Συγκροτήματα κοινωνικής κατοικίας στη Αθήνα
Μυωφά Νικολίνα
Γειτονιές, Δομημένο Περιβάλλον, Ιστορία, Πολιτική, Στέγαση, Σχεδιασμός
2021 | Μάι
Η συνηθέστερη μορφή παροχής κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα ήταν η ανέγερση συγκροτημάτων κοινωνικής κατοικίας όπως συνέβαινε στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης. Αυτά τα συγκροτήματα ανεγέρθηκαν την περίοδο του μεσοπολέμου έως το 2004 από διάφορους φορείς αλλά και το κεντρικό κράτος (Υπουργείο Πρόνοιας) για τη στέγαση των προσφύγων, των εσωτερικών μεταναστών, των υπαλλήλων του ιδιωτικού τομέα και των κατοίκων των παλαιών συγκροτημάτων του Υπουργείου Πρόνοιας.
Στο κείμενο αυτό αναδεικνύεται το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε η κοινωνική κατοικία στην Αθήνα, η εξέλιξή της και η ανάλυση των αιτίων που οδήγησαν στην παρακμή της. Μέσω της μελέτης της αθηναϊκής περίπτωσης το κύριο ερώτημα είναι οι προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει σήμερα το κράτος όσον αφορά τα συγκροτήματα κοινωνικής κατοικίας [1];
Πολιτική για την κοινωνική κατοικία στην Αθήνα
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει επίσημος ορισμός για την κοινωνική κατοικία (Dimitrakopoulos 2003). Η έννοια αυτή ιστορικά διαμορφωνόταν ανάλογα με τις ανάγκες και τους σκοπούς που θα εξυπηρετούσε καθώς και τις ομάδες ωφελούμενων στις οποίες απευθυνόταν. Έτσι, αναφέρονται η προσφυγική, η λαϊκή ή η εργατική κατοικία. Στο άρθρο αυτό χρησιμοποιείται ο πιο γενικός όρος «κοινωνική κατοικία» που περιλαμβάνει όλους τους προαναφερθέντες τύπους.
Το μοντέλο κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα ήταν πάντα το υπολειμματικό (residual). Απευθυνόταν σε συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού, όπως πρόσφυγες, εσωτερικοί μετανάστες, μισθωτοί και κάτοικοι των παλαιών συγκροτημάτων του Υπουργείου Πρόνοιας. Μέρος των προγραμμάτων αυτών συνδέονταν άμεσα με προγράμματα εκκαθάρισης παραγκουπόλεων και κατασκευής συγκροτημάτων κοινωνικής κατοικίας. Επίσης, υπήρχαν περιπτώσεις όπου τα συγκροτήματα ανεγείρονταν σε εκτάσεις τις οποίες αποκτούσε το δημόσιο ύστερα από απαλλοτρίωση. Τα διαμερίσματα στα συγκροτήματα αυτά δίνονταν απευθείας στους δικαιούχους για ιδιοκατοίκηση και όχι για ενοικίαση (Kandylis et al. 2018). Η Ελλάδα παραμένει η μόνη ευρωπαϊκή χώρα όπου απουσιάζει πλήρως ο τομέας της κοινωνικής ενοικίασης (Pittini and Laino 2011).
Η ιστορική επισκόπηση που ακολουθεί αφορά τις περιόδους 1922–1939, 1950–1974 και 1975–2012. Οι περίοδοι αυτές σχετίζονται στενά με σημαντικά γεγονότα, όπως η ανταλλαγή πληθυσμών της δεκαετίας του 1920, οι πόλεμοι της δεκαετίας του 1940, οι εσωτερικές και εξωτερικές μεταναστευτικές εισροές στη μεταπολεμική περίοδο και από το 1990 και μετά κ.λπ., που άλλαξαν την πληθυσμιακή και την κοινωνική σύνθεση της Αθήνας και έκαναν εντονότερη την ανάγκη για κοινωνική κατοικία.
Περίοδος του μεσοπολέμου (1922–1939)
Ο τομέας της κοινωνικής κατοικίας αναπτύχθηκε για πρώτη φορά μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανάγκη στέγασης του μεγάλου αριθμού προσφύγων από τη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη και τον Πόντο που εισέρρευσε στη χώρα απόρροια της ήττας των Ελλήνων στην Μικρασιατική Εκστρατεία το 1922 και της συνακόλουθης υπογραφής τον Ιούλιο του 1923 της Συνθήκης της Λοζάνης (Λοϊζος 1994). Η στέγαση τους ήταν δύσκολο να ολοκληρωθεί από ένα κράτος που δεν είχε προηγούμενη εμπειρία, δεν διέθετε ανεπτυγμένο πρόγραμμα παροχής κρατικής στέγασης και επιπλέον οι οικονομικοί του πόροι ήταν περιορισμένοι λόγω της ήττας στη Μικρασιατική Εκστρατεία αλλά και των πολεμικών συρράξεων που είχαν προηγηθεί (Γκιζελή, 1984).
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, το Ταμείο Περιθάλψεως των Προσφύγων (ΤΠΠ) και η Επιτροπή Αποκατάστασης των Προσφύγων (ΕΑΠ) ήταν οι δύο φορείς που έδρασαν στο πεδίο της στέγασης μέσω της οικοδόμησης κατοικιών και της ανέγερσης συνοικισμών. Το ΤΠΠ ξεκίνησε την οικοδόμηση νέων συνοικισμών στην περιφέρεια της Αθήνας και του Πειραιά και υπήρξε ο φορέας που έβαλε τα θεμέλια για τη δημιουργία του τομέα της κοινωνικής κατοικίας, αφού στέγασε χιλιάδες πρόσφυγες (Γκιζελή, 1984). Η ΕΑΠ συνέχισε το έργο της στεγαστικής αποκατάστασης των προσφύγων μέχρι το 1930 (Λεοντίδου, 2001). Για παράδειγμα το Ταμείο ξεκίνησε την οικοδόμηση των συνοικισμών του Βύρωνα, της Νέας Ιωνίας, της Καισαριανής και της Νέας Κοκκινιάς (Νίκαια) που ολοκλήρωσε η ΕΑΠ (Βασιλείου, 1944). Επιπλέον, η Επιτροπή κατασκεύασε κατοικίες για τους πρόσφυγες στους συνοικισμούς Νέα Φιλαδέλφεια, Καλλιθέα, Ρέντη, Κοκκινιά κ.ά. (Παπαϊωάννου, 1975).
Ανεξάρτητα από τη δράση των δημόσιων φορέων, όσοι παρέμεναν άστεγοι εγκαθίσταντο σε κενές εκτάσεις και δημιουργούσαν με πρόχειρα μέσα συνοικισμούς από παραπήγματα (Leontidou, 1990). Πιο συγκεκριμένα στην Αθήνα, οι πρόσφυγες αυτοστεγάστηκαν είτε σε κοντινή απόσταση από τους ήδη υπάρχοντες προσφυγικούς συνοικισμούς που είχαν κατασκευαστεί από το κράτος, είτε οπουδήποτε έβρισκαν κενό-ελεύθερο χώρο δημιουργώντας νέους συνοικισμούς (Παπαϊωάννου, 1975).
Συνολικά, για το έργο της αποκατάστασης των προσφύγων στην Αθήνα και στον Πειραιά την περίοδο του μεσοπολέμου, δημιουργήθηκαν 12 κύριοι και 34 μικρότεροι προσφυγικοί οικισμοί έξω από τον υφιστάμενο αστικό ιστό. Οι συνοικισμοί αυτοί δημιουργήθηκαν στις παρυφές των δύο πόλεων σε περιοχές που ήταν ακατοίκητες πριν το 1922 (χάρτης 1) (Παπαϊωάννου, 1975).
Χάρτης 1: Οι συνοικισμοί που δημιουργήθηκαν από το 1922 έως τα τέλη της δεκαετίας του 1930 εκτός των ορίων της Αθήνας και του Πειραιά
Πηγή: Παπαϊωάννου 1975:15
Η δράση της κεντρικής κυβέρνησης μέσω του Υπουργείου Πρόνοιας ξεκίνησε παράλληλα με τη δράση των δύο φορέων του ΤΠΠ και της ΕΑΠ. Ωστόσο, από το 1930, το Υπουργείο συνέχισε, ως ο αποκλειστικός φορέας, τη στέγαση των προσφύγων σε μόνιμες κατοικίες (Λεοντίδου, 2001). Πιο συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 1930-1940, το Υπουργείο ανήγειρε συγκροτήματα σε παραγκουπόλεις, μετά από την κατεδάφιση των παραπηγμάτων, ή κοντά σε αυτές τις περιοχές (Βασιλείου, 1944). Το Υπουργείο Πρόνοιας κατασκεύασε συγκροτήματα πολυκατοικιών στους προσφυγικούς συνοικισμούς με βάση τις αρχές του μοντέρνου κινήματος που επηρεάστηκε από τη διδασκαλία της Σχολής Μπαουχάους και από τις θέσεις-απόψεις του Λε Κορμπυζιέ (Κολώνας, 2003). Τα διαμερίσματα στις προσφυγικές πολυκατοικίες δόθηκαν στους δικαιούχους Μικρασιάτες πρόσφυγες οι οποίοι ήταν κάτοικοι των παραπηγμάτων. Συγκεκριμένα, από τα οκτώ συγκροτήματα τα τέσσερα βρίσκονται στην Αθήνα, ένα στον Πειραιά ενώ τα υπόλοιπα στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά. Οι πολυκατοικίες αυτές χτίστηκαν σε δύο χρονικές περιόδους, 1933-1936 και 1936-1939, και δόθηκαν στους δικαιούχους αποκλειστικά για ιδιοκατοίκηση και όχι για ενοικίαση (Γεωργακοπούλου 2003, Βασιλείου 1944).
Η διανομή των διαμερισμάτων στους δικαιούχους γινόταν με κλήρωση λαμβάνοντας υπόψη τον αριθμό των μελών της κάθε οικογένειας και υπό τον όρο ότι οι οικογένειες των δικαιούχων δεν διέθεταν ιδιόκτητη κατοικία ή οικόπεδο στο όνομά τους (Βασιλείου 1944). Τα διαμερίσματα αυτά τελικά δεν παραχωρήθηκαν δωρεάν στους δικαιούχους, όπως οι ίδιοι οι πρόσφυγες ανέμεναν εξαιτίας των ανταλλάξιμων περιουσίων, αλλά καταβλήθηκε το ανάλογο αντίτιμο στο Υπουργείο Πρόνοιας (Σταυρίδης κ.ά., 2009). Το Υπουργείο Πρόνοιας τα παραχωρούσε με διευκολύνσεις, όπως την δυνατότητα αποπληρωμής εντός 15 χρόνων του 70% της τιμής που δαπανήθηκε για το οικόπεδο και την κατασκευή της κατοικίας (Βασιλείου, 1944).
Η επίδραση του κρατικού έργου για τη στέγαση των προσφύγων στο γενικότερο ζήτημα της κοινωνικής κατοικίας είναι αναμφισβήτητη. Με αφορμή τη στέγαση των προσφύγων αναπτύχθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα ο τομέας της κοινωνικής κατοικίας και μπήκαν τα θεμέλια για τη δημιουργία ευρύτερης κοινωνικής πολιτικής για την κατοικία. Όμως, ενώ το γιγαντιαίο σε έκταση έργο προχωρούσε και χιλιάδες πρόσφυγες στεγάζονταν δεν συνέβαινε το ίδιο με τα γηγενή, φτωχά, στρώματα του πληθυσμού (Λυγίζος, 1974) . Ο προσδιορισμός της κοινωνικής κατοικίας ως αυστηρά προσφυγικής παρέμενε (Γκιζελή, 1984).
Τελικά, όμως, και η ίδια η πολιτική στέγασης για τους πρόσφυγες απώλεσε τον κοινωνικό της χαρακτήρα. Τόσο η ΕΑΠ όσο και το Υπουργείο Πρόνοιας προωθούσαν την ιδιοκατοίκηση αφού πωλούσαν τις κατοικίες στους πρόσφυγες, τερματίζοντας με αυτό τον τρόπο κάθε περαιτέρω διαδικασία στήριξής τους (Γκιζελή, 1984).
Μεταπολεμική περίοδος (1950–1974)
Οι ανάγκες για στέγη με το τέλος του Β΄ΠΠ ήταν και πάλι πιεστικές. Τη δεκαετία του 1950, υπήρχαν πρόσφυγες για τους οποίους το ζήτημα της στέγασης παράμενε άλυτο. Η μείωση του οικιστικού αποθέματος λόγω των πολεμικών καταστροφών, καθώς και η μαζική εισροή στις πόλεις εσωτερικών μεταναστών από αγροτικές περιοχές ενέτειναν το φαινόμενο της στεγαστικής ανεπάρκειας. Κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου τα περισσότερα έργα κοινωνικής κατοικίας τα ανέλαβε το Υπουργείο Πρόνοιας. Αυτά τα συγκροτήματα ανεγέρθηκαν με στόχο την αποκατάσταση των Μικρασιατών προσφυγών αλλά και των γηγενών που ζούσαν σε παραπήγματα (Βασιλικιώτη, 1975α).
Οι ωφελούμενοι από διαμερίσματα στα συγκροτήματα ήταν νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος που στεγάζονταν σε ακατάλληλα καταλύματα και δεν ήταν ιδιοκτήτες κατοικίας ή ιδιοκτήτες γης σε κάποια άλλη περιοχή. Η διανομή των διαμερισμάτων στους δικαιούχους γινόταν με κλήρωση, όπως και την προηγούμενη περίοδο, με βάση όμως τον αριθμό των μελών κάθε οικογένειας. Οι δικαιούχοι δεν είχαν τη δυνατότητα επιλογής διαμερίσματος, όπως και την περίοδο του μεσοπολέμου, με αποτέλεσμα το διαμέρισμα το οποίο τελικά τους παραχωρούνταν να μην ανταποκρινόταν πάντα στις ανάγκες τους (Βασιλικιώτη, 1975α).
Επίσης, οι δικαιούχοι έπρεπε να αποπληρώσουν ένα μικρό ποσό, με κάποιες διευκολύνσεις, για να τους δοθεί το τελικό παραχωρητήριο και επομένως να έχουν το δικαίωμα μεταβίβασης ή πώλησης της κατοικίας τους. Η πλειονότητα όμως των Μικρασιατών προσφύγων και των απογόνων τους θεωρούσαν ότι για εκείνους δεν έπρεπε να τίθεται θέμα πληρωμής των διαμερισμάτων που τους δόθηκαν, με το επιχείρημα ότι το ελληνικό κράτος είχε ήδη πληρωθεί από τις ανταλλάξιμες περιουσίες (Σταυρίδης κ.ά., 2009). Αντιθέτως, οι εσωτερικοί μετανάστες πλήρωσαν για τα διαμερίσματα το αντίστοιχο ποσό.
Κατά την περίοδο της κατεδάφισης των παραπηγμάτων και της ανέγερσης των νέων συγκροτημάτων, παρεχόταν επιδότηση ενοικίου στους δικαιούχους. Σε αρκετές περιπτώσεις, τα νοικοκυριά ενός συνοικισμού μετεγκαταστάθηκαν σε διαφορετικές γειτονιές (Βασιλικιώτη 1975α). Αυτές οι μετεγκαταστάσεις, παρόλο που οδήγησαν σε καλύτερες συνθήκες στέγασης, επέφεραν σημαντικές αλλαγές στην κοινωνική συνοχή των γειτονιών και στις σχέσεις μεταξύ των κατοίκων.
Εκτός από το Υπουργείο Πρόνοιας, τη μεταπολεμική περίοδο ξεκίνησε και η δράση του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ). Ο ΟΕΚ ιδρύθηκε το 1954 και ανήκε στο Υπουργείο Απασχόλησης και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Μέχρι το 1975, τα έσοδα του Οργανισμού προέρχονταν κυρίως από τις εισφορές των εργαζομένων υπέρ ΟΕΚ (Κοτζαμάνης και Μαλούτας, 1985). Αυτός ο οργανισμός παρείχε κατοικία σε μισθωτούς υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι δεν διέθεταν ιδιόκτητη κατοικία και δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να αποκτήσουν. Ο ΟΕΚ ήταν ο πρώτος οργανισμός που παρείχε μια πιο ολοκληρωμένη στεγαστική πολιτική, σε αντίθεση με την μέχρι τότε ασκούμενη πολιτική από το κράτος, όπου προτεραιότητα είχε η στέγαση των προσφύγων, όσων κατοικούσαν σε παραπήγματα και των θεομηνιόπληκτων. Ωστόσο, οι πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες -όπως οι άστεγοι και οι άνεργοι- αποκλείονταν από την στεγαστική πολιτική του ΟΕΚ (Σαπουνάκης, 2013).
Στους δικαιούχους είτε δίνονταν δάνεια για αυτοστέγαση ή για αγορά κατοικίας είτε παρεχόταν επιδότηση ενοικίου ή παραχωρούνταν έτοιμη κατοικία στα οικιστικά συγκροτήματα που ανεγείρονταν. Ο ΟΕΚ ως επί το πλείστον πωλούσε τις κατοικίες του στους δικαιούχους, όπως και οι άλλοι κρατικοί φορείς οι οποίοι παρείχαν κοινωνική κατοικία από το 1922. Οι δικαιούχοι έπρεπε να πληρώσουν ένα μικρό ποσό προκειμένου να γίνουν ιδιοκτήτες του διαμερίσματος. Οι κατοικίες δίνονταν στους δικαιούχους ύστερα από κλήρωση. Σε αντίθεση με την αντίστοιχη διαδικασία του Υπουργείο Πρόνοιας, στην περίπτωση του ΟΕΚ η κλήρωση γινόταν με βάση κάποια κριτήρια, κοινωνικά και εντοπιότητας (Σταυρίδης κ.ά., 2009). Για παράδειγμα, όσον αφορά το κριτήριο της εντοπιότητας, στους κατοίκους του νομού Αττικής τα διαμερίσματα κληρώνονταν στην περιοχή που διέμεναν ήδη, με αποτέλεσμα οι δικαιούχοι του Οργανισμού να μην απομακρύνονται από τον τόπο που ζούσαν μέχρι πρότινος (Σταυρίδης κ.ά., 2009).
Οι τύποι κτηρίων που κατασκευάστηκαν ήταν διώροφες μονοκατοικίες και πολυκατοικίες τριών, τεσσάρων, οκτώ και δώδεκα ορόφων. Όσον αφορά το σχεδιασμό των συγκροτημάτων από τον ΟΕΚ υπήρχε πρόβλεψη για πράσινο και ελεύθερους χώρους. Η διάταξη των πολυκατοικιών γινόταν σε στοίχους, καθώς και η απόσταση μεταξύ των κτηρίων είχε υπολογιστεί να είναι τόση που να επιτρέπει τον επαρκή φωτισμό και αερισμό των διαμερισμάτων (Σταυρίδης κ.ά., 2009).
Εν κατακλείδι, το Υπουργείο Πρόνοιας αντιμετώπισε κυρίως καταστάσεις έκτακτης ανάγκης στεγάζοντας ευάλωτα κοινωνικά στρώματα, ενώ τα προγράμματα του ΟΕΚ απευθύνονταν σε συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες με σταθερή απασχόληση, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι άστεγοι ή οι ανεπαρκώς στεγασμένοι και οι άνεργοι (Leontidou,1990). Συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες ο αριθμός των κατοικιών που κατασκευάστηκαν από τους δύο φορείς ήταν μικρός. Πιο συγκεκριμένα, το Υπουργείο Πρόνοιας και ο ΟΕΚ κατασκεύασαν 31 συγκροτήματα, κατά τη μεταπολεμική περίοδο, με περίπου 11.930 κατοικίες, ενώ, ενδεικτικά, στα προάστια της Στοκχόλμης, κατασκευάστηκαν 34 συγκροτήματα με 83.796 κατοικίες από το 1951 έως το 1970 (Andersson and Brama, 2018: 368).
Από το 1975 έως το 2012
Μετά το 1975, η τάση σε παγκόσμιο επίπεδο για την πολιτική κοινωνικής κατοικίας, ήταν να αντικατασταθεί το μοντέλο της ανέγερσης συγκροτημάτων από ένα νέο. Το νέο μοντέλο παρείχε οικονομική βοήθεια για την κατασκευή ή την αγορά κατοικίας που παράγεται μέσω της ιδιωτικής αγοράς (Bourne, 1998). Αυτή η αλλαγή, καθώς και η συρρίκνωση των προγραμμάτων του Υπουργείου Πρόνοιας, επηρέασαν τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόστηκε η πολιτική για την κοινωνική κατοικία στην Ελλάδα (Βασιλικιώτη, 1975α).
Ο ΟΕΚ ήταν ο κύριος δημόσιος φορέας παροχής κοινωνικής κατοικίας από το 1975 έως το 2011. Εκτός από την κατασκευή συγκροτημάτων ο ΟΕΚ δανειοδοτούσε ιδιώτες για την απόκτηση κατοικίας και επιδοτούσε το ενοίκιο ωφελούμενων που πληρούσαν συγκεκριμένα κριτήρια (Βαταβάλη και Σιατίτσα 2011). Η δραστηριότητα του Οργανισμού στην Αθήνα, αναφορικά με την κατασκευή νέων συγκροτημάτων, σε αντίθεση με τις μεσαίου μεγέθους ελληνικές πόλεις, ήταν περιορισμένη. Έτσι, στο σύνολο των συγκροτημάτων που δημιουργήθηκαν από τον ΟΕΚ την περίοδο από το 1955 έως το 2012 μόνο το 10% αντιστοιχεί στη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας (Kandylis et al. 2018). Ο ΟΕΚ κατασκεύασε τα συγκροτήματα αυτά στο βορειοδυτικό τμήμα της μητροπολιτικής περιοχής της Αθήνας, που αποτελεί τόπο κατοικίας εργατικών στρωμάτων (ενδεικτικά στους Δήμους Αχαρνών, Νέων Λιοσίων, Ιλίου), στα βόρεια προάστια (Δήμοι Αμαρουσίου και Πεύκης—Ηλιακό Χωριό), καθώς και στην Ανατολική Αττική στο Δήμο Παλλήνης (Kandylis et al. 2018).
Το Ολυμπιακό Χωριό, είναι το τελευταίο συγκρότημα που κατασκεύασε ο ΟΕΚ στην Αθήνα. Το συγκεκριμένο συγκρότημα σχεδιάστηκε με στόχο να εξυπηρετήσει σε πρώτη φάση τις προσωρινές ανάγκες σε στέγαση των αθλητών κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών και των Παραολυμπιακών Αγώνων που διοργανώθηκαν στην Αθήνα το 2004, και σε δεύτερη φάση να εξυπηρετήσει τις άμεσες και επείγουσες στεγαστικές ανάγκες των δικαιούχων του ΟΕΚ (Αραβαντινός, 2007).
Το 1976 συστάθηκε ένας νέος φορέας, η ΔΕΠΟΣ που βρισκόταν υπό την εποπτεία του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (Kandylis et al. 2018). Στόχος ήταν η παροχή προσιτής στέγης στα χαμηλά και μεσαία εισοδηματικά στρώματα. Η κύρια δραστηριότητα της ΔΕΠΟΣ ήταν οι αναπλάσεις μικρής κλίμακας σε περιοχές με παλαιό οικιστικό απόθεμα. Αυτά τα έργα αφορούσαν την ανάπλαση των παλαιών συγκροτημάτων που κατασκευάστηκαν από το Υπουργείο Πρόνοιας κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου στη Νέα Φιλαδέλφεια, την Καισαριανή και τον Ταύρο (Νικολαϊδου, 1991). Τα προγράμματα ανάπλασης υλοποιήθηκαν σε περιοχές με έντονα προβλήματα υποβάθμισης του κτηριακού αποθέματος -λόγω παλαιότητας και εγκατάλειψης – και αδυναμίας των κατοίκων να ανταποκριθούν οικονομικά στα απαιτούμενα έργα αναβάθμισης των κατοικιών τους και των κοινόχρηστων χώρων. Επομένως, η παρέμβαση του κράτους ήταν επιβεβλημένη.
Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους φορείς, η δράση της ΔΕΠΟΣ δεν ξεκινούσε εάν οι ίδιοι οι κάτοικοι δεν ζητούσαν τη συνδρομή της. Με πρωτοβουλία των κατοίκων ξεκινούσαν τα έργα ανάπλασης, τα οποία υλοποιούνταν σε συνεργασία με τους αντίστοιχους δήμους, με πλήρη συμμετοχικό σχεδιασμό και δημοκρατικές διαδικασίες. Επιπλέον, το διάστημα μέχρι την υλοποίηση του έργου και την παραχώρηση των διαμερισμάτων στους δικαιούχους, οι κάτοικοι είχαν τη δυνατότητα ενοικίασης κατοικίας με επιδότηση (Στεφάνου κ.ά. 1995). Η δράση της ΔΕΠΟΣ αποτέλεσε την εξαίρεση στην ακολοθούμενη κοινωνική πολιτική για την κατοικία από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, όπου πλέον ο στόχος δεν ήταν η δημιουργία συγκροτημάτων πολυκατοικιών και η παραχώρηση διαμερισμάτων στους δικαιούχους. Για το λόγο αυτό «συνάντησε πολλές αντιδράσεις από τα ιδιωτικά και επαγγελματικά συμφέροντα, και τελικώς περιορίστηκε σε ασήμαντη δραστηριότητα» (Εμμανουήλ, 2006: 12) μέχρι που το 2010 έπαψε να λειτουργεί ως ανταπόκριση της ελληνικής κυβέρνησης στις μνημονιακές απαιτήσεις. Όμως, όπως διαφαίνεται και από τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκε η δράση της, είχε ήδη σταματήσει να προσφέρει κοινωνική κατοικία μετά το τέλος της ανάπλασης των παλαιών προσφυγικών του Ταύρου.
Από το 2012, έπαψε να λειτουργεί ο ΟΕΚ—στο πλαίσιο και αυτός των ακολουθούμενων πολιτικών λιτότητας λόγω της κρίσης χρέους—ο μοναδικός φορέας κοινωνικής κατοικίας που λειτουργούσε μέχρι τότε (Ζαμάνη και Γρηγοριάδης, 2013). Έτσι, ακόμη και σήμερα δεν υπάρχει φορέας που να ασκεί κοινωνική πολιτική για την κατοικία, ενώ οι ανάγκες που προκύπτουν επιλύονται με έκτακτες λύσεις και όχι με συγκροτημένη στεγαστική πολιτική.
Γενικά συμπεράσματα
Συνολικά, οι τρεις φορείς -Υπουργείο Πρόνοιας, ΟΕΚ και ΔΕΠΟΣ- από την περίοδο του μεσοπολέμου έως το 2004 κατασκεύασαν 19,299 κατοικίες στη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας για τη στεγαστική αποκατάσταση των ακόλουθων τριών ομάδων: 1) παραπηγματούχοι (πρόσφυγες και εσωτερικοί μετανάστες), 2) υπάλληλοι του ιδιωτικού τομέα και 3) κάτοικοι που ζούσαν στα παλαιά συγκροτήματα κοινωνικής κατοικίας. Σήμερα, το πληθυσμιακό βάρος του συνόλου των συγκροτημάτων κοινωνικής κατοικίας είναι πολύ μικρό. Με βάση την απογραφή του 2011, περίπου το 1,6% του πληθυσμού ζει σε συγκροτήματα κοινωνικής κατοικίας στη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας (Kandylis et al. 2018). Το ποσοστό αυτό είναι εξαιρετικά χαμηλό σε σύγκριση με το 7,4% του συνολικού πληθυσμού των Βρυξελών που με βάση δεδομένα της απογραφής του 2011 κατοικεί σε συγκροτήματα που κατασκευάστηκαν την περίοδο 1946-1990, το 15,2% του πληθυσμού της Στοκχόλμης που κατοικεί στα 49 συγκροτήματα κοινωνικής κατοικίας (δεδομένα 2014) και το 19% του συνολικού πληθυσμού του Ελσίνκι που κατοικεί στα 48 συγκροτήματα της περιοχής (δεδομένα 2014) (Hess et al., 2018).
Χάρτης 2: Χωροθέτηση των συγκροτημάτων κοινωνικής κατοικίας που δημιουργήθηκαν στην Αθήνα την περίοδο 1930–2004
Πηγή δεδομένων: Βασιλικιώτη 1975β; Παπαδοπούλου και Σαρηγιάννης, 2006; Σταυρίδης κ.ά., 2009; Google Earth και τοπικές επισκέψεις.
Τα συγκροτήματα αυτά καταλαμβάνουν πολύ μικρή έκταση όπως φαίνεται από τον χάρτη 2 και επιπλέον ο πληθυσμός τους μειώνεται. Είναι ως επί το πλείστον μικρές πληθυσμιακά περιοχές (στον χάρτη 3 με αναλογικά σύμβολα απεικονίζεται ο αριθμός των κατοίκων στα συγκροτήματα του Υπουργείου Πρόνοιας ή της ΕΑΠ, με κίτρινο χρώμα, ενώ με κόκκινο του ΟΕΚ ή της ΔΕΠΟΣ). Μόνο τέσσερα από τα συγκροτήματα αυτά έχουν πληθυσμό άνω των 3.000 κατοίκων (Ολυμπιακό Χωριό και Αχαρναί που ανεγέρθηκαν πρόσφατα και η Νέα Φιλαδέλφεια και ο Ταύρος που αποτελούν παλαιότερα συγκροτήματα στα δυτικά προάστια της εργατικής τάξης) (Kandylis et al. 2018).
Χάρτης 3: Χωροθέτηση των συγκροτημάτων κοινωνικής κατοικίας που δημιουργήθηκαν από τον Ο.Ε.Κ. και τη ΔΕΠΟΣ στη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας, την περίοδο 1930-2004
Πηγή δεδομένων: Βασιλικιώτη 1975β; Παπαδοπούλου και Σαρηγιάννης, 2006; Σταυρίδης κ.ά., 2009; Google Earth και τοπικές επισκέψεις.
Το γεγονός ότι στην Ελλάδα τα συγκροτήματα κοινωνικής κατοικίας δόθηκαν απευθείας για ιδιοκατοίκηση είχε ως αποτέλεσμα, οι αλλαγές όσον αφορά την κοινωνική φυσιογνωμία των περιοχών αυτών να είναι αργές και λιγότερο έντονες τα χρόνια που ακολούθησαν (από τη στιγμή που τα διαμερίσματα παραδόθηκαν στους δικαιούχους μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990). Η ομοιογένεια αυτή άρχισε να διαταράσσεται από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 με την εισροή νοικοκυριών χαμηλού εισοδήματος από άλλες χώρες που οδηγήθηκαν στα συγκροτήματα κοινωνικής κατοικίας (κυρίως της δεκαετίας του 1930 που είχαν υποστεί τις περισσότερες φθορές λόγω παλαιότητας) για εγκατάσταση λόγω των χαμηλών ενοικίων (Kandylis et al., 2018).
Επίσης, η πώληση των διαμερισμάτων στους δικαιούχους σήμαινε ότι η μορφή αυτή παροχής κατοικίας έχανε σταδιακά τον κοινωνικό της χαρακτήρα. Οι περιοχές στις οποίες ανήκαν τα συγκροτήματα θα έπαυαν να διαφέρουν από τις ευρύτερες περιοχές τους (όσον αφορά τα κοινωνικά χαρακτηριστικά τους και την αγορά κατοικίας) από τη στιγμή που θα ακολουθούσαν το κυρίαρχο μοντέλο στέγασης, δηλαδή την ιδιοκατοίκηση (Kandylis et al., 2018). Επίσης, το κράτος και οι φορείς -που κατασκεύασαν τα συγκροτήματα αυτά- από τη στιγμή της πώλησης των κατοικιών στους δικαιούχους έπαυαν πλέον να τα διαχειρίζονται, ενώ η ευθύνη μετατοπιζόταν στους ιδιοκτήτες. Ωστόσο, κάποιοι από τους ιδιοκτήτες δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να αντεπεξέλθουν οικονομικά στα απαιτούμενα έργα αναβάθμισης των κατοικιών και των κοινόχρηστων χώρων με αποτέλεσμα τη σταδιακή υποβάθμιση των συγκροτημάτων κοινωνικής κατοικίας. Η εγκατάλειψη των διαμερισμάτων (ιδιαίτερα στα παλαιά συγκροτήματα του Υπουργείου Πρόνοιας) ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 επέτεινε αυτή την εικόνα υποβάθμισης.
Επομένως, μέσα από την ιστορική αναδρομή στην πολιτική για την κοινωνική κατοικία στην Αθήνα διαφάνηκε ότι η ακολουθούμενη πολιτική της πώλησης των διαμερισμάτων στους δικαιούχους οδήγησε σε ένα ανεπαρκές μοντέλο παροχής κοινωνικής κατοικίας. Και αυτό επειδή, ενώ το κράτος κατασκεύασε κοινωνική κατοικία για την κάλυψη των αναγκών συγκεκριμένων ομάδων του πληθυσμού που δεν μπορούσαν να αποκτήσουν στέγη με δικά τους μέσα, από τη στιγμή της παραχώρησης των διαμερισμάτων στους δικαιούχους το κράτος δεν είχε πλέον περιθώρια παρέμβασης. Ο λόγος ήταν ότι τα απαιτούμενα έργα αναβάθμισης των κατοικιών και εν γένει η διαχείριση των συγκροτημάτων αυτών ήταν ευθύνη των ιδιοκτητών και η υλοποίησή τους ήταν άμεσα εξαρτημένη από την οικονομική τους δυνατότητα.
Οι προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει το κράτος σήμερα αφορούν την αναβάθμιση του αποθέματος των συγκροτημάτων αυτών. Η ανάπλαση των πολυκατοικιών αυτών θα βοηθούσε προς την κατεύθυνση της επιστροφής των ιδιοκτητών στα συγκροτήματα (κυρίως εκείνων που έχουν εγκαταλείψει τα διαμερίσματα λόγω της υποβάθμισής τους). Άλλωστε, αυτό αποτελεί και πάγιο αίτημα των ιδιοκτητών στις περιοχές αυτές. Ως εκ τούτου, η αναδιάρθρωση ενός δημόσιου φορέα που θα μπορούσε να αναλάβει την ανάπλαση των συγκροτημάτων κοινωνικής κατοικίας είναι καίριας σημασίας. Επίσης, τα κενά διαμερίσματα ή εκείνα σε περιορισμένη χρήση μπορούν να χρησιμοποιηθούν ξανά ως κοινωνική κατοικία, με τη συγκατάθεση των ιδιοκτητών τους φυσικά, για τη στέγαση όσων αδυνατούν να στεγαστούν με δικά τους μέσα.
[1] Το άρθρο αυτό βασίζεται στην βιβλιογραφική επισκόπηση στο πλαίσιο της διδακτορικής μου διατριβής με τίτλο, «Η κοινωνική κατοικία στην Αθήνα. Μελέτη των προσφυγικών συνοικισμών Δουργουτίου και Ταύρου από το 1922 έως σήμερα» στο Τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου. Μέρος αυτού του άρθρου παρουσιάστηκε στο συνέδριο Development Days 2020 της Φινλανδικής Εταιρείας για την Ανάπτυξη της Έρευνας με τίτλο ‘Inequality Revisited: In Search of Novel Perspectives on an Enduring Problem’, Helsinki: House of Science and Letters, 26–28 February 2020.
Αναφορά λήμματος
Μυωφά, Ν. (2021) Συγκροτήματα κοινωνικής κατοικίας στη Αθήνα, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/συγκροτήματα-κοινωνικής-κατοικίας-σ/ , DOI: 10.17902/20971.101
Αναφορά Άτλαντα
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Βιβλιογραφία
- Αραβαντινός Α (2007) Πολεοδομικός Σχεδιασμός. Για μια βιώσιμη ανάπτυξη του αστικού χώρου. Αθήνα: Εκδόσεις Συμμετρία.
- Βασιλείου Ι (1944) Η λαϊκή κατοικία. Αθήνα: Π.Α.Διαλησμά
- Βασιλικιώτη Ε (1975) Μέρος II. Από το 1960 μέχρι σήμερα. Στο: Αμπαδογιάννη Β και Ζαβερδίνου Ο (επιμ.), Η κατοικία στην Ελλάδα. Κρατική δραστηριότης, Αθήνα: Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, σσ 41–64.
- Βασιλικιώτη Ε (1975) Μέρος III. Συγροτήματα Αθηνών-Θεσσαλονίκης-Ρόδου. Στο: Η κατοικία στην Ελλάδα. Κρατική δραστηριότης, Αθήνα: Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, σσ 65–146,
- Βαταβάλη Φ και Σιατίτσα Δ (2011) Η κρίση της κατοικίας και η ανάγκη για μια νέα στεγαστική πολιτική. Available from: https://encounterathens.files.wordpress.com/2011/05/politikes-gia-thn-katoikia-11mai11.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 5 Φεβρουάριος 2015).
- Γεωργακοπούλου Φ (2003) Διερεύνηση της επιρροής του μοντέρνου κινήματος στον σχεδιασμό και την ανέγερση των προσφυγικών πολυκατοικιών στην Αθήνα και τον Πειραιά (1930-1940). Available from: http://bit.ly/ZFWxCQ (ημερομηνία πρόσβασης 15 Σεπτέμβριος 2015).
- Γκιζελή Β (1984) Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα 1920-1930. Αθήνα: Επικαιρότητα.
- ΕΛΣΤΑΤ – ΕΚΚΕ (2019) Πανόραμα Απογραφικών Δεδομένων 1991-2011. Available from: https://panorama.statistics.gr/.
- Εμμανουήλ Δ (2006) Η κοινωνική πολιτική κατοικίας στην Ελλάδα: Οι διαστάσεις μιας απουσίας. Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 120: 3–35.
- Κολώνας Β (2003) Η Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα. Στο: Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα: Ο μεσοπόλεμος 1922-1940., Αθήνα: Βιβλιόραμα, σσ 461–539.
- Κοτζαμάνης Β και Μαλούτας Θ (1985) Η κρατική παρέμβαση στον τομέα της εργατικής-λαϊκής κατοικίας. Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 56: 129–154.
- Λεοντίδου Λ (2001) Πόλεις της σιωπής. Εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά, 1909-1940. 2η Έκδοση. Αθήνα: Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ.
- Λοΐζος Δ (1994) Οι μεγάλες δυνάμεις, η Μικρασιατική Καταστροφή και η εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα (1920-1930). Αθήνα.
- Λυγίζος Γ (1974) Η λαϊκή στέγη στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Αθήνα: Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας.
- Νικολαΐδου Σ (1991) Η ανάπλαση ως μέσο άσκησης στεγαστικής πολιτικής στην Ελλάδα: κοινωνιολογική διερεύνηση των αποτελεσμάτων ορισμένων περιπτώσεων ανάπλασης. Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 83: 77–99.
- Παπαδοπούλου Ε και Σαρηγιάννης Γ (2009) Η εγκατάσταση των προσφύγων του ΄22 στο Λεκανοπέδιο Αθηνών. Η σημερινή κατάσταση των προσφυγικών εγκαταστάσεων στην Αθήνα. Δυνατότητες προστασίας. Available from: http://www.monumenta.org/article.phpIssueID=2&lang=gr&CategoryID=3&ArticleID=8 (ημερομηνία πρόσβασης 17 Απρίλιος 2016).
- Παπαϊωάννου Ι (1975) Μέρος I, 1920-1960. Στο: Η κατοικία στην Ελλάδα. Κρατική δραστηριότης., Αθήνα: Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, σσ 5–40.
- Σαπουνάκης Α (2013) Προβλήματα ένταξης σε κανονική κατοικία στην Ελλάδα τα οικονομικής κρίσης. Στο: Μανωλίδης Κ και Στυλίδης Ι (επιμ.), Μεταβολές και ανασημασιοδοτήσεις του χώρου στην Ελλάδα της κρίσης, Βόλος: Πρακτικά Συνεδρίου Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου της Θεσσαλίας, 1-3 Νοεμβρίου 2013, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, σσ 465–472.
- Σταυρίδης Σ, Κουτρολίκου Π, Βαταβάλη Φ, κ.ά. (2009) Μετασχηματισμοί της σχέσης δημόσιου-ιδιωτικού χώρου στα συγκροτήματα κοινωνικής κατοικίας των Ελληνικών αστικών κέντρων. Αθήνα: ΕΜΠ-Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Πρόγραμμα Ενισχυτικής Βασικής Έρευνας.
- Στεφάνου Ι, Χατζοπούλου Α και Νικολαΐδου Σ (1995) Αστική ανάπλαση. Πολεοδομία, δίκαιο, κοινωνιολογία. Αθήνα: Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας.
- Andersson R and Brama A (2018) The Stockholm estates – A tale of the importance of initial conditions, macroeconomic dependencies, tenure and immigration. In: Hess D, Tammaru T, and Van Ham M (eds), Housing Estates in Europe: Poverty, Ethnic Segregation, and Policy Challenges, International Publishing: Springer, pp. 361–387.
- Bourne L (1998) Social Housing. In: The Encyclopedia of Housing, California: Sage Publications, pp. 548–549.
- Dimitrakopoulos I (2003) National analytical study on housing. RAXEN focal point for Greece. Athens: ANTIGONE-Information & Documentation Centre.
- Hess DB, Tammaru T and Van Ham M (2018) Lessons learned from a pan-European study of large housing estates: Origin, trajectories of change and future prospects. In: Housing Estates in Europe: Poverty, Ethnic Segregation, and Policy Challenges, International Publishing: Springer, pp. 3–31.
- Kandylis G, Maloutas T and Myofa N (2018) Exceptional social housing in a residual welfare state: Housing estates in Athens. In: Housing Estates in Europe: Poverty, Ethnic Segregation, and Policy Challenges, International Publishing: Springer, pp. 77–98.
- Pittini A and Laino E (2011) Housing Europe Review 2012: The nuts and bolts of European social housing systems. CECODHAS Housing Europe’s Observatory, Brussels. Available from: http://www.housingeurope.eu/file/38/download (accessed 14 May 2015).