κυριακής στη συμβολή της Ερμού με την Αιόλου· ωστόσο οι ίδιες περιγραφές δίνουν την εντύπωση μιας αρκετά διάχυτης στην πόλη δραστηριότητας (π.χ. Ευτέρπη 1 Μαρτίου 1849: 310-311). Καθώς η συγκέντρωση πλήθους αυξάνεται, η αστυνομία το 1872 απαγορεύει τη διέλευση αμαξών και κάρων από την Ερμού και την Αιόλου την τελευταία Κυριακή της αποκριάς για την αποφυγή ατυχημάτων (Μπουκλάκος, 1874: 341-2). Παράλληλα με τη συγκέντρωση, όμως, αναπτύσσονται και πολλές αποκεντρωμένες πρακτικές, όπως οι περιοδείες μασκαρατών και λαϊκών θεαμάτων στις συνοικίες. Είναι άλλωστε σ’ εκείνα τα χρόνια που θα πρέπει να τοποθετήσουμε και την ακμή μιας αποκριάτικης πρακτικής για την οποία μαθαίνουμε κυρίως εκ των υστέρων από τις «νεκρολογίες» της: της μαζικής ανταλλαγής επισκέψεων μασκαράδων “από συνοικίας εις συνοικίαν” (Εφημερίς των συντεχνιών 3 Μαρτίου 1891). Το 1876 ο Άγγελος Βλάχος έγραφε ότι «οι των κατωτέρων τάξεων μετημφιεσμένοι διατρέχουσι μέχρι βαθείας νυκτός την πόλιν από του Ψυρρή εις την Πλάκαν και από της Νεαπόλεως εις τους Αγίους Αποστόλους» (Εστία τ.1, 1876: 91-93∙ βλ. και Αθάνατος, 2001:52).
Η συγκέντρωση πλήθους στο κέντρο για το καρναβάλι θα ενταθεί από το 1887 ως το 1914, όταν οργανώνονται αποκριάτικες παρελάσεις από τα “κομιτάτα”, επιτροπές μεγαλοαστών με στόχο τον «εκπολιτισμό» του δημόσιου καρναβαλιού και την προσέλκυση επισκεπτών στην Αθήνα. Το επίκεντρο των εκδηλώσεων μετατοπίστηκε τότε περαιτέρω προς τη Σταδίου και την Πανεπιστημίου, αφήνοντας στην Ερμού έναν πιο περιφερειακό χαρακτήρα (π.χ. Σύλλογος 29 Φεβρουαρίου 1888). Το κυριότερο, όμως, είναι ότι το νέο επίκεντρο συγκεντρώνει μεγαλύτερα πλήθη κόσμου σύμφωνα με την εικόνα που δίνουν οι πηγές μας. Το 1900-1901 γίνεται λόγος για «ρυάκια κόσμου» που σχηματίζονταν από τις συνοικίες προς τη Σταδίου, και για αύξηση των κλοπών στις συνοικίες τις ώρες που οι κάτοικοί τους έλειπαν στο κέντρο για να δουν την παρέλαση (Εσπερινή Ακρόπολις 14 Φεβρουαρίου 1900, Σκριπ 7 Φεβρουαρίου 1901, Εστία 17 Φεβρουαρίου 1914). Ο Παπαδιαμάντης το 1899 τοποθετεί ένα από τα αθηναϊκά του διηγήματα, τις “Παραπονεμένες”, σε μια συνοικία κατά τη διάρκεια της αποκριάτικης παρέλασης, την «ώρα της μεγάλης συρροής εις τα κέντρα, της μεγάλης ερημίας εις τ’ απόκεντρα». Δεν είναι τυχαίο που η παρέα που είχε ξεμείνει στη γειτονιά είναι γυναικεία∙ ωστόσο ο μετασχηματισμός του δημόσιου καρναβαλιού που επήλθε με τις παρελάσεις στους κεντρικούς δρόμους ευνόησε την αύξηση της παρουσίας των γυναικών στο κέντρο στα επόμενα χρόνια και γενικότερα συνέβαλε στην κατάκτηση της πρόσβασής τους στον δημόσιο χώρο.
Στην αύξηση των επιπέδων συγκέντρωσης του εορτασμού της αποκριάς συνέβαλαν οπωσδήποτε εξελίξεις όπως η προϊούσα αποσύνδεση του καρναβαλιού από την κοινότητα και η επιτάχυνση της τάσης να μετατραπούν οι εκδηλώσεις του σε πιο απρόσωπα αστικά θεάματα, με επιτελεστές ανθρώπους που βιοπορίζονταν από αυτά και όχι συνδεδεμένους πρώτ’ απ’ όλα με τη γειτονιά, τη συντοπίτικη κοινότητα κλπ: αυτό συνέβη στο ευρύτερο πλαίσιο της ανόδου διεθνώς μιας μαζικής κουλτούρας «περισσότερο επικεντρωμένης στην ατομική κατανάλωση παρά στη συλλογική συμμετοχή» (Vigarello, 2004: 103 κ.ε.).
Επιπλέον, όμως, η πρωτοβουλία των κομιτάτων και η σημασία της καθιστά εμφανή τη σχέση ανάμεσα στην ενίσχυση του ρόλου του κέντρου της πόλης και στην ενίσχυση (δημογραφική, οικονομική, κοινωνική και πολιτική) της αστικής τάξης της Αθήνας. Οι αστοί κατοικούσαν στο κέντρο τόσο κυριολεκτικά όσο και συμβολικά: στο κέντρο ως τόπο λήψης πολιτικών και οικονομικών αποφάσεων και ως τόπο εκπομπής των αξιών και των συμβόλων της εξουσίας. Η αύξηση της βαρύτητας των αστών (και ιδίως της πιο εξευρωπαϊσμένης και «εκσυγχρονιστικής» μερίδας τους), και η επιχείρηση εμβάθυνσης της ηγεμονίας τους σε επίπεδα που ανταποκρίνονταν στη νέα ισχύ τους, απέκτησε και μια χωρική έκφραση: «ανακατάληψη» του κέντρου της Αθήνας (δηλαδή των δρόμων των περιοχών όπου κατοικούσαν) και κατάλληλη διαμόρφωσή του κατά τις απόκριες, αύξηση της συγκέντρωσης στο επίπεδο τόσο του κράτους όσο και της πόλης. Εδώ μπορούμε να θυμηθούμε τον ορισμό του Gruppi (1977: 84) για την ηγεμονία ως ικανότητα ενοποίησης ενός ανομοιογενούς κοινωνικού συνόλου, και να τον μεταφέρουμε από το επίπεδο της ιδεολογίας σε αυτό της πόλης.
Χάρτης 2: Επίκεντρα αποκριατικών εκδηλώσεων στην Αθήνα 1834-1940
Φαίνεται, επιπλέον, ότι στις αρχές του 20ού αιώνα έχει γίνει εντονότερη η χωρική διάσταση της αντίθεσης ανάμεσα σε αστική και λαϊκή κουλτούρα. Εντυπωσιάζει το ρεπορτάζ της εφημερίδας Εστία το καλοκαίρι του 1901 από την πλατεία του Θησείου, όπου βρισκόταν μια ακμάζουσα πιάτσα λαϊκών κέντρων διασκέδασης: κάθε λίγο έφταναν με το τραμ «όμιλοι περιηγητών από τας μάλλον εξευρωπαϊσθείσας συνοικίας, οι οποίοι έρχονται να περιεργασθούν τα γλέντια του λαού» (Χατζηπανταζής, 1986: 154). Δεν εντοπίσαμε κάποια παρόμοια αποστολή εξερεύνησης για την περίοδο του καρναβαλιού, ωστόσο τη χωρική-κοινωνική διάσταση μιας έντονης πολιτισμικής διαφοράς έρχονταν να τονίσουν κάποιες διαμαρτυρίες των εφημερίδων για ανάρμοστες συμπεριφορές κατά τις απόκριες στους κεντρικούς δρόμους. Το 1905 γράφεται ότι τα «χοντρά αστεία» των σοκακιών του Ψυρρή είχαν μεταφερθεί στη Σταδίου, «το μέγα υπαίθριον σαλόνι των ευγενών πειραγμάτων» (Σκριπ 1 Μαρτίου 1905 -βλ. και Σπυροπούλου 2010, 129 για την παρομοίωση της Σταδίου με αστικό σαλόνι από τον μυθιστοριογράφο Σπανδωνή το 1893). Το 1920 γίνεται λόγος για «βάναυση επιδρομή ομάδων μόρτηδων εις τους κεντρικούς δρόμους» (Καιροί 19 Ιανουαρίου 1920). Το 1915 ένας δημοσιογράφος καλεί την αστυνομία να μαζέψει τους «σιχαμερούς όμιλους μετημφιεσμένων» που ζητάνε λεφτά για το θέαμα που προσφέρουν με την καμήλα, το γαϊτανάκι, τις παληάτσικες τούμπες και «λοιπές αηδίες», ή έστω «να τους περιορίση εις τας πλέον αποκέντρους συνοικίας των Αθηνών, δια να γλιτώση ο κόσμος των κέντρων απ’ αυτήν την αισθητικήν ναυτίαν» (Ακρόπολις 22 Ιανουαρίου 1915). Οι «απόκεντρες συνοικίες», λοιπόν, αναγνωρίζονται ως το φυσικό περιβάλλον αυτών των θεαμάτων, το οποίο βρίσκεται μακριά από το κέντρο, τη «βιτρίνα» της πόλης αλλά κυρίως χώρο όπου ζουν άνθρωποι με πιο εκλεπτυσμένη κουλτούρα.
Ο βαθμός συγκέντρωσης των αποκριάτικων εκδηλώσεων σημείωσε μια κορύφωση στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ού αιώνα, και μετά μειώθηκε. Ο κρίσιμος παράγοντας, εδώ, ήταν οι γενικότεροι μετασχηματισμοί που επήλθαν στην αποκριάτικη διασκέδαση, με τον περιορισμό του βάρους του δημόσιου εορτασμού και των θεαμάτων και τη στροφή στον χορό (Ποταμιάνος, 2020: 263-267). Φυσικά τα κέντρα διασκέδασης του κέντρου της Αθήνας συγκέντρωναν πολύ κόσμο, ενώ οι αποκριάτικοι χοροί των διαφόρων σωματείων επίσης έτειναν να οργανώνονται σε χώρους του κέντρου. Παραμένει γεγονός, όμως ότι οι γειτονιές ήταν σε καλύτερη θέση για να συναγωνιστούν το κέντρο της πόλης στην προσέλκυση του κόσμου όσον αφορά τα κέντρα διασκέδασης απ’ όσο ήταν όσον αφορά τα αστικά θεάματα. Επιπλέον, οι κατακτήσεις των γυναικών όσον αφορά τη δυνατότητά τους να κινούνται σε δημόσιο χώρο (Ποταμιάνος, 2020: 232-234), καθιστούσαν μικρότερη τη σημασία της δημιουργίας ενός “πολιτισμένου χώρου” στο κέντρο της πόλης στον οποίο οι παρενοχλήσεις ήταν οι λιγότερες δυνατές∙ και από αυτή την άποψη, λοιπόν, μπορεί να θεωρήσει κανείς ότι ήταν πια μικρότερη η ανάγκη συγκέντρωσης.
Βεβαίως, μετά την τελευταία παρέλαση που οργανώθηκε από κομιτάτο το 1920, κεντρικά οργανωμένες εκδηλώσεις και παρελάσεις θα επαναληφθούν τη δεκαετία του 1930 στην Πλάκα, με τις “Απόκριες της παλιάς Αθήνας” που οργάνωνε ο ΕΟΤ, ο δήμος και επιτροπή κατοίκων (Βλάχος, 2016: 189, Ελεύθερον Βήμα 2 Μαρτίου 1932, Αθηναϊκά Νέα 26 Ιανουαρίου 1934 κλπ). Η πρωτοβουλία αυτή κατέστησε την Πλάκα επίκεντρο του (αποδυναμωμένου) καρναβαλιού στην Αθήνα τις επόμενες δεκαετίες (π.χ. Μπρούσαλης 1963), και φαίνεται ότι συνέβαλε γενικότερα στην καθιέρωση της Πλάκας ως κέντρου υπερτοπικής ψυχαγωγίας με τις ταβέρνες της, αργότερα τις μπουάτ κλπ. Είναι σαφές, όμως, ότι πλέον επρόκειτο για μια περιορισμένων διαστάσεων αποκριάτικη παρέλαση, με πολύ μικρότερη συγκέντρωση κόσμου.
Η υπόθεσή μας είναι ότι η μείωση της συγκέντρωσης οδήγησε σε μια αύξηση της αυτονομίας της λαϊκής κουλτούρας και της λαϊκής γειτονιάς. Η περαιτέρω εξάπλωση της Αθήνας στον χώρο, με τον διπλασιασμό του πληθυσμού της στις δεκαετίες του 1910 και 1920, εκ των πραγμάτων θα ενίσχυσε διάφορα επιμέρους συνοικιακά και δια-συνοικιακά κέντρα, όπως και μια πιο αυτόνομη ζωή των “απόκεντρων” συνοικιών. Ήδη το 1916 ένα χρονογράφημα περιέγραφε τις «μικρογειτονιές» ως αυτάρκεις, αυτοτελείς ενότητες: «υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι, εκτός ενός βραδινού περιπάτου μέχρι της πλατείας Συντάγματος, δεν συγκοινωνούν ουδαμώς με τα λεγόμενα κέντρα. Ανήκουν εις την συνοικίαν. Το καφενείον της, το πεζοδρόμιό της, το κοριτσόπουλόν της, το μικρό της θέατρο, η κίνησίς της γίνονται από ημέρας εις ημέραν πράγματα αρκετά δια να ικανοποιούν κάθε τους ενδιαφέρον» (Πατρίς 30 Ιουνίου 1916). Το κλασικό θεατρικό έργο «Φιντανάκι» του Παντελή Χορν (1921) μοιάζει να εκφράζει μια τέτοια συνείδηση, τοποθετώντας την πλοκή του σε μια σμικρυμένη εκδοχή της λαϊκής γειτονιάς, την «αυλή», και παρουσιάζοντάς την ως έναν ολοκληρωμένο κόσμο στα όρια του οποίου εξελίσσεται η ζωή των ενοίκων των δωματίων-σπιτιών γύρω από την κοινή αυλή. Ασφαλώς δεν είναι ορθό να αντιλαμβανόμαστε τη γειτονιά ως έναν χώρο περίκλειστο, φαίνεται όμως ότι κατά τον μεσοπόλεμο γίνεται πιο αυτάρκης και αυτοτελής· χαρακτηριστική αυτής της εξέλιξης είναι και η έκδοση συνοικιακών εφημερίδων όπως η Φωνή του Παγκρατίου το 1930. Μια αίσθηση μεγαλύτερης απομόνωσης και αυτάρκειας προκαλούνταν οπωσδήποτε και από το γεγονός των περιορισμένων αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στους γηγενείς και στους πρόσφυγες του 1922 που εγκαταστάθηκαν σε συνοικισμούς γύρω από την Αθήνα.
Η λαϊκή γειτονιά, στις νέες αυτές συνθήκες αυξημένης αυτοτέλειας, υπήρξε ο χώρος στον οποίο αναπτύχθηκε ένας νέος λαϊκός πολιτισμός τον μεσοπόλεμο, με εμβληματική την κουλτούρα του ρεμπέτικου. Από τα στοιχεία που έχουμε συγκεντρώσει, ωστόσο, δεν προκύπτει κάποιος ιδιαίτερος δυναμισμός στο πεδίο της αποκριάτικης κουλτούρας. Παλιότερα λαϊκά θεάματα όπως η καμήλα ή το γαϊτανάκι δεν ξαναβρήκαν τις παλιές τους δόξες (στην παρακμή τους αναφέρονται το Έθνος 5 Μαρτίου 1924, η Πρωία 3 Μαρτίου 1929 κλπ), ούτε αναβίωσαν οι σατιρικές μασκαράτες. Οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, με την εξαίρεση ίσως της πρακτικής του πετάγματος χαρταετών την Καθαρά Δευτέρα (χρωστάω την επισήμανση στην Κλειώ Γκουγκουλή), δεν έβαλαν τη σφραγίδα τους στην αποκριάτικη κουλτούρα, όπως το έκαναν σε πεδία όπως η μουσική ή η μαγειρική. Ενδεχομένως αντιπροσωπευτική είναι μία περιγραφή της συνοικιακής αποκριάτικης ζωής όπως αυτή που δημοσιεύτηκε το 1924 ως ανταπόκριση από την Αγία Τριάδα: «Δεν είδαμε την κίνηση που βλέπαμε άλλοτε, την γκαμήλα, το γαϊτανάκι και τον Φασουλή, αλλά δεν είδαμε και μασκαράδες. Είδαμε όμως μια άλλη κίνηση, από γλεντζέδες που ανεβασμένοι σε αμάξια τραγουδούσαν διάφορα αποκριάτικα τραγούδια, ενώ σε πολλά ζυθοπωλεία άλλοι χόρευαν». Γιορτές με χορούς ευρωπαϊκούς και ελληνικούς έγιναν και στα σπίτια, «διαδίδεται δε ότι τις τελευταίες μέρες της αποκριάς θα δοθούν χοροί εις όλα τα ζυθοπωλεία της συνοικίας, μικρά και μεγάλα, τα οποία θα μετατραπούν προσωρινώς σε χορευτικά κέντρα όπου, λένε, η είσοδος θα επιτραπεί μόνο εις μασκαρεμένους» (Εύα 23 Φεβρουαρίου 1924).
Οπωσδήποτε μια ζωηρότερη κίνηση στους δρόμους πρέπει να χαρακτήριζε το καρναβάλι στις λαϊκές γειτονιές, δεδομένης και της στενότητας χώρου στα σπίτια των φτωχότερων. Σύμφωνα με τον Παπαζαχαρίου (1980: 205-206), όμως, πλέον αυτή η κίνηση σε περιορισμένο μόνο βαθμό διαχεόταν έξω από τη συνοικία: οι μασκαράδες του μεσοπολέμου παρέμεναν σε μεγάλο βαθμό στις γειτονιές τους χωρίς να εξέρχονται και να συναντιούνται στο κέντρο. Επρόκειτο για μια αντιστροφή της τάσης προς τη συγκέντρωση που είχε παρατηρηθεί στην προηγούμενη περίοδο, που ίσως δεν είναι εντελώς αυθαίρετο να συσχετίσουμε με τον κλονισμό της αστικής ηγεμονίας κατά τον μεσοπόλεμο, ο οποίος στο πολιτικό επίπεδο εκφράστηκε με μια σειρά από στρατιωτικά πραξικοπήματα (δηλαδή με την αύξηση της προσφυγής στη βία και την υποχώρηση της θεσμοποίησης της πολιτικής αντιπαράθεσης: Κωστής 2013). Η τάση αυτή των λαϊκών γειτονιών να αυτονομηθούν θα φτάσει σε ακραία επίπεδα στις συνθήκες της Κατοχής, και θα ολοκληρωθεί με την απόπειρα κατάληψης του κέντρου της Αθήνας κατά τα Δεκεμβριανά από μια κομμουνιστική αριστερά που ως βάση της είχε την περιφέρεια της πόλης.
Αναφορά λήμματος
Ποταμιάνος, Ν. (2021) Το καρναβάλι, η Αθήνα, το κέντρο και οι γειτονιές της 1834-1944, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/the-carnival-in-athens-1834-1944/ , DOI: 10.17902/20971.117
Αναφορά Άτλαντα
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Βιβλιογραφία
- Αθάνατος Κ (2001) Ταξείδι στην παλιά Αθήνα. Αθήνα: Δήμος Αθηναίων Πολιτισμικός Οργανισμός.
- Βλάχος Ά (2016) Τουρισμός και δημόσιες πολιτικές στη σύγχρονη Ελλάδα 1914-1950. Αθήνα: Economia Publishing.
- Κωστής Κ (2013) «Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας». Η διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους 18ος-21ος αιώνας. Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις.
- Μπουκλάκος ΓΘ (επιμ.) (1874) Συλλογή των Αστυνομικών νόμων, διαταγμάτων, διατάξεων και κανονισμών. Αθήνα.
- Μπουρνόβα Ε και Δημητροπούλου Μ (2015) Κοινωνικο-επαγγελματική διαστρωμάτωση της πρωτεύουσας. Στο: Μαλούτας Θ και Σπυρέλλης ΣΝ (επιμ.), Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού, Αθήνα.
- Μπρούσαλης Κ (1990) Σερπαντίνες και κομφετί. Στο: Ψαράκης Τ (επιμ.), Ανθολόγιο της Αθήνας, Αθήνα: Νέα Σύνορα, σσ 21–24.
- Παπαδιαμάντης Α (1984) Οι παραπονεμένες. Στο: Τριανταφυλλόπουλος ΝΔ (επιμ.), Άπαντα, Αθήνα: Δόμος, σσ 193–198.
- Παπαζαχαρίου Ε (1980) Η πιάτσα. Αθήνα: Κάκτος.
- Ποταμιάνος Ν (2020) ‘Της αναιδείας θεάματα’. Κοινωνική ιστορία της αποκριάς στην Αθήνα, 1800-1940. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Θεσσαλίας.
- Ποταμιάνος Ν (2018) ‘Οι πλάνητες υιοί του Ερμού’: πλανόδιοι έμποροι στους δρόμους της Αθήνας 1890-1930. Στο: Χατζηιωάννου ΜΧ (επιμ.), Ιστορίες λιανικού εμπορίου 19ος-21ος αιώνας, Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, σσ 111–145.
- Ποταμιάνος Ν (2015) Οι νοικοκυραίοι. Μαγαζάτορες και βιοτέχνες στην Αθήνα 1880-1925. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
- Σπυροπούλου Α (2010) Μορφές κατοίκησης στην Αθήνα κατά τα τέλη του 19ου αιώνα. Αρχιτεκτονικός χώρος και λογοτεχνία. Αθήνα: Νήσος.
- Χατζηπανταζής Θ (1986) Της Ασιάτιδος μούσης ερασταί… η ακμή του αθηναϊκού καφέ αμάν στα χρόνια της βασιλείας του Γεώργιου Α΄. Αθήνα: Στιγμή.
- Castells M (1979) The urban question. A Marxist approach. London: Arnold.
- Gruppi L (1977) Η έννοια της ηγεμονίας στον Γκράμσι. Αθήνα: Θεμέλιο.
- Lefebvre H (1977) Το δικαίωμα στην πόλη. Χώρος και πολιτική. Αθήνα: Παπαζήσης.
- Merriman JM (1991) The Margins of City Life: Explorations on the French Urban Frontier, 1815-1851. New York and Oxford: Oxford University Press on Demand.
- Vigarello G (2004) Από το παιχνίδι στο αθλητικό θέαμα. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.