Το θεσμικό πλαίσιο του χωρικού σχεδιασμού για το Κέντρο της Αθήνας: Όψεις του στρατηγικού και του κανονιστικού σχεδιασμού
2017 | Ιούν
Το κείμενο προσεγγίζει το θεσμικό πλαίσιο του χωρικού σχεδιασμού για το Κέντρο Πόλης της Αθήνας και τη σημασία του, με στόχο να αναδείξει πτυχές των πολιτικών για το Κέντρο που παραμένουν λιγότερο ορατές. Αν και η έννοια θεσμικό πλαίσιο μπορεί να αφορά μια μεγάλη ποικιλία από νόμους, ρυθμίσεις και κανονισμούς (λ.χ. το κτηματολόγιο, το καθεστώς παρέμβασης στα κενά κτήρια, το καθεστώς ενοικίασης κτηρίων του δημόσιου τομέα, φορολογικές και τραπεζικές διατάξεις, ρυθμίσεις για καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος κ.ά.), το παρόν κείμενο εστιάζει επιλεκτικά σε πολεοδομικής φύσης εργαλεία, ακολουθώντας τη διάκριση μεταξύ στρατηγικών και κανονιστικών εργαλείων σχεδιασμού.
Μεθοδολογικά, το κείμενο βασίζεται στη συστηματική αποδελτίωση και ανάλυση νόμων και προεδρικών διαταγμάτων, καθώς και σε υλικό που προέκυψε στο πλαίσιο ερευνητικών προγραμμάτων και μαθημάτων στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ [1]. Η αναφορά στο «Κέντρο της Αθήνας» λαμβάνει υπόψη τον προσδιορισμό του «Ιστορικού Κέντρου (ΦΕΚ 567Δ/1979) και του «Υπερτοπικού Κέντρου» (κατά το ΓΠΣ), καθώς και τα διοικητικά όρια του Δήμου Αθηναίων, χωρίς όμως να ταυτίζεται με τα παραπάνω. Αντίθετα, αποτελεί μια πιο ανοικτή αναφορά που διατηρεί στο κέντρο της το Ιστορικό Τρίγωνο των Σταμάτη Κλεάνθη – Εδουάρδου Σάουμπερτ και περιλαμβάνει σε γενικές γραμμές το πρώτο δημοτικό διαμέρισμα και μέρη του δεύτερου και του τρίτου.
Το κείμενο αναδεικνύει μια σύνθετη σχέση μεταξύ θεσμικού πλαισίου και χωρικής εξέλιξης του Κέντρου. Αφενός, αν και η εξέλιξη του Κέντρου δεν μπορεί να γίνει κατανοητή ως το χωρικό αποτύπωμα της θεσμικής ρύθμισής του –και παρά τις επικρατούσες προσλήψεις περί μη εφαρμογής του σχεδιασμού– τονίζεται η σημασία και ο διακριτός ρόλος του θεσμικού πλαισίου. Αφετέρου, υπογραμμίζεται η επιλεκτική χρήση του θεσμικού πλαισίου, η οποία σχετίζεται με κοινωνικές δυναμικές και πρακτικές ανάπτυξης του αστικού χώρου.
Κέντρο Πόλης, κεντρικότητες και οράματα για τον Στρατηγικό Σχεδιασμό
Το Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας (ΡΣΑ) του 1983 (ν.1515/1985, ΦΕΚ 18Α/1985) αποτέλεσε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 μια τομή για τον σχεδιασμό (και) του Κέντρου της Αθήνας, στο πλαίσιο της συγκρότησης ενός ενιαίου συστήματος σχεδιασμού στη χώρα (ν.1337/1983, Επιχείρηση Πολεοδομικής Ανασυγκρότησης) [2] , ενώ υποστηρίχθηκε από την ίδρυση του Οργανισμού Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας (ΟΡΣΑ) (Γεράρδη, 1997, 1998) [3]. Στους στόχους του ΡΣΑ 1983 –και υπό τον τίτλο «Αθήνα και πάλι Αθήνα»– (Eικόνα 1) συμπεριλαμβάνονταν μεταξύ άλλων: η «ανακατανομή λειτουργιών», η «πολυκεντρική δομή», η αποκέντρωση υπηρεσιών, ο περιορισμός κεντρικών λειτουργιών και η αποσυμφόρηση κεντρικών περιοχών. Το ΡΣΑ 1983 προωθούσε τη διατήρηση και την ανάδειξη του ιστορικού χαρακτήρα του Κέντρου, την απομάκρυνση του χονδρεμπορίου, την επαναφορά της κατοικίας, την αποφυγή της διαμπερούς διέλευσης ΙΧ αυτοκινήτων, ένα ενιαίο δίκτυο ροής πεζών και τη δημιουργία δικτύου τραμ (ρητά, όμως, όχι μετρό) (Eικόνα 2).
Εικόνα 1: Το εξώφυλλο του Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας 1983 με τίτλο: «Η Αθήνα και πάλι Αθήνα». Εδώ απεικονίζεται για πρώτη φορά η πεζοδρόμηση της οδού Πανεπιστημίου και η διέλευση του τραμ
Εικόνα 2: Στρατηγικές προβλέψεις του ΡΣΑ 1983 για την «Κεντρική Περιοχή Αθήνας»
Οι στοχεύσεις αυτές θα πρέπει να γίνουν κατανοητές στο πλαίσιο της σημασίας που είχαν αποκτήσει κατά τη συγκυρία εκείνη η εντεινόμενη ατμοσφαιρική ρύπανση, καθώς και ο λεγόμενος «υδροκεφαλισμός» της πρωτεύουσας. Παράλληλα, το ΡΣΑ 1983 αποσκοπούσε να απαντήσει στην εμπειρία της εντατικής μεταπολεμικής ανοικοδόμησης του Κέντρου, των αυξημένων συντελεστών δόμησης (που είχαν περαιτέρω αυξηθεί κατά τη δικτατορία) και αυτού που γινόταν κατανοητό ως «αλλοίωση» του χαρακτήρα του ιστορικού κέντρου. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι οι ρυθμοί αστικοποίησης είχαν, πλέον, μειωθεί και το Κέντρο είχε χτιστεί σε μεγάλο βαθμό, προβαλλόταν ως αναγκαία η στροφή στην ποιότητα ζωής, σε αναπλάσεις και διορθωτικές ποιοτικές παρεμβάσεις, με αναφορά και στις αναδυόμενες, τότε, σημασίες της προστασίας του περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Έκτοτε, έχουν διατυπωθεί ποικίλες απόψεις για την αποτελεσματικότητα του ΡΣΑ. Από την άποψη ότι η συμβολή του υπήρξε «από μηδενική ως μηδαμινή» (Αραβαντινός, 2002), μέχρι την άποψη ότι «σηματοδότησε τις αντιλήψεις σχεδιασμού, αλλά και μεγάλο μέρος της πολιτικής και τεχνικής πρακτικής στα ζητήματα πόλης» (Γεράρδη, 1998: 44). Όσο κι αν μοιάζει αντιφατικό, στο παρόν κείμενο υποστηρίζουμε ότι οι αντίθετες αυτές θέσεις εμπεριέχουν όψεις της ίδιας πραγματικότητας.
Καταρχάς μπορούμε σήμερα να δούμε ότι πολλά από όσα προέβλεπε το ΡΣΑ πραγματοποιήθηκαν κατά κάποιο τρόπο τις επόμενες δεκαετίες, μεταξύ άλλων: η «δημιουργία πολυκεντρικής δομής», η «ανακατανομή της επιτελικής διοίκησης» με τη μερική απομάκρυνση υπουργείων από το Κέντρο (όχι όμως προς τα δυτικά), η «συγκέντρωση του χονδρεμπορίου εκτός του Λεκανοπεδίου» (όχι όμως πάντα σε κατάλληλα επιλεγμένες ζώνες), η «μετεγκατάσταση των διάσπαρτων μονάδων βιομηχανίας-βιοτεχνίας από τις περιοχές κατοικίας» (Γεράρδη, ό.π.: 46-7).
Έτσι, από τη μια πλευρά, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει (εν μέρει ορθά) ότι η εμφατική προώθηση της επαναφοράς της κατοικίας και της ανάδειξης του ιστορικού χαρακτήρα του Κέντρου, ανεξάρτητα από τις προθέσεις του σχεδιασμού, συνέβαλαν με την πάροδο του χρόνου στην αποδυνάμωση της πολυλειτουργικότητας, στη διάβρωση της κοινωνικής πολυσυλλεκτικότητας και σε κενά κτήρια, αφού χρήσεις που «αποσυμφορήθηκαν» δεν μπόρεσαν να αντικατασταθούν από άλλες (ΕΜΠ – ΥΠΕΚΑ, 2012). Από την άλλη, θα μπορούσε να υποστηριχθεί (και πάλι εν μέρει ορθά) ότι παρόλο που τις προέβλεπε το θεσμικό πλαίσιο, οι αλλαγές αυτές δεν συνέβησαν ακριβώς εξαιτίας αυτού, αλλά σχετίζονταν με ευρύτερες διαδικασίες ανάπτυξης του χώρου. Για παράδειγμα, η λειτουργική αποσυμφόρηση του Κέντρου, ενώ αποτέλεσε εκφρασμένη χωρική πολιτική του ΡΣΑ, παράλληλα συνδέθηκε με τις δυναμικές του εγχώριου κατασκευαστικού τομέα, την αλλαγή κλίμακας και δομής του συστήματος γης και οικοδομής, πολιτισμικές αλλαγές και νέα καταναλωτικά πρότυπα. Θα μπορούσε, μάλιστα, σε κάποιο βαθμό να γίνει κατανοητή και στο πλαίσιο κατά πολύ ευρύτερων τάσεων αστικής διάχυσης και «εξω-αστικοποίησης», οι οποίες καταγράφονταν την ίδια περίοδο σε παγκόσμια κλίμακα (Soja, 2000).
Οι παρατηρήσεις αυτές μας ωθούν να αναρωτηθούμε ποια θα ήταν η εξέλιξη του Κέντρου Πόλης αν δεν υπήρχε το θεσμοθετημένο πλαίσιο του ΡΣΑ και ποια ήταν, τελικά, η χρησιμότητά του.
Ένα πρώτο σημείο που έχει νόημα να τονιστεί είναι ότι η επιλεκτική εφαρμογή του ΡΣΑ ικανοποίησε αιτήματα της αγοράς σε μεταγενέστερη χρονική περίοδο, σε άλλα εννοιολογικά πλαίσια και με άλλες στοχεύσεις. Για παράδειγμα, η απομάκρυνση της επιτελικής διοίκησης υλοποιήθηκε σε σημαντικό βαθμό μετά το 2000, εντείνοντας τις τάσεις παρακμής κεντρικών περιοχών, απομακρύνοντας εργαζομένους του Κέντρου και συμπαρασύροντας μια σειρά από άλλες χρήσεις και οικονομίες κλίμακας (Χατζημιχάλης, 2011) [4] . Παράλληλα, το ΡΣΑ λειτούργησε ως κατευθυντήριος οδηγός για την σταδιακή υλοποίηση μεγάλων αστικών παρεμβάσεων στο Κέντρο, κατεξοχήν του μεγάλου περίπατου γύρω από την Ακρόπολη, υπό την Εταιρεία Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χώρων Αθήνας (ΕΑΧΑ), αλλά και μια σταθερή αναφορά για αναπλάσεις που έκτοτε επανέρχονται τακτικά ως αστικά οράματα στη δημόσια συζήτηση, όπως αυτές της Πανεπιστημίου, της Ακαδημίας Πλάτωνος, των Προσφυγικών της λεωφόρου Αλεξάνδρας / Κουντουριώτικα και του Ελαιώνα.
Ένα δεύτερο σημείο που αξίζει να υπογραμμιστεί είναι ότι, ενδεχομένως, ήταν βολικό να παραμένει επί μακρόν σε ισχύ ένα θεωρούμενο ως «παρωχημένο» ΡΣΑ, προκειμένου να μπορούν να το παρακάμπτουν ευκολότερα μια σειρά από τροποποιήσεις με τη λογική του επείγοντος. Τη θέση αυτή υποστηρίζει το γεγονός ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 έγιναν με τροποποιήσεις πάνω στο υφιστάμενο ΡΣΑ, με κατά παρέκκλιση διαδικασίες, εισάγοντας, έτσι, μια νέα αντίληψη για τη ρύθμιση του χώρου (Ευαγγελίδου, 2004, Ηλιοπούλου, 2004, Σταθάκης και Χατζημιχάλης, 2004), η οποία δεν έλαβε υπόψη τα νέα χωρικά και κοινωνικά δεδομένα της Αθήνας (Βαΐου κ.ά., 2004, Μαντουβάλου 1996α και 2010). Χαρακτηριστικό είναι, επίσης, το γεγονός ότι ο σχεδιασμός του δικτύου μετρό, η ανάπτυξη του οποίου επηρέασε έκτοτε καθοριστικά τις δυναμικές του Κέντρου, έγινε από την Αττικό Μετρό σε ένα παράλληλο επίπεδο ως προς το ΡΣΑ και τις προβλέψεις του.
Σε κάθε περίπτωση, το ΡΣΑ του 1983, με τις τροποποιήσεις του, παρέμεινε τυπικά σε ισχύ για ένα διάστημα τριάντα χρόνων, μέχρι το 2014, οπότε θεσμοθετήθηκε το νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο «Αθήνα-Αττική 2021» [5] . Η συγκυρία ήταν πλέον από κάθε άποψη διαφορετική. Αφενός λόγω των παραμέτρων της «κρίσης του Κέντρου», όπως η μείωση του εγγεγραμμένου πληθυσμού του Δήμου Αθηναίων, η διεύρυνση των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων και της φτώχειας, τα φαινόμενα ξενοφοβίας και ρατσισμού, το παρακμασμένο και μερικά κενό κτηριακό απόθεμα (βλ. και ΕΜΠ-ΥΠΕΚΑ, 2012, Μαντουβάλου κ.ά., 2011), καθώς και του κυρίαρχου λόγου που διαμορφώθηκε γι’ αυτήν (encounterathens, 2011, Καλαντζοπούλου κ.ά., 2011). Αφετέρου, λόγω του νέου θεσμικού περιβάλλοντος στο πλαίσιο του καθεστώτος μνημονίου, που περιλάμβανε την κατάργηση του ΟΡΣΑ και της ΕΑΧΑ, την εισαγωγή νέων νόμων και εργαλείων σχεδιασμού και την αμεσότερη εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα στα ζητήματα του σχεδιασμού (Βαΐου, 2014).
Οι διαδικασίες σύνταξης του νέου Ρυθμιστικού Σχεδίου οδήγησαν σε πρώτη φάση στην κατάθεση νομοσχεδίου το 2011 (ΡΣΑ/2011), και σε δεύτερη φάση στην τελική εκδοχή που θεσμοθετήθηκε το 2014 (ΡΣΑ/2014) (ν.4277/2014, ΦΕΚ 156Α/2014). Η συγκριτική ανάγνωση της πρώτης και της δεύτερης εκδοχής του νέου ΡΣΑ παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς υπογραμμίζει την αντιπαράθεση διαφορετικών αντιλήψεων και στοχεύσεων για το Κέντρο της Αθήνας (Εικόνες 3, 4).
Εικόνες 3 & 4: Ο χάρτης του «Στρατηγικού Σχεδίου, από την εκδοχή ΡΣΑ/2011 και την τελική, θεσμοθετημένη εκδοχή του ΡΣΑ/2014. Μαζί με το «Μητροπολιτικό Κέντρο» και τους «Πόλους Ανάπτυξης», στη δεύτερη εκδοχή διακρίνεται η προσθήκη των «Αναπτυξιακών Αξόνων».
Ειδικότερα, το σχέδιο νόμου ΡΣΑ/2011 επανάφερε με δυναμικό τρόπο τα ζητήματα του Κέντρου, επιχειρώντας να πιάσει το νήμα από το ΡΣΑ 1983. Πρότασσε, πλέον, αντί της λογικής της «αποσυμφόρησης» το πρότυπο της «συμπαγούς πόλης» και έθετε ρητά ως στόχο την ανανέωση του υπάρχοντος κτηριακού αποθέματος. Πρόβαλε ως κατεύθυνση την «ολοκληρωμένη ανασυγκρότηση» του Κέντρου, και ως άξονες την τόνωση της επιτελικής διοίκησης, την ενίσχυση δραστηριοτήτων και θέσεων απασχόλησης, την ενίσχυση της κατοικίας, την ενεργοποίηση του κενού κτηριακού αποθέματος, την προώθηση Μέσων Μαζικής Μεταφοράς κ.ά. Αντίθετα, η τελική θεσμοθετημένη εκδοχή του 2014 παρέλειπε σε επίπεδο διατυπώσεων την «τόνωση της κεντρικότητας», τη «ριζική ανάσχεση της αστικής διάχυσης», τη «λειτουργική πύκνωση», την «πολυσυλλεκτική φυσιογνωμία του Κέντρου» την «αναζωογόνηση της παραγωγής», ή την «αποτροπή του ΙΧ». Επιπλέον, προσέθετε μια σειρά από αντιθετικές ως προς την κεντρικότητα του Κέντρου παραμέτρους, λ.χ. τους μεγάλους «αναπτυξιακούς άξονες» και τα μεγάλα οδικά έργα, ελαστικότερες προβλέψεις για τα μεγάλα εμπορικά κέντρα, και τον αναπτυξιακό πόλο στο πρώην αεροδρόμιο Ελληνικού.
Οι διαφορές μεταξύ των δύο εκδοχών του ΡΣΑ 2021 αντανακλούν την απόκλιση αντιλήψεων όσων εμπλέκονται άμεσα με τον στρατηγικό σχεδιασμό, επαγγελματίες του σχεδιασμού, πανεπιστημιακούς, πολιτικούς και στελέχη της διοίκησης. Αναδεικνύουν τις αμφιθυμίες για τις προθέσεις του σχεδιασμού, όπως λ.χ., αρκετά σχηματικά, για το πόσο «φιλο-αναπτυξιακός» ή «φιλο-περιβαλλοντικός» θα πρέπει να είναι. Με τη σειρά τους, οι διαφορετικές αυτές αντιλήψεις αντανακλούν την ένταση των διακυβευμάτων γύρω από την ανάπτυξη του αστικού χώρου και τις πιέσεις οικονομικών και τεχνοκρατικών δικτύων για την ικανοποίηση αναπτυξιακών αιτημάτων μέσω της θεσμοθέτησης του σχεδιασμού (Μαντουβάλου, 2014), γεγονός που δείχνει ότι ο στρατηγικός σχεδιασμός έχει σημασία.
Κέντρο Πόλης και χρήσεις γης για τον Κανονιστικό Σχεδιασμό
Στο επίπεδο του κανονιστικού σχεδιασμού, λίγα χρόνια μετά τη θεσμοθέτηση του ΡΣΑ 1983, το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (ΓΠΣ) του Δήμου Αθηναίων του 1988 (ΥΑ 255/45/1988, ΦΕΚ 80Δ/1988, με τροποποιήσεις) εξειδίκευσε σε κανονιστικό επίπεδο μια σειρά από κατευθύνσεις του ΡΣΑ (Εικόνα 5). Το ΓΠΣ προέβλεπε την οριοθέτηση και τον εκτατικό περιορισμό του Κέντρου Πόλης, ορίζοντας ως «Υπερτοπικό Κέντρο» την περιοχή: Ακαδημίας/Πανεπιστημίου/Σταδίου, Σύνταγμα, Ομόνοια και Εμπορικό Τρίγωνο. Σύμφωνα με τις θεσμοθετημένες χρήσεις του ΓΠΣ, στο Κέντρο της Αθήνας προβλέπονταν κατά κύριο λόγο ζώνες «πολεοδομικού κέντρου», «κέντρου γειτονιάς» και «γενικής κατοικίας», οι οποίες και εμπεριείχαν ένα ευρύ πλέγμα λειτουργιών (σύμφωνα με το ΠΔ 166/1987) και στην ουσία ανταποκρίνονταν στον πολυλειτουργικό χαρακτήρα του.
Εικόνα 5: Το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο του Δήμου Αθηναίων
Ως εξειδίκευση του ΡΣΑ 1983, το ΓΠΣ 1988 μιλούσε και αυτό για αποσυμφόρηση κεντρικών περιοχών, καθώς και την τόνωση τοπικών κέντρων εντός του Δήμου Αθηναίων (πολυκεντρικότητα), με παράλληλο έλεγχο και σταδιακό περιορισμό της ανάπτυξης νέων κεντρικών λειτουργιών κατά μήκος των μεγάλων αρτηριών. Επιπλέον, προέβλεπε και αυτό την ανάδειξη του ιστορικού χαρακτήρα του Κέντρου, τον έλεγχο των χρήσεων και τη μείωση των όρων δόμησης, την τόνωση της κατοικίας και περιορισμούς στη χωροθέτηση γραφείων και εμπορίου.
Ως περαιτέρω εξειδικεύσεις του ΓΠΣ εκπονήθηκαν και θεσμοθετήθηκαν από τη δεκαετία του 1980 μέχρι και τη δεκαετία του 2000 μια σειρά από Προεδρικά Διατάγματα (ΠΔ) καθορισμού χρήσεων γης για γειτονιές του Κέντρου (Εικόνα 6) (βλ. και ΕΜΠ-ΥΠΕΚΑ, 2012) [6]. Ειδικότερα, τη δεκαετία του 1980 προωθήθηκε το διάταγμα για την Πλάκα (ΦΕΚ617Δ/1980, ΦΕΚ 1329Δ/1993) και το Θησείο (ΦΕΚ 60/1989), τις περιοχές δηλαδή της παλιάς πόλης, κοντά στην Ακρόπολη. Η παραγωγή των διαταγμάτων εντάθηκε τη δεκαετία του 1990 με τα Εξάρχεια (ΦΕΚ 1075Δ/1993), το Μετς (ΦΕΚ 1150Δ/1993), το Εμπορικό Τρίγωνο (ΦΕΚ 704Δ/1994), του Ψυρρή/Ομόνοια (ΦΕΚ 233Δ/1998) και το Μεταξουργείο (ΦΕΚ 616Δ/1998, με τροποποιήσεις) και συνδυάστηκε με προγράμματα ανάπλασης [7] και αρκετές πεζοδρομήσεις (Κανελλοπούλου, 2016). Τελευταίο εκπονήθηκε το διάταγμα για την οδό Πειραιώς, που περιλάμβανε και το Γκαζοχώρι, στα μέσα της δεκαετίας του 2000 (ΦΕΚ 1063Δ/2004, με τροποποιήσεις).
Εικόνα 6: Ειδικές χρήσεις γης Δήμου Αθηναίων, όπου ισχύουν τα σχετικά Προεδρικά Διατάγματα
Τα διατάγματα αυτά προσδιόριζαν τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται, πώς και πόσο μπορεί κανείς να χτίζει, τι προστατεύεται και τι αποθαρρύνεται. Αξίζει, μάλιστα, να τονιστεί ότι –παρά τις επικρατούσες προσλήψεις– πολλές από τις ρυθμίσεις που προωθούνταν στα διατάγματα όντως εφαρμόστηκαν και ότι αυτά επέδρασαν, συχνά σε αξιοσημείωτο βαθμό, στην εξέλιξη περιοχών του Κέντρου. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τα διατάγματα εφαρμόστηκε η αυστηρή προώθηση της κατοικίας, του πολιτισμού και της επιτελικής διοίκησης στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, η ενίσχυση της κατοικίας και ο περιορισμός της αναψυχής στο Μετς, αλλά και στην Πλάκα (Ζήβας, 2006), ή ακόμα και η ανάπτυξη συγκεκριμένου τύπου αναψυχής στο Μεταξουργείο. Επιπλέον, τα διατάγματα για το Εμπορικό Τρίγωνο και του Ψυρρή, φαίνεται ότι συνέβαλλαν με τον τρόπο τους στην αποδυνάμωση ή και απομάκρυνση του χονδρεμπορίου, της μεταποίησης και μιας σειράς συναφών επαγγελματικών δραστηριοτήτων, και κατ’ επέκταση της κατοικίας. Οι διαπιστώσεις αυτές, και πάλι, δεν συνεπάγονται γραμμικές, απόλυτες σχέσεις μεταξύ θεσμικού πλαισίου και χωρικής εξέλιξης.
Ειδικότερα, επισημαίνονται μια σειρά από παρατηρήσεις που αφορούν τις σχέσεις του κανονιστικού πλαισίου για τις χρήσεις γης με τις δυναμικές της μεταποίησης, της κατοικίας και της αναψυχής:
Μεταποίηση/παραγωγή:
Το ΓΠΣ και αρκετά ΠΔ χρήσεων γης (Εμπορικό Τρίγωνο, Ψυρρή, Μεταξουργείο) επιχείρησαν να περιορίσουν επαγγελματικές και παραγωγικές δραστηριότητες και το χονδρεμπόριο από κεντρικές περιοχές. Επιπλέον, το ΠΔ της Πειραιώς περιόριζε τις παραγωγικές δραστηριότητες, ορίζοντας ένα μεγάλο κομμάτι του άξονα ως βιομηχανικό πάρκο (ΒΙΠΑ) «προς εξυγίανση» και προκρίνοντας δραστηριότητες του τριτογενή τομέα. Οι πολιτικές αυτές μοιάζουν σήμερα διαφιλονικούμενες, στο βαθμό που ναι μεν στόχευαν σε μια πιο ορθολογική και περιβαλλοντική οργάνωση των χρήσεων, όμως συνέβαλαν σε βάθος χρόνου στην λειτουργική αποδυνάμωση των περιοχών αυτών και στην απομάκρυνση πληθυσμών που εργάζονταν ή κατοικούσαν εκεί. Και πάλι, βέβαια, δεν θα ήταν δόκιμο να αποδώσει κανείς συνολικά την αποδυνάμωση της παραγωγής στην εφαρμογή των ΠΔ, αλλά θα όφειλε να συνυπολογίσει μαζί με μια σειρά από νόμους και κρατικές πολιτικές (ΕΜΠ κ.ά., 1996), τις ευρύτερες αναδιαρθρώσεις του παραγωγικού τομέα σε εγχώριο και ευρωπαϊκό επίπεδο, την αποβιομηχάνιση της δεκαετίας του 1980, την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ, την ΕΕ και την ευρωζώνη, και τον μετέπειτα αναπτυξιακό προσανατολισμό της, καθώς και οικονομικά συμφέροντα στη μικρή κλίμακα που σχετίζονταν με την αγορά ακινήτων.
Κατοικία:
Η κατοικία προωθήθηκε ως κατεύθυνση στα περισσότερα θεσμοθετημένα ΠΔ. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως η Πλάκα και το Μετς φαίνεται ότι η πολιτική αυτή ήταν σε σημαντικό βαθμό αποτελεσματική, αν και ενδέχεται να συνέβαλε σε κάποιου είδους «εξευγενισμό». Σε άλλες περιπτώσεις, όπως στο Εμπορικό Τρίγωνο και του Ψυρρή, η κατοικία δεν ενισχύθηκε παρά μόνο σποραδικά, είτε γιατί δεν δημιουργήθηκε η αντίστοιχη ζήτηση, είτε γιατί δεν προέκυψε ενδιαφέρον από την αγορά ακινήτων. Συνέβαλε επίσης το γεγονός ότι αφέθηκαν σχετικά ανεξέλεγκτες οι χρήσεις αναψυχής, αλλά και το ότι τα διατάγματα εξαιρούσαν τα κτήρια των οποίων η χρήση δεν ήταν εξ αρχής κατοικία (όπως λ.χ. της επικρατούσας τυπολογίας της βιοτεχνικής / επαγγελματικής κτηριακής μονάδας) και εν γένει επειδή την προωθούσαν κανονιστικά, χωρίς όμως να προσφέρουν ένα κατευθυντήριο πλαίσιο ανάπτυξής της [8] .
Αναψυχή:
Η ανάλυση των ΠΔ για το Κέντρο δείχνει ότι η αναψυχή κατά κανόνα διαφεύγει των ρυθμίσεων του κανονιστικού πλαισίου του σχεδιασμού και συχνά αναπτύσσεται με παρόμοιους τρόπους από τις δυνάμεις της αγοράς, τόσο σε περιοχές που ρυθμίζονται από διατάγματα (όπως το Γκάζι, του Ψυρρή, το Θησείο, τα Εξάρχεια, το Κολωνάκι, το Εμπορικό Τρίγωνο), όσο και σε περιοχές που δεν ρυθμίζονται από αυτά (όπως τα Πετράλωνα). Σχετική εξαίρεση αποτελεί η περιοχή του Μεταξουργείου όπου το ΠΔ φαίνεται ότι σε κάποιο βαθμό κατεύθυνε την ανάπτυξη ειδικού, «νέο-παραδοσιακού» τύπου αναψυχής. Η απόκλιση ρυθμίσεων και πραγματικότητας όσον αφορά την αναψυχή είχε δύο όψεις. Αφενός, χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις παρεκκλίσεων από το θεσμικό πλαίσιο, οι οποίες αφορούν λ.χ. την ανάπτυξη οχλούσας αναψυχής στην Ιερά Οδό (όπου προβλέπεται αμιγής κατοικία), στην οδό Πειραιώς (σε περιοχές γενικής κατοικίας) αλλά και στο Γκάζι με την παράκαμψη των θεσμοθετημένων χρήσεων μέσω υπουργικών αποφάσεων. Αφετέρου, η απόκλιση αυτή συνίσταται στην αδυναμία των διαταγμάτων να ρυθμίσουν την «επιθετική» προς τις άλλες χρήσεις ανάπτυξη της αναψυχής, την εμπορευματοποίηση κεντρικών περιοχών και τον κορεσμό με όρους αγοράς, αλλά και στο γεγονός ότι η αναψυχή ρυθμίζεται με άλλου τύπου διατάξεις πέραν των ΠΔ.
Πάντως, η εντατική ανάπτυξη της αναψυχής στο Κέντρο Πόλης από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, είναι ένα φαινόμενο που συνδέεται τόσο με τη λειτουργία του μετρό, όσο και με μια σειρά οικονομικών παραμέτρων και νέων καταναλωτικών προτύπων της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και με παγκόσμιες τάσεις που αφορούν τον αστικό τουρισμό και τη μετατροπή περιοχών σε «θεματικά πάρκα» (Μίχα, 2007), ενώ εν μέσω κρίσης η συγκεκριμένη χρήση προβάλλει και ως αναπτυξιακή διέξοδος.
Ερωτήματα και προκλήσεις για τον χωρικό σχεδιασμό στο Κέντρο Πόλης
Η σημερινή συγκυρία είναι κατά πολύ διαφορετική σε σχέση με τη δεκαετία του 1980, οπότε μπήκαν οι βάσεις τόσο για το στρατηγικό, όσο και για το κανονιστικό πλαίσιο του σχεδιασμού του Κέντρου Πόλης. Εκτός του γεγονότος ότι ζούμε σε ένα ουσιαστικά διαφορετικό Κέντρο Πόλης, η σύγχρονη συνθήκη χαρακτηρίζεται από:
- ένα νέο θεσμικό πλαίσιο που επιχειρεί να επαναπροσδιορίσει τους στόχους και τις κατευθύνσεις του χωρικού σχεδιασμού συνολικά (για τον πολεοδομικό και χωροταξικό σχεδιασμό, τις χρήσεις γης και τη δόμηση), μαζί με νέα εργαλεία σχεδιασμού τύπου «fast-track» (ΕΣΧΑΣΕ/ ΕΣΧΑΔΑ), αλλά και εργαλεία στρατηγικού/επιχειρησιακού σχεδιασμού που αναφέρονται σε ποικιλία χωρικών κλιμάκων, όπως τα Σχέδια Ολοκληρωμένων Αστικών Παρεμβάσεων (ΣΟΑΠ) και οι Ολοκληρωμένες Χωρικές Επενδύσεις (ΟΧΕ).
- έναν κατακερματισμό δρώντων που έχουν ή διεκδικούν ρόλο και αρμοδιότητα για το Κέντρο, μεταξύ των οποίων ο Δήμος Αθηναίων, η Περιφέρεια Αττικής, η κεντρική διοίκηση (σε διαφορετικές εκφάνσεις), πολιτιστικά και κοινωφελή ιδρύματα και ιδιώτες, ενώ έχουν εκλείψει οργανισμοί που είχαν κομβικό ρόλο στην εξέλιξη του Κέντρου, όπως ο ΟΡΣΑ και η ΕΑΧΑ.
Χαρακτηριστικό της σύγχρονης συγκυρίας αποτελεί το γεγονός ότι τα νέα εργαλεία και οι ρυθμίσεις συχνά δεν αντικαθιστούν τα παλιότερα, αλλά επικάθονται σε αυτά. Πρόκειται, λοιπόν, για μια σταδιακή αλληλεπίθεση διαδοχικών στρωμάτων σχεδιασμού, από διαφορετικές περιόδους, οι οποίες εκφράζουν διαφορετικές αντιλήψεις και διαφορετικές προτεραιότητες.
Αναλυτικότερα υπάρχει, πλέον, ένα πρόσφατα θεσμοθετημένο πλαίσιο στρατηγικού σχεδιασμού και για το Κέντρο Πόλης (ΡΣΑ 2021), αλλά σε κανονιστικό επίπεδο συνεχίζουν να βρίσκονται σε ισχύ οι νόμοι και τα διατάγματα από τις δεκαετίες του 1980, 1990 και 2000, μαζί με μια σειρά από διατάξεις, οι οποίες βασίζονται σε αυτό, ενώ μπορεί να λειτουργούν και αυτόνομα. Παράλληλα, γίνονται κατά καιρούς τροποποιήσεις στο «παρωχημένο» κανονιστικό πλαίσιο, όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο, συνήθως υπό την πίεση οικονομικών συμφερόντων [9] . Μαζί με τα παραπάνω έχουν εξαγγελθεί ή προωθηθεί κατά καιρούς από την κεντρική διοίκηση ή τον Δήμο Αθηναίων προγράμματα αναπλάσεων, έχουν χρησιμοποιηθεί νέα εργαλεία σχεδιασμού και χρηματοδότησης, όπως το ΣΟΑΠ και η ΟΧΕ, τα οποία καλύπτουν αποσπασματικά και συγκυριακά μέρος του Κέντρου και των προβλημάτων του, ενώ έχουν δοκιμαστεί και πειραματικές πλατφόρμες με καθοριστική τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα. Οι αντιφάσεις που προκύπτουν, αναδεικνύονται με ιδιαίτερη έμφαση σε περιπτώσεις όπου το Συμβούλιο της Επικρατείας, με τη νομολογία που έχει αναπτύξει, καλείται να ερμηνεύσει το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, επηρεάζοντας με άμεσο τρόπο τις πολιτικές για το Κέντρο και την εξέλιξή του, τείνοντας κάποιες φορές ακόμα και να υποκαταστήσει τον σχεδιασμό [10] .
Παρά την πολλαπλότητα στοχεύσεων, εργαλείων σχεδιασμού και δρώντων, δεν έχει τεθεί στη δημόσια συζήτηση ρητά η ενδεχόμενη ανάγκη αναθεώρησης του συνολικότερου πλαισίου του σχεδιασμού για το Κέντρο, ούτε από τους επαγγελματίες του σχεδιασμού ή τις τεχνικές ενώσεις, ούτε από την κεντρική διοίκηση ή την τοπική αυτοδιοίκηση, ούτε όμως και από την αγορά. Συνολικά προκύπτουν σημαντικές δυσκολίες άσκησης στρατηγικής για το Κέντρο, τόσο σε επίπεδο αρμοδιότητας, όσο και στην επιλογή χωρικής κλίμακας, εργαλείων σχεδιασμού, διαδικασιών σχεδιασμού και μηχανισμών κατάλληλων για να παρέμβουν στο Κέντρο Πόλης στη σύγχρονη συγκυρία. Ως αποτέλεσμα, το θεσμικό πλαίσιο του σχεδιασμού για το Κέντρο Πόλης διαμορφώνεται ως ένα πεδίο που προσφέρεται για μια σειρά από παρερμηνείες, αποκλίσεις και παρεκκλίσεις. Αφενός, παραμένουν σε ισχύ πολιτικές και σχεδιασμοί που έχουν ξεπεραστεί ή έχει αποδειχθεί εμπειρικά η αποτυχία τους. Αφετέρου, καταγράφονται αποκλίνουσες διαδικασίες σχεδιασμού.
Σε μια προσέγγιση που λαμβάνει υπόψη τις κλίμακες επενδυμένου κεφαλαίου και ιδιοκτησίας (Massey και Catalano, 1978, Μαντουβάλου, 1996β) θα μπορούσαμε να πούμε ότι το μικρό και μικρομεσαίο κεφάλαιο επαγγελματιών, ιδιοκτητών και κατοίκων του Κέντρου Πόλης συνεχίζει να πρέπει να ακολουθεί τις περιοριστικές κανονιστικές ρυθμίσεις των προηγούμενων δεκαετιών και τις διατάξεις που απορρέουν από αυτές ή τις παρακάμπτει μέσα από άτυπες διαδικασίες. Αντίθετα, το μεγαλύτερο κεφάλαιο μπορεί, όταν ενδιαφέρεται για το Κέντρο, να επηρεάζει και να τροποποιεί το ισχύον πλαίσιο. Μάλιστα το γεγονός ότι το θεσμικό πλαίσιο του σχεδιασμού θεωρείται «παρωχημένο» κατά κάποιο τρόπο νομιμοποιεί την τροποποίησή του, έστω και αν αυτή είναι αποσπασματική.
Η ανάλυση του στρατηγικού και του κανονιστικού πλαισίου για τον σχεδιασμό του Κέντρου Πόλης της Αθήνας αναδεικνύει συνολικά τον διακριτό ρόλο του θεσμικού πλαισίου στην εξέλιξη του Κέντρου. Αμφισβητεί τόσο απόψεις που ισχυρίζονται ότι ο σχεδιασμός μένει ανεφάρμοστος, και «μόνο στα λόγια», όσο και άλλες που επιρρίπτουν στο «γραφειοκρατικό» θεσμικό πλαίσιο του σχεδιασμού τις ευθύνες για τα προβλήματα του Κέντρου. Ισχυριζόμαστε, λοιπόν, ότι σχεδιασμός υπάρχει και έχει λειτουργήσει σε διαφορετικές συγκυρίες, αν και έχει χρησιμοποιηθεί επιλεκτικά. Βέβαια, τα θεσμικά εργαλεία του σχεδιασμού, είτε στρατηγικού είτε κανονιστικού χαρακτήρα, αποτελούν ένα μόνο κομμάτι των πολιτικών για το Κέντρο, πολιτικές που είναι ευρύτερες: κάποιες φορές ακουμπούν στα θεσμικά αυτά εργαλεία και άλλες τα παρακάμπτουν.
Επιπλέον, θα είχε νόημα να υπερβούμε το ερώτημα για το αν και κατά πόσο εφαρμόζεται το θεσμοθετημένο πλαίσιο για τον σχεδιασμό στο Κέντρο Πόλης, και να αναστοχαστούμε για το αν θα ήταν προτιμότερο ο σχεδιασμός αυτός να είχε εφαρμοστεί κατά γράμμα και, ακόμη περισσότερο, αν σήμερα εξακολουθούμε να επιμένουμε στην εφαρμογή του. Από την παραπάνω ανάλυση προκύπτει ότι η επιλεκτική εφαρμογή του θεσμικού πλαισίου είχε τόσο θετικά όσο και αρνητικά αποτελέσματα, παρομοίως και η μη εφαρμογή του. Άρα, θα λέγαμε ότι το ζητούμενο δεν είναι η εφαρμογή ή η αποτελεσματικότητα του θεσμικού πλαισίου, αλλά το νόημα και η σημασία των νόμων, των διατάξεων και ρυθμίσεων του σχεδιασμού και, κατ’ επέκταση, σε τι είδους Κέντρο Πόλης θέλουμε ο σχεδιασμός να μας οδηγήσει.
Σε αντίθεση με προηγούμενες δεκαετίες, στη σημερινή συγκυρία φαίνεται ότι το φαντασιακό για το «τι Κέντρο Πόλης θέλουμε» στερείται συνοχής, ενώ η στρατηγική για την μελλοντική εξέλιξή του παραμένει μάλλον διαφιλονικούμενη. Μια σειρά ερωτήματα, για τις χρήσεις γης και τα κοινωνικά στρώματα στα οποία αυτές αντιστοιχούν, για την πολυλειτουργικότητα και πολυσυλλεκτικότητα του Κέντρου, για τη συγκέντρωση ή την αποκέντρωση της αστικής ανάπτυξης, για τις αναπτυξιακές του προοπτικές και τους τρόπους παρέμβασης στο δομημένο περιβάλλον, αλλά και για τις προοπτικές ενός προς-τα-κάτω ανοίγματος των διαδικασιών σχεδιασμού, παραμένουν σε εκκρεμότητα.
[1] Θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τη Μαρία Μαντουβάλου, ομότιμη καθηγήτρια ΕΜΠ, για τη συνεισφορά της στην εξέλιξη του κειμένου αυτού. Επίσης, τον Γιάννη Πολύζο, ομότιμο καθηγητή ΕΜΠ, τη Μαρία Μαυρίδου, τέως επίκουρη καθηγήτρια ΕΜΠ και τον Παναγιώτη Τουρνικιώτη, καθηγητή ΕΜΠ, επιστημονικό υπεύθυνο του ερευνητικού προγράμματος «Μεταλλασσόμενοι χαρακτήρες και πολιτικές στα Κέντρα Πόλης Αθήνας και Πειραιά» (ΕΜΠ-ΥΠΕΚΑ, 2010-2012), μαζί με όλα τα μέλη της ερευνητικής ομάδας.
[2] Οι προσπάθειες αυτές μάλιστα αποτελούσαν μάλλον απόκλιση από τις κυρίαρχες κατά τη δεκαετία του 1980 τάσεις του χωρικού σχεδιασμού στις χώρες του «δυτικού κόσμου», στο πλαίσιο της προέλασης του νεοφιλελευθερισμού.
[3] Για προηγούμενα ρυθμιστικά σχέδια για την Αθήνα, βλ. Σαρηγιάννης, 2010.
[4] Σύμφωνα με τον Χατζημιχάλη (2011), μέχρι το 2009 8 υπουργεία και μεγάλες κεντρικές υπηρεσίες και 4-5.000 εργαζόμενοι έφυγαν από το Κέντρο.
[5] Οι συζητήσεις για ένα νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο είχαν ξεκινήσει στα τέλη της δεκαετίας του 2000 ενώ υπήρξε και νομοσχέδιο το 2009, το οποίο, όμως δεν θεσμοθετήθηκε.
[6] Είχαν προηγηθεί τα ΠΔ για την Β. Σοφίας (ΦΕΚ 215Δ/1975, με τροποποιήσεις), την Ιερά Οδό (ΦΕΚ 391Δ/1985).
[7] Αξίζει να αναφερθεί ιδιαίτερα το πρόγραμμα ανάπλασης που ανατέθηκε από τον Δήμο Αθηναίων στο Σπουδαστήριο Πολεοδομικών Ερευνών ΕΜΠ: «Εμπορικό Τρίγωνο Κέντρου Αθήνας», 1989-1991, βλ. και Αραβαντινός, 1997.
[8] Τα δεδομένα αυτά τείνουν να αλλάξουν τα τελευταία χρόνια λόγω της ανάπτυξης σχημάτων προσωρινής μίσθωσης/ ενοικίασης καταλυμάτων, της πτώσης των εμπορικών αξιών των ακινήτων και τις ευρύτερες αλλαγές στην αγορά ακινήτων. Σημειώνεται, επίσης, ότι η πρόβλεψη για τόνωση της κατοικίας υλοποιήθηκε σε κάποιο βαθμό και κατά αναπάντεχο, ίσως, τρόπο γύρω από την περιοχή της Ομόνοιας, με την άτυπη κατοίκηση μεταναστευτικών και ευάλωτων ομάδων.
[9] Χαρακτηριστική περίπτωση η πρόσφατη τροποποίηση του ΓΠΣ του Δήμου Αθηναίων στην Ακαδημία Πλάτωνος, προκειμένου να ανεγερθεί κέντρο εμπορίου και αναψυχής. Ή και η τροποποίηση του ΠΔ της Πειραιώς προκειμένου να νομιμοποιηθεί η ανάπτυξη μεγάλης κλίμακας κέντρου διασκέδασης επί της Ιεράς Οδού.
[10] Δεν μπορεί να μην αναφερθεί εδώ η αποφασιστική εμπλοκή του ΣτΕ στην παρεμπόδιση της ανάπλασης της Πανεπιστημίου (2015) (βλ. και Σκάγιαννης κ.ά., 2013), με βάση μια ερμηνεία του νομοθετικού πλαισίου, η οποία πατούσε τόσο πάνω στις ίδιες τις αντιφάσεις του, όσο και στην απόκλιση αντιλήψεων μεταξύ της εκδοχής του ΡΣΑ/2011 και του ΡΣΑ/2014, όπως περιγράφηκε παραπάνω. Η δεύτερη, θεσμοθετημένη εκδοχή υποβάθμιζε ως μη προσδιορισμένη «παρέμβαση» αυτό που στην πρώτη εκδοχή περιγραφόταν ως «πεζοδρόμηση» και «πολεοδομική ανασυγκρότηση του κέντρου με άξονα την οδό Πανεπιστημίου».
Αναφορά λήμματος
Τριάντης, Λ. (2017) Το θεσμικό πλαίσιο του χωρικού σχεδιασμού για το Κέντρο της Αθήνας: Όψεις του στρατηγικού και του κανονιστικού σχεδιασμού, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/xωρικός-σχεδιασμός/ , DOI: 10.17902/20971.72
Αναφορά Άτλαντα
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Βιβλιογραφία
- Αραβαντινός Α. (1997), Πολεοδομικός Σχεδιασμός – Θέματα από τη Θεωρία και την Πρακτική, Αθήνα: ΕΜΠ.
- Αραβαντινός. Α. (2002), Δυναμικές και σχεδιασμός κέντρων στην πόλη των επόμενων δεκαετιών – προς συγκεντρωτικά ή αποκεντρωτικά σχήματα;, Αειχώρος, 1 (1): 6-29.
- Βαΐου, Ντ., Μαντουβάλου, Μ. και Μαυρίδου, Μ. (2004), Αθήνα 2004: Στα μονοπάτια της παγκοσμιοποίησης, Γεωγραφίες, 7: 13-25.
- Βαΐου, Ντ. (2014), «Ιδιωτικοποίηση του σχεδιασμού. Κατάργηση του ΟΡΣΑ & Reactivate Athens: Ιστορίες παράλληλες αλλά όχι ασύμπτωτες», Ενθέματα Αυγής, 22 Φεβρουαρίου 2014, διαθέσιμο στο: https://enthemata.wordpress.com/2014/02/22/dinva/#more-14388=, [πρόσβαση 10 Μαρτίου 2017].
- Γεράρδη, Κλ. (1997), «Ρυθμιστικά σχέδια μητροπολιτικών περιοχών – Η περίπτωση της ευρύτερης Αθήνας», στο Αραβαντινός κ.α., Πολεοδομικός Σχεδιασμός – Θέματα από τη Θεωρία και την Πρακτική, Αθήνα: ΕΜΠ.
- Γεράρδη, Κ. (1998), Η στρατηγική του σχεδιασμού για μια βιώσιμη ανάπτυξη της Μητροπολιτικής Περιοχής της Αθήνας. Πλαίσιο κατευθύνσεων και προτεραιοτήτων, Αθήνα: ΕΜΠ.
- ΕΜΠ, ΒΕΑ και ΒΕΠ (1996), Μικρομεσαίες Μεταποιητικές επιχειρήσεις στον ιστό της πόλης, Πρακτικά συνεδρίου, Μάϊος 1996.
- ΕΜΠ – ΥΠΕΚΑ (2012), Μεταλλασσόμενοι χαρακτήρες και πολιτικές στα Κέντρα Πόλης Αθήνας και Πειραιά, ερευνητικό πρόγραμμα, επιστημονικός υπεύθυνος Π. Τουρνικιώτης.
- encounterathens (2011), Σχεδιασμοί για το κέντρο της Αθήνας στη συγκυρία της κρίσης, διαθέσιμο στο: https://encounterathens.wordpress.com/2011/05/14/σχεδιασμοί-για-το-κέντρο-της-αθήνας-στ/ [πρόσβαση 10 Μαρτίου 2015].
- Ευαγγελίδου, Μ. (2004), Θεσμικές προϋποθέσεις για την άσκηση μιας πολιτικής τόνωσης του διεθνούς ρόλου της Αθήνας, Γεωγραφίες, 7: 127-135.
- Ζήβας, Δ. (2006), Πλάκα 1973-2003. Το χρονικό μιας επέμβασης για την προστασία της παλαιάς πόλεως Αθηνών, Αθήνα: Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς.
- Ηλιοπούλου, Ε. (2004), Διαδικασίες Στρατηγικού Σχεδιασμού της Αθήνας και ένταξη σε αυτόν δράσεων σχετικών με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, Γεωγραφίες, 7: 118-127.
- Καλαντζοπούλου, Μ., Κουτρολίκου, Π., και Πολυχρονιάδη, Κ. (2011), Ο κυρίαρχος λόγος για το Κέντρο της Αθήνα, διαθέσιμο στο: https://encounterathens.wordpress.com/2011/05/15/o-κυρίαρχος-λόγος-για-το-κέντρο-της-αθήν/ [πρόσβαση 10 Μαρτίου 2015].
- Κανελλοπούλου, Δ. (2016), Πεζοδρομήσεις στο κέντρο της Αθήνας : σύντομο ιστορικό και ερωτήματα, στο Μαλούτας, Θ., Σπυρέλλης, Σ. (επιμ.) Κοινωνικός Άτλαντας Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού (http://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/πεζόδρομοι-στην-αθήνα/)
- Μαντουβάλου, Μ. (1996α), Κέντρο πόλης, κοινωνική ανισότητα και πολιτισμική ετερότητα. Προκλήσεις για την πολεοδομική σκέψη, Μανδραγόρας, 12-13: 54-55.
- Μαντουβάλου, Μ. (1996β), Αστική γαιοπρόσοδος, τιμές γης και διαδικασίες ανάπτυξης του αστικού χώρου ΙΙ. Προβληματική για την ανάλυση του χώρου στην Ελλάδα, Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 89-90: 53-80.
- Μαντουβάλου, Μ. (2010), Κρίση του Κέντρου Αθήνας;, Εισήγηση στην επιστημονική ημερίδα «Κέντρο και Κεντρικότητες, Παρίσι – Αθήνα: Συγκρίσεις», 10 Μαΐου 2010, Αθήνα.
- Μαντουβάλου, Μ. (2014), Σημειώσεις για το Ρυθμιστικό Σχέδιο ως πολιτικό διακύβευμα, Οικοτριβές, 26 Ιανουαρίου 2014, διαθέσιμο στο: https://oikotrives.wordpress.com/2014/01/26/rsa-mantouvalou/ [πρόσβαση 10 Ιανουαρίου 2016]
- Μαντουβάλου, Μ., Σκούφογλου, Μ., και Παλιού, Χ. (2011), «Το Ιστορικό Κέντρο της Αθήνας», στο Χατζημιχάλης, Κ. (επιμ.) Σύγχρονα Ελληνικά Τοπία, Αθήνα: Μέλισσα.
- Massey, D. και Catalano, A. (1978), Capital and Land: Landownership by capital in Great Britain, London: Edward Arnold.
- Μίχα, Ε. (2007), Θεματικές παρεμβάσεις στην πόλη: χαρακτηριστικά και συνέπειες, Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 123 Β: 3-29.
- Σαρηγιάννης, Γ. (2010), Τα ρυθμιστικά σχέδια Αθηνών και οι μεταβολές των πλαισίων τους, Greekarchitects, διαθέσιμο στο: http://www.greekarchitects.gr/gr/αρχιτεκτονικες-ματιες/τα-ρυθμιστικά-σχέδια-αθηνών-και-οι-μεταβολές-των-πλαισίων-τους-id3464 [πρόσβαση 10 Μαρτίου 2015].
- Σκάγιαννης, Π., Χατζημιχάλης, Κ., Ρωμανός, Α., Πολλάλης, Σ.Ν., Κονταργύρης, Δ., Βεντουράκης, Α., και Σουλιώτης, Ν. (2013), Rethink Πανεπιστημίου – Ο αντίλογος, Αειχώρος 18: 158-205.
- Soja, E., (2000), Postmetropolis, Critical Studies of Cities and Regions, Oxford: Blackwell.
- Σταθάκης, Γ., και Χατζημιχάλης, Κ. (2004), Αθήνα διεθνής πόλη: από την επιθυμία των ολίγων στην πραγματικότητα των πολλών, Γεωγραφίες, 7: 26-47.
- Χατζημιχάλης, Κ. (2011), «Το δημόσιο έλλειμμα σχεδιασμού για την πόλη», Εποχή, 19 Δεκεμβρίου 2011, διαθέσιμο στο: http://www.epohi.gr/portal/politiki/10856- = [πρόσβαση 10 Μαρτίου 2015].