Εναλλακτική προσέγγιση στο σχέδιο της Αθήνας του 1833
2019 | Ιούν
Το αντικείμενο σχολιασμού του παρόντος λήμματος είναι ο κοινωνικός χαρακτήρας του σχεδιασμού στην Αθήνα του 1833, το λεγόμενο ‘σχέδιο Κλεάνθους-Schaubert’. H κοινωνική διερεύνηση καλύπτει δύο πλευρές: τόσο τους συντάκτες του σχεδίου όσο και το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο αναφοράς. Ως προς τους συντάκτες, διατυπώνεται ένας αντίλογος σε σχέση με την επικρατούσα θεώρηση της εργασίας τους μέσα από στερεότυπα γεωμετρικά σχήματα τα οποία, επιβαλλόμενα στο χαρτί, δικαιολογούν τις σχεδιαστικές τους επιλογές (κυκλική ερμηνεία). Αντίθετα, υποστηρίζεται ότι η εργασία πεδίου που προηγήθηκε για την αποτύπωση της υπάρχουσας κατάστασης στην πόλη ‘αποκάλυψε’ σε αυτούς, μέσω των μηνυμάτων που μετέφεραν τα ίδια τα στοιχεία του κτισμένου χώρου, σημαντικές διαστάσεις του σχεδιασμού που έπρεπε να υπηρετήσουν. Ταυτόχρονα, οι εμπειρίες και τα βιώματα τόσο από την εκπαίδευση που απέκτησαν στο Βερολίνο όσο και από το γόνιμο ταξίδι τους στη Ρώμη, θεωρείται ότι συνέβαλαν στην ενίσχυση της κοινωνικής διάστασης της σχεδιαστικής τους πρότασης. Ως προς τη δεύτερη ενότητα, το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο αναφοράς, η αντίστιξη ανάμεσα σε αντιθετικές έννοιες όπως, κοινότητας και κοινωνίας, παράδοσης και σύγχρονης ζωής, δημόσιου και ιδιωτικού χώρου, υποστηρίζεται εδώ ότι υποδεικνύει τις πραγματικές αιτίες αντίδρασης στο σχέδιο που οδήγησαν στο διάδοχο σχέδιο του Leo von Klenze. Η επίκληση των θιγόμενων συμφερόντων ιδιοκτητών (αστικής) γης δεν είχε την πρωτεύουσα θέση που της αποδίδεται. Σε μια πόλη όπου ο θεσμός της Δημογεροντίας συνέχιζε, τo 1833, να είναι σε ισχύ, όπου οι αντιλήψεις για την οργάνωση του καθημερινού τρόπου ζωής είχαν ριζώσει σε βάθος πολλών χρόνων, η υπέρβαση αυτών των αντιθέσεων δεν συνιστούσε μια αυτόματη διαδικασία. Για τον ίδιο λόγο, πιθανότατα, το κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 ενσωμάτωνε, πέρα από τις σαφείς πολιτικές, και παρόμοιες κοινωνικές διαστάσεις.
Εισαγωγή – οι γραπτές πηγές
Οι παλαιότερες προσεγγίσεις του πρώτου σχεδίου της Αθήνας διακατέχονταν από ρομαντικό, φιλολογικό χαρακτήρα ή είχαν συνταχθεί στα πλαίσια μιας περιηγητικής χρονογραφίας – οι εξαιρέσεις είναι ελάχιστες ( Σουρμελής 1862, Φιλαδελφεύς 1902, Μπίρης 1933, Καρούζου 1934, Johannes και Μπίρης 1939). Οι πρώτες συστηματικές αναφορές τοποθετούνται στην μετά τα μέσα του 20ου αιώνα περίοδο. Tα σχετικά κείμενα είναι: P. Lavedan (1952), Ι. Τραυλός (1960), Κ. Μπίρης (1966), Αθήνα-Ευρωπαϊκή Υπόθεση (1985), T.Hall (1997), E.Bastea (2000), Αλ. Παπαγεωργίου-Βενετάς (1999, 2001), D.Karidis (2014), Υ. Tsiomis (2017). Ωστόσο, και σε αυτήν την κατηγορία προσεγγίσεων, η πλειονότητα των ιστοριογραφικών αναλύσεων κινείται στο δυσδιάκριτο όριο ανάμεσα στην ιστορία της αρχιτεκτονικής και την ιστορία της πόλης – ο ‘εγκυκλοπαιδισμός’ πρυτανεύει: τα πρόσωπα και οι χρονολογίες κυριαρχούν στο τοπίο της ανάλυσης και , έτσι, το modus operandi του σχεδίου απουσιάζει. Την ίδια στιγμή, το ίδιο το σχέδιο, απλώς περιγραφόμενο, αφήνεται να εννοηθεί ότι παρακολουθεί σχεδιαστικά στερεότυπα της εποχής του, μονότονα επαναλαμβανόμενα από τη μία δημοσίευση στην άλλη, ως αυτονόητα και παντοδύναμα εργαλεία σύνθεσης. Ίσως το πιο εντυπωσιακό είναι η ατροφική διάσταση της κοινωνικής ανάλυσης, κυρίως όσον αφορά την στενή οπτική μέσα από την οποία αναλύονται οι αντιδράσεις στην εφαρμογή εκείνου του σχεδίου.
Η ‘γεωμετρία’ του σχεδίου και η κοινωνική πραγματικότητα
Παρά τις επί μέρους διαφοροποιήσεις, οι προηγούμενες πηγές, στην πλειοψηφία τους, δείχνουν να συγκλίνουν στην έμφαση στα γεωμετρικά χαρακτηριστικά της πολεοδομικής σύνθεσης. Η ‘γεωμετρία’ της σύνθεσης, κατά κανόνα, αναδύεται μέσα από δύο ευδιάκριτα σχήματα (Εικόνα 1) – ένα ‘σχεδόν’ ισοσκελές, ‘σχεδόν’ ορθογώνιο τρίγωνο και ένα ‘σχεδόν’ τετράγωνο σχήμα (Αθήνα, Ευρωπαϊκή Υπόθεση : 93, Παπαγεωργίου-Βενετάς 2001: 67, Tsiomis 2017: 158). Ίσως όμως η ίδια αυτή ‘γεωμετρία’ μπορεί να διαβαστεί από άλλη οπτική, και να αποκαλύψει διαφορετικές συνιστώσες του σχεδίου.
Εικόνα 1: Το σχέδιο Κελάνθους-Schaubert (1833) και διαγραμματικές αναπαραστάσεις (Πηγή: ανασχεδίαση συγγραφέα: D.Karidis 2014, Fig. III. 2)
Ας θεωρήσουμε άξονες και όχι γεωμετρικά σχήματα τα πρωτουργά στοιχεία του σχεδιασμού. Δύο άξονες φαίνεται να εγγράφονται στην υπάρχουσα κατάσταση της προεπαναστατικής Αθήνας, (όσον αφορά την οικονομική ζωή και τις κοινωνικές συμβάσεις διαχείρισης του χώρου), την οποία αποτύπωσαν οι Κλεάνθης και Schaubert, πριν υποβάλλουν την πρότασή τους. Οι άξονες αυτοί αντιστοιχούν σε σημαντικές πύλες εισόδου στην πόλη από τον Μοριά, από την Ελευσίνα και τη Θήβα και από τα Μεσόγεια. Στη διασταύρωσή τους, οι ίδιοι άξονες συμπύκνωναν ένα σημαντικό τμήμα της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής στην Αθήνα της όψιμης τουρκοκρατίας – την περιοχή του παζαριού. Ο κάθε άξονας οριζόταν από δύο τοπόσημα, επιλεγμένα ισότιμα από την αρχαιότητα και τους μεσαιωνικούς χρόνους.
Εικόνα 2: Η γέννεση της οδού Αιόλου (Πηγή: Λιθογραφία αγνώστου καλλιτέχνη, 1843, ιδιωτική συλλογή)
Ο άξονας βορρά-νότου (οδός Αιόλου) συνδέει το Ερέχθειο με το Ωρολόγιον του Κηρρύστου (Εικόνα 2). Ο άξονας ανατολή-δύση (οδός Ερμού) συνδέει την Καπνικαρέα με την εκκλησία των Αγίων Ασωμάτων. Η συγκεκριμένη επιλογή του άξονα βορρά-νότου εξηγεί και τον προσανατολισμό του σχεδίου ως προς την Ακρόπολη (απόκλιση από τον αστρονομικό βορρά κατά, περίπου, 15ο). H απόκλιση αυτή έμενε ασχολίαστη στις ως τώρα αναλύσεις, ή εθεωρείτο ως συνέπεια διορθώσεων άλλων χαράξεων (Tsiomis 2017: 154). Ο άλλος άξονας, ανατολής-δύσης, σχεδιάστηκε έτσι ώστε να αποκλίνει λίγο από την ορθή γωνία στη συνάντησή του με τον προηγούμενο άξονα Β-Ν. Και αυτή η απόκλιση παρέμενε ασχολίαστη (Karidis, 107). H σχεδιαστική αυτή χειρονομία σχετίζεται με αντίστοιχες διαμορφώσεις του χώρου γύρω από τις δύο εκκλησίες, με βάση τις αρχές σχεδιασμού του ρομαντικού κλασικισμού και όχι μιας άκαμπτης μπαρόκ συμμετρίας (Εικόνα 3).
Εικόνα 3: Οι βασικοί άξονες σχεδίασης στο πρώτο σχέδιο, 1833 (Πηγή: συγγραφέας)
Στις υφιστάμενες αναλύσεις, τον πρωτεύοντα ρόλο του από βορρά προς νότον άξονα αναλάμβανε η οδός Αθηνάς, και όχι η οδός Αιόλου, όπως αναφέρθηκε. Αυτό γινόταν μάλλον γιατί η οπτική ’εγκλωβιζόταν’ στη λογική αναζήτησης της διχοτόμου της γωνίας κορυφής του τριγώνου για το οποίο κάναμε λόγο προηγουμένως. Επίσης, ένα από τα τοπόσημα που όριζαν την οδό Αθηνάς ήσαν τα Προπύλαια – επιλογή αυτόχρημα ατυχής [1].
Μια δεύτερη προσεκτική ανάγνωση της γεωμετρικής σύνθεσης στρέφει την προσοχή στην απόσταση που ορίζεται ανάμεσα στην οδό Αιόλου και την οδό Αθηνάς: αυτή δεν είναι άλλη από το μήκος της Βιβλιοθήκης του Αδριανού, ενός κτίσματος της αρχαιότητας το οποίο, όπως και το Ωρολόγιον του Κυρρήστου, είχε τύχει ευρείας προβολής στις δημοσιεύσεις των παλαιών περιηγητικών κειμένων [2]. Δεν είναι σύμπτωση ότι η επιφάνεια της Βιβλιοθήκης του Αδριανού αντιστοιχεί στην επιφάνεια της συντριπτικής πλειοψηφίας των οικοδομικών τετραγώνων που εμφανίζονται στο πρώτο σχέδιο της Αθήνας . Δεδομένου ότι στο σχέδιο μιας πόλης το μέγεθος των οικοδομικών τετραγώνων είναι ίδιας σημασίας με τις σχεδιαστικές χειρονομίες που πλαισιώνουν την πολεοδομική σύνθεση, γίνεται αντιληπτή η σημασία αυτής της διαπίστωσης. Και μια πρόσθετη παρατήρηση: η θέση του δεύτερου παράλληλου προς την οδό Αθηνάς άξονα, προς τα δυτικά (που τελικά δεν διανοίχθηκε), σε ίση απόσταση από την οδό αυτή όπως και η οδός Αιόλου, εξηγεί το μήκος που επελέγη για να σχεδιαστεί το ορθογώνιο που αντιστοιχεί στην κάτοψη των Ανακτόρων! [3]
Απομένει η ερμηνεία της επιλογής των συντακτών του σχεδίου για την διέλευση του άξονα της οδού Ερμού μέσω της Καπνικαρέας. Η επιλογή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έγινε για «μυστηριώδεις λόγους» (Tsiomis 2017: 154) [4]. Είναι σκόπιμο να στρέψουμε την προσοχή μας στο ταξίδι που έκαναν οι Κλεάνθης και Schaubert αμέσως μετά το πέρας των σπουδών τους στην Baukademie [5]. Για τους δύο αυτούς αρχιτέκτονες η Ρώμη ήταν ένα ανοιχτό βιβλίο Ιστορίας της Πόλης, το πολύτιμο ερέθισμα ανάγνωσης της Αρχιτεκτονικής της Πόλης, και ο καθοριστικός διαμεσολαβητής ανάμεσα στην εκπαίδευση που είχε προσφέρει ο Karl Friedrich Schinkel και την μετέπειτα επαγγελματική ενασχόλησή τους. Πράγματι, η Ρώμη ήταν η ‘μήτρα’ εμβληματικών αστικών παρεμβάσεων οι οποίες είχαν ενταθεί την εποχή του Πάπα Σίξτου Ε’, στα τέλη του 16ου αιώνα (Gutkind 1969: 166). Νέοι άξονες κίνησης και οβελίσκοι είχαν αρθρώσει δυναμικά τον κτισμένο χώρο και είχαν προσανατολίσει με ασφάλεια τον επισκέπτη προς και γύρω από τα κτίρια/μνημεία, μέσω μιας «σαφώς οργανωμένης διαδοχής από σκοπούμενες αρχιτεκτονικές εντυπώσεις» και όχι «μέσω μιας σειράς από τυφλές θεάσεις σκορπισμένων κατοικιών, εκκλησιών, και ασαφούς τοπίου» (Bacon 1974: 136). Η θέση της Santa Maria Maggiore επάνω στην Strada Felicia, η αποθέωση του μπαρόκ σχεδιασμού (Rasmussen 1969: 50), δεν πρέπει να πέρασε απαρατήρητη.Θα μπορούσε να θεωρηθεί αρχετυπική έκφραση ως προς την μετέπειτα επιλογή της θέσης της Καπνικαρέας επάνω στον άξονα της οδού Ερμού.
Η Ρώμη, ωστόσο, υποδείκνυε και μία δεύτερη πρόκληση ανάγνωσης του αστικού χώρου: το Trivium της Piazza del Popolo. Την εποχή της επίσκεψης στη Ρώμη (1828) είχαν μόλις ολοκληρωθεί εκεί οι παρεμβάσεις του Giuseppe Valadier (Bacon 1974: 155, 157). Οι παρεμβάσεις αυτές περιλάμβαναν ημικυκλικές διατάξεις δεξιά και αριστερά από τον οβελίσκο στο κέντρο της πλατείας, τη σύνδεση της τελευταίας με τους κήπους του Pincio ανατολικά, και την κίνηση δυτικά, προς τον Τίβερη. Ιδού λοιπόν άλλη μία αρχετυπική έκφραση που ανακλήθηκε λίγα χρόνια αργότερα, από τους ίδιους αρχιτέκτονες, για να πλαισιώσει το πρώτο σχέδιο της Αθήνας: το ‘Αθηναϊκό’ Trivium, με τα Ανάκτορα στην κορυφή και τους ακτινικούς άξονες προς το Στάδιο, την Ακρόπολη και τον Πειραιά [6]. Μέσα από αυτό τον συλλογισμό, φαίνεται ότι ήταν μάλλον άστοχη η (εύκολη) αναζήτηση προτύπων στην Καρλσρούη (Tsiomis 2017: 159) ή στις Βερσαλλίες και στην Αγία Πετρούπολη (Παγεωργίου-Βενετάς 1999: 266-267).
Το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο του πρώτου σχεδίου επανεξετάζεται
Ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος-Ιωσήφ, με αφορμή τις πολεοδομικές παρεμβάσεις στη Βιέννη και τη Βουδαπέστη των μέσων του 19ου αιώνα, είχε σημειώσει στόχους παρέμβασης: Erweiterung, Regulierung, Verschönerung (Επέκταση, Ρύθμιση, Ωραιοποίηση). Το σχέδιο της Αθήνας του 1833, συμπύκνωνε τις ίδιες αυτές προθέσεις και, από αυτήν την άποψη, οι υφιστάμενες αναλύσεις αυτού του σχεδίου καλύπτουν αυτήν την συγκεκριμένη διάσταση σχεδιασμού. Υπάρχουν, εν τούτοις, περιοχές ανάλυσης που διέλαθαν της προσοχής, ή, που εγκλωβισμένες στη ‘μαγεία της γεωμετρίας’ έχασαν τη ‘μαγεία της ερμηνείας’. Τα σχόλια που ακολουθούν υπερβαίνουν τις προηγούμενες αγκυλώσεις. Η αρχή γίνεται από το τέλος, από την απόρριψη δηλαδή του σχεδίου – λίγο καιρό μετά την αρχική του έγκριση – και την εισαγωγή του διαδόχου σχήματος του Leo von Klenze.
Στη μεγάλη πλειοψηφία των υφιστάμενων αναλύσεων, οι αιτίες απόρριψης του σχεδίου επικεντρώνονται σε συγκρουόμενα κτηματικά συμφέροντα. Οι λίγες συστηματικές αναφορές στην κοινωνική και πολιτική διάσταση του σχεδιασμού επισκιάζονται από ό,τι θεωρείται ως «πολιτισμική παράδοση της σχέσης της νεοελληνικής κοινωνίας με την έγγειο ιδιοκτησία» (Μονιούδη-Γαβαλά 2017: 17).
Η διαδικασία εφαρμογής του πρώτου σχεδίου ήταν αναγκαστικά συσχετισμένη με την υπέρβαση δύο αντιθέσεων – από τη μια ανάμεσα στην ‘κοινότητα’ και την ‘κοινωνία’, που αποδίδουν οι όροι του F.Tönnies Gemeinschaft και Gesellschaft (Bottomore 1972: 39), και από την άλλη ανάμεσα στην ‘παράδοση’ και το ‘σύγχρονο’. Και οι δύο αντιθέσεις ενσωματώνονται στη μετάβαση από την προ-καπιταλιστική περίοδο στη ‘σύγχρονη’ εποχή (Karidis 2014: 245). Το 1833, το σύστημα τοπικής κυβέρνησης από δημογέροντες, το οποίο ήταν σε ισχύ τα χρόνια της τουρκοκρατίας, επιβίωνε ακόμη (Γέροντας 1964: 13). Η διαδοχή από τη βασική μονάδα της μικρής κοινότητας της εκκλησιαστικής ενορίας στην έννοια του ‘ατομικού’, η οποία υπακούει στους κανόνες της κοινωνικής οργάνωσης ενός σύγχρονου κράτους, δεν μπορούσε να γίνει ‘αυτόματα’. Η εγκατάλειψη παλαιότερων, διαμορφωμένων σε βάθος πολλών χρόνων, κοινωνικών και νοητικών συμπεριφορών σήμαινε, ταυτόχρονα, την καταστροφή μιας οργανικής κοινωνικής συνοχής (Εικόνα 4). Ακόμα και με τα αυστηρότερα των διαταγμάτων ενός νέου Δικαίου ήταν χίμαιρα να πιστεύεται ότι μπορούσε να ολοκληρωθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα το πέρασμα από τις μεσαιωνικές γειτονιές και την ‘ενότητα στην ποικιλία’ που αυτές ενσωμάτωναν, στο περιβάλλον της πόλης των αρχών του 19ου αιώνα, το οποίο είχε συλληφθεί στη βάση μιας θεατρικής maniera grande. Στο κέλυφος που επρόκειτο να δημιουργηθεί, η άρθρωση του χώρου γινόταν με ένα νέο αρχιτεκτονικό και πολεοδομικό λεξιλόγιο.
Εικόνα 4: Modern Athenians (Πηγή: Λιθογραφία αγνώστου καλλιτέχνη, c. 1840, ιδιωτική συλλογή)
Προκειμένου να εφαρμοστούν τα νέα στρατηγήματα παραγωγής του αστικού χώρου, η ρήξη με το παρελθόν ήταν απαραίτητη. Η συνέχεια των κτιριακών μετώπων στις πλευρές των δρόμων και το νέο χωρικό αποτύπωμα ορισμένων λειτουργιών (π.χ. εμπορίου και παραγωγής, με τη μετάβαση από το σύνθετο ‘παζάρι’ στον ‘καθαρό’ εμπορικό δρόμο), όπως και η εισαγωγή νέων λεωφόρων, με τον εγγενή χαρακτήρα δραματικής προοπτικής και μακρινών θεάσεων, συμβάδιζαν με μια νέα αντίληψη λειτουργίας και αισθητικής της πόλης – ένα, αναμφίβολα, νεωτερικό στοιχείο (Εικόνα 5) (Karidis 2014: 244).
Εικόνα 5: Mercato d’ Atene (Πηγή: G.Ferrario, Storia del Governo…di tutti Popoli antichi e Moderni, Firenze, M.DCCC.XXVIII)
H ρήξη συνεπώς με το παρελθόν ήταν απαραίτητη. Και είναι βέβαιο ότι οι συντάκτες του πρώτου σχεδίου της Αθήνας δεν διέθεταν κάποιο ‘μαγικό ραβδί’ για να εφαρμόσουν την πρότασή τους. Στα πρώτα χρόνια ζωής της πρωτεύουσας του Ελληνικού κράτους ήταν αδύνατον στα μέλη μιας οικογένειας που ζούσαν σε ένα ‘παραδοσιακό’ σπίτι να αποδεχθούν τα νέα αυστηρά όρια δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας που εισάγονταν (γιατί;), να αντιληφθούν ότι δεν θα διαχειρίζονταν πλέον (γιατί;) τον χώρο μπροστά από την κατοικία τους σύμφωνα με τις δικές τους συνήθειες αλλά σύμφωνα με αποφάσεις που λαμβάνονταν (γιατί;) από ομάδα μορφωμένων δημόσιων λειτουργών (τους οποίους αγνοούσαν). Ο G.Finlay παρατηρούσε εύστοχα ότι οι ίδιοι οι κάτοικοι της Αθήνας αγνοήθηκαν στη διαδικασία επιλογής και εφαρμογής του σχεδίου (Finlay 1836: 95-96). Από την άλλη πάλι, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η κερδοσκοπία γης στα όρια της νέας πρωτεύουσας πόλης ήταν συχνό φαινόμενο. Το ίδιο ίσχυε για τις συγκρούσεις μεταξύ ιδιοκτητών γης, οι οποίοι θεωρούσαν ότι βλάπτονταν τα συμφέροντά τους από την εφαρμογή του νέου σχεδίου, και μιας Κυβέρνησης που ήταν ανίκανη να παράσχει αποζημιώσεις λόγω της κατακόρυφης αύξησης των αξιών γης (Morot 1873: 43-44).
Εικόνα 6: H εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 (Πηγή: Λιθογραφία αγνώστου καλλιτέχνη, ιδιωτική συλλογή)
Στα πλαίσια της προηγούμενης ανάλυσης θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι το επαναστατικό κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, το οποίο, κατά κανόνα, προσεγγίζεται με όρους πολιτικούς, πρέπει να εκληφθεί (και) ως κοινωνική και ψυχολογική αντίδραση της μικρής κοινότητας της Αθήνας σε μια δεκαετή περίοδο πιεστικών απαιτήσεων με τις οποίες αυτή η κοινότητα είχε έρθει αντιμέτωπη. Το επίσημο διάταγμα το οποίο διέτασσε την εφαρμογή του πρώτου σχεδίου της Αθήνας ήταν, οπωσδήποτε, μέρος εκείνων των πιεστικών απαιτήσεων (Εικόνα 6).
Επίμετρο – η συμβολή του K.Fr.Schinkel στο σχέδιο
Το σχέδιο του K.Fr.Schinkel για τα Ανάκτορα επάνω στην Ακρόπολη αποδείχθηκε ότι ήταν μια προκλητική πρόταση, έτσι ώστε, σταδιακά, οποιαδήποτε αναφορά στις αρετές εκείνου του σχεδίου να επισκιαστεί από αντιφατικές συζητήσεις για τις προθέσεις σχεδιασμού (Kühn 1979: 511). Μια προσεκτική ανάγνωση των γραπτών του αρχιτέκτονα της Αυλής της Πρωσίας επιβεβαιώνει ότι το όλο εγχείρημα δεν είχε σε καμία περίπτωση τον χαρακτήρα υποψήφιας προς εφαρμογή υπόδειξης – ήταν μια οραματική πρόταση (όπως και η πρότασή του για τα Ανάκτορα Orianda στην Κριμαία, 1838), η οποία είχε συλληφθεί στα πλαίσια ανταλλαγής απόψεων με τον πρίγκιπα Μαξιμιλιανό της Βαυαρίας για το ιδεώδες της αρχιτεκτονικής έκφρασης και, ειδικότερα, για το μεγαλείο της Ελληνικής αρχιτεκτονικής (Bergdoll 1994: 217). Για τον ίδιο λόγο, είναι αβασάνιστα διατυπωμένη η άποψη ότι το ίδιο αυτό σχέδιο τεκμηριώνει, δήθεν, και το αδύνατον της συμμετοχής του Schinkel στο πρώτο σχέδιο της Αθήνας (με το υπονοούμενο επιχείρημα ότι στο σχέδιο της Αθήνας η θέση των Ανακτόρων είναι στην κάτω πόλη!). Αντίθετα, η συμμετοχή του δασκάλου των Κλεάνθη και Schaubert στην επεξεργασία του σχεδίου της Αθήνας ευρύτερα, έχει υπέρ αυτής ισχυρά ερείσματα [7]. Και αυτά τα ερείσματα θεμελιώνονται όχι στο πεδίο κάποιων υποτιθέμενων υποδείξεων προς τον Schaubert κατά την επίσκεψή του τελευταίου στον Schinkel, με βάση κάποια πρωτόλεια διατύπωση του σχεδίου της Αθήνας (το οποίο υποτίθεται ότι ο Schinkel ‘διόρθωσε’), αλλά, πιθανότατα, από τρεις καίριες, από τα αρχικά στάδια σχεδιασμού, προτάσεις-υποδείξεις του προς τους Κλεάνθη και Schaubert.
Η πρώτη αφορά στην αντιστικτική θέση των Ανακτόρων ως προς την Ακρόπολη: ο διάλογος ανάμεσα στην έδρα του Ηγεμόνα και τον δημόσιο χαρακτήρα ενός συμβόλου του πολιτισμού είχε ήδη θεμελιωθεί στο Lustgarten του Βερολίνου, λίγα χρόνια νωρίτερα, με το Altes Museum που κτίστηκε απέναντι από τα Ανάκτορα (Bergdoll 1994: 73-86) [8]. Στην επιλογή εκείνης της θέσης ο Schinkel είχε άμεση συμμετοχή. Στην Αθήνα, με την χρονική αντιστροφή στα κτίρια, πιθανότατα, προτάθηκε να εισαχθεί ο ίδιος διάλογος.
Η δεύτερη πρόταση αφορά στο εμπορικό συγκρότημα σχήματος ‘Π’, χωροθετημένο, στο σχέδιο της Αθήνας, κατά μήκος της οδού Αθηνάς. Το πρότυπο εδώ θα μπορούσε να είναι το Kaufhaus το οποίο ο Schinkel είχε προτείνει να κτιστεί στο Βερολίνο (Παπαγεωργίου-Βενετάς 2001: 75-76, Tsiomis 2017: 164). Εκείνη η πρόταση είχε γίνει το 1827, την εποχή που οι Κλεάνθης και Schaubert μαθήτευαν στην Bauakademie. Την πρόταση αυτή, μολονότι δεν την υπέδειξε άμεσα ο Schinkel, οπωσδήποτε οι δύο τελευταίοι την γνώριζαν, καθώς μέρος της εγκύκλιας εκπαίδευσης στην Σχολή αυτή της Ακαδημίας του Βερολίνου συνιστούσε η παρουσίαση του αρχιτεκτονικού έργου του Schinkel και των λοιπών καθηγητών.
Η τρίτη πρόταση αφορά στο trivium που σχηματίζουν οι ακτινικοί και άλλοι δρόμοι που εκπορεύονται από τα Ανάκτορα [9], η οποία σχολιάστηκε προηγουμένως.
Όπως γίνεται αντιληπτό, η πρώτη και η τελευταία των παραπάνω προτάσεων-υποδείξεων, συνιστούν το οιονεί DNA του πρώτου σχεδίου της Αθήνας! [10]
Αν και οι τρεις αυτές προτάσεις-υποδείξεις του Schinkel, που ενδεχομένως έγιναν, δεν έχουν ως τώρα γραπτά τεκμήρια να τις υποστηρίξουν, οι ίδιες δεν χάνουν την αξία τους ως υποθέσεις έρευνας με άλλου είδους ισχυρά ερείσματα
[1] Tο κτιριακό αυτό συγκρότημα είχε (αυτονόητα) καθαρά μετωπικό χαρακτήρα, ‘βλέποντας’ προς τη δυτική πλευρά της Ακρόπολης, αδιαφορώντας για την από βορρά θέασή του. Πρόχειρη ‘απόδειξη’ αυτού προσφέρει το σχέδιο του Leo von Klenze, του 1834, για την βορεινή όψη της Ακρόπολης.
[2] Κατά κανόνα απεικονιζόταν η δυτική πλευρά της Βιβλιοθήκης, με το Πρόπυλο και τα προσαρτημένα καταστήματα – διασημότερη από αυτές τις απεικονίσεις είναι εκείνη του Le Roy (Les ruines des plus beaux monuments de la Grèce, 1774).
[3] Οι διαστάσεις της κάτοψης της βιβλιοθήκης του Αδριανού είναι, περίπου, 76×115 μ..Η κάτοψη αυτή είναι ενδεικτική, όπως εκείνες που περιλάμβανε το Architektonisches Lehrbuch, του Fr.Weinbrenner (Tubingen, 1810-1819), ένα πρακτικό εγχειρίδιο της αρχιτεκτονικής, οπωσδήποτε σε γνώση των σπουδαστών της Bauakademie.
[4] Μία πηγή είναι εξαίρεση στον κανόνα, αν και ασαφής. Έγραφε ο Κ.Μπίρης: «Εκτρέπουν (;) από της καθέτου προς την οδόν Αθηνάς θέσεως την οδόν Ερμού δια να περισώσουν (;) την Καπνικαρέαν…» – τα ερωτηματικά δικά μας (Μπίρης 1966: 29-30). Σε άλλες περιπτώσεις βιβλιογραφικών αναφορών η εκκωφαντική σιωπή στο συγκεκριμένο ζήτημα πιθανόν να υπονοεί ότι αυτή η επιλογή ήταν αυτονόητη!
[5] Αυτό το ταξίδι περιλάμβανε την απαραίτητη, εκείνη την εποχή, επίσκεψη στη Ρώμη. Οι διαθέσιμες πηγές καταγράφουν αυτήν την επίσκεψη ‘αδιάφορα’ και με τη μέγιστη συντομία, ή, περιορίζονται στη γνωριμία (πολύ σημαντική, πράγματι) που έκαναν στη Ρώμη οι Κλεάνθης και Schaubert με τον Karl Wilhelm Freiherr von Heideck (Bastea 2000: 73, Παπαγεωργίου-Βενετάς 1999: 33). Η γνωριμία αυτή ήταν αντίστοιχη εκείνης που είχε κάνει ο K.Fr.Schinkel, δύο, περίπου δεκαετίες νωρίτερα, πάλι στην Ρώμη, με τον W.Humboldt. Μέσω του τελευταίου είχε διασφαλιστεί η ‘είσοδος’ του Schinkel στην Αυλή της Πρωσίας.
[6] Εκτός αν κάποιος τρίτος υπέδειξε στους δύο αρχιτέκτονες τη συγκεκριμένη λύση Trivium (βλ. συνέχεια στο κείμενο).
[7] Karidis, https://www.blod.gr/lectures/to-allo-shedio-tis-athinas-tou-1833
[8] Η τεράστια στοά με τις Ιωνικές κολώνες μπροστά από το Neues Museum και τα ανοικτά προς το εσωτερικό κεντρικά μέρη του κτιρίου συμβόλιζαν τον κοινωνικό χαρακτήρα της κουλτούρας, και όχι ένα ‘συμβατικού τύπου’ μουσειακό κέλυφος έργων τέχνης ( όπως η Γλυπτοθήκη του Μονάχου από τον Leo von Klenze, 1830, ή το Βρετανικό Μουσείο από τον Robert Smirke, 1827). Στο Βερολίνο, η αδιαπέραστη, αυστηρή όψη των Ανακτόρων συνιστούσε την τέλεια αντίστιξη. Στην Αθήνα, την οποία ο Schinkel ουδέποτε επισκέφθηκε, το σύμβολο του πολιτισμού και της Δημοκρατίας υπήρχε ήδη. Κατά τον Schinkel τι ποιο λογικό – έμενε να προστεθούν τα Ανάκτορα απέναντι από την Ακρόπολη.
[9] Το trivium σχολιάστηκε σε προηγούμενη παράγραφο.
[10] Ίσως αυτή η παρατήρηση εξηγεί την ‘διορατικότητα’ του Leo von Klenze, όταν κλήθηκε να αντικαταστήσει το αρχικό σχέδιο με νέο. Πράγματι, η αλλαγή της θέσης των Ανακτόρων ήταν η πιο καίρια επέμβαση-αναίρεση όλου του συμβολισμού που επέφερε στο σχέδιο του ανταγωνιστή του!
Αναφορά λήμματος
Καρύδης, Δ. (2019) Εναλλακτική προσέγγιση στο σχέδιο της Αθήνας του 1833, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/εναλλακτική-προσέγγιση-στο-σχέδιο-τη/ , DOI: 10.17902/20971.89
Αναφορά Άτλαντα
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Βιβλιογραφία
- Γέροντας Δ (1964) Περί του εθιμικού δικαίου των Αθηνών της Τουρκοκρατίας και της Επαναστάσεως. Αθήναι.
- Καρύδης Δ (2018) Το «άλλο» σχέδιο της Αθήνας του 1833. Αθήνα. Available from: https://www.blod.gr/lectures/to-allo-shedio-tis-athinas-tou-1833.
- Μονιούδη – Γαβαλά Δ (2017) Σχεδιασμός και έγγειος ιδιοκτησία στην Αθήνα, 1833-1922. Αθήνα: Παρασκήνιο.
- Μπίρης Κ (1966) Aι Αθήναι από του 19ου εις τον 20ον αιώνα. Αθήνα: Έκδοσις του Καθιδρύματος Πολεοδομίας και Ιστορίας των Αθηνών.
- Παπαγεωργίου – Βενετάς Α (1999) Εδουάρδος Σάουμπερτ (1804-1860). Σιετή Τ (επιμ.), Αθήνα: Οδυσσέας.
- Παπαγεωργίου – Βενετάς Α (2001) Aθήνα. Ένα όραμα του κλασικισμού. Αθήνα: Εκδόσεις Καπον.
- Υπουργείο Πολιτισμού (1985) Αθήνα Ευρωπαϊκή Υπόθεση. Αθήνα.
- Bacon EN (1974) Design of cities. London: Thames and Hudson London.
- Bastea E (2000) The creation of modern Athens: planning the myth. Cambridge: Cambridge University Press.
- Bergdoll B and Lessing E (1994) Karl Friedrich Schinkel: An Architecture for Prussia. New York: Rizzoli.
- Bottomore TB (1972) Sociology. London: Unwin University Books.
- Finlay G (1836) The Hellenic kingdom and the Greek nation. J. Murray.
- Gutkind EA (1969) Urban development in southern Europe: Italy and Greece. New York: The Free Press.
- Hall T (1997) Planning Europe’s capital cities: aspects of nineteenth-century urban development. London: Routledge.
- Karidis D (2014) Athens, from 1456 to 1920, the Town under Ottoman rule and the 19th century Capital City. Oxford: Archaeopress.
- Kühn M (1979) Schinkel und der Entwurf seiner Schüler Schaubert und Kleanthes für die Neustadt Athen. Berlin und die Antike, Berlin.
- Lavedan P (1952) Histoire de l’Urbanisme, Époque Contemporaine. Laurens H (ed.), Paris.
- Morot J-B (1873) Journal de Voyage Paris à Jerusalem. Paris: Imprimerie de J.Claye.
- Rasmussen SE (1969) Towns and Buildings. Cambridge: The MIT Press.
- Tsiomis Y (2017) Athènes à soi-même étrangère. Marseille: Parenthèses.